Η Σφαγη Των Παρισιων
Ήταν τόσο επιτυχής, η ευφάνταστη, αεικίνητη και περιπαικτική, θεατρική προσαρμογή της αμφιλεγόμενης ‘Σφαγής των Παρισίων’, του σπουδαίου Άγγλου ελισαβετιανού θεατρικού συγγραφέα, ποιητή και μεταφραστή Κρίστοφερ Μάρλοου από την Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το 2016, που αναμφίβολα η παράσταση επαναλήφθηκε και στο φεστιβάλ της επόμενης χρονιάς με εξίσου αξιοσημείωτη επιτυχία. Μπορεί η ιστορία που διηγείται ο πρόδρομος του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, να είναι αιματηρή και ιδιαιτέρως σκοτεινή (περίοδος γαλλικών θρησκευτικών ταραχών), η συγκεκριμένη ομάδα όμως, καταφέρνει να μεταφέρει τα γεγονότα που ξεκινάνε από τoν γάμο του Ερρίκου των Βουρβόνων, βασιλιά της Ναβάρρας με τη Μαργαρίτα των Βαλουά και καταλήγουν μέχρι τη δολοφονία του Ερρίκου του Τρίτου της Γαλλίας και τη νόμιμη διαδοχή του από τον Ερρίκο των Βουρβόνων, με τρόπο που ναι μεν προκαλεί αποστροφή και κατάπληξη, μα συγχρόνως, ένα αχνό χαμόγελο και σκωπτική απόλαυση. Σε ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα, που δοκιμάζει τα όρια του θεάτρου και της προβοκατόρικης ιστορίας που έγραψε ο Κρίστοφερ Μάρλοου, η Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου και ο Χρήστος Θεοδωρίδης επεξεργάστηκαν δραματουργικά με απαράμιλλο τρόπο τη μετάφραση του Σεραφείμ Βελέντζα (‘Εδουάρδος Β’ και Η Σφαγή των Παρισίων’, Εκδόσεις Άγρα) ο Χρήστος Θεοδωρίδης (ένας από τους τρεις που δημιούργησαν την αξιόλογη, θεατρική, μη κερδοσκοπική εταιρεία) σκηνοθέτησε με εμπνευσμένο, σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο, το έργο, η Ξένια Θεμελή χορογράφησε τις απαιτητικές κινήσεις ενός ικανού, δεκαμελούς θιάσου και το αποτέλεσμα με την υψηλού επιπέδου συνεισφορά και των άλλων συντελεστών (στα κοστούμια, τα σκηνικά, το μακιγιάζ και τους φωτισμούς), παρά τα επιμέρους προβλήματα (στον ήχο και την εκφορά του λόγου), δείχνει εξαιρετικό.
Βρισκόμαστε στο 1572, μετά από την αναπάντεχη και αντιδημοτική ειρήνευση, που πέτυχε, ανάμεσα στους προτεστάντες (ουγενότους) και τους καθολικούς, ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Θ’ (η παραχώρηση δικαιωμάτων στους ουγενότους εξόργισε τους καθολικούς) και τον υπερβολικά τιμητικό τρόπο με τον οποίο υποδέχθηκε στην αυλή του, τον προτεστάντη ναύαρχο Γκασπάρ ντε Κολινύ, ετοιμάζεται ο γάμος, ανάμεσα στη Μαργαρίτα των Βαλουά και τον Ερρίκο των Βουρβόνων, που είναι και αρχηγός των Γάλλων προτεσταντών. Επιθυμία της Αικατερίνης των Μεδίκων (μητέρας του βασιλιά Καρόλου Θ’ και της Μαργαρίτας των Βαλουά), η ιερή συνένωση, έχει προκαλέσει ποικιλόμορφες αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, από τη στιγμή που προσπαθεί να συνταιριάξει έναν προτεστάντη με μια καθολική και δίδεται η εντύπωση στου Γάλλους καθολικούς, που αποτελούν και την πλειοψηφία της χώρας, πως στους προτεστάντες έχουν εκχωρηθεί αρκετά περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε.
