Φαρεναιτ 451
Μεταφράζοντας και προσαρμόζοντας παραδειγματικά, τη θεατρική εκδοχή του ‘Φαρενάιτ 451’ (που διασκεύασε ο ίδιος ο Αμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος επιστημονικής φαντασίας, τρόμου ή μυστηρίου Ρέι Μπράντμπερι, είκοσι έξι έτη από την πολυσυζητημένη έκδοση του ρηξικέλευθού του μυθιστορήματος), ο σκηνοθέτης – καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Πόρτα, Θωμάς Μοσχόπουλος, κατόρθωσε να ολοκληρώσει με επιτυχή τρόπο, μια τρόπον τινά τριλογία, που άρχισε τον Νοέμβριο του 2016 με τη ‘Δίκη του Κ.’ [βασισμένη στη ‘Δίκη’ (1925), το μυθιστόρημα του Γερμανόφωνου Τσεχοεβραίου συγγραφέως Φραντς Κάφκα] και συνεχίστηκε τον Δεκέμβριο του 2017 με το ‘Καντίντ ή η Αισιοδοξία’ [βασισμένη στο ‘Αγαθούλης ή Αισιοδοξία’ (1759), το μυθιστόρημα του Γάλλου φιλόσοφου Φρανσουά Μαρί Αρουσέ ή Βολταίρου]. Ένα σύνολο τριών θεατρικών έργων, που μολονότι, εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται πως διαμοιράζονται πολλά κοινά, στα χέρια του αεικίνητου και ικανού σκηνοθέτη, αποκτούν τη θεώρηση εκείνη, που δικαιολογεί μια τέτοια συνδεσμολογία. Είτε με μεθόδευση αμείλικτη και παράλογη (‘Δίκη’), είτε με σατιρική και ειρωνική (‘Αγαθούλης ή Αισιοδοξία’), το άτομο προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον παραλογισμό της εξουσίας και την ιδεολογική ακαμψία της αυθεντίας και να σταθεί όρθιο, ακόμη και σε ένα περιβάλλον που είναι τόσο σκοτεινό όσο είναι αυτό που περιγράφει στις προφητικές σελίδες του ‘Φαρενάιτ 451’, ο Ρέι Μπράντμπερι. Συγγεγραμμένο σε μια εποχή (ψυχροπολεμική), κατά την οποία, ο Αμερικανός γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθυ εξαπέλυσε ένα ανελέητο κυνήγι κομουνιστών (το 1953, διετέλεσε πρόεδρος της Κυβερνητικής Επιτροπής Επιχειρήσεων και της Μόνιμης Υποεπιτροπής Ερευνών, γεγονός που του επέτρεψε να ξεκινήσει μια σειρά εξευτελιστικών διερευνήσεων, για υποτιθέμενη ανατροπή και κατασκοπία), ο συγγραφέας οραματίστηκε ένα μέλλον που είναι πιο ζοφερό: τα βιβλία είναι απαγορευμένα, ο λογισμός ελέγχεται, δεν επιτρέπεται καμία κοινωνική παρέκκλιση και η επαφή των ανθρώπων έχει αντικατασταθεί από τα ευτελή παράγωγα που προσφέρει κατά κόρον, η ψηφιακή και τεχνολογική πρόοδος.
