Δουνκερκη
Ο Κρίστοφερ Νόλαν, ο Βρετανός σκηνοθέτης που συνδέθηκε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, με τη θεοσκότεινη και πραγματιστική αναδιατύπωση του ανθρώπου – νυχτερίδα (‘The Dark Knight Trilogy’, 2005, 2008, 2012) και συστήθηκε στο πλατύ κοινό με ένα αφηγηματικά περίτεχνο και μοντέρνο νεο-νουάρ (‘Memento‘, 2000), μετά την υπέρμετρα μεγαλεπήβολη, συναισθηματικά αποπνιχτική, οδύσσεια του απέραντου και ανεξερεύνητου διαστήματος (‘Interstellar‘, 2014), επανακάμπτει κινηματογραφικά και μάλιστα δοκιμάζεται με επιτυχία σε ένα είδος, που όχι μόνο δεν έχει ξαναασχοληθεί, μα συνάμα, ευρίσκεται στον αντίποδα όλων όσων έχει επιχειρήσει. Αναμετρώμενος για πρώτη φορά, στη σχεδόν 20χρονη πορεία του, με το απαιτητικό πολεμικό είδος, ο Κρίστοφερ Νόλαν δημιουργεί το δικό του έπος και είναι ευχής έργων, γιατί αυτό είναι κάτι που το πράττει με τους γνώριμους, σκηνοθετικούς και αφηγηματικούς του κανόνες. Πετυχαίνει έτσι, να προσφέρει ένα έργο, που περισσότερο παραπέμπει σε αφήγημα επιβίωσης [με τον ασφυκτικό και αγωνιώδες τρόπο που το είδαμε στο ‘71‘ του Γιαν Ντεμάνζ (2014) ή στο ‘Ο Γιος του Σαούλ‘ του Λάζλο Νέμες (2015)], παρότι σε παραδοσιακή, πολεμική ή αντιπολεμική ταινία. Κατόπιν τούτου, μολονότι, δεν μπορεί να συγκριθεί με τα ατόφια αριστουργήματα του παρελθόντος (όπως, οι ‘Σταυροί στο Μέτωπο‘ του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (1957) ή το ‘Αποκάλυψη Τώρα‘ του Φράνσις Φορντ Κόπολα (1979)], επιτυγχάνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να προκαλέσει καταφανή θαυμασμό, για τον ασυνήθη και καθηλωτικό τρόπο, με τον οποίο επιλέγει να αποτυπώσει μια σελίδα, τόσο ηρωική και εμψυχωτική όσο είναι εκείνη που περιστοιχίζει τη μεγαλύτερη επιχείρηση εκκένωσης του προηγούμενου αιώνα (η συντονισμένη δράση διήρκησε 9 μέρες, από τις 26 Μαΐου έως τις 4 Ιουνίου 1940, και παρά τις σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό – στρατιωτικό εξοπλισμό, στέφθηκε με επιτυχία, μιας και περισώθηκαν 338.226 στρατιώτες).
Γνωστή και ως ‘Επιχείρηση Δυναμό‘, η ριψοκίνδυνη επιχείρηση διάσωσης, περίπου 400.000 εγκλωβισμένων και χειμαζόμενων στρατιωτών (οι πιο πολλοί ήταν Βρετανοί, ανάμεσά τους όμως, υπήρξαν και Γάλλοι, Βέλγοι, Πολωνοί, όπως και ένας μικρός αριθμός Ολλανδών) από τη Δουνκέρκη (τον βορεινό, γαλλικό λιμένα, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο, στο Στενό της Μάγχης και περικυκλώθηκε από τα προελαύνοντα ναζιστικά στρατεύματα) παρουσιάζεται με τρόπο που είναι οπτικά αποστομωτικός, ηχητικά εκκωφαντικός, μουσικά ανησυχαστικός, αφηγηματικά θραυσματικός και η συναισθηματική εμπειρία που προκαλεί ο καλοδουλεμένος συγκερασμός αυτών των παραγόντων είναι ανυπέρβατη και δεν υστερεί σε τίποτα από την απουσία της συνήθους συναισθηματικής σύνδεσης με τους χαρακτήρες.
Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, γίνεται φανερό, πως δεν επρόκειτο για μια παραδοσιακή πολεμική ταινία, αρκετά περισσότερο για κάποια, η οποία επιθυμεί να προκαλέσει κορεσμό από την υπερβολική χρησιμοποίηση της ιστορικής πληροφορίας (αν και λίγο περισσότερη δεν θα ήταν αχρείαστη). Αρκεί, η σύντομη αναφορά, στο ότι οι στρατιώτες των συμμαχικών στρατευμάτων έχουν περιοριστεί από τον Εχθρό στη Δουνκέρκη (ύστερα από την αιφνίδια, αστραπιαία και ανέλπιστα νικηφόρα επίθεση, που πραγματοποίησαν οι Γερμανοί απέναντι στη Δύση), για να εκκινήσει η ταινία, και μάλιστα αυτό είναι κάτι που γίνεται με τρόπο που είναι εναγώνιος: μια μικρή ομάδα στρατιωτών αποδεκατίζεται στα στενά της Δουνκέρκης και ο μοναδικός επιζήσαντας τρέχει για να σωθεί, μέχρι να καταλήξει στην περίφημη ακτή και να συνδιαλεχθεί σιωπηλά με έναν άλλον στρατιώτη που θάβει ένα πτώμα. Στο σημείο, δηλαδή, όπου εκατοντάδες, χιλιάδες στρατιώτες στοιβάζονται, ο ένας πίσω από τον άλλον, σχηματίζοντας μακροσκελείς ουρές, μιας και αναμένουν να επιβιβαστούν σε όσα βρετανικά πλοία καταφέρνουν να φθάσουν, για να τους περισυλλέξουν. Το βασανιστικό και ατέρμονο καρτέρεμα των στρατιωτών, μόνο ο διαπεραστικός, αρκετά χαρακτηριστικός θόρυβος, που κάνουν τα γερμανικά αερομαχητικά της Λούφτβαφφε, δύναται να σταματήσει (μια σειρήνα που ευρισκόταν κάτω από το ρύγχος και λειτουργούσε με τον εισερχόμενο αέρα, έκανε τα μαχητικά αεροσκάφη να αλυχτούν, κατά τη διάρκεια των βυθίσεων). Καθώς επίσης, η ρίψη πολύ μεγάλου αριθμού βομβών και η πρόσκρουση αυτών, είτε επάνω στους ίδιους είτε στο υποχωρητικό, αμμοσκέπαστο έδαφος. Αλησμόνητη η σεκάνς, που πρωτοεμφανίζονται στην οθόνη τα περιβόητα γερμανικά πολεμικά αεροσκάφη κάθετης εφόρμησης (Στούκα ή Ju 87) και το συναθροισμένο πλήθος κλίνει τον κορμό του για να προστατευθεί, ενόσω μια από τις βόμβες που ρίπτονται, σκάζει δίπλα από τον στρατιώτη που είχε προηγουμένως διασωθεί.
Σκηνή, η οποία πιστοποιεί, πως σε αυτή την παραθαλάσσια περιοχή και παραμεθόριο ζώνη, υπό τις παρούσες, αδιέξοδες συνθήκες, ο θάνατος ελλοχεύει παντού και πως δεν υπάρχει άπλετος χρόνος ή κάποιο ασφαλές σημείο, για ανάπαυλα και εφησυχασμό. Ακόμη και όταν, ένα (οποιοδήποτε) βρετανικό πλοίο επιτυγχάνει να φτάσει στον ανατολικό κυματοθραύστη (ή μόλο), αυτό δεν σημαίνει, πως οι στρατιώτες που θα επιβιβαστούν, ότι θα αποπλεύσουν και θα επιστρέψουν ζωντανοί στην πατρίδα. Δεν είναι ολίγα, τα πλοιάρια που βυθίστηκαν σε αυτή την τόσο παρακινδυνευμένη αποστολή διάσωσης (υπολογίζονται στα 200, μεταξύ των οποίων, συγκαταλέγονται και 9 αντιτορπιλικά) και αυτό είναι κάτι που βεβαιώνεται και από τη καταβύθιση του πρώτου πλοίου (αμέσως μετά από τα γεγονότα που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο) ή την αντίστοιχη, κατά τη διάρκεια, της εφιαλτικής νύχτας.