Ήδη, από τα πρώτα λεπτά της παράστασης, ο υποσχόμενος σκηνοθέτης και οι συνεργοί του, δίνουν το στίγμα τους, για το πώς έχουν χειριστεί αυτό το ιντριγκαδόρικο ιστορικό πλαίσιο και την προκλητική γραφή του συγγραφέα. Στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο της αιθούσης Δ’, της Πειραιώς 260 (η σκηνή έχει μεταφερθεί εκεί που άλλοτε βρισκόντουσαν οι κερκίδες, το βάθρο έχει καταργηθεί και γύρω από αυτή έχουν τοποθετηθεί λίγα υψωμένα καθίσματα για τους θεατές), ένας δόλιος και συκοφάντης άνδρας, ο Ερρίκος Α’ ο σημαδεμένος, δούκας του Γκιζ (Γιώργος Χριστοδούλου) εισβάλλει από μια κουρτίνα και μονολογεί, δείχνοντας με τον πλέον αγέρωχο τρόπο την άσβεστη πεθυμιά του για άρχουσες τιμές και εξουσία. Το ίδιο θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος και όταν ο δούκας του Γκιζ αποσύρεται και στη θέση του εισέρχονται όλοι οι ερμηνευτές της παράστασης. Κρατώντας, ο ένας σφιχτά τον άλλον, περιδιαβαίνουν τον σκηνικό χώρο, κάνοντας κακομούτσουνες γκριμάτσες και απειλητικές χειρονομίες (τους ιδιόρρυθμους μορφασμούς εντείνει το μακιγιάζ της Τατιάνα Garabedian και οι κομμώσεις του Κωνσταντίνου Κολιούση / 2K Hairstyling), λίγο προτού, καθίσουν στη μακρόστενη ξύλινη τραπεζαρία με τα κάθε λογής εδέσματα (τον σχεδιασμό του σκηνικού ανέλαβε η Τίνα Τζόκα και την κατασκευή του, ο Παναγιώτης Λαζαρίδης). Η ενημέρωση, πως τελείται ο πολύκροτος γάμος του Ερρίκου των Βουρβόνων (Διονύσης Ντένης Μακρής) με τη Μαργαρίτα των Βαλουά (Κατερίνα Πατσιάνη) δίνει το έναυσμα, για να πάρουν τη θέση τους οι παρευρισκόμενοι στο τραπέζι (η σειρά που κάθονται είναι αντίστοιχη του τίτλου τους). Στιγμή, η οποία, μετά από ορισμένες διερευνητικές ματιές των ηθοποιών προς το μέρος των θεατών, θα δώσει τη σειρά της σε ένα πλούσιο φαγοπότι, που το χαρακτηρίζει η λαιμαργία (ο τρόπος με τον οποίο τρώνε οι παριστάμενοι, δείχνει το πώς εποφθαλμιούν την εξουσία).
Την εορταστική ατμόσφαιρα θα διακόψει η απεικόνιση του τρόπου με τον οποίο, σύμφωνα με τους ανυπόστατους ισχυρισμούς των ουγενότων, απεβίωσε η μητέρα του Ερρίκου των Βουρβόνων, βασίλισσα της Ναβάρρας, Ιωάννα ντ’ Αλμπρέ (οι προτεστάντες ισχυρίζονταν, πως ένα ζευγάρι γάντια της δόθηκαν, που περιείχαν δηλητήριο). Συνάμα, αναπαρίσταται η απόπειρα δολοφονίας του ναυάρχου Γκασπάρ ντε Κολινύ (τραυματίστηκε από σφαίρα στο αριστερό του χέρι), που συνέβαλε καθοριστικά, για τα μετέπειτα σφαγιαστικά γεγονότα. Αξίζει να σημειωθεί, πως και οι δύο αποτρόπαιες πράξεις λαμβάνουν δράση, στο υπόλοιπο μισό του σκηνικού χώρου (στις εκτεταμένες σειρές των κερκίδων, που βρίσκονται πίσω από το παραπέτασμα). Ο Χρήστος Θεοδωρίδης (με τη χορογράφο Ξένια Θεμελή και τον φωτιστή Τάσο Παλαιορούτα) εκμεταλλεύεται ολόκληρη την έκταση του θεάτρου και αυτό είναι κάτι που το κάνει ανά τακτά διαστήματα (δημιουργεί μια συνθήκη θεάτρου μέσα στο θέατρο).
