Τα Νησια Και Οι Φαλαινες
Σε ένα από τα ομορφότερα και πιο απομακρυσμένα συμπλέγματα νησιών (δεκαοχτώ στον αριθμό), εκεί όπου οι κυνηγετικές παραδόσεις (το κυνήγι των φαλαινών) και οι αρχέγονοι μύθοι (Χούλντουφολκ) εξακολουθούν να κυριαρχούν, ο Σκωτσέζος σκηνοθέτης Μάικ Ντέι μετά το εφάμιλλης θεματικής, ‘The Guga Hunters of Ness‘ (2011), επέλεξε να δημιουργήσει τη δεύτερή του ταινία και το αποτέλεσμα τον αποζημιώνει. Στις περίφημες Νήσους Φερόες, λοιπόν, σε αυτή τη διασκορπισμένη έκταση νησιών, που βρίσκονται στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό (ανάμεσα στην Ισλανδία, τη Σκωτία και τη Νορβηγία) ο Μάικ Ντέι παρακολουθεί με σεβασμό και προσήλωση τις αμφίσημες κυνηγετικές συνήθειες των κατοίκων. Καθημερινές δραστηριότητες, οι οποίες δίνουν την αφορμή για να ασχοληθεί με ζητήματα, που έχουν να κάνουν με την ίδια την άγρια φυσιογνωμία του κυνηγιού. ‘Τα Νησιά και οι Φάλαινες‘ όμως, δεν είναι μια ακόμη καταγγελτική ταινία τεκμηρίωσης, για τις βίαιες κυνηγετικές μεθόδους, μιας και περιέχουν και άλλες εξίσου σοβαρές παραμέτρους (τη μόλυνση του περιβάλλοντος και την υγεία των κατοίκων). Κατά κυριότατο λόγο, εκείνο που επιχειρεί ο σκηνοθέτης είναι να κατανοήσει το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των κατοίκων – την ταυτότητά τους, όπως αυτή προσδιορίζεται από το σε σημεία ανέγγιχτο περιβάλλον, καθώς επίσης και το πως επηρεάζεται και διαμορφώνεται εκ νέου από τις τωρινές προκλήσεις. Συνακόλουθα, μέσα από τη ψύχραιμη παρατήρηση και τη στοχευόμενη καταγραφή των ενεργειών τους, ο Μάικ Ντέι συνθέτει το πορτρέτο μιας κοινότητας, που ενώ τόσο καιρό ζούσε με τους δικούς της ρυθμούς, παρίσταται στο επιτακτικό τούτο στάδιο που πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στη μακραίωνη παράδοση και έναν διαφορετικό, λιγότερο βάναυσο και πιο υγιεινό τρόπο ζωής.
Ήδη από το ξεκίνημα της ταινίας και τις εναέριες λήψεις, η θέα από ψηλά προς τα βραχώδη νησιά κόβει την ανάσα, ομοίως και από αυτά προς τον ορίζοντα, ενώ γίνεται φανερό πως τα στοιχεία της φύσης (η βροχή, η ομίχλη, οι άνεμοι και τα κύματα) επιδρούν καταλυτικά στις επιφάνειές τους (στην απαράμιλλη διεύθυνση φωτογραφίας βρίσκεται ο ίδιος ο Μάικ Ντέι). Ευθύς εξαρχής, ο σκηνοθέτης μεταφέρει τον θεατή στο παράμερο και τόσο αξιοθαύμαστο νησιωτικό σύμπλεγμα και εκεί ακολουθεί με την κάμερα μερικούς από τους κατοίκους. Οι τελευταίοι επιδίδονται στην κληροδοτούμενη τέχνη της επιβίωσης, που δεν είναι άλλη από αυτή του κυνηγιού. Οι εικόνες που αφορούν το εν λόγω κομμάτι σοκάρουν με την ευθύτητά τους, μιας και οι κυνηγοί καταδιώκουν με χαρακτηριστική άνεση και επιμονή τους γλάρους: είτε βρίσκονται σε κάποια βάρκα και τους αρπάζουν με την απόχη την ώρα που επιπλέουν, είτε καραδοκούν σε κάποιο γκρεμό και τους αρπάζουν ομοιοτρόπως τη στιγμή που πετούν.
