Η Τελευταια Παραλια

Η ακατάλυτη, διασκεδαστική καθημερινότητα μιας πολυπολιτισμικής ομάδας ηλικιωμένων λουόμενων, ανδρών και γυναικών, στη μοναδική παραλία της Ευρώπης που εξακολουθεί να είναι οριοθετημένη βάσει βιολογικού φύλου, αιχμαλωτίζεται με ανεπιτήδευτο και φυσικό τρόπο στον φακό, στην ‘Τελευταία Παραλία‘ των Θάνου Αναστόπουλου και Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν. Έχοντας παρουσιάσει πρώτα, μερικά αξιόλογα, βραδύκαυστα, κοινωνικοπολιτικά δείγματα, στον τομέα της μυθοπλασίας (‘Όλο το Βάρος του Κόσμου’ το 2003, ‘Διόρθωση’ το 2007, και ‘H Κόρη’ το 2012), ο Θάνος Αναστόπουλος, αξιοποιεί το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια ζει με την οικογένεια του στην πανέμορφη Τεργέστη, τις αναμνήσεις από τα μπάνια που απολάμβανε μικρός με τον πατέρα του στον Άλιμο και τη συνάντηση του με τον ντόπιο, Ιταλό σκηνοθέτη μικρού μήκους, Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν, για να ποιήσει μια ευαίσθητη και τρυφερή ταινία τεκμηρίωσης. Μια κοινωνική ανισότητα, η οποία φαντάζει ασυνταίριαστη και πρωτάκουστη στο προοδευτικό (και αναμφίβολα πιο ίσο) παρόν, προσφέρει την ιδανική αφορμή για να σημάνει το πόσο συμφιλιωμένοι είναι αυτοί οι άνθρωποι με τη μετουσίωση της ιδέας αυτής σε ένα παραθαλάσσιο αρχιτεκτονικό περιβάλλον (Ελ Πεντοτσίν), και το πως κάτι τόσο παρωχημένο ή προσβλητικό, μπορεί να λειτουργεί με τρόπο απελευθερωτικό και περισσότερο αδιάσπαστο από τη φαινομενική, ευρωπαϊκή ενότητα του τραγικού παρόντος.

Τη στιγμή που τα εδάφη της Ευρώπης δηλητηριάζονται από εθνικιστικά μίση και σηκώνουν περίκλειστους τοίχους (η Σλοβενία που συνορεύει με την Τεργέστη έχει ορθώσει φράκτες, τόσο στα σύνορα της με την Κροατία όσο και σε αυτά με την Ουγγαρία και την Κροατία), το παραλιακό αυτό σημείο και οι άνθρωποι που με ενεργητικότητα, αισιοδοξία και χιούμορ το διαπερνούν, αποδεικνύουν πως οι οριογραμμές που πρέπει να ξεπεράσουμε δεν είναι μόνο αυτές που τοποθετούνται ή επιβάλλονται από άφρονες, διχαστικές κυβερνήσεις, μα κυρίως εκείνες που βρίσκονται βαθιά ριζωμένες μέσα μας. Όρια που οι ηλιοκαμένοι λουόμενοι της Λαντέρνα, με έναυσμα αυτή τη ξεχωριστή ακρογιαλιά και το ταλαιπωρημένο παρελθόν που κουβαλούν (πόλεμοι, φτώχεια) τα έχουν ξεπεράσει εδώ και αρκετό καιρό, ενισχύοντας την αναντίρρητη πεποίθηση πως το αρχιτεκτονικό σύνορο και η κοινωνική διάκριση, μονάχα σε συμβολικό – ιστορικό επίπεδο μπορούν να λειτουργήσουν και ως παραδειγματική αναφορά για να απεγκλωβιστούμε από τα καινούργια εμπόδια. Οι Θάνος Αναστόπουλος και Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν χρειάστηκε να κερδίσουν την ευμένεια των κολυμβητών για να μπορέσουν να αναδείξουν τούτη την τόσο πολύτιμη πτυχή (παρεισέφρησαν και έγιναν πρόσκαιρο μέρος της άτυπης κοινότητας) και έτσι το αποτέλεσμα δείχνει άμεσο, πολυδιάστατο και αληθινό.