Ένα μέλλον, που αν και τοπικά και χρονικά απροσδιόριστο, θα μπορούσε να πει κανείς, πως δεν απέχει από την τωρινή περίοδο που διανύουμε. Μια εποχή, δηλαδή, κατά την οποία, τα βιβλία ή οι εφημερίδες παραμερίζονται, η πληροφορία ναι μεν μεταδίδεται με αστραπιαία ταχύτητα, η αξιοπιστία τούτης, όμως, δεν ελέγχεται, υφίσταται μια έντονη και στοχευόμενη κλίση προς τα ανώδυνα θεάματα, τα όρια της πολιτικής ορθότητας και της ελευθερίας της έκφρασης δοκιμάζονται, τα τάμπλετ, τα έξυπνα κινητά, οι φορητοί υπολογιστές υπόσχονται πολυσυμμετοχικά ψηφιακά περιβάλλοντα, που υποκαθιστούν την ανθρώπινη επικοινωνία.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος με τη συμβολή των εξαιρετικών του συνεργατών (ερμηνευτών και τεχνικών), αντιλαμβάνεται αυτή την αναγωγή και κάνει ένα ανέβασμα το οποίο μεταφέρει στη σκηνή, το πνεύμα, την προβληματική και τη φαντασία του επιδραστικού συγγραφέα με εμπνευσμένο τρόπο. Αρκεί κάποιος να παρακολουθήσει το ξεκίνημα της παράστασης, για να το πιστοποιήσει τούτο, όταν και η αίθουσα καταβυθίζεται στο σκοτάδι, για να συστήσει τον πρωταγωνιστή της Γκάι Μόνταγκ (Αλέξανδρος Λογοθέτης) στο καθημερινό, εργασιακό ή οικογενειακό του περιβάλλον, και το φουτουριστικό σκηνικό, φεγγίζεται από τα μηνύματα που προβάλλονται στις ορθογώνιες και τετραγωνισμένες οθόνες (ανάλογα με τον χώρο και την περίσταση, οι γεωμετρικές επιφάνειες μετατρέπονται σε τηλετοίχους και προσομοιωτές εικονικής πραγματικότητας) που κρέμονται πίσω από ένα μεγάλων διαστάσεων, φωτισμένο με κατάλευκο LED, περίγραμμα τετραγώνου (η σκηνογράφος και αρχιτεκτόνισσα Ευαγγελία Θεριανού μαζί με τη βοηθό της Γεωργία Τσίπουρα διαμόρφωσαν το σκηνικό, οι σχεδιαστές Χρυσούλα Κοροβέση και Μάριος Γαμπιεράκης ανέλαβαν τον σχεδιασμό των προβολών, η φωτίστρια Σοφία Αλεξιάδου μαζί με τη φωτογράφο Τρέισι Γκιμπς τους φωτισμούς). Ο Γκάι Μόνταγκ είναι πυρονόμος και ως τέτοιος μαζί με την ολιγάριθμη ομάδα του, που διοικείται από τον αρχιπυραγό Μπίτι (Άννα Μάσχα), επισκέπτονται σπίτια που περιέχουν παρανόμως βιβλία, με σκοπό να τα κατακάψουν. Ο ήρωάς μας, τελεί με ευχαρίστηση τα καθήκοντά του, τη στιγμή που η καθημερινότητά του, δεν αποκλίνει από τον χώρο της εργασίας ή της οικίας του, όπου ζει με την ολότελα αποχαυνωμένη του σύζυγο Μίλντρεντ (Ευδοκία Ρουμελιώτη).
Την κατάσταση θα μεταβάλλει άρδην, η αιφνίδια γνωριμία του με ένα μικρότερο σε ηλικία, λαλίστατο και χαρούμενο κορίτσι, την Κλαρίς (Κίττυ Παϊταζόγλου), που διαβιεί στο διπλανό από το δικό του σπίτι (πόσο θαυμάσια η σκηνή της αρχικής τους συνάντησης, μιας και αυτή πραγματώνεται υπό τους ήχους και την εικόνα, μιας ψηφιακής βροχής). Κάθε βράδυ, που ο Γκάι Μόνταγκ επιστρέφει σκυθρωπός από την (επί της ουσίας) κατασταλτική και τιμωριτική δουλειά του, εκείνη περιδιαβαίνει ολομόναχη τους παρακείμενους, αδειανούς από πλήθος, δρόμους. Στο εντελώς αποστειρωμένο, καθοδηγημένο και απαγορευμένο περιβάλλον, που διαδραματίζεται η ιστορία του ‘Φαρενάιτ 451’, η συναπάντηση του ανίδεου πρωταγωνιστή με την υποψιασμένη Κλαρίς, θα τον αναζωογονήσει και θα του ανοίξει το μυαλό. Τόσο που, βαθμιδωτά, θα αρχίσει να βλέπει με διαφορετικό τρόπο τα πράματα γύρω του (την εργασία που επιτελεί με αυταπάρνηση, την επιτηδευμένη σχέση του με τη Μίλντρεντ). Κατά κάποιο τρόπο, ο σπόρος της αμφισβήτησης, θα μεταφυτευτεί από την Κλαρίς μέσα του και θα τον οδηγήσει σε μια βαθιά περισυλλογή, της οποίας κατάληξη θα είναι, η πλήρης αναθεώρηση.