Είναι τέτοια η κυνηγητική τους κατάρτιση (και μανία), που τα βράδια οργανώνουν ολάκερες καταδρομικές ενέδρες, στα πιο απόκρημνα και θεοσκότεινα σημεία των νησιών (εκεί που φωλιάζουν ανύποπτα τα πουλιά), για να σκοτώσουν και να υφαρπάξουν κάποια από αυτά. Τούτη η καθημερινή βαρβαρότητα, πάντως, σε συνδυασμό με το αγριωπό τοπίο δημιουργεί μια αρμονική ταλάντωση, η οποία καταγράφεται με ποιητικό τρόπο από τον Μάικ Ντέι. Οι κάτοικοι δολοφονούν τα πουλιά και στη συνέχεια επεξεργάζονται τη σάρκα και το τρίχωμά τους σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, γιατί έτσι επιτάσσει η παράδοσή τους και επειδή οι γλάροι, όπως και τα ψάρια ή τα θαλάσσια κήτη αποτελούν (σχεδόν) τις μοναδικές πηγές τροφής σε τούτη την πετρώδη και κατακερματισμένη επικράτεια (λόγω της τραχύτητας του εδάφους δεν φυτρώνουν πολλά σιτηρά και λαχανικά). Κατά μια έννοια, ο θεατής γνωρίζει τους κατοίκους των νησιών μέσα από μια διαδικασία τόσο άβολη και δυσάρεστη όσο είναι εκείνη της καταδίωξης των γλάρων, προσεγγίζει όμως, ακόμη περισσότερο την ουσία αυτής της κοινότητας, όταν οι πρώτες φάλαινες – πιλότοι φθάνουν. Για κάποιον, που δεν έχει δει τον συνταραχτικό ‘Όρμο‘ του Λούι Ψυχογιός, οι σκηνές που ακολουθούν, παρά τη συντομία τους, μπορεί να ξαφνιάσουν δυσάρεστα. Η παρατήρηση, η παραπλάνηση, το μακελειό και η συγκομιδή τούτων των θηλαστικών δεν είναι καθόλου ευχάριστο θέαμα, οι κάτοικοι όμως, δείχνουν να είναι απολύτως εξοικειωμένοι με τη μαζική σφαγή. Εκτός του ότι συμμετέχουν ολόκληρα χωριά (ενδεικτικά είναι τα πλάνα που δείχνουν τα νεαρά μέλη της κοινότητας να βοηθούν και τα μικρά παιδιά να παρακολουθούν ατάραχα), διοργανώνονται ειδικές γιορτές και ενημερωτικές μερίδες, στη διάρκεια των οποίων, διανέμεται το κρέας των θηλαστικών.
Στο πέρασμα των αιώνων, οι φάλαινες – πιλότοι υπήρξαν μια από τις σημαντικότερες πηγές διατροφής γι’ αυτόν τον απομονωμένο πληθυσμό και οι κάτοικοι μέσα από μια διεργασία, που απαιτεί γνώση και σοφία μάθανε να τις κυνηγούν. Ο σκηνοθέτης δεν προτάσσει τούτη την παραδοχή για να δικαιολογήσει την αναντίρρητη βαρβαρότητα που συντελείται μέχρι τις ημέρες μας, δίνει όμως, τη δυνατότητα στους θεατές να αντιληφθούν το πόσο το έθιμο αυτό είχε και ως ένα βαθμό εξακολουθεί να έχει κυριαρχική θέση στην καθημερινή ζωή των κατοίκων των νήσων Φερόες. Τόσο αναπόσπαστο είναι το έθιμο, που όταν ενημερωθούν, για τους κινδύνους που διατρέχουν από την ανεξέλεγκτη κατανάλωση του συγκεκριμένου κρέατος, θα διστάσουν να αντιδράσουν (να σταματήσουν να τρέφονται και να εξαρτώνται από αυτό). Η παρουσία ενός επιστήμονα (Παλ Βάϊε), ο οποίος έχει καταγωγή από τα νησιά και εργάζεται ως επικεφαλής ιατρός στο τμήμα Ιατρικής της Εργασίας και Δημόσιας Υγείας, όσο αξιόπιστη κι αν είναι, δυσκολεύεται να μεταπείσει τους προσκολλημένους κατοίκους.
