4 Μαρτιου
Ο Δημήτρης Νάκος, μετά το χιουμοριστικό και απρόοπτο οδοιπορικό στην ‘Εβίβα‘ (Τιμητική Διάκριση Ανδρικής Ερμηνείας για τον Άλκη Παναγιωτίδη στο 37ο Φεστιβάλ της Δράμας), δημιουργεί άλλη μια ταινία που διακρίνεται, όχι μόνο για την κεντρική της ερμηνεία, μα και για την καίρια και εύστοχη κοινωνική της παρατήρηση. Στο ‘4 Μαρτίου‘, η Ρομάνα Λόμπατς (Τιμητική Διάκριση Γυναικείας Ερμηνείας στο 38ο Φεστιβάλ της Δράμας) υποδύεται μια νεαρή κοπέλα με καταγωγή από την Ουκρανία. Η Μαρία είναι αποκλειστική και παρέχει τις υπηρεσίες της σε μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα που διαβιεί μόνη. Μόλις, η γριά αποβιώσει, η Μαρία από τρόμο, μήπως και δεν καταβληθεί το μηνιαίο της εισόδημα, θα αποκρύψει τη θλιβερή κατάληξη που θα έχει η γυναίκα. Τόσο στα παιδιά της ηλικιωμένης γυναίκας (που είναι και οι εργοδότες της Μαρίας) όσο και στους περίοικους, θα πει μια σειρά από άτεχνα ψέματα. Την αμφιλεγόμενη απόφαση, θα την μοιραστεί μόνο με τον Χρήστο, έναν ντόπιο νεαρό που αποτελεί και την ερωτική της σχέση. Αυτός, πιο πονηρός, θα βάλει ανάρμοστες σκέψεις στην ηρωίδα και θα την οδηγήσει στον πειρασμό να εντοπίσει και να υφαρπάξει τις κρυφές οικονομίες της γριάς. Ένα ηθικό δίλημμα, θα βασανίσει την ηρωίδα, και ο Δημήτρης Νάκος σκηνοθετεί την επιρρέπεια και τη διστακτικότητα της Μαρίας με αγωνιώδη τρόπο.
Και σε αυτή την ταινία, η δράση τοποθετείται σε μια άγνωστη επαρχιακή πόλη, μονάχα που αυτή τη φορά, ο τόνος της ταινίας είναι διαφορετικός, αρκετά πιο δραματικός και το ταξίδι δεν είναι κυριολεκτικό, αλλά εσωτερικό. Η Μαρία, θα ακολουθήσει μια παρακινδυνευμένη διαδρομή και θα επιδοθεί σε μια σειρά από λανθασμένες κινήσεις που θα δυσχεράνουν την ήδη βεβαρημένη της θέση, μέσα από τούτη την πορεία όμως, θα ανακαλύψει και τα δικά της όρια, εκείνα που πηγάζουν από ένα προσωπικό σύστημα αξιών. Η ηθική συνείδηση της Μαρίας, θα κλονιστεί συθέμελα από τη διασταύρωση της με την ανύπαρκτη ευσυνειδησία του Χρήστου. Όταν, το συνειδητοποιήσει πάντως, θα είναι αργά και δεν θα είναι εύκολο να επανορθώσει. Συγχρόνως, θα αντιληφθεί και τα περίκλειστα όρια της κοινωνίας στην οποία ζει. Είναι τόσο περιορισμένα που αδυνατεί να τα αλλάξει ή να ξεφύγει. Μιας κοινωνίας που έχει επιβάλλει ως κοινωνικώς αποδεκτό, ένα διεφθαρμένο μοντέλο αξιών. Χαρακτηριστικό είναι, πως με την επιλογή του Χρήστου, θα αποδειχθεί πολύ πιο έκλυτη και υποκριτική από το αποσιωπημένο και οριακό αδίκημα της Μαρίας. Η αρχική επιλογή της πρωταγωνίστριας, θα είναι αποτέλεσμα της αναξιοκρατίας αυτού του συστήματος, η μετεξέλιξη της όμως, σε κάτι πιο ιδεώδες και ειλικρινές αποτελεί συνεπακόλουθο των προσωπικών της αποφάσεων.
