Η Ψυχη Και Το Σωμα
Βρισκόμαστε σε ένα σφαγείο μοσχαριών στο κέντρο της Βουδαπέστης, στο προαύλιο του οποίου δίνουν ανυπόμονα συνάντηση, ο Εντρε ο οικονομικός διευθυντής (Γκέζα Μορτσάνιι) και η Μαρία η επιθεωρήτρια ποιοτικού ελέγχου (Αλεξάντρα Μπορμπέλι), ακολουθεί ο εξής διάλογος. ”Εντρε: Λοιπόν, στο όνειρό μου ήμουν ελάφι. Όπως και κάθε βράδυ, το τελευταίο διάστημα. Ήταν και το άλλο το ελάφι. Μαρία: Πού; Εντρε: Στο δάσος, που αλλού; Για την ακρίβεια, ήταν ένα αληθινά παράξενο μέρος. Δίπλα από μια μικρή, στρογγυλή λίμνη. Δεν είχα ξαναδεί τόσο μικρή λίμνη, πριν. Εννοώ, στην πραγματική ζωή. Εσύ; Τι ωραία πράγματα, ονειρεύτηκες; Μαρία: Αυτό. Εντρε: Τί; Μαρία: Το ίδιο με εσένα. Εντρε: To λες έτσι. Μαρία: Όχι. Εντρε: Δεν σε πιστεύω. Μαρία: Εντάξει”. Ο διάλογος λήγει, η Μαρία αποχωρεί και τα δύο ελάφια εμφανίζονται ξανά στην κινηματογραφική οθόνη. Τούτη η τόσο χαρακτηριστική στιχομυθία όσο ιδιόρρυθμη και αν ακούγεται, δεν είναι η μόνη που λαμβάνει μέρος στο ‘Η Ψυχή και το Σώμα‘. Διεξάγεται σε ένα σημείο όμως, όπου η ανατριχιαστική διαπίστωση για το απολύτως ίδιο περιεχόμενο των ονείρων, δίνει την αφορμή για να έρθει πολύ πιο κοντά, ένα ζευγάρι που δεν είναι σαν όλα τα άλλα και έτσι, να ξετυλιχτεί μια ασυνήθιστη ερωτική ιστορία από εκείνες που μένουν χαραγμένες για κάμποσο καιρό στην καρδιά και τη μνήμη.
Η 62χρονη Ουγγαρέζα σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ιλντικο Ενιέντι, που δικαιολογημένα κατέκτησε τα πιο σημαντικά βραβεία των κριτικών επιτροπών στο 67ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, μπορεί να χρειάστηκε δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια, για να σκηνοθετήσει μια νέα ταινία (η τελευταία της προσπάθεια ήταν το ‘Σιμών, ο Μάγος‘, 1999) επιστρέφει όμως, και υπογράφει μια θαυμάσια δημιουργία, που μιλάει για την ανθρώπινη επαφή (την παντελή της έλλειψη και την απόπειρα που καταβάλλεται από δύο ανθρώπους, για να επιτευχθεί), με τρόπο που ακροβατεί δεξιοτεχνικά, τόσο στο υπερρεαλιστικό σύμπαν που συνθέτουν τα πλέον πανέμορφα ονειρέματα όσο και στον μη εξιδανικευμένο ρεαλισμό της πραγματικότητας, που συναποτελούν τα δίχως ψυχική θέρμη περιστατικά. Ήδη, από τα πρώτα λεπτά, η σκηνοθέτιδα φροντίζει να τοποθετήσει τον θεατή (σε συνεχή διαδοχή) στα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα, μα αλληλοσυμπληρούμενα περιβάλλοντα της ταινίας. Σε αυτό που ευρίσκεται η ψυχή της ταινίας (το όνειρο): δύο ελάφια, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, περιεργάζονται το ένα το άλλο και περιφέρονται ξέγνοιαστα σε ένα χιονισμένο τοπίο και ευθύς αμέσως, σε εκείνο που συναντάται το σώμα (η πραγματικότητα): τον χώρο, δηλαδή, που στοιβάζονται αρκετές δεκάδες ανυποψίαστα μοσχάρια, λίγο προτού σφαγιαστούν. Και φυσικά, να δείξει τον Εντρε και τη Μαρία, τα δύο πρωταγωνιστικά πρόσωπα της ιστορίας.
