Haulout

Έχοντας γεννηθεί στο Τικσί, μια παραθαλάσσια πόλη – λιμάνι της Δημοκρατίας των Σάχα ή Γιακουτία στη Θάλασσα Λάπτεφ, οι Μαξίμ Αρμπουγκάεφ και Ευγενία Αρμπουγκάεβα από μικρή ηλικία είχαν συναίσθηση το πώς είναι να μεγαλώνεις στον Άπω Βορρά (προπαντός η δεύτερη που είναι κάποια χρόνια πιο μεγάλη). Τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης σε ένα απόμακρο και αραιοκατοικημένο μέρος που όμως, επειδή δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένο και εύκολα προσβάσιμο παρείχε εικόνες ανείπωτης ωραιότητας. Παρότι στην αρχή αμφότεροι ακολούθησαν διαφορετική φοιτητική ή εργασιακή κατεύθυνση (σπουδές στο μάνατζμεντ η Ευγενία Αρμπουγκάεβα και απασχόληση με το χόκεϊ επί πάγου ο Μαξίμ Αρμπουγκάεφ), στη συνέχεια στράφηκαν στο πάθος τους για τη φωτογραφία ή τον κινηματογράφο, αντίστοιχα. Δεκαεννέα χρόνια μετά τη μετακόμιση από τη γενέθλια πόλη της, η Ευγενία Αρμπουγκάεβα θα επιχειρούσε να ξαναγυρίσει στο Τικσί, προσδοκώντας να ενθυμηθεί πράγματα που είχαν ξεθωριάσει εντός της. Από το 2011 και έπειτα μάλιστα, μαζί με την ευρύτερη περιφέρεια θα το επισκεπτόταν πλείστες φορές. Αποτέλεσμα τούτων των επισκέψεων θα ήταν μια σειρά από καταπληκτικά φωτογραφικά πρότζεκτ, που όλα απεικόνιζαν την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος και τις συνήθειες των εναπομεινάντων κατοίκων. Θα χρειαζόταν πάντως, ο μικρότερος της αδερφός να εγκαταλείψει μια δεκαπενταετή διαδρομή στον επαγγελματικό αθλητισμό, να αποφοιτήσει από σχολή κινηματογράφου και να γυρίσει τα πρώτα του έργα τεκμηρίωσης, μέχρις ότου πραγματοποιήσει και εκείνη το πέρασμά της στην έβδομη τέχνη.

Το 2018, οι Μαξίμ Αρμπουγκάεβ και Ευγενία Αρμπουγκάεβα θα πήγαιναν σε μια ακόμη πιο απόμερη και ολιγάνθρωπη περιοχή σε σύγκριση με το Τικσί. Το Ενουρμίνο, ένα χωριό που βρίσκεται κοντά στο ακρωτήριο Σέρντσε-Κάμεν και κατοικείται από τα υπολειπόμενα μέλη του νομαδικού αυτόχθονου πληθυσμού των Τσούκτσι. Εκεί, ευθύς αμέσως θα αισθάνονταν αρκετά ευπρόσδεκτοι από την κοινότητα και επειδή θα συνέβαινε τούτο, θα συνέχιζαν να επιστρέφουν για δύο χρόνια, φωτογραφίζοντας τον ξεχωριστό τρόπο ζωής της. Κατά κύριο λόγο, τη βάναυση κουλτούρα του κυνηγιού φαλαινών, ή και άλλων θαλάσσιων όντων στην οποία βασίζονταν οι άνθρωποι της φυλής τους για αιώνες. Ένα καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου κυνηγιού, το σκάφος στο οποίο επέβαιναν τα δύο αδέρφια θα κατέπλεε σε μια παράξενη παραλία: η άμμος ήταν σκούρου χρώματος, γιομάτη κόκαλα και μύριζε απαίσια. Στη μέση σχεδόν της παραλίας επίσης, στεκόταν μια ερειπωμένη καλύβα. Ένα παρατημένο δόμημα που λειτουργούσε σαν καραούλι για τον υδροβιολόγο Μαξίμ Τσικάλεφ, μιας και ολόγυρα κατέληγε ένας μεγάλος αριθμός θαλάσσιων ίππων ή οδόβαινων, κάθε φθινόπωρο.

