La Strada
Αν και λανθασμένα χαρακτηρίζεται ως νεορεαλιστική ταινία (από το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου συγκαταλέγεται στις δέκα καλύτερες του μεταπολεμικού είδους), το ‘La Strada’ (1954) του καινοτόμου και επιδραστικού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Φεντερίκο Φελίνι, χρησιμοποιεί με εμπνευσμένη, περισσότερο κοντά στα δυτικά πρότυπα μεθόδευση (η απουσία μη επαγγελματιών ερμηνευτών, οι επιδέξιες λήψεις και οι τεχνητοί φωτισμοί), ουκ ολίγα νεορεαλιστικά συστατικά (η κεντρική ιστορία εξακολουθεί να αφορά τα φτωχικά στρώματα, τα γυρίσματα έγιναν σε πραγματικούς χώρους και οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι αφτιασίδωτες). Σε κάθε περίπτωση, η ανέχεια, η καταπίεση, η αδικία και η απελπισία, ότι δηλαδή αντιπροσώπευε την καθημερινότητα των Ιταλών πολιτών, μετά από τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας, παρίστανται σε μια από τις πιο απαιτητικές (χρονοβόρες και κοστοβόρες), αλλά ωραιότερες και πιο συγκροτημένες κινηματογραφικές παραγωγές σε ολόκληρη τη δαφνοστεφανωμένη καριέρα του Φεντερίκο Φελίνι. Μια ταινία η οποία παρά το πέρασμα των δεκαετιών και τις τερατώδεις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που συνέβησαν στο διάστημα τούτων, συνεχίζει να προξενεί συγκίνηση και να αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες, τους σεναριογράφους: ο χαρακτήρας του Ζαμπανό από το ‘La Strada’ συνέβαλε στο χτίσιμο του χαρακτήρα του Τζέικ ΛαΜότα από το ‘Οργισμένο Είδωλο’ (1980) του Μάρτιν Σκορσέζε
Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά από την έξοδο της ταινίας, η υποσχόμενη ομάδα Fly Theatre, που προσμετρά κιόλας σημαντικές συνεργασίες με θεατρικές ομάδες του εξωτερικού, όπως είναι οι Complicite, οι Blind Summit ή οι Theatre Rites και έχει παρουσιάσει τη δουλειά της στην Εθνική Όπερα της Αγγλίας, την Όπερα Νουβέλ της Λυών ή στο Φεστιβάλ της Αιξ-αν-Προβάνς, αναμετράται με το αριστουργηματικό έργο του Φεντερίκο Φελίνι, με έναν τρόπο που ξεπερνά τα είδη και τις τεχνικές και αφορά το σήμερα. Με έναν τρόπο που δείχνει πως δεν φοβήθηκαν τη φαινομενικά άνιση αναμέτρηση, ούτε την προσωρινή μετεγκατάσταση από το Θέατρο 104 στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, για το ανέβασμα αυτό. Πιστοί οι Fly Theatre (η Κατερίνα Δαμβόγλου και ο Robin Beer), σε ένα είδος θεάτρου που ναι μεν αξιοποιεί τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας (το χειροποίητο βίντεο), τις συνδυάζει όμως, με εκείνες του σωματικού θεάτρου (τη μιμητική τέχνη), μετά από τη ‘Frida κι Άλλο’ (2016 – 2019), που αγαπήθηκε από το κοινό και έλαβε μια σειρά από εκθειαστικές κριτικές, επιστρέφουν με μια ακόμη, αθροιστικά αξιόλογη απόπειρα (όχι πάντως, καλύτερη από την προηγούμενη!), που προκαλεί το συναίσθημα και τον κοινωνικό προβληματισμό.
