Του Θεου Η Χωρα
Η διάθεση να διηγηθεί τις δικές του ιστορίες, μετά από τη συμπαθητική ενασχόλησή του με την ηθοποιία (στην περίπου εικοσάχρονη πορεία του, κατά βάση, αναλώθηκε σε δεύτερους ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές), οδήγησαν τον Βρετανό Φράνσις Λι στη σκηνοθεσία και στη γραφή πρωτότυπων σεναρίων. Στο πρώτο του μεγάλου μήκους σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο, λοιπόν, ο υποσχόμενος καλλιτέχνης, τοποθετεί τη δράση του αφηγήματός του, στον τόπο γέννησής του (Δυτικό Γιορκσάιρ), μπολιάζοντάς τη, τόσο με τα βιώματα που είχε από την οικογενειακή φάρμα, στην οποία και μεγάλωσε (η καθημερινή φροντίδα των ζώων) όσο και από εκείνα που απέκτησε στην ενήλικη του ζωή, όταν επί παραδείγματι, εργάστηκε σε μια μάντρα ανακύκλωσης αυτοκινήτων (η γνωριμία του με κάποιο Ρουμάνο μετανάστη). Και έχει ενδιαφέρον, γιατί η ιστορία που προτιμάει να εξιστορήσει σε μια περιοχή που έχει τους δικούς της κώδικες, ρυθμούς ή παραδόσεις, περιέχει στην καρδιά της, μια περίπτωση κατακλυσμιαίου έρωτα, ανάμεσα σε δύο άνδρες, που προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους. Τοποθετημένο στη σημερινή, κοινωνικά και πολιτικά, επικίνδυνα ταλαντευόμενη περίοδο και σκηνοθετημένο με νατουραλιστικό τρόπο, μόνο επιφανειακά θα μπορούσε να θυμίζει το αριστουργηματικό ‘Brokeback Mountain‘ (2005), ταινία με την οποία, ουκ ολίγοι βιάστηκαν να το συγκρίνουν, εξαιτίας του βουκολικού περιβάλλοντος που λαμβάνει δράση και του παρασκηνιακού τρόπου με τον οποίο εκδηλώνεται η ακατανίκητη ερωτική πεθυμιά. Αρκετά περισσότερο, όταν ζητήματα ελεύθερης μετανάστευσης και φυλετικών διακρίσεων έρχονται διαρκώς στο προσκήνιο και ο πρωταγωνιστής, εκτός του ότι έχει να διαχειριστεί τη σεξουαλική διαφορετικότητά του σε ένα μέρος που δείχνει απαγορευτικό για κάτι τέτοιο, καλείται να ωριμάσει με τρόπο βίαιο και να αναλάβει πρωτοβουλίες, που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία της οικογενειακής επιχείρησης και την περιποίηση των ασθενικών μελών.
Ο 24χρόνος Τζόνι (Τζος Ο’ Κόνορ) διαβιεί με τον πατέρα του Μάρτιν (Ίαν Χαρτ) και τη γιαγιά του Ντίντρε (Τζέμα Τζόουνς), στη φάρμα της οικογένειας που βρίσκεται απομονωμένη, στα υψίπεδα του Δυτικού Γιορκσάιρ. Ο Μάρτιν δεν είναι καθόλου καλά στην υγεία του, και έτσι ο Τζόνι έχει επιφορτιστεί με πολλές και δυσανάλογες των ικανοτήτων και της διάθεσής του, κτηνοτροφικές αρμοδιότητες. Στον λίγο χρόνο που του απομένει, πίνει άφθονες μπύρες με τους φίλους του στο Keighley ή το μητροπολιτικό Μπράντφορντ και συναπαντά θηλυπρεπή αρσενικά, για να ικανοποιήσει τις καταπιεσμένες σεξουαλικές του ορέξεις. Αδυνατώντας να ανταπεξέλθει στις καθημερινές δραστηριότητες που αφορούν τη φάρμα, ο πατέρας του, θα προσλάβει τον Γκιόργκι, έναν Ρουμάνο εργάτη (Άλεκ Σεκαρεάνου), για να τον βοηθήσει.
Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας και μέχρι να συναντηθεί ο Τζόνι με τον Γκιόργκι, ο Φράνσις Λι, φροντίζει να παρουσιάσει τον εξαιρετικά μπερδεμένο και εσωστρεφή του ήρωα, όπως επίσης, το περιοριστικό μέρος, στο οποίο διαβιεί. Για το σκοπό αυτό, λίγα λόγια ακούγονται (ως επί των πλείστον, υποδείξεις και παρατηρήσεις από τους συγγενείς του νεαρού), καθώς τον ρόλο του αφηγητή αναλαμβάνουν οι αρκετά γλαφυρές εικόνες (η σκηνή που ελέγχει τη γέννα μιας αγελάδας ή η άλλη που ξεσπάει σε ένα νεκρό μοσχάρι). Στην πραγματικότητα, ο Τζόνι προσπαθεί να ισορροπήσει, ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντιθετικά περιβάλλοντα (από τη μία, ο κόσμος του αγροκτήματος και της εντεταμένης εργασίας και από την άλλη, ο κόσμος των παμπ και των στιγμιαίων απολαύσεων) και να ευχαριστήσει, τόσο τον πατέρα όσο και τον εαυτό του. Κάθε βράδυ, αλωνίζει και μπεκρουλιάζει, σαν να μην υπάρχει αύριο και όσο και αν τα πρωινά σηκώνεται (ασθμαίνοντας ή και ξερνοβολώντας, τις περισσότερες φορές) και βοηθάει στην οικογενειακή φάρμα, δεν τα καταφέρνει καλά ή τέλος πάντων, στο βαθμό που επιθυμεί ο πατέρας και η γιαγιά του (το πιστοποιεί και η καθυστέρησή του, που οδήγησε στην αποτυχημένη γέννα της αγελάδας). Οι τελευταίοι, σκληραγωγημένοι από την αγροτική και κτηνοτροφική ζωή καθώς είναι, είτε επειδή δεν πιστεύουν σε αυτόν είτε γιατί επιχειρούν να τον προετοιμάσουν για τη διαδοχή της επιχείρησης, δεν του ομιλούν και δεν του συμπεριφέρονται με καθόλου καλό τρόπο. Στο ανανεωτικό αυτό σημείο της εποχής του χρόνου (η άνοιξη), που τα πρόβατα γεννάνε κατά κόρων και έτσι, οι απαιτήσεις στη φάρμα επαυξάνονται, οι γονείς του θα κρίνουν, πως χρειάζονται επειγόντως ένα παραπάνω άτομο.
Και δεν υπάρχει καλύτερη επιλογή από εκείνη του Γκιόρκι, ενός ανθρώπου, που παρευθύς, θα δείξει μια αξιοθαύμαστη συνέπεια στα εργασιακά του καθήκοντα και μια πραότητα στη συμπεριφορά του. Η έλευσή του, όσο κι αν στην αρχή, προκαλεί μια στάση αδιάφορη ή και ρατσιστική από τη μεριά του Τζόνι (λόγω του μελαμψού του χρώματος, θα τον αποκαλέσει πακιστανό, ενώ μόλις ενημερωθεί για τη χώρα προέλευσής του, τσιγγάνο) στη συνέχεια, θα τον συγκλονίσει. Θα χρειαστεί πάντως, να απομακρυνθούν από τον χώρο που βρίσκεται το κυρίως οίκημα και να παραβρεθούν στην περίμετρο της φάρμας, για να επιδιορθώσουν το κατεστραμμένο σημείο της περίφραξης, για να έρθουν περισσότερο κοντά (όπερ σημαίνει, να διανυκτερεύσουν εκεί, για λίγες ημέρες). Όχι μόνο, γιατί θα βρεθούν μόνοι ή επειδή, θα προβοκάρει για μια ακόμη φορά, ο Τζόνι τον Γκιόρκι, αλλά και γιατί θα εκδηλωθεί με τρόπο παράφορο, η έλξη των δύο ανδρών. Σε μια τραχιά σκηνή, που διαθέτει όση ερωτική ένταση απαιτείται, οι δύο τους θα κυλιστούν, όπως τα ζώα που βρίσκονται σε άγρια κατάσταση στο βορβορώδες έδαφος και θα παλέψουν, μέχρι να παραδοθεί ο ένας στη σαγήνη του άλλου.
