Minefield
Η Αργεντινή σκηνοθέτιδα και συγγραφέας Λόλα Αρίας, παρά το νεαρό της ηλικίας της, έχει καταφέρει να καταξιωθεί διεθνώς σε σύντομο χρονικό διάστημα με τις εξαίρετες υβριδικές παραστάσεις (συνδυασμός περφόρμανς, διάλεξης και θεάτρου της πραγματικότητας) που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια, ανά τον κόσμο. Έχοντας επισκεφθεί και την Ελλάδα, δεν θα μπορούσε παρά να αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις με την ειλικρίνεια της προσέγγισης και την ευαισθησία της θεματολογίας. Από τη μια, η αναβίωση του σκοτεινού, δικτατορικού παρελθόντος της Αργεντινής, έτσι όπως τούτο ανασυντίθεται από έξι αντιπροσωπευτικούς απόγονους των πρωταγωνιστών αυτής της αυταρχικής περιόδου, (‘Η Ζωή μου Μετά‘, 2014) και από την άλλη η αναπαράσταση της φοιτητικής εξέγερσης της 17ης Νοεμβρίου του 1973, μέσα από ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα, ορθάνοικτο, συμμετοχικό κάλεσμα (‘Ακρόαση για μια διαδήλωση: 17 Νοεμβρίου 1973 / 2015 – Η φοιτητική εξέγερση‘, 2015). Σελίδες της νεότερης ιστορίας με μελανά χρώματα και θραύσματα της συλλογικής μνήμης με ελλιπείς εικόνες επιχειρείται να φωτιστούν και να συνενωθούν αντίστοιχα. Μέρος αυτής της ιδιότυπης, μα αποδοτικής θεατρικής διερεύνησης αποτελεί και το τελευταίο, βιωματικό της εγχείρημα, ‘Minefield‘ (2016) που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Ένα απαραίτητο έργο που καταφέρνει να χρησιμοποιήσει με υποδειγματικό τρόπο τις προσωπικές εξιστορήσεις έξι βετεράνων (τριών Αργεντινών και τριών Βρετανών).
Η αφορμή, οι αιτίες και οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες ξέσπασε εντελώς απροσδόκητα πόλεμος στις διαμφισβητούμενες νήσους Φώκλαντ τον Απρίλιο του 1982 από τις δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Αργεντινής, έρχονται στην επιφάνεια και παραβάλλονται με τις τραυματικές συνέπειες της αιματηρής σύγκρουσης στη ψυχοσύνθεση των επιλεγόμενων ανθρώπων, που εστάλησαν παρά ή με τη θέληση τους στην επίμαχη περιοχή. Η σύγκρουση των Φώκλαντ ή Κρίση των Φώκλαντ, μπορεί να κράτησε μόνο 74 ημέρες (λιγότερο απ’ όσο οι ίδιες οι πρόβες της παράστασης), μπόρεσε πάντως, να προκαλέσει ανθρώπινες απώλειες και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές (255 νεκροί – 775 τραυματίες Βρετανοί και 649 νεκροί – 1.657 τραυματίες Αργεντινοί), να τονώσει την εθνική περηφάνια της Μεγάλης Βρετανίας (η σθεναρή αντίδραση που επέδειξε η Μάργκαρετ Θάτσερ αναγνωρίστηκε με την επικράτηση της, όχι μόνο στην περιοχή, μα και στις εκλογές του 1983) και να οδηγήσει στη βαθμιδωτή υποχώρηση του στρατιωτικού πραξικοπήματος που είχε επιβληθεί στην Αργεντινή (το 1983 πραγματοποιήθηκαν ελεύθερες εκλογές, οι πρώτες ύστερα από τη βίαιη παρεκτροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος από τον στρατηγό, Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα Ρεντόντο το 1976).