Την ανιαρή, επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα του Εντρε στο σφαγείο, η οποία πέρα από τη διαχείριση των οικονομικών πτυχών, συμπεριλαμβάνει το να γευματίζει στο ίδιο τραπέζι, κάθε μεσημέρι, με τον Τζένο, τον αξιοθρήνητο αρμόδιο του ανθρώπινου δυναμικού (Ζόλταν Σνάιντερ), θα διακόψει ευχάριστα, η απροσδόκητη παρουσία της Μαρία. Η τελευταία ήρθε ως αντικαταστάτρια στην επιχείρηση, για να αναλάβει τη θέση της πρότερης επιθεωρήτριας ποιοτικού ελέγχου και ήδη συγκεντρώνει ουκ ολίγα επικριτικά σχόλια από τους υπόλοιπους εργαζόμενους για την αυστηρότητα και την αφοσίωση που επιδεικνύει. Ο Εντρε, πάντως, που του τράβηξε το ενδιαφέρον η νεοεισερχόμενη, αν και φυσιογνωμία συνεσταλμένη, δεν θα αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη και έτσι θα την προσεγγίσει, για να της μιλήσει. Σε μια σκηνή που δείχνει, το πόσο εξωπραγματικό και ανεξοικείωτο πλάσμα είναι η Μαρία, μα και ευγενικό και συμπαθές ο Εντρε, οι δύο τους θα ανταλλάξουν τις πρώτες τους κουβέντες. Η Ιλντικο Ενιέντι σκηνοθετεί θαυμαστά αυτή τη συνάντηση, και στην ουσία της δίνει και μια πρόσθετη ανάγνωση, λίγη ώρα αργότερα. Όταν, δηλαδή, η ηρωίδα, που πια βρίσκεται στο εσωτερικό της τακτοποιημένης οικίας που διαβιεί μονάχη, χρησιμοποιήσει τα δοχεία που εμπεριέχουν το αλάτι και το πιπέρι, για να την επαναλάβει. Αναπαράσταση ακριβόλογη και λεπτομερής, που καταφέρνει να δείξει το πόσο άριστη μνήμη έχει η Μαρία, καθώς επίσης τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται και λειτουργεί (με μεγαλύτερη ευκολία θα εκφραστεί με το αλατοπίπερο, παρά έχοντας τον Εντρε προ των οφθαλμών της). Δεν είναι, όμως, μόνο η Μαρία που ζει μόνη, αλλά και ο καταφανέστατα ηλικιακά μεγαλύτερός της Εντρε, έστω και αν αυτός στοχάζεται περισσότερο σιωπηλά, όταν παρευρίσκεται στη δική του κατοικία.
Όσο τα όμορφα ονειρέματα με τα δύο ελάφια συνεχίζονται και ο Εντρε συναντά τη Μαρία, (σε καθημερινή βάση και αποκλειστικά στον χώρο εργασίας), τόσο το ενδιαφέρον γίνεται πιο έντονο, ακόμη και αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, γιατί η Μαρία υποβίβασε την ποιότητα των κρεάτων. Αρκεί, ένα γεγονός, σαν και εκείνο με την υφαρπαγή της σκόνης ζευγαρώματος, πάντως, για να πυροδοτήσει τις εξελίξεις με τρόπο που κανένας από τους δύο χαρακτήρες, δεν δύναται να υπολογίσει. Πιο συγκεκριμένα, η παραβίαση που θα τελεστεί στο γραφείο που φυλάσσονται τα φάρμακα, ναι μεν επιβάλει την επίσκεψη της αστυνομίας, η τελευταία όμως, εκτός από έναν τυπικό έλεγχο ή την υποβολή ερωτήσεων στον Εντρε, θα υποχρεώσει το προσωπικό να υποβληθεί σε μια διερευνητική, ψυχολογική διαδικασία. Αν και το σημείο αυτό έχει μια δραματουργική υπερβολή, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο διεξάγεται η εν λόγω εξέταση (οι ερωτήσεις είναι απροκάλυπτες και οι αντιδράσεις απολαυστικές) από την Κλάρα, τη χυμώδη, μα και πολύ δυναμική ψυχολόγο (Ρέκα Τένκι), τούτη ξεχνιέται γρήγορα.