Η Κατερίνα Δαμβόγλου (που ανέλαβε τη μετάφραση – προσαρμογή και τη σκηνοθεσία) και ο Robin Beer (που ανέλαβε επίσης τη σκηνοθεσία αλλά και τον σχεδιασμό του ήχου και τη δημιουργία των βίντεο), ζωντανεύουν επί σκηνής, την ιστορία του αδάμαστου και βίαιου, πλανόδιου καλλιτέχνη Ζαμπανό (Μιχάλης Βαλάσογλου) και της ονειροπόλας και αφελούς, μη κατάλληλης και ακατάρτιστης Τζελσομίνα (Κατερίνα Μαυρογεώργη). Του ανθρώπου που εξαγοράζει για δέκα χιλιάδες λίρες την τελευταία από τη φτωχή μητέρα της, όταν η αδερφή της η Ρόζα που τον ακολουθούσε, βρίσκεται νεκρή, για να τη χρησιμοποιήσει ως βοηθό του, και εκείνη προοδευτικά, παρά την κακομεταχείριση και τον ευτελισμό, τον ανέχεται και τον συγχωρεί (αν μη τι άλλο, ως το σημείο που ο Ζαμπανό οδηγείται στην ανθρωποκτονία από αμέλεια). Με εργαλεία το σώμα, τον ήχο και την εικόνα, οι Fly Theatre, μετά από συλλογή και στοχασμό, δεν κάνουν τίποτα λιγότερο από να πειραματιστούν και να αφηγηθούν ξανά μια γνώριμη κινηματογραφική ιστορία με αρκετά πιο μοντέρνο και νεωτεριστικό τρόπο. Με την προσθήκη του χαρακτήρα του σκηνοθέτη, ή και σχολιαστή και παρουσιαστή των όσων συντελούνται (Γιώργος Σύρμας), ευθύς αμέσως, κάτι τέτοιο γίνεται ολοφάνερο, παρομοίως και όταν οι αρχικές αυτοσχέδιες εικόνες με τα σκίτσα και τα ονόματα των πρωταγωνιστών εμφανίζονται στο πελώριο παραπέτασμα που βρίσκεται στο πίσω τμήμα της σκηνής. Ακόμη και σε μια ιδιαίτερα δραματική περίσταση, σαν και αυτή που παρουσιάζεται η πώληση της Τζελσομίνα από τη σκληραγωγημένη μητέρα της, οι Fly Theatre, δείχνουν τη διάθεσή τους, να αναπαραστήσουν σκηνές του έργου του Φεντερίκο Φελίνι, με τρόπο που αναμειγνύει τα είδη και ταιριάζει στην τόσο ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία και τεχνοτροπία τους. Γι’ αυτό και η έντεχνη μίμηση του πολυάριθμου συνόλου ερμηνευτών, που περιστοιχίζει τον Ζαμπανό και την Τζελσομίνα, σε συνδυασμό με τα ηχητικά εφέ που παράγονται, επιφέρει και το γέλιο.
Ακολούθως και αντιστοίχως, με τη δέουσα μεγαλοπρέπεια και υπερηφάνεια, ο Ζαμπανό θα συστήσει στην Τζελσομίνα και το κοινό που τον παρακολουθεί, την κληροδοτούμενη τέχνη του (την ικανότητά του να σπάζει τις αλυσίδες που δένει σφιχτά στο στέρνο του με τη μυϊκή του δύναμη), ενώ ταυτόχρονα, θα προσπαθήσει να της μάθει με υπέρμετρη δυσκολία, που συμπεριλαμβάνει και ξυλοδαρμό, τον επαγγελματικό ρόλο της (να παρουσιάζει το νούμερό του με ρυθμό και ζωηρότητα, καθώς επίσης να συμμετέχει σε ένα ταπεινωτικό για την ίδια, τρόπον τινά κωμικό σκετς). Σκηνές οι οποίες, έτσι όπως θαυμάσια αποδίδονται από τους Fly Theatre και τους ερμηνευτές (τους κύριους μα και τους παραπληρωματικούς, που δεν είναι διακοσμητικοί), κατορθώνουν να μεταδώσουν την αίσθηση που έχει το να βλέπει κάποιος ένα φαιδρότατο, τσιρκολάνικο θέαμα, ή και της ανενδοίαστης βαναυσότητας του Ζαμπανό.