Διαμοιρασμένοι σε δύο ομάδες (η μια τοποθετημένη στην πτέρυγα των ανδρών και η άλλη σε αυτή των γυναικών), οι σκηνοθέτες με τους στενούς τους συνεργάτες (στις συνοδευτικές κάμερες συναπαντώνται, οι διευθυντές φωτογραφίας, Ηλίας Αδάμης και Ντέμπορα Βίρζι) καταγράφουν την καθημερινότητα των λουόμενων, χωρίς να παρεμβαίνουν δραματουργικά (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των δημιουργών, δεν υπήρξε καμία καθοδήγηση στο τι και πως θα το πουν, ούτε φυσικά, πρόκληση κάποιου εκ των συμβάντων). Πραγματοποιώντας έναν ετήσιο, εποχιακό κύκλο, στον οποίο φαίνονται οι κλιματικές αλλαγές (από το βροχερό, ανεμοδαρμένο, συννεφιασμένο τοπίο στο ηλιόλουστο, γαλανό και λαμπερό), οι ποσοτικές αντιθέσεις (την εικόνα ενός άδειου ή και μισογεμάτου θέρετρου προοδευτικά αντικαθιστά εκείνη ενός κοσμοπλημμυρισμένου) ή και οι ψυχολογικές διακυμάνσεις (τη μελαγχολία του χειμώνα διαδέχεται η προσδοκία της άνοιξης και ετούτη με τη σειρά της παραδίδει τη θέση της στον αχαλίνωτο ενθουσιασμό του θέρους), ‘Η Τελευταία Παραλία’, ξεκινάει τον χειμώνα και ολοκληρώνεται και πάλι την ίδια εποχή. Την περίοδο, δηλαδή, όπου το παραθαλάσσιο μέρος βρίσκεται εκτός λειτουργίας και ελάχιστοι έχουν παραμείνει στις καθιερωμένες τους θέσεις. Αυτή η κυκλικότητα δημιουργεί μια ολοκληρωμένη οπτική στην καταγραφή και μια φυσική ροή στον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνονται οι σχέσεις (παράγοντες εξώτεροι, όπως είναι, η παρουσία των σκηνοθετών και των τεχνικών δεν διαταράζουν αυτή την ομαλότητα).

Οι πρώτοι ηλικιωμένοι άνθρωποι που παρουσιάζονται στην οθόνη, κοιτούν με προσήλωση τη λυσσαλέα θάλασσα, ανταλλάσσοντας απλές, καθημερινές κουβέντες. Την παρουσία των ανδρών ακολουθεί εκείνη των γυναικών, που ευρίσκονται στο υπόλοιπο μισό της παραλίας. Τα σώματα και των δύο μαρτυρούν το πόσο έχουν οικειοποιηθεί την παράλια έκταση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, οι σκηνές που αφορούν τους άρρενες, αντιπαραβάλλονται με εκείνες των γυναικών και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει αβίαστα (εξαιρετικό το παράλληλο μοντάζ από τη Μπονίτα Παπαστάθη), δίνοντας συχνά τη ψευδαίσθηση, πως δεν υφίστανται τοίχος, παρά μονάχα συνθέσεις παρεών που τις προσδιορίζει το φύλο. Δίχως να αποκλίνουν στα όσα πράττουν (τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, κολυμπούν, κάνουν ηλιοθεραπεία, παίζουν με τα χαρτιά, συζητούν, βάζουν μουσική, τραγουδούν), φανερώνονται οι αρραγείς δεσμοί συντροφικότητας. Από την αρχική στιγμή (εν είδει, εισαγωγικού σημειώματος), που εμφανίζονται κάποιοι από τους τακτικούς, αξιαγάπητους επισκέπτες της παραλίας, γίνεται αισθητή η κατάσταση αυτή (αλληλένδετη σύνδεση) και ενισχύεται ολοένα και περισσότερο, όσο οι εποχικοί περίοδοι εναλλάσσονται, ο κόσμος πλημμυρίζει την ιδιαίτερη παραλία και οι γέροντες που συχνάζουν εκεί, αποκαλύπτουν χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους.