Τα στοχευόμενα ερωτήματα της ψυχολόγου, δεν έχουν να κάνουν μονάχα με την εφηβεία (πότε έγινε η πρώτη εκσπερμάτωση των αρρένων και πότε ξεκίνησε η έμμηνος ρύση, για τις γυναίκες;), αλλά και με το πρόσφατο παρελθόν (τί ονειρεύτηκαν, το προηγούμενο βράδυ;). Και είναι σε αυτό το σημείο, που η Κλάρα θα συνειδητοποιήσει, πως τόσο ο Εντρε όσο και η Μαρία είδαν το ίδιο όνειρο (σε δύο σκηνές, που συν τοις άλλοις, δίνουν τη δυνατότητα στη σκηνοθέτιδα, να φανερώσει στοιχεία της προσωπικότητάς τους). Ως ακολούθημα, όταν θα τους ζητήσει η Κλάρα να παραστούν μαζί στο γραφείο, πιστεύοντας πως της κάνουν κάποια πλάκα, αμφότεροι οι χαρακτήρες θα μείνουν κατάπληκτοι, στο άκουσμα της εξωφρενικής πληροφορίας. Από το επόμενο πρωινό (χρονικό σημείο που ανταλλάσσονται οι περιεκτικές κουβέντες, που αναφέρθηκαν και στην αρχή του κειμένου) και για κάθε επόμενο πρωινό (ή μεσημεριανό), δεν θα υπάρχει άλλο πράγμα που να έχει μεγαλύτερη σημασία για εκείνους από το να συναντηθούν και να μοιραστούν εκείνο που είδαν, κατά τη διάρκεια του ύπνου. Και όσο συμβαίνει τούτη η εξομολόγηση τόσο πιο κοντά έρχονται και στην πραγματική ζωή: αυτή που αναλώνεται στους αποστειρωμένους χώρους του σφαγείου και τα σχεδόν έρημα διαμερίσματα. Βέβαια, το τελευταίο, δεν είναι κάτι που πραγματώνεται με παραδοσιακούς όρους σε μια κινηματογραφική δημιουργία, που όχι μόνο δεν λογίζεται ως τέτοια, μα και οι χαρακτήρες της φέρουν γνωρίσματα, που κάθε άλλο παρά είναι αναμενόμενα ή συμβατικά.
Με φυσικό και αβίαστο τρόπο, η Ιλντικο Ενιέντι παρουσιάζει τούτα τα χαρακτηριστικά (την κινητική παράλυση, την ταπεινότητα ήθους και τη διεκπεραιωτική ικανότητα του Εντρε, την ατσούμπαλη κορμοστασιά, τη θηλυκή αιδημοσύνη και την υπέρμετρη σχολαστικότητα της Μαρία), ενώ ταυτόχρονα εξελίσσει την ιδιοσυγκρασιακή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Ως εκ τούτου, βαθμιδωτά, η ανθρώπινη πεθυμιά βρίσκει τον τρόπο, για να εκφραστεί και στην αντικειμενική πραγματικότητα. Και έχει ενδιαφέρον, επειδή αυτό ως ένα σημαντικό βαθμό συμβαίνει, για να γίνει ακόμη καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη η εμπειρία του ονειρέματος: σε μια περίπτωση, θα μιλήσουν στο τηλέφωνο, πριν βρεθούν σε κατάσταση ύπνου, ενώ σε άλλη, θα επιχειρήσουν, αν και ανεπιτυχώς, να κοιμηθούν ο ένας (σχεδόν) δίπλα στον άλλον. Στον αλλοτριωμένο, κυνικό και αναλώσιμο κόσμο που διαβιούν, ο Εντρε και η Μαρία, το απείρου κάλους, ελατόφυτο δάσος, που συναντιούνται ως ελάφια, πιθανότατα είναι το μοναδικό, αγνό και παρθένο μέρος, που θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ένας τέτοιος έρωτας. Ένα μέρος που διέπεται από απαράβατους όρους και έχει τους δικούς του εσωτερικούς ρυθμούς. Επιπροσθέτως, όμως, δείχνει πως είναι και το προσωπικό οχυρό της Μαρία, ο μόνος χώρος που μπορεί να αισθανθεί ασφάλεια και να κινηθεί με ελευθερία.
