Απο Μακρια

Στο 72ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, η Κριτική Επιτροπή με Πρόεδρο τον Μεξικανό σκηνοθέτη Αλφόνσο Κουαρόν (‘Θέλω και τη Μαμά σου‘, ‘Τα Παιδιά των Ανθρώπων‘, ‘Gravity‘) αποφάσισε να δώσει τον Χρυσό Λέοντα σε έναν πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη με χώρα προέλευσης την πολιτικά και κοινωνικά εύφλεκτη Βενεζουέλα και μια δημιουργία κάθε άλλο παρά εύπεπτη και βολική. Και αυτό είναι κάτι, που ευτυχώς συνέβη, για λόγους πιο ουσιαστικούς από τη λατινοαμερικάνικη συγγένεια του πολυβραβευμένου Μεξικανού με τον επίδοξο δημιουργό. Ο 48χρονος πολυπράγμων (βιολόγος και τηλεοπτικός ντοκιμαντερίστας) Λορένσο Βίγας, γιος του διάσημου Βενεζουελανού ζωγράφου Οσβάλντο Βίγας, κατέκτησε την πολυπόθητη διάκριση με την αξία του, για μια ταινία δραματουργικά πολυσύνθετη και ερμηνευτικά τολμηρή. Τόσο που η εξέλιξή της οδηγεί σε μια κατακλείδα, αναμφισβήτητα αμφιλεγόμενη και ιδανική να προκαλέσει ποικίλες, αλληλοσυγκρουόμενες αντιδράσεις. Κυρίως, όμως, διάχυτο προβληματισμό, έτσι όπως αυτός προέρχεται από την ταξική διάρθρωση και την οικονομική εξαθλίωση, τα στερεοτυπικά πρότυπα ανδρισμού και την ομοφοβική συμπεριφορά, τη συναισθηματική απόσταση και την ικανοποίηση μέσα από την εκμετάλλευση. Βασισμένο πάνω σε μια ιδέα του Μεξικανού σεναριογράφου Γκιγιέρμο Αριάγα (η πάλαι ποτέ σταθερή πένα του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου), ο οποίος μετέχει μαζί με τον σκηνοθέτη (και τον Μισέλ Φράνκο του ‘Μετά τη Λουτσία‘) στην παραγωγή του έργου και κινηματογραφημένο σε μερικές υποβαθμισμένες περιοχές του Καράκας, το ‘Από Μακριά‘, κερδίζει τις εντυπώσεις των θεατών: με την ενδοσκοπική, σκηνοθετική του ματιά, τη σεναριακή, αν και υπερβολικά προβοκατόρικη του γραφή και την αφοπλιστική παρουσία ενός μη καθιερωμένου πρωταγωνιστικού ζευγαριού (οι Αλφρέντο Κάστρο και Λούις Σίλβα).

Μέσα σε ένα περιβάλλον τόσο επισφαλές, όπου η εγκληματικότητα παραμονεύει σε κάθε στενό της πολυθόρυβης πόλης, η γνωριμία του νεαρού, φτωχού Έλντερ (Λούις Σίλβα) με τον μεσόκοπο, ευκατάστατο Αρμάντο (Αλφρέντο Κάστρο) θα πραγματοποιηθεί με όρους που δεν είναι συμβατικοί και παραδεκτοί. Έχοντας ανάγκη από χρήματα, ο Έλντερ, θα δελεαστεί από τη γενναιόδωρη (οικονομική) προσφορά που θα του κάνει ο Αρμάντο και προοδευτικά θα υποκύψει στις ανορθόδοξες απαιτήσεις του: τη χρησιμοθηρική επιζήτηση θα διαδεχθεί εκείνη της ανθρώπινης επαφής – προσέγγισης, κατάσταση η οποία θα οδηγήσει σε μια πολύ επιλήψιμη απόφαση. Μια αλληλουχία συνευρέσεων, που όμως θα ακολουθήσουν τη βίαιη, αντιτασσόμενη και ακόμη πιο ωφελιμιστική οδό, μέχρι να καταλήξουν στο επικοινωνήσιμο εκείνο σημείο να φανερώσουν όλα όσα στην πραγματικότητα θέλει, ο ένας από τον άλλον.