Μετά από μια επιπλέον καταγγελία, όπου εκτός από τα στοιβαγμένα βιβλία θα πυρποληθεί και η απολύτως αφοσιωμένη ιδιοκτήτρια τούτων (Ξένια Καλογεροπούλου), ο σπόρος αυτός θα ευδοκιμήσει ακόμη περισσότερο. Με σκηνές, καθώς είναι εκείνες, όπου ο Γκάι Μόνταγκ εμφανίζεται περίπου άρρωστος, να προσπαθεί να καταλάβει την αγέρωχη στάση αυτής της γυναίκας και εκείνη, όπου ξεκινάει να διαβάζει με ενθουσιασμό κάποια από τα βιβλία που συγκέντρωνε όλο το προηγούμενο διάστημα, παρόλο που δεν κατανοεί καμία λέξη από όσα αναφέρουν, τοιούτο γίνεται εμφανές. Ο αρχιπυραγός Μπίτι, όμως, που γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσεως, θα επισκεφθεί τον ανάστατο ήρωά μας, για να του εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο καίγονται τα βιβλία και να δοκιμάσει την προσήλωσή του. Με έναν εντυπωσιακό μονόλογο (τόσο σε διάρκεια όσο και σε περιεχόμενο), ο αρχιπυραγός Μπίτι, πραγματοποιεί μια λεπτομερέστατη αναδρομή στο παρελθόν, επιλύνοντας πολλές από τις εύλογες απορίες του Γκάι Μόνταγκ (και του θεατή). Όχι πάντως, σε βαθμό τόσο ικανοποιητικό, ώστε να τον θεραπεύσει και να του μεταλλάξει την άποψη. Ο ξαφνικός θάνατος της Κλαρίς, φυσικά και δεν βοηθάει ως προς αυτό, ούτε η μονίμως αδιάφορη συμπεριφορά της επιπόλαιης συζύγου του. Στο σημείο τούτο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, που όπως σημάνθηκε και στην έναρξη του κειμένου, έχει στηριχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό στη θεατρική διασκευή του ‘Φαρενάιτ 451’, αναπτύσσει περαιτέρω τον τόσο ενδιαφέροντα και αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του αρχιπυραγού Μπίτι, ενόσω ταυτοχρόνως, εμφανίζει τον καθηγητή Φάμπερ (Χάρης Τσιτσάκης), σαν παππού της αποθανούσας Κλαρίς.
Λίγο πριν τα καταπιεσμένα συναισθήματα του Γκάι Μόνταγκ εκτονωθούν με αναπότρεπτες συνέπειες, το κάλεσμα του πρωταγωνιστή στο οίκημα του διοικητή του, θα τον εκπλήξει με ευχάριστη μέθοδο, μιας το οικοδόμημα του αποφαντικού αρχιπυραγού, περιλαμβάνει και μια σφραγισμένη, πλουσιοπάροχη βιβλιοθήκη (συλλογή από βιβλία που έχει διαβάσει στο μακρινό παρελθόν ο ίδιος ο αξιωματικός του πυροσβεστικού σώματος και εδώ και αρκετά χρόνια παραμένει βασανιστικά ανέγγιχτη). Στη δε επίσκεψή του ήρωάς μας, στο μέρος που διαμένει ο καθηγητής Φάμπερ, θα βρει ένα δικαιολογημένα φοβητσιάρικο πλάσμα, όταν θα επισκεφτεί το απόμακρο διαμέρισμά του. Το οποίο, αν και πολύ διστακτικό στην αρχή, θα αποδειχθεί απαραίτητος σύμμαχος και δάσκαλος στη συνεχεία. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος εκμεταλλεύεται το ευπροσάρμοστο και πολυπρισματικό σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού, καθώς και τους καταλλήλως επικεντρωμένους και τονικώς διαβαθμισμένους φωτισμούς της Σοφίας Αλεξιάδου, για να αποδώσει τα γεγονότα που εξελίσσονται στα δύο οικήματα, και μέσα από τις δραματουργικές αναπτύξεις στο εσωτερικό τούτων, ανατρέπει τις ισορροπίες.