Όσο ο καιρός προχωράει λοιπόν, και το καλοκαίρι πλησιάζει και σταδιακά υπεισέρχεται, ο θεατής γνωρίζει καλύτερα τους χαρίεις αυτούς ανθρώπους. Και όπως, συνήθως, γίνεται σε τέτοιες περιστάσεις, ορισμένοι μονοπωλούν το ενδιαφέρον με τη διακριτική τους εμφάνιση (οι κοπέλες με τα τατουάζ, ο καραφλός άνδρας), άλλοι με το να αποτελούν το επίκεντρο της παρέας (η κυρία που τραγουδάει, χορεύει και δεν διστάζει να μεταμφιεστεί) και άλλοι με το να ζητούν εκβιαστικά την αποδοχή της παρέας και κατ’ επέκταση του κοινού (ο λιπόσαρκος γέρος που διαρκώς γκρινιάζει και έχει για συντροφιά την παρέα μιας πανέμορφης γάτας). Άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων, φύλων, ηλικιών και νοητικής κατάστασης (στην παραλία παρίστανται και ομάδες ατόμων με διάφορες εγκεφαλικές διαταραχές) που παρελαύνουν από την οθόνη, εμπλουτίζοντας με την παρουσία και τη θετική τους ενέργεια, την παραλία. Δεν είναι όμως, μονάχα αυτοί οι άνθρωποι που συνθέτουν το παραθαλάσσιο σκηνικό, αλλά και εκείνοι που εργάζονται στην επιχείρηση, φροντίζοντας ώστε να είναι συνέχεια καθαρή. Είναι προς τιμήν του σκηνοθετικού διδύμου, που δεν επικεντρώνεται μόνο στα διαιρεμένα στρατόπεδα των λουόμενων, αλλά και στο εργατικό δυναμικό (η καθαρίστρια, ο φύλακας, η ιδιοκτήτρια του σνακ μπαρ, οι ναυαγοσώστες), που συμβάλλει καθημερινά ώστε η παραλία να είναι σε καλή και ελεγχόμενη κατάσταση. Ο κινηματογραφικός χρόνος που προσφέρουν στη γυναίκα που βρίσκεται στο γραφείο ή στην ακροθαλασσιά για να μαζέψει τα σκουπίδια που αφήνουν πίσω τους οι κακομαθημένοι επισκέπτες είναι χαρακτηριστικός. Τόσο ώστε, όταν το απροσδόκητο γύρισμα της μοίρας επιφέρει μια αρνητική κατάληξη, ο ανύποπτος θεατής εκπλήσσεται και ευσπλαχνίζεται με το θανατερό αποτέλεσμα αυτής (εν προκειμένω, η πραγματικότητα αποδεικνύεται πιο ευφάνταστη και από την πιο δραματική μυθοπλασία).

Και οι ναυαγοσώστες, όμως, περνούν αρκετό χρόνο στην οθόνη, συνθέτοντας μάλιστα, ένα απολαυστικό ντουέτο. Διαφορετικής εθνοτικής προέλευσης και ιδιοσυγκρασίας, χαρίζουν απλόχερα μειδιάματα, τόσο με τον τρόπο που επιδίδονται στις γυμναστικές τους ενέργειες όσο και όταν κάνει πλάκα, ο ένας στον άλλον. Ταυτοχρόνως, το νεαρό της ηλικίας τους και η ανθεκτική τους κορμοστασιά, δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα αντίθεση με τα γερασμένα – κρεμασμένα, κατά κύριο λόγο, σώματα των υπολοίπων. Τις περισσότερες φορές, πάντως, οι δύο σκηνοθέτες απλώς παρατηρούν τους ανθρώπους που εργάζονται ή καταφθάνουν στην παραλία. Όπως προαναφέρθηκε, ουδέποτε υπήρξε υπόδειξη στο να πουν ή να κάνουν κάτι συγκεκριμένο, γεγονός που δημιουργεί πλείστες στιγμές σαστίσματος, αλλά και εμβριθούς παρατήρησης. Υπάρχουν στιγμιότυπα που συναισθάνεται κανείς, τη διαπεραστικότητα της κάμερας (όχι σε ενοχλητικό σημείο), ακόμη και σε περιστάσεις που φαντάζουν ασήμαντες.

