Ασπρο Πατο

Το ίδιο το γεγονός πως οι Δανοί παρά την ελάττωση στην κατανάλωση αλκοόλ, μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, εξακολουθούν να πίνουν περισσότερο από τους Σκανδιναβούς γείτονές τους, όπως και μια σειρά από αυτοσχέδια βίντεο που έχουν ανέβει στο δημοφιλή ιστότοπο YouTube – με κορυφαίο ένα που φέρει την ονομασία ‘Two Men and a Lock’ και δείχνει δύο μεθυσμένους άντρες να προσπαθούν ανεπιτυχώς να τοποθετήσουν ένα κούτσουρο επάνω σε ένα ποδήλατο – έδωσαν τα πρώτα ερεθίσματα για τη δημιουργία της βραβευμένης με το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας το 2021. Της πιο προσωπικής και λυτρωτικής δουλειάς του σπουδαίου σκηνοθέτη και σεναριογράφου Τόμας Βίντερμπεργκ, αφού το 2019, έχασε τη μόλις δεκαεννέα ετών θυγατέρα του Ίντα σε αυτοκινητικό δυστύχημα και τα γυρίσματα της ταινίας τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τη θλίψη του. Στον αντίποδα των ταινιών που έχουν ως κεντρικό τους θέμα τον αλκοολισμό και προβαίνουν σε κουραστικά διδάγματα και παραπανήσιες ηθικολογίες, το ‘Άσπρο Πάτο’ αποτελεί μια ταινία που ναι μεν σκοπούμενα παρερμηνεύει τμήμα του προλόγου που έγραψε ο ψυχίατρος, ψυχοθεραπευτής, καθηγητής και συγγραφέας Φινν Σκάρντερουντ, για τη νορβηγική μετάφραση του ‘The Psychological Effects of Wine’ (1880) του μυθιστοριογράφου Εντμόντο ντε Αμίτσις, πάντως, τούτο είναι κάτι που το πράττει με σκηνοθετική στιβαρότητα και σεναριακή οξυδέρκεια. Μέσα από την τολμηρή απόφαση μιας παρέας ανδρών που βρίσκεται σε κρίση ηλικίας, να καταναλίσκουν ημερησίως καθορισμένη ποσότητα αλκοόλ, αναμφίβολα και αναδεικνύει και τις απευκταίες συνέπειες της πόσης τούτης από τη στιγμή που το αίσθημα της ευδιαθεσίας βασίζεται στην αιθανόλη και είναι πιθανή η αύξηση της δόσης, όμως συνάμα, τις όποιες δραματουργικές μεταστροφές και ψυχικές αυξομειώσεις τις παρουσιάζει με αμεσότητα και ενσυναίσθηση.

Ενθουσιασμένος ιδιαίτερα από την ιδέα του τι μπορεί να επιτύχει κανείς όταν καταναλώνει καθημερινά μια μικρή δόση αλκοόλ και αντιλαμβανόμενος επαρκώς τη μεγάλη ευθύνη που φέρει το να κάνει μια ταινία που απευθύνεται σε ένα κοινό που υπερβαίνει τα σύνορα της βορειοευρωπαϊκής χώρας του, ο Τόμας Βίντερμπεργκ αποφεύγει τις πιο πολλές ατραπούς του οινοπνευματώδους κινηματογραφικού εγχειρήματος και της άσχημης συναισθηματικής κατάστασης στην οποία ευρισκόταν ένεκα του ξαφνικού θανάτου της κόρης του, και με την αρωγή του σχεδόν τακτικού συν-σεναριογράφου του Τομπίας Λίντχολμ και ενός εξαίρετου ερμηνευτή στον πρωταγωνιστικό ρόλο όπως τον γνώριμό του από το ‘Κυνήγι’ (2012) Μαντς Μίκελσεν, κάνει μια συναρπαστική ταινία που επί της ουσίας, με τον τρόπο που καταλήγει, απαρνείται οιαδήποτε επίπλαστη κατάσταση και πανηγυρίζει μη νηφάλια τη χαρά της ζωής.