Παρά τις ενδείξεις, τίποτα δεν προμηνύει, για το που επρόκειτο να καταλήξει, η επάνοδος του Γκάι Μόνταγκ στην κατοικία του, μιας και τοιούτη συντροφεύεται από μια σπαρταριστή σκηνή, άψογα εκτελεσμένη και παρουσιασμένη, κατά την οποία, φανερώνεται ο ανελέητος βαθμός εξάρτησης της Μίλντρεντ και των φιλενάδων της από τα πολύ χαμηλής ποιότητας, τηλεοπτικά προϊόντα. Ο Γκάι Μόνταγκ, θα ειρωνευτεί τις συναθροισμένες γυναίκες και θα υποβαθμίσει τη σημασία της διαδραστικότητας που προσφέρουν οι τηλετοίχοι. Είναι όμως, όταν κάνει την κίνηση και βγάζει ένα βιβλίο και έπειτα, ξεκινά να διαβάζει ένα τρυφερό και συγκινητικό ποίημα μέσα από αυτό [το ‘Η Παραλία του Ντόβερ’ (1851) του Άγγλου ποιητή, δοκιμιογράφου, κριτικού Μάθιου Άρνολντ), που θα οδηγήσει στα άκρα την κατάσταση (οι αναστατωμένες γυναίκες θα αποχωρήσουν με απειλές), παρά τις μυστικές οδηγίες που του δίνει ο καθηγητής Φάμπερ, μέσα από το εξελιγμένο ακουστικό ενδοεπικοινωνίας, που του χάρισε πριν φύγει από το σπίτι του. Με παρόμοιο τρόπο και η επιστροφή του Γκάι Μόνταγκ στο Τμήμα, θα τον φέρει σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, μιας και σταδιακά, θα υποκύψει στην καλοσχεδιασμένη προκλητικότητα του αρχιπυραγού Μπίτι και θα συμμετάσχει στο παιχνίδι των λογοτεχνικών παραπομπών. Στην απαιτητική αναμέτρηση που έχει ενορχηστρωθεί από τον Θωμά Μοσχόπουλο, η Άννα Μάσχα και ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, ανταποκρίνονται με τον δέοντα τρόπο, πόσο κρίμα, πάντως, που κάποιες από τις απαντήσεις που δίνει πρώτος, ο Χάρης Τσιτσάκης στο ακουστικό, δεν φτάνουν με ευκρινή τρόπο στα αυτιά των θεατών.
Το τελευταίο μέρος της θεατρικής παράστασης, μπορεί να είναι πετσοκομμένο (η πυρκαγιά στο σπίτι του Γκάι Μόνταγκ και η απόδρασή του στο δάσος συντέμνονται χαρακτηριστικά) ή ελαφρώς παραλλαγμένο (ο τρόπος με τον οποίο πεθαίνει ο αρχιπυραγός Μπίτι και τρέπεται σε βιαστική φυγή ο Γκάι Μόνταγκ, διαφέρει από το πρωτότυπο έργο) και αποσιωπημένο (ο πόλεμος που ξεσπάει, λίγη ώρα μετά, δεν αναφέρεται), όμως, διαθέτει και αυτό τις στιγμές του, όταν ο ήρωάς μας, καταφθάνει μέσα από το ποτάμι, στη δασοσκέπαστη περιοχή που βρίσκεται έξω από την επιβλέπουσα και δυναστευμένη πόλη. Σε ένα ωραία φωταγωγημένο σκηνικό, όπου ενωτικά σχήματα, σα σπείρες, εμφανίζονται στο έδαφος και ξαφνικά από το βάθος της σκηνής, ξεπροβάλλουν άνθρωποι που φέρουν ονόματα τεράστιων συγγραφέων (ο καθένας είναι ο μοναδικός φορέας του περιεχομένου κάποιου σημαντικού τους βιβλίου), ο Γκάι Μόνταγκ, θα διαπιστώσει πως ενυπάρχουν πολλοί άνθρωποι (αρκετοί εκ των οποίων πρότεροι καθηγητές σε συγγενούς θεματικής με τις θεωρητικές επιστήμες, πανεπιστημιακά τμήματα) που όχι μονάχα, εξακολουθούν να προβληματίζονται, μα συμπεριφέρονται και με προνοητικό και υπεύθυνο τρόπο που διαφυλάσσει τη γνώση για τις μεταγενέστερες γενιές.