Ο Λορένσο Βίγας ακολουθεί αφαιρετικά και από σχετική απόσταση τους δύο βασικούς του πρωταγωνιστές  σε αυτή τη σκοτεινή περιδιάβαση στον σκόπελο των ενδόμυχων επιθυμιών και αυτό είναι κάτι που διακρίνεται και από τις σκηνοθετικές / σεναριακές του προτιμήσεις. Στην εισαγωγική σκηνή για παράδειγμα, ο Αρμάντο εντοπίζει ένα αγόρι μέσα στο πλήθος. Ο τρόπος με τον οποίο ο κινηματογραφικός φακός θαμπώνει – διαγράφει τους παριστάμενους και εστιάζει – αναδεικνύει τον κεντρικό χαρακτήρα στην προσπάθεια να βρει το υποκείμενο του ενδιαφέροντος του είναι χαρακτηριστικός, το ίδιο και όταν ο Αρμάντο, αποφασίζει να πλησιάσει τον νεαρό και η κάμερα τον ακολουθεί από πίσω. Η ίδια η σεξουαλική ενέργεια (πράξη αυτοϊκανοποίησης) διαθέτει τη δέουσα απόσταση, η οποία πέρα από αναπόφευκτη ή αυτοτιμωρητική επιλογή (το ανεπούλωτο, σεξουαλικό τραύμα που προκάλεσε ο πατέρας) δείχνει και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη σαρκική (και γενικότερα ανθρώπινη) επαφή, ο Αρμάντο. Ένας βαθιά τραυματισμένος άνθρωπος, ο οποίος μπορεί να ευρίσκεται σε προνομιούχο οικονομικό σημείο αδυνατεί όμως, αν και πιθανώς το επιθυμεί, να αγγίξει κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό του. Απόσταση η οποία, για κοινωνικούς κυρίως λόγους συναπαντάται και στον Έλντερ. Ο τελευταίος θεωρεί υποτιμητικό, σχεδόν εγκληματικό, την πιθανότητα να προβεί αυτός ή κάποιος άλλος σε οποιασδήποτε ομοφυλοφιλική εκδήλωση, πόσο μάλλον, όταν ανήκει σε μια από τις συμμορίες που δρουν ανεξελέγκτως στην περιοχή, όπου ο κακώς εννοούμενος ανδρισμός περισσεύει. Συνάμα, δείχνει πως έχει μεγαλώσει και σε ένα εξαιρετικά σκληρό οικογενειακό περιβάλλον (ο πατέρας του βρίσκεται στη φυλακή), όπου η αρμονική συνύπαρξη και η έννοια της αγάπης ή της αποδοχής, δεν είχαν θέση εκεί.

Και οι δύο, αν και φαινομενικά εκ διαμέτρου αντίθετοι σε αρκετές παραμέτρους (το χάσμα της ηλικίας, η ταξική διαστρωμάτωση, η εργασιακή απασχόληση) είναι δύο πλάσματα που έχουν μεγαλώσει σε προβληματικές οικογένειες και ετούτο δρα καθοριστικά στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την επικοινωνία (απόμακρος δείχνει ο Αρμάντο, υπερβίαιος ο Έλντερ). Μόνοι και εγκαταλελειμμένοι ή κατά μια έννοια τιμωρημένοι από τις επιλογές των ακατάλληλων πατεράδων τους, προσπαθούν να διαχειριστούν τη διαφορετική, αλλά εξίσου αναπότρεπτη καθημερινότητα. Δύο άνθρωποι γεμάτοι δυναμισμό και αδυναμίες, οι οποίοι δε σταματούν να λειτουργούν κάτω από τις ασφυκτικές υποδείξεις μιας κατασκευασμένης, οπισθοδρομικής και μισαλλόδοξης αντίληψης για την ομοφυλοφιλία (ο καθένας προσπαθεί να αντιτάξει τον ανδρισμό του, προσβάλλοντας τον άλλον). Το πλαίσιο κάτω από το οποίο, ζουν και δραστηριοποιούνται οι δύο άνδρες είναι κάτι που υποσημειώνεται με κάθε πιθανό τρόπο, όχι μόνο για να αποσαφηνιστούν οι αυτόδηλες διαφορές, μα και οι ομοιότητές τους.  