Ο επιθετικός τρόπος με τον οποίο αποφάσισε η Αργεντινή να σταματήσει τις διαβουλεύσεις που είχαν ξεκινήσει προηγουμένως εντός του Ο.Η.Ε. και να διεκδικήσει ένα έδαφος που ναι μεν βρισκόταν λίγα ναυτικά μίλια από την επικράτεια της, διοικητικά όμως, παρέμενε κάτω από τη βρετανική επιρροή (από το 1833) και η αποφασιστικότητα με την οποία η τελευταία αντέδρασε παρά την ευκρινή απόσταση των δύο χωρών, παρουσίαζε δύο καταστάσεις που είχαν κοινό σκοπό: από τη μια υπήρχε ένα βάρβαρο καθεστώς το οποίο κλυδωνιζόταν τόσο από την τακτική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και από την απορρύθμιση της οικονομίας και από την άλλη μια βρετανική κυβέρνηση που έχανε τη λαϊκή στήριξη μιας και προσπαθούσε να εφαρμόσει ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο (θατσερισμός) συνθλίβοντας κάθε έννοια ή δομή κοινωνικού κράτους. Και οι δύο χώρες επιχείρησαν να εκμεταλλευθούν το εθνικό συναίσθημα (τον πατριωτισμό) προς όφελός τους (η παραμονή των κυβερνήσεων και η συνέχιση της επιβολής αντιλαϊκών πολιτικών). Μέσα από την ιστορική ανερεύνηση, η ταλαντούχα Λόλα Αρίας, προσπαθεί να κατανοήσει τις δύο πλευρές που ενεπλάκησαν σε αυτή την αδιέξοδη συμπλοκή που είχε μετααποικιακά, κυριαρχικά χαρακτηριστικά και αυτό είναι κάτι που το πραγματοποιεί από τη μεριά των μη διακρινόμενων, των ανακυκλώσιμων πρωταγωνιστών. Σκοπός της άλλωστε, δεν είναι να πάρει θέση σε ένα διχαστικό ερώτημα (σε ποιόν ανήκουν οι νήσοι Φώκλαντ;), αλλά να συμπαραταχθεί με το μέρος των αδυνάτων, να προσεγγίσει τον ψυχικό τους κόσμο και να τους συμφιλιώσει επί σκηνής απέναντι σε μια ιστορία που δείχνει πως ενώ τους αποδίδει τιμές, συνάμα τους αποποιείται ανερυθρίαστα.
Μια βάση με δύο περιμετρικούς τοίχους λευκής απόχρωσης που φωτίζονται ποικιλοτρόπως ή προβάλλουν φωτογραφίες, ντοκουμέντα και απευθείας βιντεοσκοπήσεις (παραπέμπει σε στούντιο φωτογράφισης) συναπαρτίζουν το ευπροσάρμοστο σκηνικό επάνω στο οποίο θα βρεθούν οι ταπεινόφρονες ήρωες για να διηγηθούν – ζωντανέψουν την ιστορία τους. Ο Lou Armour (καταδρομέας του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού), o David Jackson (ναυτικός του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού), ο Ruben Francisco Otero (ναυτικός στο Πολεμικό Ναυτικό της Αργεντινής), ο Sukrim Rai (στρατιώτης και πολεμιστής Γκούρκα του Βρετανικού Στρατού Ξηράς), ο Gabriel Sagastume (στρατιώτης του Στρατού Ξηράς της Αργεντινής) και ο Marcelo Vallejo (χειριστής όλμου του Στρατού Ξηράς της Αργεντινής), εμφανίζονται στη σκηνή για να καταθέσουν κάποια προσωπικά τους στοιχεία (ηλικία, επάγγελμα), τον τρόπο με τον οποίο κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτή τη σύρραξη (υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για τους Αργεντινούς), όπως επίσης, και το πως εκτιμούσαν την επιστράτευση (είτε από συναίσθηση του καθήκοντος είτε από άγνοια και παραγκωνισμό οι πιο πολλοί ήθελαν να πολεμήσουν).
