Ακρυλικο
Έχοντας επιλεχθεί στη δεύτερη φάση της δράσης ‘Αθήνα – Ευρώπη, παιχνίδι για 2 παίκτες’ μαζί με επιπλέον έξι κινηματογραφικές προτάσεις από το Athens Film Lab (το εκπαιδευτικό, προωθητικό και χρηματοδοτικό, παράλληλο πρόγραμμα, που εγκαινιάστηκε από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, το 2015, όμως, δυστυχώς, παρά την επιτυχημένη του διεξαγωγή, δεν επαναλήφθηκε τις επόμενες χρονιές), το ‘Ακρυλικό’ του Νίκου Πάστρα, κατάφερε να γίνει πράξη και να μην διαψεύσει τις προσδοκίες, επιβεβαιώνοντας την κρίση της πενταμελούς κριτικής επιτροπής που διάβασε και αξιολόγησε τα προτεινόμενα σενάρια (εικοσιένα τον αριθμό). Με τη συνεισφορά και του πολυπράγμονα The Boy (ή Αλέξανδρου Βούλγαρη) στο σενάριο – και τη μουσική, που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο – μια ιδέα που έχει εμπνεύσει πολυάριθμες μικρού ή μεγάλου μεγέθους ταινίες (για παράδειγμα, τις εφηβικές δραμεντί του Αμερικανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Τζον Χιουζ), στα χέρια του Νίκου Πάστρα μεταμορφώνεται σε μια οπτικά πανέμορφη και συναισθηματικά διαχυτική στιγμή. Μια ιδέα σαν και αυτή που αφορά τη σεξουαλική αφύπνιση και ενηλικίωση ενός 16χρονου κοριτσιού. Τη συμφιλίωση, ταυτόχρονα, με τον θάνατο ενός πολυαγάπητου προσώπου, όσο επονείδιστη κι αν είναι η διαδικασία εξοικείωσης με μια πραγματικότητα όπως και αυτή. Σε μια πόλη σαν την Αθήνα, που μολονότι παρουσιάζεται εγκαταλειμμένη και παρηκμασμένη (πολλώ μάλλον κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης), μπορεί ακόμη να δώσει πνοή και υπόσταση στα εξιδανικευμένα ονειρέματα μιας έφηβης. Στα επιθυμητά δημιουργήματα της φαντασίας που προσπαθούν να κρατήσουν την ανάμνηση του θανόντος ζωντανή, λίγο πριν από την αναγκαία προσαρμογή και τη μετάβαση σε μια αρκετά πιο μεστωμένη κατάσταση.
Η Μυρτώ (Δάφνη Ιωακειμίδου-Πατακιά) έχει γενέθλια και ο φακός τη συλλαμβάνει σε μια πολύ προσωπική της στιγμή. Βρισκόμαστε στο ατημέλητο, εφηβικό της δωμάτιο, και η ίδια είναι γυμνή και πλαγιασμένη μαζί με το επίσης ακάλυπτο αγόρι της τον Άρη (Νίκος Τσόλης), που έχει αποκοιμηθεί. Η Μυρτώ παραμένει προσηλωμένη στο κρεβάτι και συλλογίζεται ό,τι έχει προηγηθεί: την εμπειρία της πρώτης σεξουαλικής επαφής. Στην αρχή, με τρομάρα και απορία και εν συνεχεία, με αγαλλίαση και συγκατάβαση. Μια φευγαλέα εναλλαγή βασικών συναισθημάτων που μόλις ολοκληρωθεί, θα κινητοποιήσουν τη Μυρτώ. Θα πορευθεί στο μπάνιο για να πλυθεί και αφού επιστρέψει στο δωμάτιο για να βάλει τα ενδύματά της, στην ταράτσα της κατοικίας της. Στο δώμα που εμπρός του απλώνεται ένα τμήμα της Αθήνας. Το δώμα που νοερά αντικρίζει την άλλη πλευρά της πρωτεύουσας, που είναι και το μέρος που κατά πως υποδηλώνεται αργότερα, κάποτε κατοικούσε η Μυρτώ με όλη την οικογένειά της.