Ακόμη πάντως, και μετά από αυτή την πρώτη (μερική) σεξουαλική εκτόνωση, οι δύο άνδρες θα συνεχίσουν τις εργασίες για τις οποίες στάλθηκαν, σαν να μην τρέχει τίποτα. Είναι τόσο ενδοστρεφής χαρακτήρας, ο Τζόνι, και τόσο πρωτόγνωρο αυτό που του συμβαίνει, που δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αναμφισβήτητα, ο Γκιόρκι, που είναι πιο έμπειρος και κατασταλαγμένος, θα του δείξει τον τρόπο, όπως ούτως ή άλλως το κάνει, για να του μάθει να φροντίζει τα ζώα, και δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτικό στιγμιότυπο από εκείνο, όπου η σαρκική ένωση αγγίζει την πληρότητά της, για να το βεβαιώσει: θα ολοκληρώσουν, αφού πρώτα, ο Γκιόρκι τιθασεύσει τα αχαλιναγώγητα ένστικτα του Τζόνι που αποτελούν εμπόδιο. Ο Φράνσις Λι σκηνοθετεί με ευθύτητα τις ερωτικές σκηνές, και τούτο έχει σαν αποτέλεσμα να βγάζει στην οθόνη έναν ασυνήθιστα ερεθιστικό ρεαλισμό. Και τρυφερότητα όμως, έτσι καθώς, ο Γκιόρκι μαθαίνει στον Τζόνι να χαιδεύει ένα σώμα και να φιλάει στο στόμα ή όταν σε άλλη σκηνή του περιθάλπει ένα διαμπερές τραύμα στο χέρι. Και είναι ευχής έργων, διότι τούτο είναι κάτι που το κάνει σε απόλυτη συνάρτηση με το περιβάλλον που βρίσκονται και δίχως να ξεχνά το υπόβαθρο που κουβαλά ο κάθε χαρακτήρας. Ο Γκιόρκι είναι μετανάστης στη Βρετανία και όπως αναφέρει, προέρχεται από μια βαλκανική χώρα που είναι απολύτως κατεστραμμένη. Φυσικό και επόμενο, όταν αγναντεύει την απεραντοσύνη της βρετανικής υπαίθρου, στο πρόσωπό του να καθρεφτίζεται ένα μέλλον με περισσότερες δυνατότητες. Τ’ ότι μπορεί σε αυτές, να συγκαταλέγεται και η πιθανότητα μιας σχέσης, το κάνει πιο ιδανικό.
Στο σημείο αυτό που είναι, όμως, ο Τζόνι αδυνατεί να κατανοήσει τον τρόπο που βλέπει τα πράματα ο Γκιόρκι, τόσο από ανωριμότητα όσο και από αδαημοσύνη και φόβο. Ως κάτοικος της περιοχής, η δική του σκοπιά είναι ολότελα διαφορετική, ώστε να δει το βρετανικό τοπίο και την οικογενειακή φάρμα με τον τρόπο που το πράττει ο Γκιόρκι. Επιπροσθέτως, δεν τον βοηθά καθόλου το γεγονός, πως τώρα που ανακαλύπτει τον εαυτό του και εξωτερικεύεται, παρίσταται στο ίδιο μέρος με τους γονείς του. Η επιστροφή τους στο οίκημα, πάντως, παρά την παρουσία του Μάρτιν και της Ντίντρε, δεν θα σβήσει την ερωτική φλόγα. Ούτε όταν ο πατέρας του Τζόνι πάθει ένα επιπλέον εγκεφαλικό επεισόδιο και οδηγηθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο (πολύ άσχημο περιστατικό, όπου όμως, θα τους δώσει την ευκαιρία να μείνουν μόνοι τους στη φάρμα). Εκείνο που προς στιγμήν θα το κάνει, είναι όταν ο Τζόνι επισκεφθεί ένα από τα νυχτερινά κέντρα που συχνάζει μαζί με τον Γκιόρκι και δεν μπορέσει να δαμάσει τις οινοπνευματικές συνήθειες και τις σεξουαλικές παρορμήσεις του. Πιο ειδικά, παρά την παρουσία του Γκιόρκι και την εξέλιξη της σχέσης τους, θα καταναλώσει τεράστια ποσότητα μπύρας και έπειτα, θα καταλήξει με έναν χαριτωμένο νεαρό στις τουαλέτες του μαγαζιού.