Οι αρχικές τους συναντήσεις θα δείξουν τη μεθοδολογία, με την οποία ένας απελπισμένος (ή μήπως προαποφασισμένος για να πετύχει κάτι πολύ πιο σημαντικό) Αρμάντο προσπαθεί διακαώς να εξαγοράσει με κάθε οικονομικό κόστος και σαρκικό τίμημα τον νεαρό (θα πέσει θύμα ληστείας και βάναυσου ξυλοδαρμού από τον Έλντερ). Θα αποκαλύψουν όμως, και τη σταδιακή μεταστροφή του νέου, όταν αντιληφθεί πως ενυπάρχει πρόσφορο έδαφος προς απόσπαση χρημάτων. Ο Έλντερ θα αποκομίσει τα κέρδη από την υπερπροσφορά, ακόμη και όταν θα χρειαστεί να νοσηλευτεί για ορισμένες μέρες σε λιπόθυμη κατάσταση στο σπίτι του Αρμάντο. Σε τέτοιο (εξευτελιστικό) βαθμό που θα οδηγήσει τον οικοδεσπότη στα όρια της απόγνωσης, του εκβιασμού και της αυτοκαταδίκης (συνταρακτικό το στιγμιότυπο βίας που παραπέμπει στο κυνικό σινεμά του Μίκαελ Χάνεκε), μέχρι να αντιληφθεί ο Έλντερ, πως ότι πράττει ο Αρμάντο πιθανώς να το κάνει από πραγματικό ενδιαφέρον για εκείνον. Το έσχατο αυτό σημείο θα αποδειχθεί νευραλγικό, όχι μονάχα για να αλλάξει δραματουργικό ύφος η ταινία, αλλά και για να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους – η δυναμική που έχει διαμορφωθεί, ανάμεσα στους δύο αντιμαχόμενους άντρες. Ο Έλντερ, ταπεινωμένος και μετανιωμένος, θα παραδοθεί στα στιβαρά άκρα του Αρμάντο, και έτσι ο τελευταίος, θα βρεθεί σε θέση ισχύος και ελέγχου. Αυτό που κυρίως θα συμβεί, όμως, είναι πως για πρώτη φορά, ο ανυπότακτος Έλντερ, θα βρει μια πατρική (οριακά ομοερωτική) φιγούρα να τον προστατεύσει από τους κινδύνους που ελλοχεύουν και τις δυσκολίες που εμφανίζονται. Μια στηρικτική παρουσία, η οποία εν αντιθέσει με οποιονδήποτε άλλον του δείχνει σημάδια ανθρωπιάς και αγάπης.

Με εξαίρεση κάποιες σκηνές, όπου η υπερβολή επικρατεί: από την άνεση με την οποία τον ευρίσκει ο Αρμάντο σακατεμένο και τον περιμαζεύει στο οίκημά του, μέχρι τον τρόπο που ο πεινασμένος Έλντερ καταβροχθίζει ότι βρεθεί στο διάβα του και τον εκμεταλλεύεται χωρίς περιορισμό, το χτίσιμο της ιστορίας και η εξέλιξη των χαρακτήρων λειτουργεί άψογα. Ιδίως στο δεύτερο μέρος, όπου οι σχέσεις των δύο ηρώων γίνονται κάτι παραπάνω από κοντινές ή οικονομικώς εξαγοράσιμες (πανέμορφα σκηνοθετημένη η υπαινικτική σεκάνς που οι δυο τους βρίσκονται στην απόκρημνη και κυματώδη ακτή). Βεβαίως, το να πλησιάσει ο ένας τον άλλον είναι κάτι πολύ σχετικό στο εχθρικό, ομοφοβικό μέρος που έχουν γαλουχηθεί. Όσο ο Έλντερ μεταλλάσσεται και διανύει τη μακρινή απόσταση τόσο ο Αρμάντο οπισθοχωρεί στην ασφάλεια του εσωτερικού του κόσμου, υψώνοντας το αμυντικό του τοίχος (αποκορύφωμα αποτελεί, η σκηνή της εξωτερίκευσης του πάθους του Έλντερ στην οικογενειακή δεξίωση). Επί της ουσίας, οι δυο καταπιεσμένοι άρρενες θα ανταλλάξουν χαρακτηριστικά, τα οποία για ακόμη μια φορά θα χρησιμοποιηθούν για να εξυπηρετήσουν τις επιθυμίες του καθενός.