Η επιβάρυνση των θαλάσσιων υδάτων έχει σαν αποτέλεσμα, σε θηλαστικά που βρίσκονται στην κορυφή της διατροφικής πυραμίδας, όπως είναι η φάλαινα – πιλότος, να συναντώνται τεράστιες ποσότητες σε υδράργυρο και άλλα χημικά συστατικά (αρσενικό, κάδμιο, χαλκός, μόλυβδος, ψευδάργυρος), ικανά να βλάψουν σοβαρά την υγεία των καταναλωτών (βλάβη στη νευρολογική ανάπτυξη του εμβρύου, υψηλή πίεση του αίματος, αυξημένα ποσοστά της νόσου του Πάρκινσον, κυκλοφοριακά προβλήματα). Όσο και αν, ο πολύπειρος Παλ Βάϊε στα πλαίσια της έρευνας που διεξάγει (τα τελευταία είκοσι δύο έτη, μελετάει τις συνέπειες του υδράργυρου) παίρνει δείγματα από το αίμα ορισμένων ντόπιων, πιστοποιώντας του λόγου το αληθές, τόσο αυτοί αδυνατούν να συναισθανθούν την κρισιμότητα της κατάστασης. Στην ουσία, όσο κοντόφθαλμο και εγωιστικό και αν ακούγεται, αδυνατούν να αντιληφθούν κάτι που δεν φαίνεται και δεν αφορά άμεσα τη δική τους γενιά. Αν μη τι άλλο, πάντως, επειδή ο Παλ Βάϊε είναι γιατρός και δραστηριοποιείται στην περιοχή, τυγχάνει της προσοχής και της εκτίμησης που απαιτείται. Εν αντιθέσει, με τους αντιπροσώπους της Sea Shepherd (μιας μη κερδοσκοπικής διεθνούς οργάνωσης που μάχεται για την προστασία της θαλάσσιας ζωής), οι οποίοι θα έχουν κακή αντιμετώπιση, όταν θα καταφθάσουν για να αποτρέψουν άλλο ένα ετήσιο κυνήγι φάλαινας. Οι τελευταίοι, ενώ επιτελούν ένα σημαντικό περιβαλλοντολογικό έργο και είναι γνώριμη η δράση τους για την προάσπιση των κητωδών θηλαστικών (μέρος της οποίας είναι και μια συντονισμένη εκστρατεία), τουλάχιστον στο εν λόγω ντοκιμαντέρ, δίνουν την εντύπωση του παράταιρου: είναι επιθετικός ο τρόπος με τον οποίο εισέρχονται σ’ ένα ξένο μέρος, όπως και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρούν να επιβάλουν τις ιδέες τους.
Πολλώ δε μάλλον όταν δεν μπορούν να κατανοήσουν τη διασύνδεση που έχουν οι ντόπιοι με τις νήσους Φερόες, τις αληθινές τους ανάγκες και να τους αντιπροτείνουν κάτι, που να μη δίνει την αίσθηση πως κάνει διάκριση στα ζωικά είδη (δεν δείχνουν την ίδια ευαισθησία για το κυνήγι των γλάρων) και προκαλεί περιβαλλοντολογική ζημιά (από τη στιγμή που δεν μπορούν να καλλιεργήσουν λαχανικά σε τούτο το έδαφος). Η εμφάνιση των ακτιβιστών της Sea Shepherd δημιουργεί μια αρκετά ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση, η οποία κορυφώνεται, όταν οι δύο κόσμοι συγκρούονται στην παραλία που καταλήγουν οι φάλαινες – πιλότοι. Οι ακτιβιστές, μετά την αδυναμία τους να πείσουν με λογικά επιχειρήματα τους κατοίκους, θα συρρεύσουν στο επίμαχο παραλιακό μέρος, για να παρεμποδίσουν το αιμοβόρικο έθιμο. Τ’ ότι δεν κατορθώνουν να το αποτρέψουν (ορισμένοι από δαύτους, μάλιστα, θα συλληφθούν από τις αστυνομικές αρχές), δείχνει πως χρειάζεται άλλη τακτική, τέτοια που να πιστοποιεί πως αντιλαμβάνονται τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες μεγάλωσαν οι κάτοικοι των νήσων.