Η Μαρία είναι ένας άνθρωπος απόμακρος και επιφυλακτικός, που δυσκολεύεται αρκετά να επικοινωνήσει με τον κοινωνικό της περίγυρο, πολλώ δε μάλλον το να ερωτοτροπήσει και να συνευρεθεί ερωτικά με κάποιο άνδρα. Ένα ον που χαρακτηρίζεται από τέτοια επιμέλεια και αφοσίωση, που φτάνει στα όρια του ψυχαναγκασμού. Στο στητό, σχεδόν ρομποτικό της πέρασμα, μόνο ο Εντρε θα κομπιάσει και θα δείξει ένα ενδιαφέρον που είναι διαφορετικό (ανεπιτήδευτο και χωρίς καταναγκασμό). Ένας χαμηλόφωνος και μειλίχιος χαρακτήρας, που μπορεί να μην είναι αρτιμελής και να αισθάνεται μειονεκτικά (και ανταγωνιστικά) στη θέα ενός γεροδεμένου και νεαρότερου ηλικιακά εργαζόμενου, όμως, διαθέτει καλή καρδιά, την ικανότητα να διαχειρίζεται απρόβλεπτες καταστάσεις και να αφουγκράζεται το περιβάλλον. Κατά μια έννοια και οι δυο διαθέτουν εκείνα τα χαρακτηριστικά, που είναι απαραίτητα για να συνθέσουν ένα ζευγάρι που αντιβαίνει τις κοινωνικές νόρμες και τα στερεότυπα. Όσο και αν το να συμπληρώσει ο ένας τον άλλον, δεν είναι στις αρχικές τους επιδιώξεις, από την πρώτη στιγμή που θα ανταμώσουν, γίνεται πασιφανές πως ενυπάρχει η δυνατότητα αυτή. Η εμπιστευτική αποκάλυψη μιας ιδιάζουσας περίστασης, σαν και αυτή του αλλοπρόσαλλου ονείρου, κάνει την προοπτική αυτή πολύ πιο ρεαλιστική. Αρκετά περισσότερο εφόσον τα ονειρέματα επαναλαμβάνονται και αποδεικνύονται πανομοιότυπα και για τους δύο ήρωες.
Η Ιλντικο Ενιέντι δεν ενδιαφέρεται καθόλου να δείξει το παρελθόν που κουβαλούν οι δύο αυτοί χαρακτήρες και τούτο είναι κάτι που γίνεται αντιληπτό, ευθύς εξαρχής (η πνευματική ή σωματική ακρωτηρίαση προβάλλεται ως δεδομένη κατάσταση). Αποκαλύπτει ψήγματα, βεβαιότατα, σε ανύποπτα χρονικά διαστήματα (η συνάντηση – συνεδρία της Μαρία με τον υποστηρικτικό παιδοψυχολόγο, η παρουσία μιας εκνευριστικής κόρης και μιας απαιτητικής αγαπητικιάς στην κατοικία του Εντρε), δίχως να δικαιολογεί την εμφάνισή τους με επάρκεια (η συνδιαλλαγή με τα δευτερευούσης σημασίας αυτά πρόσωπα είναι σύντομης διάρκειας και κάθε άλλο παρά επεξηγηματική). Κατά κυριότατο λόγο, εκείνο που την απασχολεί είναι το να καταγράψει στον κινηματογραφικό φακό αυτό που συντελείται την παρούσα στιγμή. Με έτερες λέξεις, το πως πορεύονται οι χαρακτήρες με γνώμονα τις ήδη βιωμένες εμπειρίες και το πως αλληλεπιδρούν τώρα που οι νοητές, παράλληλες τους τροχιές συναπαντήθηκαν. Αναμφισβήτητα, αυτό προκαλεί μια σειρά από ερωτήματα στον θεατή (πώς προκλήθηκε η παράλυση στο ένα από τα δύο άνω άκρα του Εντρε; πού βρίσκεται η μητέρα της κόρης του; γιατί, η Μαρία είναι τόσο κλεισμένη στον εαυτό της; πού είναι οι δικοί της άνθρωποι;), που ορθότατα δεν απαντώνται, επειδή δεν είναι αυτός ο σκοπός ενός πολυεπίπεδου έργου, που περισσότερο βιώνεται με τα αισθητήρια όργανα, παρότι ερμηνεύεται με την κοινή λογική.