Όπως, όταν η τραπεζαρία αλλάζει θέση και πιέζεται με δύναμη από τη μια άκρη στην άλλη, για να δείξει το πού θα γείρει η εξουσιαστική πλάστιγγα (σεκάνς, η οποία, κατά τη διάρκεια της θεατρικής παράστασης θα επαναληφθεί αρκετές φορές, και σε όλες από τη μια πλευρά θα ευρίσκεται η Αικατερίνη των Μεδίκων, κάνοντας επίδειξη ισχύος) ή στο συγκλονιστικό, μακροσκελές στιγμιότυπο, που ακολουθεί της επονείδιστης απόφασης να εξοντωθούν όλοι οι ουγενότες από τον ψυχικά ανισσόροπο βασιλιά Κάρολο Θ’ (Γιώργος Κισσανδράκης). Η αποκάλυψη, πως πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του ναυάρχου Γκασπάρ ντε Κολινύ (Σαμψών Φύτρος), κρύβεται η οικογένεια ντε Γκιζ ή ακόμη πως πιθανώς να εμπλέκεται και ο ίδιος ο αδελφός του βασιλιά, δούκας του Ανζού (Παναγιώτης Εξαρχέας), καθώς και τ’ ότι οι ουγενότες ετοιμάζονται να εξεγερθούν, θα περιπλέξει αρκετά περισσότερο τα πράγματα. Τόσο που ο αναστατωμένος και αμφιταλαντευόμενος βασιλιάς, υπό την πνιγηρή πίεση της ανενδοίαστης και ισχυρής Αικατερίνης των Μεδίκων (Μαρία Μπαγανά), θα αποφασίσει να τιμωρήσει τους ουγενότες με αφανισμό. Πέρα από την αναφορά στην εκτέλεση ορισμένων πολύ επιφανών ουγενότων (με προεξάρχουσα εκείνη του ναυάρχου Γκασπάρ ντε Κολινύ) ή τη διαφυγή άλλων (με πιο σημαντική αυτή, του Ερρίκου των Βουρβόνων), γίνεται αναφορά και στους χιλιάδες ανώνυμους ουγενότες που κυνηγήθηκαν και εκτελέστηκαν εν ψυχρώ.
Για να αποδοθεί δε σκηνικά τούτη η επισήμανση, ένα ετερόκλητο πλήθος απλών ανθρώπων (στην πλειοψηφία τους νέοι ηθοποιοί) επιστρατεύεται και μάλιστα με τρόπο που εκπλήσσει τον θεατή. Εισβάλλοντας από τις παρακείμενες θύρες εισόδου, οι άνθρωποι αυτοί, τρέχουν κατά μονάς ή και σε ομάδες περισσότερων ατόμων και ανεβαίνουν μαινόμενοι τις κερκίδες. Άλλοι ημίγυμνοι και άλλοι με αίματα, κοντοστέκονται σε διαφορετικά σημεία της κλίμακας και αναμένουν για μερικά λεπτά (μέχρι να συγκεντρωθούν όλοι). Στο ημιφωτισμένο σκηνικό και υπό τους δραματικούς ήχους μιας σπαραχτικής μελωδίας, ένας ένας μαχαιρώνεται και ευθύς αμέσως, σωριάζεται καταγής. Είναι τόσο δυνατή και καλοεκτελεσμένη η σκηνή, που αβίαστα προκαλεί θλίψη, οδύνη και αγανάκτηση. Πόσο μάλλον, όταν γνωρίζει κάποιος, πως παραπάνω από τριάντα χιλιάδες μέλη της Προτεσταντικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας της Γαλλίας δολοφονήθηκαν στο Παρίσι ή και στην περιφέρεια (Ορλεάνη, Λυών, Μπορντώ), στην εκκαθάριση που ξεκίνησε ανήμερα του Αγίου Βαρθολομαίου (24 Αυγούστου 1572) και ολοκληρώθηκε ύστερα από δύο ημέρες στην πρωτεύουσα και εβδομάδες μετά, στις άλλες περιοχές της Γαλλίας. Τ’ ότι, οι πρωταγωνιστές και υπεύθυνοι της αποτρόπαιας κτηνωδίας στέκονται στα χαμηλά καθίσματα του τραπεζιού και παρακολουθούν αμετακίνητοι, άλαλοι και αδιάφοροι τα τεκταινόμενα, έρχεται για να ολοκληρώσει την αιματοβαμμένη εικόνα.