Ο Κρίστοφερ Νόλαν επιτυγχάνει να δημιουργήσει μια ταινία, που τοποθετεί τον θεατή στην πρώτη γραμμή του πυρός, και ως τέτοια τον αναγκάζει να έρθει σε άβολη θέση. Μέσα από εξαιρετικά ενορχηστρωμένες μακροσκελείς σεκάνς, τον κάνει να συναισθανθεί, όχι μόνο το πόσο αποκομμένοι ήταν οι νεαρότατοι, στη συντριπτική πλειονότητά τους, στρατιώτες (από τα λοιπά πεδία των στρατιωτικών επιχειρήσεων και φυσικά την ίδια την πατρίδα τους, που φαινόταν αμυδρά στον ορίζοντα), αλλά και το πόσο έκθετοι στον κίνδυνο. Είτε περιμένουν στον ανατολικό μόλο, μέσα σε κάποιο μικρό ή μεγάλο καράβι και την αμμουδερή παραλία, είτε υποχωρεί η μέρα και ξημερώνει μια νέα, η πιθανότητα μιας δυσάρεστης έκβασης είναι πολύ πιθανή. Ακόμη και όταν, δίνεται η ψευδαίσθηση του προσωρινού σταματήματος των εχθροπραξιών, δεν επιτρέπει να κυλήσουν αρκετά λεπτά, μέχρι να αλλάξει ριζικά και πάλι η κατάσταση. Καταλήγει έτσι, η ‘Δουνκέρκη‘ να είναι μια ταινία, αληθινός αγώνας επιβίωσης, όπου λίγα λεπτά, μπορούν να κρίνουν τις ζωές εκατοντάδων ανθρώπων. Και ως τέτοια, δεν θα μπορούσε παρά να έχει πρόσωπα, που προσπαθούν να γλυτώσουν και να ξεφύγουν από τον θάνατο (αν μη τι άλλο στην ιστορία, που αφορά την οπτική πλευρά της ξηράς). Τ’ ότι τον αγκαλιάζουν, για να το επιτύχουν αυτό (στη σκηνή που εξελίσσεται στο εγκαταλειμμένο και ξεβρασμένο πλοιάριο) είναι χαρακτηριστικό της απελπιστικής κατάστασης που επικρατεί. Πρόσωπα ενδεικτικά, που δεν επιζητούν την ευσπλαχνία του κοινού και τη συνταύτιση μαζί τους, καθόσον περισσότερο λειτουργούν ως οχήματα, για να μεταπηδήσει ο σκηνοθέτης, στις σκηνές που παρουσιάζουν στην ολότητά τους, την αδιέξοδη και τρομακτική κατάσταση που επικρατεί (όχι, δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία, αν θα σωθούν οι Φιόν Γουάιτχεντ, Χάρι Στάιλς, Ανιουρίν Μπαρνάρντ, που υποδύονται τους νεαρούς στρατιώτες, που προσπαθούν να αποδράσουν από τη Δουνκέρκη και αυτό παρά τον κανόνα, δεν είναι απαραίτητα κακό).
