Ωμοτητες
Η σεξουαλική αφύπνιση, ενηλικίωση και αποδοχή μιας πρωτοετούς φοιτήτριας (Ζιστίν) της κτηνιατρικής, βρίσκεται στο προσκήνιο σε αυτό το απολαυστικό, σαρδόνιο, εξωφρενικό, μα πάνω απ’ όλα, αιματηρό ντεμπούτο, που συνέγραψε και σκηνοθέτησε η 33χρονη Γαλλίδα Ζουλιά Ντουκουρνό. Έχοντας κερδίσει το βραβείο της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Κριτικών Ταινιών Κινηματογράφου (FIPRESI, Τμήμα ‘Εβδομάδα της Κριτικής’) στο 69ο Φεστιβάλ των Κανών και πραγματοποιήσει μια πολυσυζητημένη, μεταμεσονύχτια πρεμιέρα, σε αυτό του Τορόντο, οι ‘Ωμότητες‘, ευθύς αμέσως κέρδισαν την εύνοια των κριτικών και τον θαυμασμό του κοινού. Είναι τόσο ευφάνταστος και ανανεωτικός, ο εξεζητημένος τρόπος, με τον οποίο παρουσιάζεται στην οθόνη, η σωματική και νοητική εγρήγορση της νεαρής φοιτήτριας, που δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, πολλώ μάλλον όταν αυτός εμπλουτίζεται και από χιουμοριστικές σφήνες. Είναι, όμως, και στοχευμένος, τη στιγμή που καταφέρνει μέσα από τη βίαιη παρουσίαση μιας φυσικής και αναπόφευκτης διαδικασίας (ηλικιακή μετάβαση και κοινωνική ένταξη), να κάνει ένα καίριο σχόλιο για τη γενιά της διαδικτυακής προβολής, της εξώτερης τυποποίησης, της πνευματικής αποχαύνωσης και του άκρατου καταναλωτισμού. Αν σε όλα αυτά, συνυπολογίσει κανείς, τον έξυπνο και εποικοδομητικό τρόπο, με τον οποίο αφομοιώνονται οι επιρροές από το σινεμά του Τζορτζ Α. Ρομέρο (‘Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών‘, 1968), του Μπράιαν Ντε Πάλμα (‘Κάρρυ, Έκρηξη Οργής‘, 1976) και αναμφίβολα, του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ (‘Η Μύγα‘, 1986) έχει ένα καλό, πρώτο σκηνοθετικό δείγμα, που απομακρύνεται με περίσσιο θράσος από την κανονικότητα της γνώριμης και κουρασμένης θεματολογίας, γεννώντας συγχρόνως προσδοκία, για τη συνέχεια της Ζουλιά Ντουκουρνό.
Να σημειωθεί, επίσης, πως όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές με δημιουργήματα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δοκιμάζουν τους ηθικούς φραγμούς και τις ψυχικές αντοχές του κοινού, η συγκεκριμένη ταινία, δεν δύναται να γίνει αρεστή από όλους (οι χορτοφάγοι δεν συγκαταλέγονται στους ορκισμένους της θεατές). Θα αρέσει, όμως, σε ένα πιο ανοιχτό και υποψιασμένο κοινό, που μπορεί να αναγνωρίσει τις κινηματογραφικές παραπομπές, να εκτιμήσει τις σκηνοθετικές αρετές και στη συνέχεια να απολαύσει την ίδια την ταινία, χωρίς κανένα απολύτως κληροδοτημένο κοινωνικό ταμπού (ο κανιβαλισμός είναι ένα από αυτά). Το υποδηλώνει, άλλωστε, και η ίδια η επιθετικότητα της λέξης με την οποία ονοματίζεται η ταινία, τα αιματοβαμμένα, κατακόκκινα και παχουλά γράμματα στους τίτλους έναρξης, μια οποιαδήποτε, περιεκτική περίληψη της υπόθεσης και οι σταγόνες αίματος, έτσι όπως αυτές τρέχουν από το κατάχλομο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας (Γκαράνς Μαρίλιερ) στην αφίσα.