Εκτός από τη βουτηγμένη στους βαθυκόκκινους φωτισμούς, σκηνή της μαζικής θανάτωσης των ουγενότων (στο σημείο, που συναντώνται συναθροισμένοι οι βασικοί συντελεστές), ο Χρήστος Θεοδωρίδης προσφέρει μερικές ακόμη σκηνές, όπου οι στοχευμένοι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο, καθ’ όσον εκτός από ατμόσφαιρα, κατοπτρίζουν τις ποικίλες συναισθηματικές εναλλαγές και υπογραμμίζουν την ιστορία. Επί παραδείγματι, το μπλε της θλίψης έρχεται να προστεθεί και να χαρίσει μια σκηνή γαλήνης, καθαρότητας και περισυλλογής, που μόνο η εξαίρετη α καπέλα εκτέλεση του ‘Europe is our Playground’ των Suede, δια στόματος της Κατερίνας Πατσιάνη (Μαργαρίτα των Βαλουά), μπορεί να διακόψει. Το γεγονός δε πως μια τόσο ποιητική σκηνή, ακολουθεί της παράλογης βαρβαρότητας που προηγήθηκε, λειτουργεί καταπραϋντικά. Και τούτο δεν είναι καθόλου αμελητέο, από τη στιγμή που μετά το πέρας της καθησυχαστικής παύσης, ένας νέος γύρος θρησκευτικών εχθροπραξιών, μεταξύ των ουγενότων και των καθολικών, λαμβάνει δράση (τέταρτος και πέμπτος θρησκευτικός πόλεμος). Στο σημείο αυτό, ο οδυνηρός θάνατος του βαθύτατα λυπημένου Κάρολου Θ’, αποδίδεται με αποτελεσματικό τρόπο επί σκηνής από τη στιγμή που η δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που βρισκόταν, μετά το φρικτό αιματοκύλισμα που διέταξε ο ίδιος, θα καταλήξει σε ένα αξέχαστο, βουτηγμένο στα αίματα, παραλήρημα. Η διαδοχή του στον θρόνο από τον δούκα του Ανζού (ο Κάρολος Θ’ ήταν άτεκνος), που στο μεσοδιάστημα είχε αγορευτεί βασιλιάς της Πολωνίας, θα γίνει με όλες τις πρέπουσες τιμές (ένα ακόμη πληθωρικό φαγοπότι θα επιτελεστεί ή μάλλον η συνέχεια του προηγούμενου).
Και σε αυτή την περίπτωση, η Αικατερίνη των Μεδίκων θα δείξει, ποιος εξακολουθεί να έχει το πάνω χέρι στις πιο σημαντικές αποφάσεις: με τεράστια ευκολία θα παραμερίσει τον νέο βασιλιά, πράξη που επιβεβαιώνεται στην παράσταση και με το καθιερωμένο σπρώξιμο του τραπεζιού. Μόνο που αυτή τη φορά, και όσο οι νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου λιγοστεύουν (την ίδια κατάληξη με αυτή του Κάρολου Θ’, θα έχει και ο τελευταίος γιος της Αικατερίνης των Μεδίκων, Ηρακλής – Φραγκίσκος, δούκας του Αλανσόν) ή παρεκτρέπονται (ο Ερρίκος των Βουρβόνων θα αποκηρύξει τον καθολικισμό και θα γίνει αρχηγός των ουγενότων και ο δούκας του Ανζού ή Ερρίκος ο Τρίτος θα σκανδαλίσει τα πλήθη με τις ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις), ο δούκας του Γκιζ θα δείξει, πως εκτός από θανάσιμος εχθρός των ουγενότων και επικίνδυνος δολοπλόκος είναι και υπολογίσιμος διεκδικητής του βασιλικού στέμματος. Έχοντας επιφέρει πλήγματα κατά των ουγενότων, ο Ερρίκος ο Τρίτος, θα έληγε τον πέμπτο θρησκευτικό πόλεμο, θα αναγνώριζε ως διάδοχό του, τον Ερρίκο των Βουρβόνων, μόνο και μόνο για να συναντήσει τη σθεναρή αντίδραση των καθολικών και της οικογένειας ντε Γκιζ.