Είναι όμως, και μια ταινία αυταπάρνησης και ηρωισμού, έτσι όπως διαφαίνεται από τις δύο έτερες οπτικές γωνίες (εκείνες που έχουν να κάνουν με τη θάλασσα και τον ουρανό). Στις 14 Μαΐου του 1940, ημέρες πριν ξεκινήσει η εκκένωση των συμμαχικών στρατευμάτων από τη Δουνκέρκη και ενόσω τα γερμανικά στρατεύματα προέλαυναν και κατευθυνόντουσαν με ταχύτατους ρυθμούς, βορειοδυτικά (μέσα από τα πυκνά δάση των Αρδεννών), το Βασιλικό Βρετανικό Ναυαρχείο ζήτησε από όλους τους πολίτες που διέθεταν σκάφη αναψυχής από 30 έως και 100 πόδια, να στείλουν τα στοιχεία τους, εντός 14 ημερών. Όταν, αποφασίστηκε η ‘Επιχείρηση Δυναμό’, τα πλεούμενα των πολιτών, όχι μόνο συνέδραμαν στην προσπάθεια του Βασιλικού Βρετανικού Ναυτικού, μα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να καταστεί εφικτή η εκκένωση της πολιορκημένης περιοχής με τις μικρότερες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.
Σε αρκετές περιστάσεις, ελλείψει ναυτικού προσωπικού, οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες οδήγησαν τα σκάφη στη Δουνκέρκη (συνολικά, περίπου 700 ιστιοφόρα – γιοτ και αλιευτικά, που έμειναν γνωστά ως τα ‘Μικρά Πλοία της Δουνκέρκης‘, βοήθησαν στην εκκένωση της περιοχής). Μια συναφή περίπτωση, αναλαμβάνει να δείξει και ο Κρίστοφερ Νόλαν στο κινηματογραφικό του έπος: ο κ. Ντόσον (Μαρκ Ράιλανς) που είναι ο ιδιοκτήτης ενός τέτοιου σκάφους μαζί με τον γιο του Πίτερ (Τομ Γκλιν-Κάρνι) και έναν ακόμη νεαρό (Μπάρι Κέογκαν) σαλπάρουν με προορισμό τη Δουνκέρκη. Στο πρόσωπό τους κατοπτρίζεται η εθελοθυσία που επέδειξαν εκατοντάδες άλλοι ιδιοκτήτες – οδηγοί και τα πληρώματά τους. Πολλώ δε μάλλον, όταν το μικρό σκάφος συναντάει ένα σχεδόν βυθισμένο, πολεμικό πλοίο και ένα αεροσκάφος που μόλις έχει προσθαλασσωθεί και καλούνται να περιμαζέψουν τους πρώτους επιζώντες (τους στρατιώτες που υποδύονται οι Κίλιαν Μέρφι και Τζακ Λόουντεν). Είναι όμως, όταν φτάνουν στην μπαρουτοκαπνισμένη ακτογραμμή της Δουνκέρκης, που φαίνεται το πόσο σημαντικό είναι το έργο που συνετέλεσαν, μιας και τα πολεμικά πλοία, όχι μονάχα δεν μπορούσαν να βγουν στον αιγιαλό, αλλά και τις φορές που κατόρθωναν να περισυλλέξουν κόσμο από τον ανατολικό μόλο και ξεκινούσαν να εκπλεύσουν με προορισμό τη βρετανική ακτή, αρκετά από αυτά γινόντουσαν εύκολος στόχος για τα γερμανικά αερομαχητικά της Λούφτβαφφε (όπως εκείνο, που βομβαρδίζεται και αναποδογυρίζει τη στιγμή που έχει φθάσει το σκάφος που πλοηγεί ο κ. Ντόσον). Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μέσα από τη θάλασσα δίνει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα από τη στιγμή που το μικρό σκάφος ξεκινάει από την απέναντι ακτή (Ντόβερ) και οι επιβαίνοντες είναι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, οι οποίοι καλούνται να διαχειριστούν συνειδητά μια παράλογη κατάσταση που υπερβαίνει το μέτρο του δυνατού.