Η κάμερα βρίσκεται σε μακρινή, ασφαλή απόσταση και καταγράφει τη μακροσκελή λωρίδα ενός όχι πολυσύχναστου περιφερειακού δρόμου. Τη φαινομενική νηνεμία της στιγμής, θα διακόψει, όμως, η απροσδόκητη σύγκρουση ενός οχήματος. Το τροχοφόρο θα βγει από την πορεία του και θα προσκρούσει σε ένα από τα παρακείμενα δέντρα, αφού προηγουμένως, χτυπήσει μια ανθρώπινη παρουσία, η οποία έξαφνα θα βρεθεί μπροστά του. Προς έκπληξη πολλών, η φιγούρα θα ανασηκωθεί και θα πλησιάσει το συνθλιμμένο αυτοκίνητο. Η σκηνή δείχνει αρκούντως νοσηρή και περίεργη, γίνεται, όμως, δύσκολο να προσδιοριστεί, μιας και δεν θα αποκαλυφθεί η κατάληξη που θα έχει στον θεατή. Λίγο μετά, όταν και ο τελευταίος, θα έχει γνωρίσει την παραδοξότητα της προσωπικότητας της βασικής ηρωίδας της ταινίας, ένα αντίστοιχο στιγμιότυπο θα επιτελεστεί. Σε εκείνη την περίπτωση, ο φακός, δεν θα είναι το ίδιο αποστασιοποιημένος και υπαινικτικός, τουναντίον, θα είναι πιο κοντά και απολύτως αποκαλυπτικός. Η Ζουλιά Ντουκουρνό κερδίζει από την εναρκτήρια σκηνή το ενδιαφέρον του θεατή, ενώ συνετά δεν εμφανίζει σε αυτό το στάδιο περισσότερα από όσα χρειάζονται. Αφήνει μια εκκρεμότητα, την οποία και θα ρυθμίσει αργότερα, αυτό που προέχει άλλωστε, είναι να συστήσει, τη μικροκαμωμένη, αναιμική και ολιγομίλητη Ζιστίν, που ετοιμάζεται να ακολουθήσει πορεία εφάμιλλη με αυτή της μεγαλύτερης της αδελφής (η Αλέξια, σπουδάζει εδώ και καιρό, στην κτηνιατρική σχολή). Η ενέργεια αυτή θα πραγματωθεί στο εστιατόριο – κυλικείο της σχολής και μαζί με τη Ζιστίν, θα γνωρίσει και τους προστατευτικούς της γονείς.
Το τέχνασμα με το οποίο η σκηνοθέτης αποκαλύπτει, πως τόσο αυτή όσο και οι γονείς της είναι χορτοφάγοι είναι διασκεδαστικό: ένα κομμάτι κρέατος θα βρεθεί ακούσια στο φαγητό της Ζιστίν και εκείνοι με πανικό, θα διαμαρτυρηθούν και θα αντιδράσουν. Η Ζιστίν, δεν έχει φάει ποτέ της κρέας και οι γεννήτορες της προσπαθούν να την προφυλάξουν, αυτό που δεν μπορούν να αντιληφθούν όμως, είναι πως αυτό είναι κάτι που θα γίνει για τελευταία φορά. Ολάκερο το πρώτο σκέλος, περιέχει σκηνές που τονίζουν την απέχθεια της ηρωίδας σε κάθε κρεάτινη μορφή. Πιο χαρακτηριστική, όμως, από αυτές είναι εκείνη που καλείται περίφοβη, να φάει ωμά νεφρά λαγού ως ιδιόρρυθμο μέρος ενός τελετουργικού μύησης (τα αυταρχικά μέλη της αδελφότητας της σχολής κάνουν διαρκώς αποκρουστικά καψόνια στους νέους). Η Ζιστίν, φυσικά, και δεν θα αποκρύψει την αντιπάθεια της, θα πιεστεί όμως, από την αδελφή της, που έχει περάσει από παρεμφερή διαδικασία και τελικώς θα το φάει. Το γεγονός, αυτό όμως, προοδευτικά θα επιδράσει κατακλυσμιαία πάνω της και θα λειτουργήσει με τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτόν που θα περίμενε κανείς (πόσο μάλλον η ίδια από τον εαυτό της), μιας και θα ξυπνήσει μια αξήγητη και έντονη λαχτάρα να γευθεί και πάλι, ωμό κρέας.