Ο Μάρτιν (Μαντς Μίκελσεν) διαβιεί σε ένα όμορφο οίκημα, σε κάποιο ήσυχο προάστιο της Κοπεγχάγης, μαζί με τη σύζυγό του Ανίκα (Μαρία Μπόνεβι) και τα δύο τους ανήλικα παιδιά. Όπως οι περισσότεροι πρωτευουσιάνοι Δανοί διάγουν βίο οργανωμένο και άνετο κάτι που κατά πως φαίνεται έχει προκαλέσει ανυπόφορη πλήξη στο ζευγάρι, εκτός του ότι λόγω των διαφορετικών ωραρίων που εργάζονται έχουν απομακρυνθεί. Χαρακτηριστικό είναι πως σε ορισμένο σημείο της ταινίας, ο Μάρτιν ρωτάει την Ανίκα, «Με βρίσκεις βαρετό;», μόνο και μόνο για να λάβει την αποκαρδιωτική απάντηση «Έχεις αλλάξει από τότε που σε γνώρισα». Ο Μάρτιν είναι δάσκαλος ιστορίας, και δεν είναι ο μόνος που βλέπει τη ζωή του να κυλάει επαναλαμβανόμενα και ανιαρά. Σχεδόν εφάμιλλα αισθάνονται και οι φίλοι και συνάδελφοί του στο σχολείο που εργάζεται. Ο δάσκαλος ψυχολογίας Νικολάι (Μάγκνους Μίλανγκ), ο δάσκαλος γυμναστικής Τόμι (Τόμας Μπο Λάρσεν) και ο δάσκαλος μουσικής Πίτερ (Λαρς Ράνθε), που ανεξάρτητα από το αν είναι παντρεμένοι (Νικολάι), ζουν με κάποιο κατοικίδιο (Τόμι) ή μόνοι (Πίτερ), επίσης ζουν προβλεπόμενα και συνακόλουθα βαριούνται θανάσιμα. Ανία που προς στιγμήν θα ανασταλεί, όταν οι τέσσερις τους επισκεφθούν ένα αρκετά καλό εστιατόριο, για να γιορτάσουν τα τεσσαρακοστά γενέθλια του Νικολάι. Σε τούτη την τόσο επιδέξια σκηνοθετημένη – προσανατολισμένη στους τέσσερις χαρακτήρες σεκάνς, αν και σε πρώτη φάση θα διαφανεί πως το πιο μεγάλο πρόβλημα το έχει ο Μάρτιν, όταν θα μπει στον πειρασμό και θα δοκιμάσει να πιει με αποτέλεσμα να ξεθυμάνει, νύξεις και για την κάθε άλλο παρά χαρμόσυνη κατάσταση στην οποία ευρίσκονται και οι υπόλοιποι τρεις θα γίνουν ορατές, έτσι όπως γεύονται και ευχαριστιούνται κάθε ένα από τα εξαιρετικής ποιότητας και υψηλού κόστους αλκοολούχα ποτά που ο Νικολάι, χωρίς ουδεμία εγκράτεια, παραγγέλνει.

Σαν να μην έφτανε μια βραδιά εξομολογήσεων και οινοποσίας όπως και αυτή, την επόμενη ημέρα, την ενδιαφέρουσα αναφορά του Νικολάι στην υπόθεση που υποτίθεται πως έκανε ο Φινν Σκάρντερουντ για το αλκοόλ: για τα εκ γενετής περιορισμένα επίπεδα του αλκοόλ στο αίμα και την ποσότητα που θα μπορούσε να καταναλώσει σε καθημερινά βάση κάποιος για να τα αναπληρώσει, θα επιχειρήσει να την κάνει πράξη ο Μάρτιν. Για τον σκοπό τούτο, θα προμηθευτεί μια βότκα και θα πιει μια ποσότητα που να είναι κοντά στο ποσοστό που αναφέρει ο Νορβηγός επιστήμονας, προτού μπει στην αίθουσα διδασκαλίας. Ενέργεια που με την πρώτη ευκαιρία, θα την αναγγείλει στους φίλους και συναδέλφους του, οι οποίοι όχι μονάχα θα επικροτήσουν, μα θα δελεαστούν και οι ίδιοι. Σε τέτοιο σημείο που όλοι μαζί θα αποφασίσουν να πίνουν καθημερινά αλκοόλ της τάξεως του 0,05%, για να εξακριβώσουν τα παρελκόμενα που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο.