Μαζί με τα μικρά πλεούμενα των Βρετανών πολιτών, τον στόλο του Βασιλικού Βρετανικού Ναυτικού είναι και τα αεροσκάφη της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας, που έλαβαν μέρος σε αυτή την τόσο θαρραλέα, πρωτοφανούς κλίμακας, επιχείρηση εκκένωσης, και αυτό είναι κάτι που γίνεται ορατό μέσα από την τρίτη οπτική. Είτε πετώντας με Hawker Hurricane (ένα βρετανικό μονοθέσιο μαχητικό αεροσκάφος), είτε με Supermarine Spitfire (ένα από τα πιο δημοφιλή καταδιωκτικά αεροσκάφη όλων των εποχών), οι πιλότοι της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας καταδίωκαν με ακατάβλητη μαχητικότητα, τα γερμανικά μαχητικά αεροσκάφη της Λούφτβαφφε. Αν μη τι άλλο, τα Supermarine Spitfire κάνουν περίτρανα την εμφάνισή τους, έχοντας ως πιλότους τους Φάριερ (Τομ Χάρντι) και Κόλινς (Τζακ Λόουντεν). Και ειδικά, ο πρώτος, δεν το βάζει εύκολα κάτω και συμμετέχει σε μερικές εντυπωσιακές αερομαχίες, ακόμη και όταν το αεροσκάφος παθαίνει μηχανική βλάβη και ο ίδιος μένει απροστάτευτος.
Είναι τέτοιος ο ζήλος και η ικανότητα του Φάριερ, που παρότι τα καύσιμα τελειώνουν και οι συνοδοιπόροι πιλότοι έχουν καταπέσει, προβαίνει σε ουκ ολίγες καταρρίψεις γερμανικών αερομαχητικών, κατορθώνοντας μάλιστα στο φινάλε, να κάνει και μια θριαμβευτική έξοδο, μπροστά από τον Εχθρό. Τόσο τούτη η οπτική όσο και εκείνη που αφορά τη δια θαλάσσης, αμέριστη συμβολή των απλών πολιτών, ικανοποιούν την επιθυμία του σκηνοθέτη να δείξει τη γενναιότητα και την ομόψυχη στάση που διατήρησαν οι εμπλεκόμενες δυνάμεις σε αυτή την τόσο άνιση και απρόβλεπτη επιχείρηση. Και ακόμη και όταν το παρακάνει, όπως στην περίπτωση του πιλότου Φάριερ (κατά την προσγείωση) ή και του πιλότου Κόλινς (κατά την προσθαλάσσωση), τουλάχιστον το κάνει με τρόπο που είναι κινηματογραφικά θεαματικός και συνταρακτικός. Τώρα το κατά πόσο χρειαζόταν η υποπλοκή που εμπλέκει με δυσάρεστη κατάληξη τον διασωθέντα στρατιώτη που υποδύεται ο Κίλιαν Μέρφι με εκείνον του νεαρού συνεπιβάτη που ερμηνεύει ο Μπάρι Κέογκαν (εκτός από το να δοκιμάσει τη ψυχραιμία του ιδιοκτήτη του πλοιαρίου και του συνεπιβαίνοντα υιού του ή για να δείξει τις σημαντικές και ανεπανόρθωτες συνέπειες στη ψυχοσύνθεση των διασωθέντων στρατιωτών) είναι μια άλλη ιστορία, που δείχνει την εγγενή αδυναμία του σκηνοθέτη να μετριάσει και να διαχειριστεί ακόμη και σε μια τόσο μεστή κινηματογραφική προσπάθεια, κάθε παράλληλη πτυχή. Όπως και να έχει, ο Κρίστοφερ Νόλαν επιθυμεί διακαώς να υπάρχει ένταση στις ταινίες του, ξέρει πως να την προξενεί και πράττει το κάθε τι προκειμένου, να ικανοποιήσει αυτό το αίσθημα.