Η μεροληπτικότητα με την οποία ο φακός προσεγγίζει τους λουόμενους είναι απαράμιλλη, προσφέροντας κοντινά ενσταντανέ, που αιχμαλωτίζουν με αληθινό σεβασμό τα σώματα, τα πρόσωπα και τα βλέμματα αυτών των ανθρώπων. Τέτοια οικειότητα δημιουργείται, που οι παριστάμενοι βαθμιδωτά ανοίγουν τη ψυχή τους. Η πολύμηνη παραμονή του ολιγάριθμου συνεργείου άλλωστε, στη συγκεκριμένη παραλία, ευνόησε την εξωτερίκευση αυτή, το ίδιο και ο πηγαίος χαρακτήρας όσων εμφανίζονται. Σε μια στρατηγικής σημασίας πόλη, η οποία ανέκαθεν αποτελούσε σταυροδρόμι πολλών πολιτισμών (Ιταλοί, Σλάβοι, Εβραίοι, Έλληνες), η ειρηνική συνύπαρξη ήταν απαραίτητη. Πολλώ μάλλον όταν τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων συγκρούονταν, επιχειρώντας να διασπάσουν τη συνοχή τούτη και να επιβάλουν το δικό τους προσδιορισμό (γεωγραφικό – εθνοτικό) σε βάρος των μειονοτικών πληθυσμών. Αρκεί κανείς να παρακολουθήσει τον ρου της πρόσφατης ιστορίας για να καταλάβει, το πως η Τεργέστη, αποτέλεσε επικράτεια σφοδρής αντιπαράθεσης: επίνειο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας (1817 – 1918), περιοχή ανταγωνισμού μεταξύ της Ιταλίας και του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών, Σλοβένων (1918 – 1943), αποτυχημένη δημιουργία ελεύθερης ζώνης  και η πρώτη μεταπολεμική, ψυχροπολεμική σύγκρουση της Δύσης και της Ανατολής (1945 – 1954). Αυτή η αναγκαία, πολιτισμική εξισορρόπηση, που δεν ήταν αναίμακτη, φαίνεται πως έχει κληροδοτηθεί και διαποτίσει τον εσωτερικό διάκοσμο των λουόμενων και μερικοί από αυτούς ευρίσκουν την ευκαιρία για να το καταστήσουν με σαφήνεια. Χωρίς να παρατίθεται κάποιο ιστορικό χρονογράφημα (εξαίρεση αποτελεί ένα ασπρόμαυρο βίντεο ντοκουμέντο, που προβάλλει τη στιγμή της χάραξης των νέων ορίων) ‘Η Τελευταία Παραλία’, αφήνει τους επισκέπτες της να μιλήσουν με τον τρόπο τους, για ακανθώδη ζητήματα, όπως είναι τούτα.

Από την κυρία που τραγουδάει ένα χιουμοριστικό τραγούδι, ρατσιστικό όμως, ως προς τους σλάβικους πληθυσμούς ή τις άλλες δύο που με περίσσευμα υπερηφάνειας αναφέρουν πως κατάγονται από την Αυστροουγγαρία, ως τους δύο γέροντες, όπου ο καθένας ομολογεί πως απώλεσε κάποιον δικό του άνθρωπο (ο ένας από τους Ιταλούς φασίστες και συμμάχους των Γερμανών Εθνικοσοσιαλιστών και ο άλλος από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Προέδρου της πρώην Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, Γιόσιπ Μπροζ Τίτο) διαφαίνεται πως το παρελθόν βρίσκεται ακόμη εκεί, χωρίς όμως, να διαβρώνει τον ψυχικό τους κόσμο και τις αναμεταξύ τους σχέσεις. Τουναντίον, οι τελευταίες, ακόμη και όταν δεν συμφωνούν σε κάτι τόσο αυταπόδεικτο όσο είναι η απερίφραστη καταδίκη του εθνικισμού, εφευρίσκουν τον τρόπο να συνδιαλέγονται αρμονικά. Η ίδια η ύπαρξη της παραλίας και η παρουσία τους στα περιθώρια αυτής, λειτουργεί προς μια τόσο κατευναστική κατεύθυνση.