Χρησιμοποιώντας ως αναφορές, λαμπερά και όχι σκοταδερά παραδείγματα της παγκόσμιας Ιστορίας – εξιδανικευμένες αναφορές όπως είναι ο συνθέτης της ρομαντικής περιόδου και παιδαγωγός Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι, ο πολεμικός ανταποκριτής και συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουεϊ ή ο πρώην στρατιωτικός και πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ουίνστον Τσώρτσιλ, οι τέσσερις ήρωές μας, θα αρχίσουν να καταναλώνουν συγκεκριμένη ποσότητα αλκοόλ, πριν από κάθε μάθημα. Κατάσταση που θα αλλάξει συθέμελα την καθημερινότητά τους, καθώς δεικνύουν και τα στιγμιότυπα που εξασκούν με τεράστια ευφορία, ευελιξία και επινοητικότητα τα μέχρι πρότινος τετριμμένα καθήκοντά τους. Ως αποτέλεσμα, εκεί που οι τελειόφοιτοι μαθητές του Μάρτιν ήταν πολύ δυσαρεστημένοι και μάλιστα σκεφτόντουσαν στα σοβαρά να τον αντικαταστήσουν με κάποιον άλλο δάσκαλο ιστορίας, προοδευτικά, θα επανεξετάσουν τον συλλογισμό τους και θα οδηγηθούν σε διαφορετική αποτίμηση, και εκεί που η Ανίκα συμπεριφερόταν με αδιαφορία και τον υπέμενε υποχρεωτικά, αναπάντεχα, θα αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον της προς το πρόσωπό του και θα έρθει πιο κοντά. Αντίστοιχα θα βιώσουν το άνευ προηγουμένου οινοπνευματώδες πείραμα, και οι άλλοι, μιας και εκεί που είχαν βάλει τη ζωή τους στον αυτόματο πιλότο και πορεύονταν στα τυφλά, μέσω αυτού θα ανακαλύψουν δυνατότητες και περιοχές της προσωπικότητάς τους, που είτε δεν ήξεραν πως διέθεταν είτε είχαν ξεχάσει πως έχουν. Με τούτα και με κείνα, πάντως, δεν θα αργήσει να έρθει η στιγμή που ο ενθουσιασμός και η περιέργεια, θα φέρει μια μικρή μα σημαντική προσαύξηση στην ποσότητα που καταναλίσκουν (από το 0,05% θα προσεγγίσουν το 0,1%), και ασφαλώς, μερικά μικροπροβλήματα: παραδείγματος χάριν, την ώρα που προσφέρει τις συνηθισμένες υπηρεσίες του ένας καθαριστής, θα βρει τις φιάλες με τα αλκοολούχα ποτά που προκλητικά και με αφέλεια έχει καταχωνιάσει ο Τόμι στην αποθήκη του γυμναστηρίου.

Με τον Μάρτιν να επιδίδεται σε ένα ασυναγώνιστο παραλήρημα που κάνει επίκληση στις προαναφερόμενες αυθεντίες της παγκόσμιας Ιστορίας και ενθαρρύνει τους τελειόφοιτους μαθητές του – δίχως κάτι τέτοιο να υποδηλώνει πως και οι υπόλοιποι τρεις διδάσκοντες δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο στηρικτικοί με τους δικούς τους μαθητές, ακόμη και τα όποια μικροπροβλήματα μπορεί να καλυφθούν ή να ξεπεραστούν γρήγορα. Ούτως ή άλλως, όπως θα τονίσει σε κάποια καίρια στιγμή της ταινίας, ο Νικολάι, για να δικαιολογήσει την πορεία τους και να δείξει πως εξακολουθούν να έχουν την απόλυτη συγκράτηση, παρά το ότι έχουν πολλαπλασιάσει την αλκοολούχα ποσότητα που καταναλώνουν σε καθημερινή βάση και το πείραμα συνεχίζει με απαραμείωτο ρυθμό, «Δεν είμαστε αλκοολικοί. Εμείς αποφασίζουμε το πότε επιθυμούμε να πιούμε. Ένας αλκοολικός δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του».