Από την προσπάθεια που καταβάλλουν οι παγιδευμένοι στρατιώτες, για να επιβιώσουν, ο θεατής μεταφέρεται σε εκείνη, μιας πλειάδας πλοιοκτητών και πιλότων, που τη διακρίνει η αυταπάρνηση και ο πατριωτισμός, αντίστοιχα. Χάρη στην εξαιρετική σύνθεση και εναλλαγή των παράπλευρων σκηνών από τον Λι Σμιθ, επιτυγχάνεται ένα αποτέλεσμα που υπηρετεί το άριστα διαρθρωμένο και πολυεπίπεδο σινεμά του σκηνοθέτη. Μπορεί, ο Κρίστοφερ Νόλαν να καταπιάνεται με ένα διαφορετικό είδος (ή τελοσπάντων να αντιμετωπίζει με ασυνήθιστη μέθοδο ένα είδος που εμπίπτει στο πολεμικό σινεμά) και να εμπνέεται από ένα πραγματικό περιστατικό, και αυτό όμως, διακρίνεται από την απαιτητική δομή (αφηγηματική – οπτική), των πρωτύτερων, σκηνοθετικών και σεναριακών του αποπειρών. Εν προκειμένω, η επιλογή του, να προσεγγίσει την ταινία μέσα από τρεις οπτικές γωνίες – τρία περιβάλλοντα: τη γη ή καθώς διευκρινίζεται, το μόλο (οι περικυκλωμένοι στρατιώτες, που συγκεντρώνονται στην ακρογιαλιά και το μουράγιο), τη θάλασσα (τα κάθε λογής πλοία, που καταφθάνουν από την αντίπερα όχθη και βοηθούν στην απομάκρυνση των στρατιωτών) και τον αέρα (τα μαχητικά αεροσκάφη της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας, που κυνηγούν τα αντίστοιχα γερμανικά).
Να σημειωθεί πως, η αφηγηματική τριχοτόμηση που επιλέγει ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιεί και τον παράγοντα του χρόνου, για να δώσει βαρύτητα στα γεγονότα. Ο χρόνος, άλλωστε, διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο σε όλα τα έργα του Κρίστοφερ Νόλαν, μιας και αποτελεί το αναπόσπαστο δομικό στοιχείο, επάνω στο οποίο οργανώνει τα θρυμματισμένα του σύνολα. Όσον αφορά την τριμερή ‘Δουνκέρκη’, μια εβδομάδα πέρασαν οι περισσότεροι στρατιώτες στην παραλία, μια ημέρα χρειάστηκαν τα πλοιάρια, για να φτάσουν στην επικίνδυνη ακτή και μια ώρα τα μαχητικά αεροσκάφη της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας, για να πετάξουν πάνω από αυτή. Η χρονική απόκλιση ανάμεσα στις οπτικές γωνίες, δημιουργεί διαφορετικά συναισθήματα και άλλες προσδοκίες. Ο χρόνος ναι μεν, κυλάει αντίστροφα, για όλες τις μεριές, μα ανάλογα το μέσο, την απόσταση και τον φυσικό παράγοντα που χαρακτηρίζει το περιβάλλον που ευρίσκεται η κάθε μια, με άλλο ρυθμό (γρήγορα στον αέρα και αργά στον μόλο). Συγχρόνως, η χρονική – γεωγραφική οπτική, δημιουργεί έναν ενδιαφέροντα καμβά, ο οποίος χάρη στα ικανά χέρια του Χόιτε βαν Χόιτεμα οδηγεί σε μια φωτογραφικά θαυμαστή επίτευξη. Δεν είναι μόνο, ότι ο αξιότιμος διευθυντής φωτογραφίας ακολουθεί κατά πόδας τους περικυκλωμένους ή και εντεταλμένους χαρακτήρες και