Η μέχρι πρότινος, χορτοφάγος Ζιστίν, μακριά από τις απαγορευτικές προσταγές των γονιών της, θα εντοπίσει τον τρόπο για να ικανοποιήσει την επιτακτική ανάγκη να φάει ωμό κρέας. Η ιδέα ακούγεται παράλογη και ως ένα βαθμό σουρεαλιστική, η σκηνοθέτιδα όμως, δείχνει πως διαθέτει την ικανότητα να διαχειριστεί ένα περιεχόμενο τόσο αλλόκοτο όσο είναι αυτό και να αναδείξει εκφάνσεις, οι οποίες δεν αναλώνονται στο φθηνό, οδυνηρό ξάφνιασμα της κρεάτινης επιθυμίας. Πέρα από τη διατροφική μεταλλαγή, η οποία όσο αηδιαστική και αν είναι προκαλεί και το γέλιο από τις μάταιες προσπάθειες (να κλέψει και να φάει κάτι τέτοιο χωρίς να την αντιληφθεί κάποιος), η πρωτοφάνερη επαφή της Ζιστίν με το κρέας, είναι και γνωριμία με τη μη εξοικειωμένη και καταπιεσμένη της σεξουαλικότητα. Τ’ ότι αυτή, θα την εξερευνήσει περισσότερο, με τον καλύτερο της φίλο, στα πλαίσια της σχολής (έναν όμορφο και καλλίγραμμο, αν και ομοφυλόφιλο, Άραβα συγκάτοικο), δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση που παρακάμπτει τα κοινωνικά στερεότυπα, τα φύλα και τις εθνικότητες και ικανοποιεί χωρίς συστολή, τα πιο άγρια ένστικτα της νεαρής κοπέλας. Γίνεται όμως, και στο περιθώριο μιας πραγματικής φιλίας, τη στιγμή, που θα φανεί πως η κατάσταση στην οποία έχει επέλθει είναι ανεξέλεγκτη και δεν μπορεί να εμπιστευτεί κάποιον που θα παρεξηγήσει ή θα επιχειρήσει να τιθασεύσει τη σεξουαλική της ορμητικότητα. Η προηγούμενη απόπειρα της να έρθει σε σεξουαλική επαφή με κάποιον άλλον συμφοιτητή (αυτόν που της επιβάλλει η αδελφότητα), θα οδηγήσει σε ένα μικρό, μα εμφατικό αιματοκύλισμα (μια αντιδραστική ενέργεια που θα μπορούσε να ιδωθεί και ως αμφισβήτηση του επικυριαρχικού αρσενικού).
Στενός της συνοδοιπόρος σε όλο αυτό, βέβαια, θα είναι και η αδελφή της, η οποία γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα, η Ζιστίν, μπορεί αρχικά να αντιληφθεί. Η Αλέξια (Έλα Ρουμπφ), θα συμβάλει σε τούτο το ξύπνημα, τόσο για να ικανοποιήσει η Ζιστίν τις απαιτήσεις της όσο και για να της παρέχει τα κατάλληλα εφόδια, προκειμένου να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον απάνθρωπο (φοιτητική πανεπιστημιακή οργάνωση). Σε ένα αλησμόνητο στιγμιότυπο, όταν εκείνες θα βρεθούν μόνες σε ένα από τα δωμάτια, για να περιποιηθούν τον εαυτό τους, ένα απερίγραπτο και εξωπραγματικό ατύχημα, θα δώσει τη δυνατότητα στη Ζιστίν, να υπερβεί τον εαυτό της και να απολαύσει με απερίγραπτη χαρά κάτι που ξεπερνάει την κοινή λογική και προσέγγιση των πραγμάτων. Κατόπιν τούτου, ο κανιβαλισμός, δεν θα μπορούσε να έχει άλλη σκηνή, που όχι μόνο προξενεί βδελυγμία και αναγούλιασμα στον θεατή, αλλά εξετάζει την περιπλοκότητα της φύσης και των ορίων της αδελφικής σχέσης. Το σοκαριστικό συμβάν θα της φέρει πολύ κοντά, μιας και θα φανερώσει, τόσο τον διαμορφούμενο χαρακτήρα της αμύητης Ζιστίν όσο και τον πιο συνειδητοποιημένο, μα και ελαφρά υπεροπτικό, της Αλέξια.