Στο ειδυλλιακό, τουριστικό θέρετρο της Τεργέστης, η θάλασσα βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από το κέντρο της πόλης και αυτό δίνει την υπέροχη αίσθηση της απρόσκοπτης πρόσβασης σε όποιον επιθυμεί να απομακρυνθεί από τους λιθόστρωτους δρόμους και τα νεοκλασικά κτίσματα της πανέμορφης πόλης και να βρεθεί επιτόπου στην παραλία. Από το 1820, οι άνθρωποι που ζούσαν ή και βρισκόντουσαν εκεί ως επισκέπτες, έκαναν μπάνιο. Για του λόγου το αληθές, ενυπήρχαν πλωτές εγκαταστάσεις κολύμβησης τόσο στη Σακέτα όσο και μπροστά από την Πιάτσα Ουνιτά ντ’ Ιτάλια, την κεντρική πλατεία της Τεργέστης, ενώ οι ενοικιαστές του Hotel del la Ville, μπορούσαν να κάνουν μπάνιο με θαλασσινό νερό χωρίς να φύγουν από τα δωμάτια τους, χάρη σε ένα αρκετά προηγμένο σύστημα που αντλούσε το υδάτινο νερό. Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι εγκαταστάσεις που συσχετίζονταν με το αλμυρό νερό εξαπλώθηκαν κατά μήκος όλης της ακτής (από την Μπάρκολα μέχρι τη Μούτζα), ενώ στις απαρχές του 20ου αιώνα, εγκαινιάστηκαν και οι παραλίες Λαντέρνα (Ελ Πεντοτσίν) και Φοντάνα. Με το πέρασμα των χρόνων, η παραλία αυτή ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε, και έτσι τη δεκαετία του 1930, μετατράπηκε σε ένα παραθεριστικό συγκρότημα (Αουζόνια), το οποίο εξακολουθεί και παραμένει δημοφιλές. Κοσμαγάπητη, όμως, περισσότερο από τους ανθρώπους, που την επισκέπτονται, εδώ και χρόνια. Οι νέοι άνθρωποι δεν την προτιμούν, και αυτό είναι κάτι που φαίνεται στα πλάνα της ταινίας (η παρουσία των ηλικιωμένων είναι συντριπτική), καθώς και στ’ ότι, οι δύο σκηνοθέτες έξυπνα απομονώνουν την παρουσία δύο κοριτσιών (για την ακρίβεια τις βγάζουν έξω από τον χώρο), για να δείξουν, πως για τα νέα παιδιά, το να βρεθούν σε μια διχοτομημένη παραλία, δεν έχει καμία αξία ή χρηστικότητα, τη στιγμή που διαβιούν σε μια πιο ελεύθερη και ίση κοινωνία και το υποκείμενο του πόθου τους, μπορεί να τις περιμένει σε μια άλλη, χωρίς όρια. Συγχρόνως, η αίγλη του παρελθόντος δείχνει πως έχει εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από τη διαβρωτική δυναμική του χρόνου. Ναι μεν, το οικοδόμημα παρουσιάζει κάποιο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, ελλείψει όμως και επαρκούς συντήρησης ή ριζικής ανακαίνισης (τα ακυρωτικά μηχανήματα δεν δουλεύουν, οι τουαλέτες συνήθως βουλώνουν, οι πόρτες είναι σκουριασμένες, οι σοβάδες στους τοίχους έχουν ξεφτίσει), δείχνει πως ακολουθεί την καθορισμένη πορεία των σταθερών επισκεπτών του (το ξεψύχισμα παραμονεύει και το υπενθυμίζουν και οι αναμνηστικές φωτογραφίες).

Λίγο πριν το τελείωμα του μακροσκελούς (135′ λεπτά), αλλά όχι κουραστικού έργου, οι δύο σκηνοθέτες, θα ξορκίσουν (προσωρινά) τον χειμώνα, για να χαρίσουν μια μικρή, αείμνηστη γιορτή, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως αποχαιρετισμός του καλοκαιριού. Αυτό που επακολουθεί είναι αντιπροσωπευτικό της κουλτούρας των λουόμενων και δείχνει το πόσο πολύ απολαμβάνουν τη ζωή. Είναι τόσο διάχυτος ο εκστασιασμός των δύο ομάδων (κυρίως της θηλυκής πλευράς) και ιδανική η κινηματογράφηση, που μεταφέρεται αμετάβλητος και στην οθόνη. Κατόπιν τούτου, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ευτυχής και θεμιτός τρόπος, για να ολοκληρωθεί ένα ντοκιμαντέρ που είναι τόσο ιδιοσυγκρασιακό και πρωτότυπο όσο ‘Η Τελευταία Παραλία’. Οι Θάνος Αναστόπουλος και Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν επιδεικνύουν συνέπεια στη μέθοδο με την οποία καταγράφουν αυτό το διχοτομικό μέρος, αναδεικνύουν με προσοχή τις αθέατες λεπτομέρειες και κάνουν αυθόρμητα συμμέτοχο τον θεατή. Επί της ουσίας, το κινηματογραφόφιλο κοινό, γίνεται ιδεατό κομμάτι μιας ιδιότυπης παραλίας, που επανακαθορίζει κάθε διαχωριστική γραμμή με τρυφερότητα και προθυμία. Του τελευταίου ρομαντικού, φιλειρηνικού και φιλήσυχου ορίου, δηλαδή, ενός επικίνδυνου και βάρβαρου κόσμου που βρίσκει συνεχώς αίτια – αφορμές για να χωρίσει σε πολλά μέρη, εδάφη ή ιδέες, παραγνωρίζοντας τον ανθρώπινο παράγοντα και τη θρησκευτική ή πολιτισμική ετερότητα.

Share