Ειρωνικά μιλώντας, είναι τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους οι τέσσερις ήρωές μας, που θα επιδοθούν σε μια μαραθώνια διαδικασία οινοποσίας, όταν ο Νικολάι μείνει μόνος στο σπίτι του και ετοιμάσει ποτά που έχουν ως βάση τους το μπέρμπον και το αψέντι (με άλλα λόγια, το ιστορικό κοκτέιλ Σαζεράκ). Σημείο που παρέχει τη δυνατότητα στον Τόμας Βίντερμπεργκ να αποτυπώσει στον φακό όλο τον παραλογισμό που προξενεί η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Και μόνο να δει κάποιος την ακατάσχετη ορμητικότητα με την οποία πίνουν το ένα ποτό ύστερα από το άλλο, αρκεί για του λόγου το αληθές, αρκετά περισσότερο όταν τούτη συνοδεύεται από απολαυστικές χορευτικές επιδείξεις και αδιανόητες απόπειρες σύλληψης ψαριών. Πέρα από την πλάκα, πάντως, η βραδιά δεν θα έχει και τόσο ευχάριστη κατάληξη, για ορισμένους από τους χαρακτήρες. Η μεν γυναίκα του Νικολάι, θα πάρει τα παιδιά τους και θα αποχωρήσει με απειλές, όταν εκείνος κατουρηθεί στο κρεβάτι του, η δε γυναίκα του Μάρτιν, θα εκφράσει την ανησυχία της, όταν ο σύζυγός της εντοπιστεί από κάποιον γείτονα και τον μεγαλύτερο τους γόνο, να κοιμάται καταματωμένος στο πεζοδρόμιο. Αν μη τι άλλο, μετά από ένα τόσο φευγάτο περιστατικό, οι Μάρτιν, Νικολάι, Τόμι και Πίτερ, θα λήξουν το πείραμα που έκαναν. Εν τούτοις, ακόμη κι έτσι, ο Τόμι δεν θα σταματήσει να πίνει, γεγονός που θα έχει δραματικές επιπτώσεις, για τον ίδιο. Όπως οδυνηρές συνέπειες θα έχει και για τον Μάρτιν η απόφαση της Ανίκα να τον χωρίσει, ο οποίος εκτός αυτού, είναι εμφανές πως δυσκολεύεται να επανέλθει στην καθημερινότητα που ήξερε καλά πριν τεθεί στο τραπέζι η εξέταση μιας υπόθεσης που επιτρέπει την κατανάλωση συγκεκριμένης ποσότητας αλκοόλ.

«Τί είναι η νεότητα; Ένα όνειρο. Τί είναι η αγάπη; Το περιεχόμενο του ονείρου», έχει πει ο θεωρούμενος ευρέως ως ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος Σόρεν Κίρκεγκαρντ. Διαπίστωση που προβάλλεται εν είδει εισαγωγής – πριν ξεκινήσει το ‘Άσπρο Πάτο’ δηλαδή, και δεκάδες νέοι που σφύζουν από ενέργεια και όρεξη για ζωή, παίξουν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι που εμπεριέχει πλείστη κατανάλωση αλκοόλ. Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ επιστρατεύεται και όταν ένας τελειόφοιτος μαθητής ερωτηθεί στη διάρκεια των απολυτήριων εξετάσεων, για το έργο του η ‘Έννοια της Αγωνίας’ (1844) – όταν ο ίδιος ο μαθητής απαντήσει πως οφείλεις να δεχθείς τις αποτυχίες σου, για να αγαπήσεις τους άλλους και τη ζωή. Ως εκ τούτου, το τελικό μέρος της ταινίας, εξελίσσεται μήνες μετά, και στην ουσία κλείνει έναν κύκλο, έτσι καθώς δείχνει νέους ανθρώπους να γιορτάζουν την ημέρα της αποφοίτησης. Και για τους εναπομείναντες ήρωές μας ένας ακόμη κύκλος ολοκληρώνεται και ένας νέος ανοίγει, που όμως μπορεί να έχει στιγμές ξέφρενες και ξέγνοιαστες σαν και αυτές που βιώσαν και εκείνοι όταν ήταν νέοι, με αφορμή τη διερεύνηση κάποιας εικασίας για το αλκοόλ, ή προτιμότερα, ελλείψει αυτής.