έτσι, το αποτέλεσμα αποπνέει ρεαλισμό, ούτε ότι έχει φωτίσει με τα πιο αρμοστά, γκρίζα, καφέ, πράσινα ή μπλε χρώματα το πεδίο της μάχης (μονοχρωματικά και άτονα, περίπου ξεθωριασμένα), αλλά και τ’ ότι έχει τοποθετήσει τις καλύτερες κάμερες στα πιο απίθανα σημεία (στα πιλοτήρια των μαχητικών αεροσκαφών ή μέσα στο νερό). Τόσο στα πολεμικά πλοία και τα μικρά σκάφη που φθάνουν όσο και στα Supermarine Spitfire επινοήθηκαν τρόποι ή προστέθηκαν ειδικοί φακοί, για να γίνει δυνατό τούτο. Χρησιμοποιώντας κάμερες ΙΜΑΧ 70mm (για τις σκηνές των μαχών) και Panavision 65mm (για τις σκηνές με τα διαλογικά μέρη), ο Χόιτε βαν Χόιτεμα, κόντρα σε ότι επιτάσσει η επέλαση της ψηφιακής εποχής, συλλαμβάνει στο επικό φορμάτ, το ανθρώπινο συναίσθημα, έτσι όπως το τελευταίο καθορίζεται από την καταστροφική δίνη του πολέμου.
Από τη μπαρουτοκαπνισμένη ακτή ως τους συννεφιασμένους αιθέρες και τα θολερά νερά, η κάμερα κινείται και καταγράφει εικόνες ανείπωτης φρικίασης και ανθρώπινου μεγαλείου. Συνεκτιμώντας το γεγονός, πως για να δείχνει ρεαλιστική η ταινία, εκτός από τους χώρους που προτιμήθηκαν (το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων, πραγματώθηκε στη Δουνκέρκη, στο Malo Les Bains και το Dune Dewulf), επιστρατεύτηκαν και διαμορφώθηκαν κατάλληλα, αληθινά πολεμικά πλοία, μικρά πλοιάρια και μαχητικά αεροσκάφη, συνειδητοποιεί κανείς, τον βαθμό αληθοφάνειας και το πόσο φροντισμένη υπήρξε η καλλιτεχνική διεύθυνση στο σύνολό της (υπεύθυνος για τον σχεδιασμό της παραγωγής, ο Νέιθαν Κρόουλι). Ακόμη και ο επιμήκης ανατολικός μόλος ανακατασκευάστηκε σε ικανοποιητικό βαθμό, προκειμένου να θυμίζει την πέτρινη αποβάθρα με τις ξύλινες σανίδες, που υπήρχε πρότερα (πριν, τη φυσική καταστροφή του πρωταρχικού). Τέλος, ένα ανατριχιαστικό και τεταμένο σκορ από τον Χανς Τσίμερ, συνοδεύει τον πεντακάθαρο και άριστα μιξαρισμένο ήχο (τις ριπές από τα όπλα, τις εκρήξεις των βομβών, τις σειρήνες των αεροσκαφών, τα ουρλιαχτά των στρατιωτών). Στην ουσία, η μουσική δίνει την ακουστική ψευδαίσθηση ενός τόνου Σέπαρντ (τόνοι, που είναι χωρισμένοι από μια οκτάβα, τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλον). Συνδυασμένη με τον εξακολουθητικό ήχο ενός ρολογιού, παρέχει την αίσθηση ενός σταθερά αύξοντα τόνου, ενώ εμμένει στο ίδιο σημείο. Είτε η μετάβαση μεταξύ των τόνων είναι συνεχής είτε με διακοπές και κινούμενη αντίθετα από το κανονικό, το αποτέλεσμα προκαλεί τέτοια ανησυχία, που σε συνάρτηση με τα όσα εκτυλίσσονται, κάνουν τη θέαση ακόμη πιο επώδυνη. Μαζί δε με τη φωτογραφία, καλύπτει τα αφηγηματικά κενά, που προκύπτουν από την απουσία διαλόγων.