Είναι τόσο υπέρμετρα αφοσιωμένοι στις επίμεμπτες τους συνήθειες οι κάτοικοι των νήσων Φερόες, που δεν δύναται να καταλάβουν, πως οι φάλαινες – κυνηγοί είναι εξίσου νοήμονα και κοινωνικά θηλαστικά με τους ίδιους, όταν τους τίθεται με τον τρόπο που βλέπουμε στην ταινία. Ακόμη και όταν συντρέχουν κρίσιμοι λόγοι για την υγεία τους, εκείνοι δεν δείχνουν διατεθειμένοι να ελαττώσουν ή να διακόψουν την κατανάλωση του κρέατος φάλαινας και να πάψουν να τις κυνηγούν, προκειμένου να προστατευθούν. Η συγκρουσιακή τακτική, που επιδεικνύει η Sea Shepherd από τη μια πλευρά και η ασυλλόγιστη μόλυνση που προκαλούν στα θαλάσσια ύδατα οι υπερκαταναλωτικές κοινωνίες από την άλλη, δεν επιτρέπουν στους κατοίκους των πανέμορφων νησιών να δουν με καθαρότητα, πως έχουν τα πράγματα. Και στις δύο περιπτώσεις, οι κάτοικοι βρίσκουν λόγους αρκετούς, που τους αποτρέπουν από το να αλλάξουν παραδόσεις αιώνων. Σε αυτή τη διάσπαρτη νησιωτική έκταση, οι ενεργειακές απαιτήσεις είναι ασφαλέστατα περιορισμένες, ώστε να ισχυριστεί κάποιος πως παράγουν τεράστιες ποσότητες κάρβουνου ή άλλων υλών, που ρυπαίνουν τα ύδατα και κατ’ επέκταση τους διάφορους οργανισμούς που ζουν σε αυτά. Το ίδιο και οι διατροφικές ανάγκες, για να τους υποδείξει (ή ακόμη χειρότερα, αναγκάσει) κάποιος το τι θα τρώνε, από τη στιγμή που δεν έχουν την επιλογή (με την έννοια που την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι που κατοικούν σε μεγάλα αστικά κέντρα) να ακολουθήσουν ένα διατροφικό μοντέλο, που δεν προσβάλλει τις μακραίωνες τους παραδόσεις. Ο Μάικ Ντέι αναδεικνύει όλες αυτές τις παραμέτρους και μολονότι σε στιγμές δίνει την εντύπωση πως μεροληπτεί υπέρ των κατοίκων (αν μη τι άλλο, στα μονταρισμένα πλάνα που συνοδεύουν τη συνέντευξη που έδωσε η Sea Shepherd), στα κρίσιμα σημεία αφήνει την εικόνα να μιλήσει από μόνη της (στις σκηνές που προβάλλεται ο τρόπος με τον οποίο εγκλωβίζουν και σφαγιάζουν τις φάλαινες – πιλότους ή τους γλάρους).
Αναμφισβήτητα, ‘Τα Νησιά και οι Φάλαινες’, προαπαιτούν από τον μέσο θεατή να μη κρίνει όλα όσα παρακολουθεί μονάχα από τη δική του σκοπιά και τις ευαισθησίες που διαθέτει, αλλά να προσπαθήσει να καταλάβει (όχι απαραιτήτως να αποδεχθεί) το ιδιαίτερο σκεπτικό των κατοίκων. Και είναι ευχής έργων, επειδή η ταινία είναι με τέτοιο τρόπο σκηνοθετημένη και σεναριακά δομημένη, που βοηθάει στο να επιτελεστεί αυτό. Συν τοις άλλοις, το ότι ένα κάθε άλλο παρά αμελητέο κομμάτι του ντοκιμαντέρ, καταλαμβάνουν αρχέγονες ιστορήσεις και αναφορές σε λαϊκούς μύθους, προσφέρει τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας να δημιουργήσει μερικές συγκλονιστικά όμορφες και ατμοσφαιρικές στιγμές, τέτοιες που θαρρείς πως αναδύονται από τον πυρήνα τούτου του εξαιρετικά ασυνήθιστου γεωμορφολογικά νησιωτικού συμπλέγματος. Κυριολεκτικά, η αφήγηση ξεπροβάλλει από τα πιο νεφελώδη, σκοτεινά και απόμερα σημεία, εκεί όπου υποτίθεται πως κατοικοεδρεύουν, αλλόκοτα και υπερφυσικά πλάσματα (τελώνια). Η όποια αναφορά σε αυτά, ασφαλώς, δεν γίνεται για να καταδείξει το εύρος της παράδοσης, μα για να αναπτύξει μια πιο σύνθετη και σύγχρονη προβληματική: οι περισσότεροι άνθρωποι έπαψαν να πιστεύουν σε αυτά, όταν η ηλεκτρική ενέργεια εισήχθη στις νήσους και ξεκίνησαν να οικοδομούν και να παρεμβαίνουν στο περιβάλλον. Ο ασύνετος τρόπος με τον οποίο συνεχίζεται αυτή η επέμβαση (η μόλυνση των υδάτων ή ο βάρβαρος τρόπος με τον οποίο δολοφονούνται οι φάλαινες – πιλότοι και οι γλάροι), αποδεικνύει πως η αλληλεξάρτηση ανθρώπου και φύσης, σταδιακά χάνεται. Ίσως αυτός, ο αλληγορικός παραλληλισμός – στοχασμός, που διατρέχει την ταινία να είναι ένας επιπλέον τρόπος για να επιστήσει την προσοχή, σε μια περιοχή που βιώνει ήδη τις ολέθριες συνέπειες της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης και οι κάτοικοι εξακολουθούν να εφαρμόζουν πρακτικές, οι οποίες όσο και αν είναι κομμάτι μιας παράδοσης, πρέπει να τροποποιηθούν.