Σαν να μην έφτανε η βιαιότητα του Ζαμπανό, ή και η κοροϊδία του όταν εκείνη ονειροπολεί και φυτεύει σπόρους ντομάτας, μολονότι ως πλανόβιοι δεν έχουν μόνιμο τόπο διαμονής, η συμπεριφορά του θα ξεπεράσει κάθε όριο, όταν παραστούν σε μια ταβέρνα, καταναλώσει τεράστιες ποσότητες αλκοόλ και την εγκαταλείψει προς χάριν μιας θελκτικής γυναίκας, που λειτουργεί σαν σκεύος ηδονής. Χαριτόμορφος ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρεται το κοινό στην ταβέρνα ‘Το Δόλωμα’ (μέσα από την ψηφιακώς ζωγραφισμένη και προβαλλόμενη στις κουρτίνες είσοδο), το ίδιο και η προτίμηση τον ρόλο της γυναίκας ετούτης να τον κάνει ένας άνδρας ηθοποιός (Απόστολος Ψυχράμης). Όμως το τραγούδισμα που λέει ο τελευταίος, θα μπορούσε να παραληφθεί, καθώς και μια υπερβολή στο ντύσιμο ή την κινησιολογία του. Το ίδιο χαριτωμένη και ευρηματικά αποδομένη πάντως, είναι και η στιγμή όπου ο Ζαμπανό με την Τζελσομίνα, παρευρίσκονται σε μια δεξίωση γάμου (αξέχαστο το πρόχειρα σχεδιασμένο τραπέζι του γάμου, όπως επίσης ο τρόπος με τον οποίο οι έτεροι ηθοποιοί υποδύονται τους καλεσμένους). Υπαίθριο γλέντι που πέρα από την κάλυψη των διατροφικών αναγκών, αν μη τι άλλο, στην περίπτωση του Ζαμπανό, θα προσφέρει και σεξουαλική ικανοποίηση. Για μια επιπλέον φορά, η Τζελσομίνα, θα βρεθεί στην κακόβολη θέση να υπομείνει αδιαμαρτύρητα τον σοβινισμό του Ζαμπανό, μονάχα που ελάχιστα αργότερα, θα αποπειραθεί (εις μάτην!) να αποχωρήσει. Μόνη και λυπημένη, θα αρχίσει να περιφέρεται στους σκοτεινούς δρόμους της παρακείμενης περιοχής. Σημείο, που θα της δώσει τη δυνατότητα να ανταμώσει με τον Τρελό (Κωνσταντίνος Μωραΐτης). Έναν επίσης πλανόδιο, ριψοκίνδυνο καλλιτέχνη, ο οποίος κυριολεκτικά κόβει την ανάσα των θεατών με τα παρακινδυνευμένα ακροβατικά που κάνει.
Με την αξιοπρόσεκτη βελτίωση που έχει σημειωθεί στην παροντική κοινωνία, σε μια σειρά από ακρογωνιαία ζητήματα που έχουν να κάνουν με την (κοινωνική ή βιολογική) ταυτότητα των ανθρώπων και τη θέση των δύο επικρατέστερων φύλων, μπορεί η ιστορία του Ζαμπανό και της Τζελσομίνα να φαίνεται παρωχημένη, αφού παρουσιάζεται δίχως καμία ανανέωση (ανεξάρτητα από το αν εξακολουθούν να υπάρχουν βάρβαροι άρρενες σαν τον Ζαμπανό και καθυποταγμένες γυναίκες σαν την Τζελσομίνα), ωστόσο, η ακατασίγαστη μισαλλοδοξία και ο τρόμος του διαφορετικού, προκαλούν μια μεταλλαγή ενός κομβικής σημασίας χαρακτήρα σαν και του Τρελού. Πράγμα που σημαίνει πως για τις ανάγκες τούτης της προσαρμογής, ο Τρελός που υποδύθηκε ο Ρίτσαρντ Μπέισχαρτ στο ‘La Strada’ του Φεντερίκο Φελίνι, με τον ρουχισμό, το μακιγιάρισμα και τo περπάτημά του Κωνσταντίνου Μωραΐτη, μετατρέπεται σε έναν άφυλο, ή πιο σωστά, σεξουαλικά ρευστό χαρακτήρα, ο οποίος παραπέμπει στον άγρια δολοφονημένο ακτιβιστή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και ντραγκ περφόρμερ Ζακ Κωστόπουλο.