Το ξεσηκωτικό τελείωμα λειτουργεί ως έμπρακτη επιβεβαίωση του παραπάνω ισχυρισμού, από τη στιγμή που ο Μάρτιν παρά το όποιο πένθος ή στεναχώρια, ενατενίζει το μέλλον, σαν να είναι ξανά αποφοιτήσας μαθητής. Ύστερα από όλα όσα πέρασε, τόσο πολύ απολαμβάνει τη στιγμή, που αφού καταναλώσει αλκοόλ, επιτέλους ξεσπάει σε χορό και ελευθερώνεται. Ανακεφαλαιώνοντας, μπορεί επ’ ουδενί να μη διαθέτει την εμβάθυνση των χαρακτήρων και την πολυπλοκότητα ενός σεναρίου σαν και αυτό που και πάλι έγραψε μαζί με τον Τομπίας Λίντχολμ για το ‘Κυνήγι’, ο Τόμας Βίντερμπεργκ, όμως, καταλαβαίνει απόλυτα τους λόγους για τους οποίους στην τακτοποιημένη στην εντέλεια κοινωνία της Δανίας το αλκοόλ κατέχει περίοπτη θέση, ήδη από την ηλικία των νέων, και προτείνει μια ταινία που θέτει ορισμένα υπαρξιακά ερωτήματα, και που προσφέρει μια διέξοδο από τη ρουτίνα της επανειλημμένης καθημερινότητας, περιορίζοντας τον δυνητικό κίνδυνο να ερμηνευθεί με εσφαλμένο τρόπο η ανεκτικότητα και η αποδοχή που φανερώνει επάνω σε ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα όσο είναι αυτό που αφορά την κατανάλωση αλκοόλ. Αν και ο Τόμας Βίντερμπεργκ, δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει και τον πολιτικό του σχολιασμό (με το αρχειακό υλικό που παρουσιάζει σημερινούς πολιτικούς να εκτίθενται, μιας και εμφανίζονται δημόσια σχεδόν μεθυσμένοι), συνολικά η στάση του είναι περισσότερο διακριτική και εστιασμένη στους τέσσερις ήρωες. Όπως επικεντρωμένη είναι στα τέσσερα πρόσωπα και η έξοχη διεύθυνση φωτογραφίας. Με τους κατάλληλους (φυσικούς ή τεχνητούς) φωτισμούς και φακούς (Canon K35 Lenses), είτε οι ήρωες μας είναι νηφάλιοι (και η κάμερα παραμένει στατική) είτε βιώνουν τις επιπτώσεις από την κατανάλωση αλκοόλ (και η κάμερα είναι σε διαρκή κίνηση), ο Στούρλα Μπραντ Γκρέβλεν, κατορθώνει να απεικονίσει με εγγύτητα τις ψυχολογικές διακυμάνσεις τους. Σε μια ταινία με κάμποσους χαρακτήρες, ποικίλες συναισθηματικές αποχρώσεις, αλλά και μια χρονική μετατόπιση που συμπυκνώνει την ιστορία, ολίγο πριν από το θριαμβευτικό φινάλε, η συνεισφορά των μοντέρ Αν Όστερουντ και Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν θεωρείται επίσης πολύτιμη. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που σε ουκ ολίγα στιγμιότυπα, επιτυγχάνουν να συνενώσουν με τέτοιο τρόπο ήχο και εικόνα, ώστε να μεταδώσουν την αίσθηση της μέθης.

Κάτι που φυσικά οφείλεται και στη μέθοδο με την οποία υποκρίνονται τους μεθυσμένους οι τέσσερις βασικοί ηθοποιοί. Οι Μαντς Μίκελσεν, Μάγκνους Μίλανγκ, Τόμας Μπο Λάρσεν και Λαρς Ράνθε χρειάστηκε να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι το πώς λειτουργούν όταν έχουν καταναλώσει αλκοόλ της τάξεως του 0,05% και του 0,1% (σε ιδιωτικές συναντήσεις και όχι στη διάρκεια των γυρισμάτων όπου τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι ανεξέλεγκτα), εκτός από το να πείσουν για την επί της οθόνης φιλία τους. Παρόλο που η ευθύνη βαραίνει και τους σεναριογράφους, στα αρνητικά πάντως, θα πρέπει να προσμετρηθεί η μη επαρκής αναφορά ή διεισδυτικότητα στην προσωπικότητα κάποιων χαρακτήρων (επί παραδείγματι, του Πίτερ). Κάτι που βέβαια, καθόλου δεν αφορά, τον χαρακτήρα που υποδύεται με τόσο παραδειγματικό τρόπο ο Μαντς Μίκελσεν. Όντας πολύ καλοί φίλοι, εκτός από συγκυριακοί συνεργάτες, ο Τόμας Βίντερμπεργκ διαμόρφωσε το σενάριο, έχοντας κατά νου τον Μαντς Μίκελσεν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, και ο τελευταίος ενέδωσε δίνοντας τον καλύτερό του εαυτό. Μάλιστα, ο Μαντς Μίκελσεν, ύστερα από εκτενείς συζητήσεις που είχε μαζί με τον Τόμας Βίντερμπεργκ, συνέδραμε και εκείνος στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που φέρει ο Μάρτιν, ενόσω κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, με αποκορύφωμα την εξωτερίκευση του συναισθηματικού κόσμου του χαρακτήρα του με τη συνδρομή του χορού, δοκιμάστηκε και σε μερικούς αξιοθαύμαστους αυτοσχεδιασμούς (είναι γνωστό, άλλωστε, πως όταν ο Μαντς Μίκελσεν εκκίνησε την καριέρα του, εργάστηκε για δέκα έτη, ως επαγγελματίας χορευτής).

Share