Έχοντας επηρεάσει ριζικά, όσο ολίγα μυθιστορήματα της λογοτεχνίας του φανταστικού, τις Τέχνες [αξίζει να αναφερθεί και η κινηματογραφική διασκευή που του επεφύλαξε ο Γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Τριφό (1966), καθώς επίσης, η μεταφορά του σε εικονογραφημένη νουβέλα από τον Αμερικανό εικονογράφο Τιμ Χάμιλτον (2009)], το ‘Φαρενάιτ 451’, δεν θα μπορούσε, παρά να εμπνέει με κάθε τρόπο, σε κάθε χρονική περίοδο, δημιουργούς ανά την υφήλιο. Πολλώ μάλλον, στη σημερινή συγκυρία, που είναι πολύ απρόβλεπτη και δυσοίωνη σε κάθε επίπεδο (οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, περιβαλλοντικό) και ορισμένα πράγματα από όσα οραματίστηκε το 1953, ο Ρέι Μπράντμπερι, έχουν γίνει πράξη. Μπορεί τα βιβλία, πλην μερικών εξαιρέσεων, να μην ρίχνονται στην πυρά, όμως, παραγκωνίζονται, τη στιγμή που τα τεχνολογικά επιτεύγματα χρησιμοποιούνται ακρίτως. Λαμβάνοντας υπόψη, μαζί με τα παραπάνω, τις ποικίλες τεχνικές με τις οποίες χειραγωγούνται οι μάζες και την τάση των τελευταίων να εμπιστεύονται την εξουσία στους πλέον επικίνδυνους ανθρώπους, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, μολονότι, ανέλαβε ένα δύσκολο εγχείρημα (κυρίως, στον οπτικοακουστικό τομέα) και μάλιστα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, κατόρθωσε να βγει θριαμβευτής στο παρθενικό ανέβασμα του εμβληματικού, λογοτεχνικού μυθιστορήματος, στην Ελλάδα. Όχι, ότι δεν λείπουν τα προβλήματα στην προσαρμογή (η συμπύκνωση είναι ένα από αυτά, που οδηγεί στην αλλοίωση ορισμένων σκηνών) ή και στα τεχνικά (ο ήχος από το ακουστικό που φοράει ο Γκάι Μόνταγκ, δεν ακούγεται πάντα καθαρός), αλλά εκείνο που κατάφερε (στο τεχνικό κομμάτι, εκτός από όσους προλέχθηκαν, πολύτιμη είναι και η αρωγή της ενδυματολόγου Κλαιρ Μπρέισγουελ και του μουσικοσυνθέτη Κορνήλιου Σελαμσή) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σημείο αναφοράς, από τη στιγμή που δόθηκε υπόσταση σε ένα ολόκληρο σύμπαν (το προσομοιωτικό παιχνίδι, οι ψηφιακοί τηλετοίχοι, τα ολοζώντανα ολογράμματα, το ακουστικό σφαιρίδιο), δίχως να υποσκελίσει τον στοχαστικό και ποιητικό λόγο κλασικών συγγραφέων (του Πλάτωνα, του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, του Αλεξάντερ Πόουπ).
Κλείνοντας, ένα αρκετά καλό επιτελείο ηθοποιών, συμβάλλει και αυτό, ώστε η παράσταση να έχει ένα τόσο θετικό πρόσημο. Αναμφισβήτητα, μέσα από τούτο, εκείνη που διακρίνεται περισσότερο είναι η Άννα Μάσχα, μιας και υποδύεται με αξιοθαύμαστο ζήλο και πειθώ, τον αρχιπυραγό Μπίτι. Έναν πανούργο άνθρωπο, που επειδή δεν κατόρθωσε να βρει τις λύσεις που αναζητούσε στα προβλήματά του (μέσα στα βιβλία), πέρασε στην αντίπερα μεριά (στο κάψιμο τούτων). Η δόλια προαίρεση του αρχιπυραγού Μπίτι συναντά το ισοδύναμό της στο πρόσωπο της Άννας Μάσχα, κατά βάση σε σκηνές, καθώς είναι αυτές, που με διδακτικό και νουθετικό ύφος μονολογεί. Παρόμοια και η εσωτερική ταλάντευση, που παρουσιάζει ο Γκάι Μόνταγκ, μετά από την αφυπνιστική γνωριμία του με την Κλαρίς, σε εκείνο του Αλέξανδρου Λογοθέτη. Είναι, πάντως, όταν η αμηχανία και η φιλοπεριέργεια δίνουν τη θέση τους στην αντιπαλότητα (ήτοι, ο Γκάι Μόνταγκ αναλαμβάνει δράση), που επιτρέπεται στον τελευταίο να καταθέσει μια πιο επαρκή ερμηνεία, μιας και γίνονται ορατές εκφάνσεις, ενός κάθε άλλο παρά δειλού ή ευνούχου χαρακτήρα. Όσον αφορά την Κλαρίς, στον λίγο χρόνο που έχει στη σκηνή, η Κίττυ Παϊταζόγλου, καταφέρνει να δώσει ζωή σε ένα πλάσμα που το χαρακτηρίζει η οξυδέρκεια του πνεύματος και η ποικιλία των συναισθημάτων. Σκεπτόμενη και ευαίσθητη συνάμα, βρίσκεται στον αντίποδα της απλοϊκής και άπονης Μίλντρεντ, την οποία πάντως, ερμηνεύει με απαράμιλλη ψυχράδα και αναλγησία, η Ευδοκία Ρουμελιώτη. Ακόμη, ο Χάρης Τσιτσάκης, παίζει τον περιδεή, μα δυσήνιο καθηγητή Φάμπερ, η Ξένια Καλογεροπούλου τη δυναμική γυναίκα που παραμένει μέχρι τέλους με τα αγαπητά της βιβλία, ο Μάνος Γαλανής και ο Θάνος Λέκκας τους πατροναρισμένους πυροσβέστες και ακτινοβόλους παρουσιαστές.