Πολύ λεπτές οι ισορροπίες που είχαν να χειριστούν οι Fly Theatre με την απόφασή τους, να προβάλουν τον χαρακτήρα του Τρελού με διαφορετική μέθοδο. Και είναι ευτυχές, γιατί από την πρώτη στιγμή επιτυγχάνουν να δείξουν πως ό,τι τροποποίηση έχουν κάνει, πέρα του ότι την έχουν πραγματοποιήσει παρακινημένοι από το ελευθεριακό πνεύμα του πρωτότυπου χαρακτήρα, την έχουν πράξει αναλογιζόμενοι με σοβαρότητα τη σημερινή πραγματικότητα (η έμμεση αναφορά στον Ζακ Κωστόπουλο έχει γίνει με σεβασμό). Ούτως ή άλλως, η ίδια η παράτολμη ικανότητα του Τρελού είναι απόρροια της αχαλιναγώγητης ελευθεριότητας και της έλλειψης εξάρτησης, και το να ακροβατεί κάποιος σε αδιανόητα ύψη, θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μεταφορά. Να παραλληλιστεί, δηλαδή, με την προσπάθεια ενός ανθρώπου που δεν ακολουθεί το κοινωνικό στερεότυπο, να περπατήσει με ψηλά τακούνια, χωρίς να χάσει το βάδισμά του από τον περισσότερο γήινο και συγκρατημένο όχλο. Τον βηματισμό θα τον χάσει ο Τρελός πάντως, μιας και η μοίρα θα παίξει τόσο βλαβερό παιχνίδι που θα τον φέρει σε επαφή με τον Ζαμπανό. Γνώριμοι από το παρελθόν οι δύο άντρες μισιούνται παράφορα, μιας και ο Τρελός σαν φυσιογνωμία ασύμβατη σε κάθε της πτυχή, έχει την τάση να πειράζει τους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν. Γεγονός που φυσικά, δεν γίνεται αρεστό από τον αρκετά πιο σοβαρό και μετρημένο Ζαμπανό. Η συνεργία του τελευταίου και της Τζελσομίνα με τον ιδιοκτήτη ενός τσίρκου, θα τους αναγκάσει να συνυπάρξουν με τον Τρελό και ετούτη η κοινή τους συνεύρεση, παρά τον ενθουσιασμό της Τζελσομίνα, θα αμαυρωθεί, καθόσον δείχνει και το συγκρουσιακό στιγμιότυπο, που ο Ζαμπανό θυμωμένος στο έπακρο, κυνηγάει με ένα μαχαίρι τον Τρελό, επειδή τον κορόιδευε τη στιγμή που επιτελούσε το νούμερό του.