Αρκεί ένα πληκτροφόρο μουσικό όργανο όπως το αρμόνιο, για να γίνει ακόμη πιο δυνατή η διασύνδεση της ηρωίδας. Αρκεί ένας τραγουδιστικός σκοπός όπως το ‘Μενταγιόν’ του The Boy, για να ελευθερωθούν όλες εκείνες οι θαυμαστές δυνάμεις που θα την οδηγήσουν στη μητέρα της. Τον άνθρωπο που έχασε πρόωρα και της λείπει από τον βίο της. Τον άνθρωπο που σε μια τόσο κομβική, ηλιακή στιγμή, έχει παραπάνω από οποιονδήποτε άλλον ανάγκη. Για να τον ρωτήσει και να τον συμβουλευθεί αλλά και για να του εκμυστηρευθεί το μυστικό της. Η μοναχική της παρουσία σε μια συγκοινωνία το πιστοποιεί αυτό, αρκετά περισσότερο εφόσον η παροδική της παραμονή σε αυτή (φαινομενικά) διακόπτεται από τη συναπάντησή της με ένα φίλο του Άρη (Κωστής Χαραμουντάνης), που θα της επισημάνει πως κανονικά θα έπρεπε να είναι με το αγόρι της και θα καταλάβει πως δεν έχει με ποιόν να μοιραστεί το καινοφανές ερωτικό βίωμα. Ο Νίκος Πάστρας παρακολουθεί τη γεμάτη χαρμολύπη ηρωίδα του, δίχως επί της ουσίας, να παρεμβαίνει: την ακολουθεί με διακριτικότητα στη διαδρομή που κάνει στους έρημους δρόμους της νυχτερινής Αθήνας. Ελλείψει δε αρκετών διαλογικών σημείων, χρησιμοποιεί όπου απαιτείται τραγούδια του The Boy (συνθέσεις που γράφτηκαν για τις ανάγκες της ταινίας), για να καλύψει τα κενά της αφήγησης, ή και να υπογραμμίσει το συναίσθημα. Όχι απαραίτητα λιγότερο αποσπασματικά με αυτό που διαδραματίζεται και οπτικοποιείται στην οθόνη, άφευκτα όμως, υποστηρικτικά και συμπληρωματικά. Υπό τους ήχους του ‘Θέλω’ που ερμηνεύει η Joy, η Μυρτώ, φορώντας τα φωτισμένα με LED πατίνια ρόλλερ της, περιδιαβαίνει από σημείο σε σημείο του άδειου από κόσμο ιστορικού κέντρου της Αθήνας, χωρίς να ξεχνάει τον τελικό προορισμό της, που είναι να φτάσει στο μέρος που παλιότερα υπήρξε το οικογενειακό της οίκημα. Χωρίς να χάνει εντελώς την αμεριμνησία και την αθωότητά της, παρότι γνωρίζει πως από αυτή την ημέρα και έπειτα, τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο. Παρότι γνωρίζει καλά πως θα πρέπει να συνεχίσει να ανακαλύπτει τη φύση της και να δοκιμάζει καινούργιες εμπειρίες, χωρίς να μπορεί να της μοιραστεί με τη μητέρα της.
«Αθήνα, καραντίνα, είναι Αύγουστος μα ξύπνα, το άγαλμα δεν κουνιέται και κει το μαγαζί πουλιέται, του ‘βαλαν λουκέτο και εγώ σας συνθέτω / Αθήνα, μαργαρίτα, σου ‘καναν μια νίλα, μίλα, οι άντρες σου πήγαν με άλλες, σου ‘καψαν και πεδιάδες, θάλασσα είσαι ζεστή και πενθείς και εσύ / και νομίζω μια κυρία σε έναν άλλον γαλαξία το άσπρο σου στεφάνι το ‘χει για φυλαχτό, την ημέρα το χτενίζει και τη νύχτα το κοιμίζει / Αθήνα ήσουν ωραία, σε πάντρεψα μικρή», τραγουδάει η δεξιοτέχνης αρπίστρια Sissi Rada (ή Σίσσυ Μακροπούλου), που υποδύεται τη μητέρα της Μυρτώς. Πλημμυρίζοντας την οθόνη με περίσσεια μαγεία και συναίσθημα. Φέρνοντας αντιμέτωπη τη νεαρή ηρωίδα με τη σκληρή πραγματικότητα σ’ ένα αισθαντικό στιγμιότυπο που αποκορυφώνει την ταινία. Ο διευθυντής φωτογραφίας Πέτρος Νούσιας αποτυπώνει θαυμάσια τούτη τη στιγμή, όπως και εκείνη που λαμβάνει δράση στο μπαλκόνι της 16χρονης κοπέλας (η γαλαζωπή αύρα δίνει άλλη διάσταση στα τεκταινόμενα, μια και ενισχύει τη φανταστική πτυχή της ιστορίας). Ικανοποιητικά, όμως, προβάλλει και το φεγγισμένο με πολύχρωμα λαμπάκια εσωτερικό της οικίας της ή την περιδίνησή της, στους ημιφώτιστους δρόμους της Αθήνας. Ο Πέτρος Νούσιας επίσης, είναι αρμόδιος για μια σειρά από πλάνα που καταρρίπτουν τον τέταρτο τοίχο και ενισχύουν τη θέληση του σκηνοθέτη να μην είναι αντικειμενική η παρατήρηση. Ως προς αυτή την κατεύθυνση και η μέθοδος με την οποία ο μοντέρ Γιώργος Ζαφείρης ενώνει τις εικόνες. Που επιπρόσθετα, εναρμονίζονται με τα τρία καίριας σημασίας τραγούδια που προτιμώνται. Τέλος, η μεγαλωμένη στις Βρυξέλες, Δάφνη Ιωακειμίδου-Πατακιά, λίγο πριν ανοίξει τα φτερά της και σε παραγωγές εξωτερικού, ερμηνεύει με ανεπιτήδευτο και τρυφερό τρόπο ένα ον που είναι στο κατώφλι της αλλαγής.