Την εισαγωγική, συνοπτική παρουσίαση του καθενός, ακολουθεί το χρονικό της αποστολής και αναμέτρησης των δύο αντίπαλων στρατών στις νήσους Φώκλαντ. Ορισμένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της (επανα)διεκδίκησης παρατίθενται στη σκηνή, μέσα από μια άλλη οπτική που ξεπερνάει την απλή καταγραφή και λαμβάνει σοβαρά υπόψιν της, την αλήθεια και την επίδραση των προσωπικών βιωμάτων των εμπλεκόμενων βετεράνων (απουσιάζουν όλα όσα δεν σχετίζονται άμεσα με τους πρωταγωνιστές της παράστασης, όπως είναι η μάχη του Goose Green). Η κατάληψη των Φώκλαντ από τις στρατιωτικές δυνάμεις της Αργεντινής (2 Απριλίου 1982), παίρνει άλλες διαστάσεις τη στιγμή που πάνω στη σκηνή βρίσκεται ένας από τους λίγους Βρετανούς στρατιώτες (Lou Armour) που συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν μακριά από την περιοχή της ημέρα της εισβολής. Το φωτογραφικό υλικό που τον δείχνει να συλλαμβάνεται, συνδιαλέγεται με τις πιο μύχιες σκέψεις του. Η ανησυχία που είχε, μήπως βρει τον φρικαλέο θάνατο που είχαν οι αντιφρονούντες του καθεστώτος της Αργεντινής (οι επονομαζόμενες, πτήσεις θανάτου) μεταλλάσσεται σε ευχάριστο ξάφνιασμα τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν συνέβη (κατέληξαν σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο). Αυτή η διαρκής εναλλαγή συναισθημάτων εντοπίζεται και σε άλλα σημεία της παράστασης δίνοντας αναγκαίες πνοές.
Ούτως ή άλλως, υπάρχει η ασφαλής απόσταση για να συμπεριληφθούν κωμικές, ειρωνικές ή μουσικές υποσημειώσεις στο δραματικό αφήγημα. Παραδείγματος χάριν, η στιγμή που οι ηγέτες των δύο χωρών παίρνουν τον λόγο, είτε για να ενδυναμώσουν τον λαό (Λεοπόλντο Φορτουνάτο Γκαλτιέρι) είτε για να αποσπάσουν τη στήριξη της Βουλής των Κοινοτήτων της Μεγάλης Βρετανίας (Μάργκαρετ Θάτσερ) αντιμετωπίζονται με σκωπτική διάθεση από τη σκηνοθέτιδα. Δύο από τους βετεράνους, φοράνε μάσκες που φέρουν ελαφρώς μεγεθυμένα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δύο αρχηγών, όπως και τα ανάλογα ρούχα. Καθισμένοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον, με τις σημαίες των χωρών να κρατούνται ορθάνοικτες από πίσω, μιμούνται την κινησιολογία τους. Τα πραγματικά ηχητικά αποσπάσματα των ομιλιών κατακλύζουν τον χώρο και η εικόνα των δύο μεταμφιεσμένων προβάλλεται στο σκηνικό, τη στιγμή που η απόκρυψη των αληθινών συναισθημάτων και προθέσεων των δύο προσώπων γίνεται ορατή. Σε μια άλλη στιγμή πάλι, τα μέλη του βρετανικού στόλου βρίσκουν χρόνο για να διασκεδάσουν. Μεθυσμένοι από αλαζονεία και αδαημοσύνη επιδίδονται σ’ ένα ξέφρενο χορό προτού φτάσουν στο πεδίο της μάχης. Υπέροχη η σκηνή που εκτελείται ζωντανά από τους βετεράνους, η τεράστια επιτυχία των The Human League – ‘Don’t You Want Me’ (1981), ένας από αυτούς φοράει γυναικεία ρούχα και πίσω τους προβάλλονται αντίστοιχες εικόνες.