Με τον Ερρίκο των Βουρβόνων να μην απαρνείται τον προτεσταντισμό και να κατακτά μια σειρά από σημαντικές γαλλικές πόλεις, τον δούκα του Γκιζ να αυξάνει τη δυναμική του στην περιφέρεια, να δέχεται τιμές σαν βασιλιάς και να φημολογείται πως εμπλέκεται σε σχέδιο επίθεσης κατά του βασιλιά, ο Ερρίκος ο Τρίτος, χωρίς να πάρει έγκριση από την Αικατερίνη των Μεδίκων θα διέταζε τη δολοφονία του τελευταίου. Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται αθροιστικά στην παράσταση, η παραφροσύνη του δούκα του Γκιζ, είναι χαρακτηριστική και αυτό δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη και την (από)κορύφωση αυτής. Τη στιγμή, μάλιστα, που προετοιμάζεται να καταλάβει τον βασιλικό θρόνο, δεν έχει προηγούμενο, μια και χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί η επιθυμητή διαδοχή και δίχως να συνειδητοποιεί πως η ζωή του ευρίσκεται σε κίνδυνο, θα επιδοθεί από μόνος του στο χαρμόσυνο φαγοπότι που ακολουθεί συνήθως, μια τέτοια ανάληψη (κατά μια έννοια, θα αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς). Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο ο Γιώργος Χριστοδούλου, τρώει με βουλιμία ότι έχει απομείνει στο τραπέζι (στο τέλος της παράστασης, μόνο οι ψεύτικες κεφαλές των ζώων απομένουν) το ίδιο αξιομνημόνευτη είναι και η μανιασμένη και απελπιστική αντίδραση της Μαρίας Μπαγανά, όταν πληροφορείται την απαράδεκτη πράξη του γόνου της (θα είναι σαν να τον αποκηρύσσει). Έναν χρόνο μετά, ο Ερρίκος ο Τρίτος, θα αποβιώσει (θα δολοφονηθεί από τον Ζακ Κλεμάν) και ο Ερρίκος των Βουρβόνων, παρά το διαφορετικό θρήσκευμά του ή τη μεγάλη αμφισβήτηση στο πρόσωπό του, θα αναλάβει το βασιλικό αξίωμα, κλείνοντας με αυτό τον τρόπο έναν κύκλο, έντονων θρησκευτικών συγκρούσεων (τέτοιων, που ιδίως από τη μεριά των ουγενότων, άφησαν εκατόμβες νεκρών), και ολοκληρώνοντας, τη μακραίωνη ηγεμονία του Οίκου των Βαλουά της δυναστείας των Καπετίδων (από το 1328 ως το 1589).
Ακροβατώντας επιδέξια ανάμεσα στο εξεζητημένο είδος του μπουρλέσκ (ή της παρωδίας) και το δράμα, ο Χρήστος Θεοδωρίδης με τους συνεργάτες του, επιτυγχάνει να συνταιριάξει εκ διαμέτρου αντίθετα είδη, να προκαλέσει πολλά συναισθήματα στον θεατή (το μειδίαμα εναλλάσσεται με την ανησυχία και τη συγκίνηση) και να αποδώσει με τον δικό του τρόπο το πολυσυζητημένο έργο του Κρίστοφερ Μάρλοου. Συνακόλουθα, μια από τις πιο σκοταδερές περιόδους της ιστορίας αναπαρίσταται με τρόπο απρόοπτο, μαζί και η αντιπροσωπευτική τοιχογραφία που φιλοτέχνησε ο ποιητής. Κι αν η επανάληψη μερικών σκηνών (ο τρόπος με τον οποίο τελείται κάθε φορά η βασιλική διαδοχή και παρουσιάζεται μέσα από την κίνηση του τραπεζιού το μέγεθος της επιρροής της Αικατερίνης των Μεδίκων) ή η αναφορά σε μια σειρά από καθοριστικές μάχες και ονόματα (οι δέκα ηθοποιοί υποδύονται παραπάνω από έναν χαρακτήρες), τείνουν να κουράσουν, η αναζωογονητική, γιομάτη ενέργεια και άποψη, σκηνοθετική ματιά, η εντυπωσιακή χρήση όλης της αιθούσης Δ’ και ένας καλοκουρδισμένος θίασος συμβάλλουν, ώστε οι θεατές να απολαύσουν πρόθυμα το θέαμα. Ούτως ή άλλως, ο κύκλος της βίας είναι ανελέητος και επαναλαμβανόμενος, και τούτο είναι κάτι που γίνεται υπέρ του δέοντος αντιληπτό. Όσον αφορά τους ερμηνευτές, χωρίς να είναι κάποιος μέτριος (όλοι ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες κίνησης, έκφρασης και συμπεριφοράς, τέτοιους που εξυπηρετούν το σύνολο), αναμφισβήτητα, ξεχωρίζουν αυτοί που υποδύονται τους πιο αβανταδόρικους ρόλους και έχουν μεγαλύτερες σε διάρκεια διαλογικές σκηνές: η Μαρία Μπαγανά ερμηνεύει με χάρη και αυστηρότητα την παντοδύναμη Αικατερίνη των Μεδίκων, ο Γιώργος Χριστοδούλου με μοχθηρότητα και πλεονεξία τον εξουσιομανή δούκα του Γκιζ, ο Γιώργος Κισσανδράκης με σύγχυση και αβεβαιότητα τον υποτακτικό βασιλιά Κάρολο Θ’, ο Παναγιώτης Εξαρχέας με ειρωνεία και πρόκληση τον αμφίλογο δούκα του Γκιζ ή Ερρίκο τον Τρίτο και η Κατερίνα Πατσιάνη με σαγήνη και πάθος την ακόρεστη Μαργαρίτα των Βαλουά.