Μπορεί, ο Τζόνι, να σημείωσε σημαντικά βήματα προς την ορθή κατεύθυνση, φτάνοντας ως και τον βαθμό, να προτείνει στον Γκιόρκι να παραμείνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στη φάρμα, μέσα σε μια στιγμή όμως, θα τα τινάξει όλα και τούτο θα έχει σαν αποτέλεσμα, ο Γκιόρκι να αποχωρήσει οριστικά. Χωρίς να έχει τις απαιτούμενες ικανότητες ακόμη, για να αντιδράσει με κάποιο τρόπο, από την επόμενη κιόλας ημέρα, θα δείξει μεγάλη προσήλωση στη δουλειά. Με τον πατέρα του κατάκοιτο, αυτό φαντάζει σαν μονόδρομος, άλλωστε και η απομάκρυνση του Γκιόρκι, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να επισπεύδει το άφευκτο. Μέσα από τη διαδικασία της εξαντλητικής εργασίας, ο Τζόνι, θα καταλάβει πως η λειτουργία της φάρμας αποτελεί πλέον αποκλειστικά δική του ευθύνη. Σε τέτοιο επίπεδο, θα φτάσει, που θα σταματήσει να κάνει άσκοπα πράγματα, όπως το να πηγαίνει σε παμπ. Και δεν υπάρχει πιο καλή αμοιβή από την κατανόηση που θα δείξει η Ντίντρε και την πρωτοφανή εκδήλωση ευγνωμοσύνης από την πλευρά του πατέρα. Θα συνειδητοποιήσει, συνάμα, πως δεν μπορεί να ζήσει μακριά από τον Τζόνι και πως για να συνεχίσει να εργάζεται στο αγρόκτημα και να είναι ευτυχισμένος, θα πρέπει να δοκιμάσει να τον φέρει και πάλι πίσω. Σε μια βαθύτατα συγκινητική σκηνή, όπου ο Τζόνι συνομιλεί με τον πατέρα του, ο ήρωάς μας, θα καταστήσει σαφές, πως θα αναλάβει τη φάρμα, με τρόπο όμως, διαφορετικό από ότι το έκανε αυτός. Η συγκαταβατικότητα ενός τόσο άτεγκτου γονέα, σε σημαντικό βαθμό, μπορεί να προέρχεται, επειδή ο υιός του έδειξε υπευθυνότητα και σοβαρότητα στις καθημερινές εργασίες, όμως, ακόμη κι έτσι, δεν παύει να αφοπλίζει τον θεατή και να διεγείρει τους δακρυγόνους αδένες. Περιττό να ειπωθεί, πως το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και όταν ο Τζόνι συναντήσει τον Γκιόρκι, του ζητήσει συγγνώμη και για πρώτη φορά φανερώσει αυτά ακριβώς που νιώθει, γι’ αυτόν.
Παρόλο που το σενάριο γράφτηκε πριν το δημοψήφισμα, για την παραμονή της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τ’ ότι η έξοδος της ταινίας στους κινηματογράφους, συνέπεσε με το αποτέλεσμά του, δίνει μια διάσταση πιο πολιτική: εξαιτίας, του επαρχιακού μέρους που διαδραματίζεται η ιστορία, της ρουμανικής καταγωγής του ενός χαρακτήρα, του τρόπου με τον οποίο αυτός βρήκε εργασία και της ευκολίας με την οποία ο Βρετανός πρωταγωνιστής διαπερνάει τα σύνορα, για να τον βρει. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, πάντως, έχει ξεκαθαρίσει πως δεν ήταν αυτός ο στόχος του και πως η εν λόγω αναγωγή προέκυψε. Σαφήνιση που φυσικά, δεν μειώνει σε τίποτα τη δυναμική της ταινίας: την ικανότητά της, να συνδιαλέγεται με τη σύγχρονη πραγματικότητα, όχι μονάχα, όσον αφορά τη θέση της LGBTQI+ κοινότητας, αλλά και των αποφάσεων που έχουν να κάνουν με τη μετανάστευση και την εργασία. Στον δρόμο που χάραξε, ο Βρετανικός Κοινωνικός Ρεαλισμός και ακολουθώντας μια σειρά πρόσφατων ταινιών που γυρίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Γιορκσάιρ (‘Ανεμοδαρμένα Ύψη‘, 2011 και ‘Ο Εγωιστής Γίγαντας‘, 2013), το ‘Του Θεού η Χώρα‘ δεν θα μπορούσε παρά να αφήνει το κινηματογραφικό του αποτύπωμα, σε κάτι που υπερβαίνει τους περιορισμούς της Queer θεματολογίας και ενδιαφέρει πολύ περισσότερους. Ούτως ή άλλως, είναι τόσο εμβριθής η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, ειλικρινής η παρουσίαση των συναισθημάτων και ποιητική η οπτική, που συνεπαίρνεται ο θεατής. Τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα, η ελεύθερη κίνηση της κάμερας και ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφείται το γκρίζο βρετανικό τοπίο και οι σκοταδεροί εσωτερικοί χώροι του αγροκτήματος, συμβάλλουν σε αυτό (στη διεύθυνση της φωτογραφίας είναι ο Τζόσουα Τζέιμς Ρίτσαρντς). Το ίδιο και οι ηθοποιοί που κλήθηκαν να δώσουν υπόσταση στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Τόσο ο Τζος Ο’ Κόνορ στον ρόλο του Τζόνι όσο και ο Άλεκ Σεκαρεάνου σε εκείνον του Γκιόρκι, χτίζουν με γενναιότητα, δύο πλήρη πορτραίτα, που αλληλεπιδρούν και συμπληρώνουν το ένα το άλλο με τρόπο απαράμιλλο.