Οι δύο αδελφές συνθέτουν ένα ιδιαίτερο (από κάθε άποψη) κινηματογραφικό ντουέτο, και σε τούτο σημαίνουσα σημασία έχει και η επιλογή των δύο νεαρών ηθοποιών. Χειμαρρώδης και συναρπαστική, η Έλα Ρουμπφ στον ρόλο της Αλέξια, συνεσταλμένη και διερευνητική, η Γκαράνς Μαρίλιερ σε εκείνον της Ζιστίν, υποδύονται με πληρότητα τους χαρακτήρες που τους έχουν προσφερθεί. Ιδίως, η τελευταία αποδεικνύεται εξαιρετική περίπτωση κάστινγκ, μιας και καταφέρνει να μεταφέρει σε κάθε πλάνο, τη βαθμιδωτή μετουσίωση που βιώνει το άσπιλο κορμί και ο ανώριμος χαρακτήρας της από τη ζωτική (ή και κτηνώδης) ανάκτηση των αισθήσεων. Είτε παρίσταται στο κρεβάτι, κάτω από τα κλινοσκεπάσματα, και σφαδάζει από φρικτούς, στερητικούς πόνους, είτε όρθια και οσφραίνεται τη μυρωδιά ενός ωμού κρέατος, η Γκαράνς Μαρίλιερ, είναι πειστική σε αυτή την τόσο απαιτητική και ακραία τροποποίηση. Μέχρι το ανεκδιήγητο και αποτροπιαστικό τελείωμα της ταινίας, πάντως, η διασύνδεση των δύο αδελφών θα δοκιμαστεί με ουκ ολίγους τρόπους. Οι παρεξηγήσεις και οι εντάσεις δεν απουσιάζουν, όχι μόνο, γιατί ένας δημόσιος εξευτελισμός θα τις οδηγήσει αναπόφευκτα σε μετωπιαία σύγκρουση, αλλά και επειδή ο εγκάρδιος εναγκαλισμός αυτού που πραγματικά είμαστε, συνήθως, περνάει από δύσκολες επιλογές, που μπορεί να εμπεριέχουν και μερικά εξιλαστήρια θύματα. Η κατάληξη του αφηγήματος, όμως, θα αποδείξει και κάτι που είναι πολύ πιο σημαντικό. Αυτή η εξαρτώμενη σχέση είναι η μοναδική δεδομένη σταθερά για την επιβίωση της κάθε κοπέλας, καθώς και εκείνη που κατά μια έννοια, δύναται να διαφυλάξει το μυστικό που κουβαλάει, η μη τυποποιημένη οικογένεια, από την οποία και προέρχονται.
Όσον αφορά τις αμφιλεγόμενες μεθοδεύσεις που ακολουθεί η αδελφότητα, αυτές μπορεί να παρουσιάζονται με έναν επιτηδευμένα εξωραϊσμένο και λανθασμένα αποδεκτό τρόπο (η σεκάνς που καταλήγει σε χορευτικό ξεφάντωμα και εκείνη που υπόσχεται ερωτική επαφή), δεν μπορούν να κρύψουν όμως, τη συμπεριφοριστική βαναυσότητα εκείνου που βρίσκεται σε θέση ισχύος και την ανάγκη των επισφαλών ανθρώπων να συναισθανθούν δυνατοί με το να γίνουν μέρος της. Δείχνει, έτσι και την προθυμία, με την οποία, ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων δέχεται αγόγγυστα να γίνει κομμάτι μιας μεγαλύτερης ιδέας, έστω και αν αυτή, καταλήγει να ισοπεδώνει οποιαδήποτε προσπάθεια ατομικής έκφρασης, οδηγώντας σε μια ομοιόμορφη και ανέγνωμη μάζα πειθήνιων όντων. Η μέθοδος με την οποία, οι φοιτητές του πρώτου έτους, στοιβάζονται για να γευτούν ένα κομμάτι από κρέας, προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί, παραπέμπει σε μια ημιανθρώπινη και αγριωπή κατάσταση. Ολόκληρη η ταινία, άλλωστε, προτείνει τη δική της νεωτεριστική ανάγνωση στη μυθολογία των νεκροζώντανων και όπως υποδηλώθηκε προηγουμένως, των βρικολάκων και των απανταχού πεινασμένων, για σάρκα και έρωτα, τερατόμορφων πλασμάτων. Αν και δεν αποφεύγει τις απλουστεύσεις και τις διεκπεραιώσεις, η ταλαντούχα Ζουλιά Ντουκουρνό, καταφέρνει να προσεγγίσει τον φοιτητικό εκφοβισμό και τη μεταβίβαση σε μια πιο συνειδητή, σεξουαλική και πνευματική κατάσταση (η Ζιστίν, σταδιακά, από ανήλικη κοπέλα γίνεται ολοκληρωμένη γυναίκα), μέσα από μια ολόφρεσκη και τολμηρή οπτική που δεν κρύβει την απεριόριστη εκτίμησή της στην αιμοβόρικη και χιουμοριστικά κατάμαυρη κινηματογραφική θεματολογία. Και μόνο που η χορτοφάγος πρωταγωνίστρια καταλήγει να λαχταράει κρέας, και μάλιστα ανθρώπινο, είναι αρκετό για να στηλιτεύσει δριμύτατα, όχι μόνο τη χορτοφαγική φρενίτιδα των τελευταίων χρόνων, αλλά και τη σαρκοφαγική, επίκτητη αντίληψη, που έχει υιοθετήσει ο άνθρωπος για να δικαιολογεί την υπέρμετρη κρεατοφαγία. Επί της ουσίας, η σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το ίδιο νόμισμα για να ασκήσει κριτική και στις δύο μεριές και ο εμπαικτικός της σχολιασμός, δεν θα μπορούσε να είναι κινηματογραφικά περισσότερο ενδιαφέρον και σκανδαλιστικός.