Είναι τέτοια η φύση της Μαρίας, που αν και θα ενδώσει στην ευκολία της αμαρτίας και θα αρπάξει τα χρήματα για να τα αποστείλει στην οικογένειά της που εξακολουθεί να ζει στην Ουκρανία (το χρηματικό ποσό δεν το χρειάζεται για την προσωπική της ευχαρίστηση, αλλά για ένα συγγενικό της πρόσωπο, που τυγχάνει να αντιμετωπίζει, σοβαρό πρόβλημα υγείας), λίγο μετά, θα το μετανιώσει και θα τα επιστρέψει στην πρωταρχική τους θέση. Τουναντίον, ο Χρήστος, δεν θα ταλαντευτεί να τα αποκτήσει με δόλο, είναι τόσο υπερπροστατευτική και παραμορφωτική η διαπαιδαγώγηση που έχει λάβει, που τα όρια ανάμεσα στην προσωπική του ηθική και την ανηθικότητα, είναι δυσδιάκριτα. Πόσο μάλλον, όταν γι’ αυτόν είναι πολύ εύκολο να κατηγορήσει κάποια, που σε μια τόσο κλειστή κοινωνία τα δικαιώματά της είναι ανύπαρκτα. Η Μαρία μπορεί να δουλεύει καιρό στην οικογένεια αυτή, μόλις οι υπηρεσίες της λήξουν ή αν συμβεί κάποιο έγκλημα, μπορεί να αντιμετωπιστεί και πάλι ως ξένη. Όσο κι αν υποθέτει πως έχει αφομοιωθεί όλο αυτό το διάστημα, την κατάλληλη στιγμή, θα βιώσει και πάλι την εχθρότητα της τοπικής κοινωνίας. Μέσα από μια παράξενη και προσχηματική συνθήκη (ο θάνατος της γηραιάς γυναίκας) και ένα πειστικό δίλημμα (ένα μυστικό ποσό που μπορεί να εξασφαλίσει πως τα ιατρικά έξοδα θα αποπληρωθούν), ο θεατής θα εισέλθει στη δύσκολη θέση της ηρωίδας και θα κληθεί να επιλέξει μετά το πέρας της προβολής, όχι μόνο το πρόσωπο (είναι αυτονόητο πως θα συμπαθήσει τη Μαρία, ιδίως μετά την απαράδεκτη στάση του Χρήστου), αλλά και το τι πραγματικά θα έπραττε ο ίδιος σε μια εφάμιλλη θέση.
Σημαντικό ρόλο στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας και των κλιμακούμενων εντάσεων, έχει και το δεξιοτεχνικό μοντάζ (Πάνος Βουτσαράς). Οι εικόνες συρράπτονται και εναλλάσσονται, την ώρα που ο κινηματογραφικός φακός ακολουθεί τη μη αναμενόμενη πορεία της ηρωίδας. Η τελευταία, στο πρόσωπο της δικαιολογημένα βραβευμένης Ρομάνα Λόμπατς, βρίσκει μια ιδανική ηθοποιό. Η ερμηνεία της είναι ανεπιτήδευτη και πείθει σε κάθε σημείο της ταινίας. Από την πρώτη σκηνή που συναντάει τη γηραιά γυναίκα στο νεκρικό κρεβάτι, μέχρι εκείνη που συνειδητοποιεί έξω από το αστυνομικό τμήμα πως είναι αβοήθητη και εγκλωβισμένη, η Ρομάνα Λόμπατς υποδύεται με καθαρότητα, νεύρο και ειλικρίνεια, τη Μαρία. Μπορεί, η αρχική της επιλογή, να είναι μακριά από τα ενάρετα ήθη (η απόκρυψη κι η εκμετάλλευση του νεκρού σώματος), μόλις όμως, ξεπεραστεί το εισαγωγικό σοκ, ο θεατής θα ενδιαφερθεί πραγματικά για την ηρωίδα. Η αποκάλυψη της αλήθειας, η αποκατάσταση της αδικίας και η πιθανότητα να διαπραχθεί ένα ανήθικο έγκλημα, βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας και ταλαιπωρούν τον θεατή. Είναι τόσο καλή η ερμηνεία της Ρομάνα Λόμπατς, που δίπλα της, ο Παύλος Ιορδανόπουλος στο ρόλο του Χρήστου, ωχριά. Ενώ δεν είναι κακός στον ρόλο, είναι αναιμικός και αυτό σε μια σκηνή που έχει ένταση, δεν περνάει απαρατήρητο. Ακόμη κι έτσι, όμως, η ταινία καταφέρνει να ξεχωρίσει. Πώς θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς, όταν έχει να διαχειριστεί μια σφιχτοδεμένη ιστορία που θέτει έναν κρίσιμο συλλογισμό, σαν κι αυτό; Στο φρέσκο πρόσωπο της Μαρίας, το κοινό, δεν βρίσκει μονάχα έναν άνθρωπο που προέρχεται από ένα υποδεέστερο κοινωνικό επίστρωμα, αλλά και κάποιον που είναι ευάλωτος, επειδή δεν τηρούνται αξιοκρατικά τα κριτήρια και οι κανόνες που διέπουν μια κοινωνία. Το τέλος της ταινίας μπορεί να παραμένει ορθάνοιχτο, κάτι τέτοιο συμβαίνει όμως, επειδή σημασία δεν έχει η ποινή, αλλά το πως ένα ηθικό δίλημμα επηρεάζει με τέτοιο τρόπο τον χαρακτήρα της ηρωίδας, ώστε να γνωρίσει τα προσωπικά όρια και τη κίβδηλη κοινωνία στην οποία ζει.