Η παραπάνω, φαινομενικά ευδιάθετη στιγμή όμως, θα διακοπεί όταν σημάνει συναγερμός. Η ευχέρεια της Λόλα Αρίας να μεταφέρει τη δράση από το ένα στρατόπεδο στο άλλο και να εκμαιεύει τα κατάλληλα συναισθήματα είναι εντυπωσιακή. Η συγκλονιστική μαρτυρία του Ruben Francisco Otero, ενός ναυτικού που επέβαινε στο ελαφρύ καταδρομικό, ARA General Belgrano που τορπιλίστηκε απρόσμενα και βυθίστηκε το μεσημέρι της 2ας Μαΐου του 1982, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αποδραματοποίησης. Πόσο μάλλον, όταν η περιγραφή είναι γλαφυρή και η ατμόσφαιρα (ο ήχος του νερού, ο σκοτεινός φωτισμός) ικανή να μεταφέρει την αίσθηση του τρόμου που βίωσε ένας από τους επιζήσαντες τούτης της επίθεσης (368 οι νεκροί σε ένα από τα πιο πολύνεκρα και αμφιλεγόμενα περιστατικά). Ο βετεράνος, ύστερα από ένα επεισόδιο τέτοιας ισχύος δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστος και αυτό είναι κάτι που το αναφέρει και ο ίδιος. Ομοιοτρόπως και ο Lou Armour, ο οποίος μπορεί να διασώθηκε, επέστρεψε όμως, για να πολεμήσει (συμπεριφορά επίμεμπτη). Τ’ ότι αυτό που τον στοιχειώνει περισσότερο μέχρι τις ημέρες μας, είναι κάποιος που πέθανε στα χέρια του και προέρχεται από την αντίπαλη παράταξη, παρέχει μια άλλη διάσταση στη στερεοτυπική αντιπαλότητα και την άφευκτη εξομοίωση κάθε ζωής με τον θάνατο. Ο Lou Armor, πάντως, σταδιακά διδάχθηκε να το χειρίζεται, πράγμα που αποδεικνύει σε μια πολύ δύσκολη σκηνή: ένα αποσπασματικό βίντεο του τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ, ‘The Falklands War: The Untold Story‘ (1987), δείχνει τον ίδιο ως συνεντευξιαζόμενο και αξιοποιείται από την περφόρμανς για να αντιπαραβάλει τον συναισθηματικό αντίκτυπο που είχε-ει το αποτρόπαιο γεγονός.
Όσον αφορά τη στιγμή του θανάτου, ετούτη αναπαρίσταται με τη σύμπραξη (σχεδόν) όλων των παλαίμαχων. Εν αντιθέσει, στην περίπτωση της σοκαριστικής ιστορίας που διηγείται, ο Gabriel Sagastume, η επιτέλεση του συμβάντος προϋποθέτει τη συνεισφορά ενός επιπλέον βετεράνου. Ο τελευταίος, τοποθετεί τα αναγκαία μικροαντικείμενα (ένα σπίτι, μια βάρκα, μερικά στρατιωτάκια) πάνω σε μια αυτοσχέδια μακέτα, τα βιντεοσκοπεί με μια κάμερα και αυτά προβάλλονται στο απογυμνωμένο σκηνικό που βρίσκεται ο αφηγητής. Καλή επίλυση, η οποία δεν επισκιάζει την τραγικότητα μιας ιστορίας που περιγράφει το πως οι στρατιώτες μιας μονάδας στην προσπάθεια τους να κλέψουν από κάποιο αγρόκτημα μερικά τρόφιμα, βρέθηκαν σε ναρκοθετημένη περιοχή με αποτέλεσμα να σκοτωθούν. Ο Gabriel Sagastume, χρησιμοποίησε την κουβέρτα του για να μετακινήσει τα διαμελισμένα ανθρώπινα μέλη, τη μοναδική που προβλεπόταν να έχει από το στυγερό καθεστώς. Η ιστορία πέρα από την καθ’ αυτή ενέργεια που προκαλεί αποστροφή, φέρνει στην επιφάνεια και μια ακόμη παράμετρο που αφορά τις άθλιες συνθήκες, κάτω από τις οποίες εστάλησαν, οι Αργεντινοί στρατιώτες.