Ολόκληρη η σεκάνς που ο Ζαμπανό παρουσιάζει το πρόγραμμά του είναι απολαυστική και κατά μια έννοια συμμετοχική (ο Τρελός θα κάνει παιδιάστικα αστεία σε βάρος του Ζαμπανό από τις κεντρικές κερκίδες του θεάτρου της Πειραματικής Σκηνής, ενώ και η καταδίωξη θα συμβεί εκατέρωθεν τούτων). Από κει και πέρα, το πρόσκαιρο μπουζούριασμα του Ζαμπανό (επί της ουσίας, ο ολονύχτιος εγκλεισμός), ναι μεν θα στεναχωρήσει την Τζελσομίνα, από τη στιγμή που γνωρίζει καλά πως δεν ευθύνεται ο συνοδός της, θα δώσει πάντως την ευκαιρία στην επιπόλαια ηρωίδα να περάσει χρόνο με τον Τρελό. Από όταν τον συνάντησε για πρώτη φορά, η Τζελσομίνα, δεν απέκρυψε το πόσο έχει καταγοητευθεί από το ακροβατικό θέαμα και την εξεζητημένη εμφάνιση του Τρελού. Σε ένα από τα πιο εμβριθώς σκηνοθετημένα και ανεπιτήδευτα ερμηνευμένα, αισθαντικά στιγμιότυπα της παράστασης (και της πρωτότυπης κινηματογραφικής δημιουργίας, προς τούτοις), οι δύο χαρακτήρες θα συναντηθούν και θα συνομιλήσουν κάτω από το φεγγαρόφωτο με τρόπο που θα τους φέρει περισσότερο κοντά.
Με το τσίρκο να προετοιμάζεται να αποχωρήσει χωρίς τον Ζαμπανό και τον Τρελό, και την Τζελσομίνα να έχει να χειριστεί την επαγγελματική πρόταση που θα της κάνει ο ιδιοκτήτης του τσίρκου, τη στιγμή που ο Ζαμπανό εξακολουθεί να είναι στο δεσμωτήριο, η κατάσταση δείχνει απρόβλεπτη. Χάρη στην καίρια παρέμβαση / διαμεσολάβηση του Τρελού, που προς έκπληξη της ηρωίδας (και κατ’ επέκταση των ανυποψίαστων θεατών), θα υποστηρίξει τον Ζαμπανό, η Τζελσομίνα, θα συνειδητοποιήσει ότι κάθε μικρό ή μεγάλο πράγμα στον κόσμο, ακόμη και μια οποιαδήποτε πέτρα, έχει αξία. Αδυνατώντας να επιστρέψει στην πενιχρή της οικία, γνωρίζοντας πως δεν είναι ικανή να φέρει εις πέρας κάποια τέχνη και πως δεν θέλει να ακολουθήσει τον Τρελό, θα κατανοήσει πως το ριζικό της είναι να παρίσταται κοντά στον Ζαμπανό και να τον βοηθάει. Πόσο σοκαριστικό και δυσάρεστο, πάντως, που ο άνθρωπος που θα οδηγήσει σε επιφοίτηση την Τζελσομίνα, θα έχει τόσο άδοξη κατάληξη. Στο κρίσιμο και καθοριστικό σημείο της δραματουργικής κορύφωσης, για μια ακόμη φορά εντοπίζεται μια απόκλιση από το κινηματογραφικό έργο, που εξυπηρετεί και το κοινωνικό μήνυμα που θέλει να μεταδώσει η ομάδα Fly Theatre, καθόσον ο Τρελός δεν θα έχει μείνει από λάστιχο αυτοκινήτου, όταν θα συναντήσει τυχαία στον δρόμο, τον άρτι ελευθερωμένο Ζαμπανό με την Τζελσομίνα, αλλά θα προσπαθεί να γλυτώσει από ορισμένο μαινόμενο πλήθος, που τον κυνηγάει, γιατί πιθανώς, διαφέρει από αυτό. Παρά τις ειρηνικές προτροπές της Τζελσομίνα, ο Ζαμπανό θα αρπάξει την ευκαιρία που του παρουσιάζεται και θα ανταποδώσει το κακό που του προξένησε ο Τρελός. Θα αγνοήσει τις εκκλήσεις του τελευταίου για προστασία και σαν να μην έφτανε αυτό, θα οδηγηθεί στη δολοφονία από αμέλεια. Ως επακόλουθο τούτης της δυσμενής και απάνθρωπης εξέλιξης, η Τζελσομίνα, θα απολέσει εντελώς τα λογικά της.