Οι δύο άντρες θα βάλουν προσωρινά στην άκρη κάθε τι συμπλεγματικό και απαγορευτικό που κουβαλούν για να φτάσουν στην πολυπόθητη ολοκλήρωση (σαρκική και πνευματική). Η κάθε άλλο παρά τυπική τους σχέση, όμως, θα αποδείξει πως έχει τα δικά της όρια (νοητά και πραγματικά) , όταν το παρελθόν που κουβαλούν θα αποδειχθεί πως είναι ανυπέρβλητο. Ο μεν Αρμάντο, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την αρρωστημένη μεταχείριση που είχε από τον δικό του πατέρα: σαν σκιά του εαυτού του επισκέπτεται συχνά τον γονιό του (είτε εντός του εργασιακού του χώρου είτε παρακολουθώντας τον έξω απ’ αυτόν), αποζητώντας κάτι. Ο δε Έλντερ, δεν μπορεί να διαχειριστεί τη βαρβαρότητα του περιβάλλοντος κάτω από το οποίο ενηλικιώθηκε: μπορεί ο πατέρας του να έχει καταδικαστεί γι’ αυτό (εκτίει ήδη την ποινή του στη φυλακή), η συνδυαστική φτώχεια και η αυξημένη παραβατικότητα που επικρατεί στην περιοχή όμως, δεν του έχουν επιτρέψει να ελέγξει τα μανιασμένα του ξεσπάσματα και να εξελιχθεί. Κακοποιημένοι ανεπανόρθωτα και οι δύο (σωματικά ή σεξουαλικά), όχι μόνο θα βρουν ένα ενδεδειγμένο στήριγμα, αλλά και μια αρμοστή αφορμή για να καλύψουν τα κενά τους (συναισθηματικά ή υλικά) με το να αποκαλύψουν τα μυστικά που κρύβουν μέσα τους. Το σημείο της ένωσης (ή και του συνταυτισμού), θα διαταραχθεί συθέμελα όμως, όταν από ηθική υποχρέωση (ή μήπως από καλοσχεδιασμένη παρεξήγηση;), ο αποπλανημένος Έλντερ θα προβεί σε μια ενέργεια ανήκουστη, η οποία θα ανατρέψει αμετακλήτως τις εύθραυστες ισορροπίες. Τότε είναι που τα προμελετημένα, αινιγματικά κίνητρα του Αρμάντο, αυτά που τον οδήγησαν στο να επιζητήσει / διεκδικήσει την τακτική παρουσία και την ανάληψη της μέριμνας αυτού του νέου, θα βρεθούν στην επιφάνεια και θα αποκαλύψουν το σχέδιο του.     

Το διφορούμενο τελείωμα της ταινίας (αποκαρδιωτικό για το κοινό – ανακουφιστικό για τον έναν από τους πρωταγωνιστές), δεν καταλήγει μόνο με αθέμιτο τρόπο σε άλλα μονοπάτια μιας (ούτως ή άλλως) δυσκολοχώνευτης ιστορίας, δοκιμάζει και την υπομονετικότητα ή πιο σωστά τους χρηστούς κώδικες του ανύποπτου θεατή με τις αδόκιμες επιλογές των ηρώων. Ένα φινάλε κατάλληλο να δημιουργήσει ερωτηματικά, να προκαλέσει συζητήσεις, όπως και ανάμεικτα συναισθήματα μετά από την ολοκλήρωση της προβολής (ικανά να επηρεάσουν τη συνολική κριτική αποτίμηση της ταινίας), που αναδύονται τόσο από τα ακρότατα σημεία που έχει ορίσει ο καθείς για τον εαυτό του όσο και από εκείνα που υποδεικνύει η εκάστοτε κοινωνία. Για όλα όσα επιχειρεί και σε ικανοποιητικό βαθμό καταφέρνει να αναδείξει (από την παιδική κακοποίηση και την ομοφοβία μέχρι τον ταξικό διαχωρισμό), ο Λορένσο Βίγας, στην πρώτη του μεγάλου μήκους προσπάθεια μια τέτοια διαπίστωση είναι και η πιο μεγάλη επιβράβευση, τη στιγμή που δεν συμβιβάζεται με κάτι πιο συγκρατημένο και προβλέψιμο.