Η ανακατάληψη των Φώκλαντ από τους Βρετανούς (14 Ιουνίου του 1982) επήλθε μετά από την επιτυχή, πολυήμερη επιχείρηση που πραγματοποίησαν παραπάνω από 4.000 Βρετανοί στρατιώτες στο νησί. Η είσοδος στην πρωτεύουσα Στάνλεϋ και η κατάκτηση νευραλγικών σημείων, υποχρέωσε τους Αργεντινούς να διαπραγματευθούν και άμεσα να παραδοθούν (την απόφαση που αντίβαινε την εντολή του Στρατηγού Λεοπόλντο Φορτουνάτο Γκαλτιέρι, έλαβε ο Μάριο Μπέντζαμιν Μενέντεζ, που είχε οριστεί στρατιωτικός διοικητής εκεί). Μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών που είχε σημαντικές απώλειες και για τις δύο πλευρές, οι στρατιώτες ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους. Ηττημένοι (οι Αργεντινοί) και κερδισμένοι (οι Βρετανοί), λιγότερο ή παραπάνω, αντιμετωπίστηκαν σαν ήρωες και άσκησαν επίδραση στη μακροημέρευση της εκάστοτε κυβέρνησης. Οι έξι βετεράνοι, πάντως, που μετέχουν και εμφανίζονται στην παράσταση, δεν δείχνουν να συμμερίζονται τον άκρατο ενθουσιασμό αυτών των ημερών. Ο καθείς κοντοστέκεται μπροστά από την προσωπική του φωτογραφία, προκείμενου να μοιραστεί την ανάμνηση που έχει για την ημέρα αυτή. Στον μακρύ επίλογο της παράστασης, ο αγώνας για εσωτερική μετουσίωση και ψυχολογική αποκατάσταση έχει τον επικρατέστερο λόγο. Με εξαίρεση τον Sukrim Rai που είχε μια ανάλογη πορεία, μιας και η εξέλιξη του παρέμεινε στο στρατιωτικό πεδίο και την ιδιωτική ασφάλεια (ο πιο λιγόλογος και δυσπρόσιτος βετεράνος) όλοι οι άλλοι χαρακτήρες, ακολούθησαν ολότελα διαφορετική κατεύθυνση: o Lou Armour ασχολήθηκε με τη διδασκαλία παιδιών με συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες, ο David Jackson με τη ψυχοθεραπεία, τη μουσική και το γράψιμο, ο Ruben Francisco Otero είναι μουσικός και ντράμερ των Get Back Trio, ενός συγκροτήματος που παίζει τραγούδια των Beatles, o Gabriel Sagastume συνταξιοδοτήθηκε ως δικηγόρος, ο Marcelo Vallejo, μετά από ζητήματα που είχε με την υγεία του έγινε αθλητής του τριάθλου.
Επιλογές και πορείες που ανεξάρτητα από το πόσο αντιπροσωπευτικές είναι για το σύνολο των βετεράνων (όλων όσων δεν επιλέχθηκαν και δεν συμμετείχαν σε αυτή την παράσταση), προκαλούν ένα ελαφρύ μειδίαμα και μια ανατροπή στην τυποποιημένη εικόνα που έχει γι’ αυτούς, ο θεατής. Ο τελευταίος κατορθώνει να συνταυτιστεί μαζί τους και τούτο δεν έχει να κάνει τόσο με τα θλιβερά γεγονότα που βίωσαν ή την αυτοκαταστροφική φυσιογνωμία του ανθρώπου (απόρροια της οποίας είναι και η ένοπλη αναμέτρηση), όσο με το τι χαρακτήρες φανερώνουν πως είναι όσοι παρίστανται στο σανίδι. Κατά μια έννοια, μετά από 34 χρόνια, οι έξι βετεράνοι απομυθοποιούν τον βαρύγδουπο τίτλο που τους αποδίδεται ως τιμή για τη ρωμαλέα τους αρωγή και συμπεριφέρονται ως αυτοί που πραγματικά είναι ή προσπαθούν να είναι παρά τη μεσολάβηση του πολέμου (εξ ου και η αντίταξή τους με τις φωτογραφίες).