Στιγμή όπου δυστυχώς, η ομάδα Fly Theatre, δεν θα αξιωθεί να αποδώσει αρκετά καλά επί σκηνής. Καθώς επιπλέον, θα οδηγηθεί στο τελευταίο μέρος της παράστασης, με τρόπο που όχι μόνο είναι βιαστικός και απότομος, αλλά και δεν καταφέρνει να δείξει τη μεταμέλεια, ή και μεταστροφή ενός χαρακτήρα που είναι τόσο σκληρός και απτόητος όσο και ο Ζαμπανό. Στα αρνητικά επίσης, του έργου, θα μπορούσε να προσμετρηθεί και η καταχρηστική χρήση του χαρακτήρα του σκηνοθέτη (λόγου χάριν, πριν από το ολέθριο συναπάντημα του Τρελού με τον Ζαμπανό, επιδίδεται σε ένα ακατάσχετο λογύδριο περί απροσδόκητου) ή ακόμη και η επανάληψη και απλότητα μερικών προβολών βίντεο (το ολόγιομο φεγγάρι και οι νιφάδες χιονιού) και εκείνα τα σημεία όπου ο ήχος καταλήγει να είναι τόσο ενοχλητικός (το χτύπημα των μεταλλικών στοιχείων στις στιγμές βίας). Είναι όμως, τόσα πολλά τα θετικά που κάνουν τη θέαση της παράστασης, αν όχι αλήστου μνήμης, αναμφίβολα ευάρεστη και ζωογονητική.
Ένα άριστο, καλοδουλεμένο άθροισμα ερμηνευτών, αναλαμβάνει να δώσει υπόσταση τόσο στους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες όσο και στους υπόλοιπους περιφερειακούς. Ο Μιχάλης Βαλάσογλου ερμηνεύει με την απαραίτητη ρώμη, τραχύτητα και αυταρχισμό τον Ζαμπανό, τον περιφερόμενο διασκεδαστή που εκτός του ότι σπάει αλυσίδες, είναι σαρδανάπαλος και βάναυσος. Ενθουσιάζει κάθε φορά που παρουσιάζει τη μυϊκή του δύναμη και προξενεί τον γέλωτα, έτσι όπως ματαιοπονεί, για να εκπαιδεύσει την Τζελσομίνα. Επισύρει όμως και τον εκνευρισμό, επειδή το φέρσιμό του παραείναι κακό απέναντι στην τελευταία. Τη στιγμή δε όπου συναπαντά τον Τρελό πείθει και τον πλέον δύσπιστο, για τις επιθετικές του διαθέσεις. Είναι όμως, ολίγο πριν το οδυνηρό φινάλε, που δείχνει και ψήγματα όψιμης μετάνοιας, και έτσι παρουσιάζεται πιο ολοκληρωμένος και ανθρώπινος ο χαρακτήρας του. Όταν δηλαδή, αρχίζει να καταλαβαίνει το τι φρικτό έχει διαπράξει. Η Κατερίνα Μαυρογεώργη υποδύεται την ασυλλόγιστη και φαντασιόπληκτη Τζελσομίνα, μια κοπέλα που η μητέρα της, ένεκα της οικονομικής ανάγκης, δεν θα διστάσει να την πουλήσει στον Ζαμπανό. Μια κοπέλα που δεν είναι όμορφη, έξυπνη και καταρτισμένη, όμως, διαθέτει εσωτερική ωραιότητα, κατανόηση και μια παιδική αθωότητα που επίσης, μπορεί να κάμψει σίδερα σαν και αυτά που λυγίζει ο Ζαμπανό. Η Κατερίνα Μαυρογεώργη συγκινεί, είτε ευχάριστα, έτσι όπως ακομπανιάρει τον Ζαμπανό, κατά τη διάρκεια του νούμερού του, είτε