Τ’ ότι από ένα σημείο και έπειτα, εκτός από τον κόσμο των ονειρεμάτων, οι ήρωες ασκούν επίδραση ο ένας στον άλλον και στον αληθινό, δεν σημαίνει πως η Μαρία γνωρίζει πως να συμπεριφερθεί. Σκηνές, καθώς είναι εκείνη με τη συσκευή τηλεφώνου και τον τρόπο με τον οποίο ακούει δεκάδες άλμπουμ μουσικής, το επιβεβαιώνουν. Είναι όμως, όταν προσπαθεί να ανακαλύψει την αίσθηση της αφής (με τον πουρέ), και μάλιστα σε απόλυτη συνάρτηση με το δικό της σώμα (με το πάνινο πούμα), που διαφαίνεται, πως δεν είναι μονάχα ζήτημα συμπεριφοράς και νοοτροπίας, αλλά και επειδή δεν έχει καμία προηγούμενη εμπειρία στο σεξουαλικό κομμάτι. Χάρη στη γνωριμία της με τον Εντρε, η Μαρία θα ενεργοποιηθεί τόσο που θα είναι σαν να αντικρίζει για πρώτη φορά τον κόσμο, και δεν υφίσταται πιο υπέροχη και ταιριαστή σκηνή από εκείνη που περιδιαβαίνει στο πάρκο αναψυχής και παρατηρεί σε σημείο αδιάκριτο τους νέους που χαλαρώνουν και χαριεντίζονται, για να το πιστοποιήσει. Μπορεί η Μαρία να μην γνωρίζει βασικά πράγματα (το πως αντιδράει το ανθρώπινο σώμα σε ένα άγγιγμα ή τι είναι αυτό που προκαλεί την επιθυμία να φιλήσει ένας άνθρωπος έναν άλλον στο στόμα), όμως, τώρα που γνώρισε τον Εντρε προσπαθεί να βγει στον πραγματικό κόσμο και να καταλάβει. Παρόλα αυτά, όπως συμβαίνει σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση, δεν αργεί να έρθει και η απόρριψη και με έναν χαρακτήρα σαν και αυτό της Μαρία, η επίδραση μιας μη συγκαταβατικής συμπεριφοράς μπορεί να είναι καταλυτική. Η άρνηση του Εντρε να ενδώσει στην καθυστερημένη (ερωτική) επιθυμία της Μαρία θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις, λοιπόν, και ως συνεπακόλουθο, δεν υπάρχει πιο σκληρή και σοκαριστική σκηνή από εκείνη που συντελείται στο λουτρό της τελευταίας υπό τους ήχους μιας σπαραξικάρδιας μελωδίας, σαν το ‘What he Wrote‘ της Βρετανίδας ιντι – φολκ τραγουδίστριας Λόρα Μάρλινγκ. Σκηνή που καταργεί τον τέταρτο τοίχο και προς στιγμήν, τσακίζει συναισθηματικά τον θεατή, μόνο και μόνο για να έρθει σαν από μηχανής θεός ένα καλοπροαίρετο τηλεφώνημα και έτσι να ακολουθήσει ένα κινηματογραφικό τελείωμα, που είναι αισθαντικό (το σαρκικό σμίξιμο).
Εν μέσω σκηνών λυρικότητας (κάθε μια από τις σεκάνς με το αρσενικό και το θηλυκό ελάφι στο πυκνό δάσος) και βαρβαρότητας (παρουσιάζεται όλη η διαδικασία που προηγείται και ακολουθείται της εκτέλεσης ενός μεγαλόσωμου βοοειδούς), ανθίζει ένας έρωτας που είναι ολότελα αντισυμβατικός. Το πραγματικό με το σουρεαλιστικό εναλλάσσονται δεξιοτεχνικά, λοιπόν, στη ‘Ψυχή και το Σώμα’ και αυτό είναι κάτι που πραγματώνεται από το πρώτο ως το τελευταίο πλάνο τούτης της τόσο ξεχωριστής δημιουργίας. Παρά το αιφνιδιαστικό σοκ που προκαλεί στο φινάλε η σκηνοθέτιδα, επιλέγει να ολοκληρώσει την ταινία της με τρόπο που είναι αναμφίβολα θετικός από τη στιγμή που εκφράζει τον έρωτα. Ωραία φωτογραφημένες από τον διευθυντή φωτογραφίας Ματέ Χερμπάι όλες οι σκηνές, από τη μια επιτυγχάνουν να αναδείξουν τη σκηνοθετική ματιά της Ιλντικο Ενιέντι (οι κοντινές λήψεις στα προσωπεία των κεντρικών χαρακτήρων ή η κινηματογράφηση μπροστά από κάποια γυάλινη επιφάνεια) και από την άλλη να ικανοποιήσουν τα ποικίλα επίπεδα της ταινίας (η ονειρώδης διάσταση αποτελεί ένα από αυτά και αποτυπώνεται με ακτινοβόλο και καθάριο τρόπο). Ένα μουσικό σκορ από τον Ανταμ Μπαλάζ, που είναι στον αναγκαίο βαθμό παραμυθένιο και ρομαντικό, υπηρετεί τη διφορούμενη σημασία αυτών των εικόνων. Κλείνοντας, μολονότι τόσο ο Γκέζα Μορτσάνιι στον ρόλο του Εντρε όσο και η Αλεξάντρα Μπορμπέλι σε αυτόν της Μαρία είναι ιδιαιτέρως καλοί, είναι η ερμηνεία της τελευταίας που περισσότερο διακρίνεται, μιας και ο χαρακτήρας της παρουσιάζει μια συμπεριφοριστική, που εκτός του ότι προαπαιτεί από την ερμηνεύτρια να υιοθετήσει μια κινησιολογία και μια εκφραστικότητα που είναι αλλόκοτη, τηρουμένων των αναλογιών, σημειώνει τη μεγαλύτερη και πιο απαιτητική αλλαγή στάσης.