Άνθρωποι θαρραλέοι, οι οποίοι υπερέβησαν εαυτούς και καταστάσεις για να ξεπεράσουν την έντονη και χρόνια διαταραχή μετατραυματικού άγχους (ΔΜΤΑ) που τους προκάλεσε ο πόλεμος. Σε μια συγκλονιστική, αληθινά συναισθηματική σκηνή, ο Marcelo Vallejo, θα γίνει ασθενής του David Jackson. Για λίγα λεπτά, ο χώρος μετατρέπεται σε αίθουσα ψυχιατρείου και έτσι ο θεατής έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την ανεπιτήδευτη μαρτυρία ενός ανθρώπου που η παρουσία του στις νήσους Φώκλαντ τον οδήγησε στις απομόνωση και τις καταχρήσεις. Ο David Jackson μπορεί να ήταν εχθρός του εκείνη την περίοδο, τώρα πάντως, είναι καλός ακροατής και φίλος. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Sukrim Rai, ο οποίος μπορεί ως ακατάβλητος πολεμιστής Γκούρκα να αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο με τις αμφίσημες μεθόδους που χρησιμοποιούσε (ακρωτηριασμοί με ένα καμπυλωτό μαχαίρι) και ο ίδιος, αν δεν έπαυε ο πόλεμος να είχε διασταυρωθεί με τον Marcelo Vallejo (που ήθελε να σκοτώσει κάποιων από την ειδική αυτή μονάδα του βρετανικού στρατού), μέσα από την περφόρμανς, όμως, του δόθηκε η ευκαιρία να έρθει σε επαφή και να λύσει ειρηνικά τις όποιες διαφορές. Η ίδια η φύση της αταξινόμητης αυτής παράστασης, λειτουργεί με θεραπευτικό τρόπο για όλους όσους παίρνουν μέρος σε ένα τόσο πολυσχιδές και απαιτητικό εγχείρημα. Και όπως, πολύ χαρακτηριστικά αναφέρεται από τα πρώτα λεπτά, μπορεί να μην γνωρίζουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου, κατορθώνουν να συνεννοηθούν, όμως, με τα βλέμματα, τις σιωπές και τις κινήσεις. Ενδεχομένως, αποτελεσματικότερα και από τις ίδιες τις κυβερνήσεις που τους οδήγησαν σε μια τέτοια αποστολή, αδυνατώντας μέχρι σήμερα να διαχειριστούν το ζήτημα (η πρόσφατη παραδοχή του αιτήματος που υπέβαλε το 2009 το Υπουργείο Εξωτερικών της Αργεντινής για αύξηση των ορίων των χωρικών υδάτων από την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών, αναζωπύρωσε την υπόθεση και προκάλεσε την αντίδραση της Μεγάλης Βρετανίας).
Ακόμα και το γεγονός, πως ερμηνεύουν τραγούδια και υποδύονται επιπρόσθετους ρόλους στις ιστορίες των άλλων επιδρά με εποικοδομητικό τρόπο γι’ αυτούς (περισσότερο από το να επικεντρωνόταν ο κάθε βετεράνος στη δική του ιστορία). Το πρωτότυπο και εκτονωτικό κομμάτι με το οποίο (σχεδόν) κλείνει η περφόρμανς είναι προϊόν μιας τέτοιας δημιουργικής συνεύρεσης, ενώ η εκτέλεση του ‘Get Back’ των Beatles νωρίτερα, προμηνύει τη ξεχωριστή επανεπίσκεψη τους σ’ ένα περιβάλλον που ακόμη και η ονομασία του αποτελεί αντικείμενο τριβής (Φώκλαντ για τους Βρετανούς, Μαλβίνας για τους Αργεντινούς). Μετάβαση, η οποία καθ’ ότι θα φανεί, αδυνατεί να επιφέρει κάποια καίρια μεταλλαγή στην ήδη διαμορφωμένη εικόνα που έχουν για τον αραιοκατοικημένο τόπο. Αρκετά πράγματα θα τα ξαναβρούν στη θέση τους, όπως τον πρόχειρο λάκκο που εναπόθεταν τα πτώματα οι άνδρες του Lou Armor ή τον αποσυντιθέμενο εξοπλισμό που είχε εγκαταλείψει ο Marcelo Vallejo στο ύψωμα και ένα εφαλτήριο για να ανοιχθεί ένα ξεχασμένο γράμμα στη στολή του Gabriel Sagastume (τα περισσότερα πάλι τα έχουν καλά κρυμμένα μέσα τους). Από το προσωπικό ημερολόγιο που συνέγραψε ο καθένας πριν ξεκινήσουν οι δοκιμές και ανέβει το έργο, μέχρι αυτό το σημείο, οι βετεράνοι ανασκαλεύουν το παρελθόν, ανακαλύπτουν νέες σκέψεις και συναισθήματα, επαναπροσδιορίζοντας συγχρόνως τη θέση τους, όχι μονάχα επάνω σε ότι έχει ήδη συμβεί, αλλά και στο απρόβλεπτο παρόν. Σε όλη τη διάρκεια του έργου, η Λόλα Αρίας αμφιβάλλει, θέτοντας εκλογικευμένα ερωτήματα, ενώ δείχνει και τον συλλογικό, πολυπρισματικό τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να γίνεται η αναζήτηση στον ναρκοθετημένο χώρο της ιστορίας και της ανακατασκευής της μνήμης σε μια παράσταση που είναι αξιοπρόσεκτη όσο ελάχιστες.