Συνεπακόλουθα, πρόκειται για ένα θαρραλέο κινηματογραφικό έργο με διττό χαρακτήρα, αποστασιοποιημένη σκοπιά και επίκαιρο σχολιασμό, που ενδιαφέρει πολύ περισσότερους θεατές, απ’ όσους σε αρχική φάση αφήνεται να εννοηθεί. Και κάτι τέτοιο μόνο ως καλό θα μπορούσε να ιδωθεί, ακόμη και όταν η ταινία παρασύρεται / καμπυλώνει, παρουσιάζοντας καταστάσεις με υπέρμετρα δραματοποιημένο ή και σχηματοποιημένο τρόπο (όπως είναι, ο μονοδιάστατος τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται ο κοινωνικός περίγυρος των εναγόμενων πλευρών, αλλά και η καθεαυτή ανάπτυξη μιας τόσο πολυδιάστατης και κρίσιμης ιστορίας). Ο Λορένσο Βίγας, πάντως, καταφέρνει να προβάλει την ακινηματογράφητη, μη λειτουργική πλευρά της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, μέσα από μια ιστορία πάθους, εκμετάλλευσης και εκδίκησης και μάλιστα σε μια ιστορική καμπή για την πορεία της χώρας. Συνοδοιπόρος στην απόπειρα αυτή και εκφραστής των σιωπηλών εικόνων, ένας θαυμάσιος ηθοποιός, που δίκαια συγκαταλέγεται ανάμεσα στους καλύτερους του λατινοαμερικανικού (και όχι μόνο) κινηματογράφου. Ο Χιλιανός Αλφρέντο Κάστρο, ο χαμαιλέοντας ερμηνευτής που μεταξύ αρκετών συνεργασιών, έχει αφήσει το ισχυρό του αποτύπωμα στις ταινίες του συμπατριώτη του Πάμπλο Λαρέν (χαρακτηριστικό είναι πως την ίδια χρονιά παρέδωσε μια ακόμη αξιομνημόνευτη και περίτεχνη ερμηνεία στην τελευταία δημιουργία του τελευταίου, ‘Η Μυστική Λέσχη‘) καταθέτει ένα ατόφιο, ερμηνευτικό ρεσιτάλ. Πολύ απαιτητικός ρόλος, που ελλείψει μακροσκελών διαλόγων και προφανέστατων κινήτρων, βασίζεται στο βλέμμα, τις ανεπαίσθητες συσπάσεις του προσώπου και τις υπολογισμένες κινήσεις του ηθοποιού, για να αναδείξει την ανάστατη ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος.

Στα χέρια του, ο Αρμάντο, μετατρέπεται σε εκείνο το πληγωμένο πλάσμα που προσδοκά (το χαμόγελο του όταν συναντάει τον Έλντερ), υπομένει αδιαμαρτύρητα τη λεκτική ή σωματική βία (η μη ταραχή σε κάθε αποτυχημένη απόπειρα να τον κατακτήσει), συμβιώνει μαρτυρικά με το αποκρουστικό παρελθόν (η έκδηλη αντιπάθεια και ο βιωμένος τρόμος, όταν συναντά τον πατέρα), αναστατώνεται ερωτικά (η υπόκωφη επιθυμία, κάθε στιγμή που αντιμετωπίζει το γυμνό και άγουρο σώμα του νεαρού), αυτοβασανίζεται παραδειγματικά (η αποφόρτιση που συνοδεύει την ενστικτώδη, ψυχρή πράξη), βιώνει τα γεγονότα από μακριά (η επιθετική αντίδραση με την οποία καθιστά απροσπέλαστο τον εαυτό του από την ανθρώπινη επαφή) και δείχνει προστατευτικότητα (η επιμέλεια με την οποία περιποιείται το αναίσθητο κορμί του Έλντερ). Ένας πολύπλευρος, αμφίσημος ρόλος, ο οποίος μέχρι το τέλος αποκαλύπτει τα ιδιαίτερα του χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ξεδιπλώνεται ανάλογα με τις αφηγηματικές ανατροπές. Από πολύ κοντά και ο 21χρονος, πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός, Λούις Σίλβα, ο οποίος μπορεί να μην διαθέτει την πιστοποιημένη εμπειρία και το αστείρευτο ταλέντο του Αλφρέντο Κάστρο, επιδεικνύει όμως, πολύ καλά ερμηνευτικά αντανακλαστικά απέναντι του και μάλιστα για έναν εξίσου, πολύ υψηλών απαιτήσεων, χαρακτήρα. Στον ρόλο του Έλντερ, μεταφέρει όλη την απαιτούμενη ενέργεια και σωρευμένη οργή, ακολουθώντας συγχρόνως, τους συμπεριφοριστικούς, αμετάβλητους κανόνες των συμμοριτών. Είναι όμως, η βαθμιαία αλλαγή που θα σημειώσει ο ήρωας που ερμηνεύει, που παρουσιάζει αληθινό ενδιαφέρον μιας και αποκαλύπτει και άλλες, αθέατες πτυχές του εαυτού του. Δεν είναι τυχαίο, πως στο δεύτερο μισό της ταινίας, ο θεατής ταυτίζεται μαζί του και τον ακολουθεί στην εξερεύνηση αυτή (ίσως γι’ αυτό το σοκ του φινάλε να επιδρά τόσο καταλυτικά). Ως εκ τούτου και οι δύο ηθοποιοί συνθέτουν ένα αξέχαστο, κάθε άλλο παρά συνηθισμένο κινηματογραφικό δίδυμο.

Share