άσχημα, κάθε φορά που υπομένει την αγριότητα και την απόρριψη του τελευταίου. Στη σκηνή που αντιλαμβάνεται τον σκοπό της, παρά τη διαφορετική γνώμη που μπορεί να έχουν οι θεατές (θα προτιμούσαν να τη δουν να απομακρύνεται), επιτυγχάνει να τον κάνει και κοινωνό της. Και έτσι να γίνει συμμέτοχος και στην παραφροσύνη της, ύστερα από το μη ευσπλαχνικό τελείωμα που θα έχει ο Τρελός. Στα χέρια του Κωνσταντίνου Μωραΐτη, ο νευραλγικός τοιούτος χαρακτήρας, που δεν εξαρτιέται από κανέναν και που παρουσιάζει επικίνδυνα κόλπα στηριζόμενος στην ισορροπία του, δεν ικανοποιεί σε όλα τα σημεία της εμφάνισής του, αφού δεν αποφεύγεται το ποζάρισμα και η επιδερμικότητα. Εκτός από το να τον κάνει αντιπαθητικό (όποτε παρενοχλεί τον Ζαμπανό) ή συμπαθή (όταν συμβουλεύει την Τζελσομίνα), κατορθώνει, όμως, κάτι που είναι πολύτιμο, να μεταδώσει την ετερότητα που εκφράζει και τον αγώνα που δίνει για την υπερασπιστεί.
Όσον αφορά τους συμπληρωματικούς χαρακτήρες, αν και ο Γιώργος Σύρμας ως σκηνοθέτης ή και αναλυτής και κράχτης, η Ρόζα Προδρόμου ως σερβιτόρα στην ταβέρνα ‘Το Δόλωμα’ ή και σκαμπρόζα χήρα στο οίκημα που πραγματοποιείται η δεξίωση γάμου και ο Απόστολος Ψυχράμης ως εκδιδόμενη τραγουδίστρια, διακρίνονται και οι Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Σοφία Μαραθάκη και Εριφύλη Στεφανίδου έχουν τις στιγμές τους. Είναι πάντως, κάθε φορά που γίνονται όλοι ετούτοι σχεδόν αδιαίρετο σώμα (το ξεχαρβάλωτο τρίκυκλο ή οι ακίνητες αγελάδες), και υποδύονται τα πλήθη που συρρέουν (στη μέση του δρόμου ή στο εσωτερικό του τσίρκου), υπακούοντας σε όρους που δεικνύει η μιμητική τέχνη. Η τελευταία χάρη στον ηχητικό σχεδιασμό του Robin Beer και τις συνθέσεις του Νίκου Γαλενιανού, προσφέρει μια γιομάτη εμπειρία. Πολλώ δε μάλλον εφόσον ενισχύεται και από τα λιγότερο ή περισσότερο εύστοχα βίντεο του Robin Beer και τους επικεντρωμένους σε πρόσωπα ή πιο αφαιρετικούς φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα. Με τα αναπαραγόμενα βίντεο και τη μιμητική τέχνη να έχουν τον πρώτο λόγο, κάποια λίγα αντικείμενα (ένα πηδάλιο, μια ρόδα, ένα τούμπανο, ένας κουβάς ή δύο βαρέλια), αρκούν για να μετασχηματίσουν έναν περίπου απογυμνωμένο χώρο (ευθυνόμενη για τη σκηνογραφία είναι η Ερμίνα Αποστολάκη). Τελειώνοντας, τόσο η Νατάσα Σταματάρη στα κουστούμια όσο οι Olga Faleichyk στο μακιγιάζ και Χρόνης Τζήμος στις κομμώσεις, φροντίζουν ώστε η εικόνα των ερμηνευτών να έχει τσιρκολάνικη διάθεση.