Μένοντας για δύο εβδομάδες με τον Μαξίμ Τσικάλεφ στο εγκαταλελειμμένο και πρόχειρα φτιαγμένο σπίτι, έναν χρόνο αργότερα, οι Μαξίμ Αρμπουγκάεφ και Ευγενία Αρμπουγκάεβα δεν γνώρισαν μόνο έναν σπουδαίο επιστήμονα που προσπαθούσε υπό τις πιο κινδυνώδεις περιστάσεις να μελετήσει το αντικείμενο του, αλλά μέσα από την πυκνή και καταχρηστική παρουσία ενός ευμεγέθους και εντυπωσιακού θαλάσσιου θηλαστικού σαν τον θαλάσσιο ίππο, έγιναν και μάρτυρες των ραγδαίων και τρομερών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Τόσο φοβερών και έκτακτων που αποφάσισαν να επανέλθουν το 2020, για να συνοδεύσουν τις φωτογραφίες που τράβηξαν με ένα ντοκιμαντέρ. Εκτελώντας και καθήκοντα διευθυντών φωτογραφίας, πέρα από σκηνοθετών και σεναριογράφων στο ‘Haulout’ (ή ‘Exit’, όπως είναι ο αγγλικός τίτλος), οι Μαξίμ Αρμπουγκάεφ και Ευγενία Αρμπουγκάεβα απαθανατίζουν στην κάμερα μια κατάσταση που υπό το ξάγρυπνο βλέμμα του Μαξίμ Τσικάλεφ συντελείται κάθε έτος στο ακρωτήριο Σέρντσε-Κάμεν, όμως, με τον τρόπο που γίνεται τα τελευταία χρόνια εμπνέει βαθύτατο προβληματισμό και χρήζει άμεσης δράσης. Με καθόλου διαλογικά μέρη ή σημεία που να είναι επεξηγηματικά, εφόσον στηρίζονται στη δύναμη της εικόνας και του ήχου, μεταφέρουν τους θεατές σε μια ακροθαλασσιά που σε στιγμές προβάλλει απόκοσμη και εξωπραγματική, δείχνοντας την εξαιρετικά δυσχερή θέση στην οποία έχουν περιέλθει οι οδόβαινοι, εξαιτίας της καταστρεπτικής επιτάχυνσης της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Ο άνεμος είναι θυελλώδης και η θάλασσα φουρτουνιασμένη σε αυτή τη μεριά της υφηλίου όπου τίποτα άλλο δεν υπάρχει εκτός από ένα φαγωμένο κουφάρι ενός πλεούμενου και ένα χαμόσπιτο σαν και αυτό που για τρεις με τέσσερις μήνες, κάθε χρόνο, φιλοξενείται ο Μαξίμ Τσικάλεφ. Ο υδροβιολόγος που ναι μεν εμφανίζεται να χρησιμοποιεί ένα ζευγάρι κιάλια και ένα μαγνητόφωνο, όμως, σε πρώτη φάση δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς συμβαίνει σε ένα τόσο άγριο και κάθε άλλο παρά φιλόξενο μέρος. Θα χρειαστεί να περάσουν οι εβδομάδες, για να δείξουν οι Μαξίμ Αρμπουγκάεφ και Ευγενία Αρμπουγκάεβα ότι ο χώρος που αυτός ο άνθρωπος περιστασιακά διαμένει έχει περικυκλωθεί ασφυκτικά από θαλάσσιους ίππους. Από εκατοντάδες χιλιάδες οδόβαινους που επειδή έχουν λιώσει οι πιο πολλές διάσπαρτες επιφάνειες πάγου στις οποίες υπό κανονικές συνθήκες ξαποσταίνουν, εξαναγκάζονται να βγουν στη φαινομενικά πιο κοντινή αμμουδιά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Μαξίμ Τσικάλεφ, χονδρικά σε εκατό χιλιάδες λογαριάζονται οι θαλάσσιοι ίπποι που ξεβράστηκαν στην παραλία του Αυτόνομου θύλακα Τσουκότκα, το 2020. Αριθμός που συνιστά αρνητικό ρεκόρ στα χρονικά και για να καταφέρουν να αποτυπώσουν με τον φακό τον πρωτόγνωρο όγκο του οι Μαξίμ Αρμπουγκάεφ και Ευγενία Αρμπουγκάεβα επιστράτευσαν και ένα drone.

Είναι τόσο αποπνικτική και αδιαπέρατη η κατάσταση που διαμορφώνεται στην ακρογιαλιά, που ο Μαξίμ Τσικάλεφ και οι δύο κινηματογραφιστές φιλοξενούμενοι του χρειάζεται να προσέχουν πολύ. Παρά το τεράστιο παρουσιαστικό και το απειλητικό ύφος των οδόβαινων είναι οι τελευταίοι πάντως, που περισσότερο τρομοκρατούνται και αισθάνονται κακόβολα. Δεν έχουν συνηθίσει να στοιβάζονται κατά το καθιερωμένο μεταναστευτικό τους ταξίδι σε περιοχές που θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο μεγάλη η παρουσία του ανθρώπινου είδους. Και το χειρότερο επειδή είναι σημαντική η απόσταση που απαιτείται να διανύσουν από την ακτή μέχρι το σημείο της θάλασσας που βρίσκεται μαζεμένη η τροφή τους, ουκ ολίγοι από αυτούς δεν το κατορθώνουν: επανέρχονται κατάκοποι και ξεψυχούν στην παραλία. Σε ένα σοκαριστικό στιγμιότυπο που ακολουθεί και δείχνει τον αιγιαλό να είναι αρκετά πιο άδειος, δεκάδες θαλάσσιοι ίπποι παραμένουν ανησυχητικά ακούνητοι. Έχουν πεθάνει και ο Μαξίμ Τσικάλεφ περιφέρεται γύρω τους, επιδιώκοντας να καταγράψει με το μαγνητόφωνό του το πώς τους εντόπισε και τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. Σαν να μην έφτανε όλος αυτός ο αδιανόητος ζόφος που κυριαρχεί στην παραλία, εξαιτίας της ανέλεγκτης ανθρωπογενούς δραστηριότητας που δεν λέει να καταλαγιάσει, η εύρεση ενός νεαρού σε ηλικία οδόβαινου στο πλευρό της σκοτωμένης μητέρας του κάνει ακόμη πιο δυσάρεστα τα πράγματα. Πολλώ μάλλον από τη στιγμή που έτσι όπως είναι εξασθενημένος πρέπει να βουτήξει μονάχος του και να ξανοιχτεί στα βαθιά, για να βρει την τροφή του. Με τούτα και με κείνα, κατά κάποιο τρόπο, μέσα από την ιστορία που αφηγούνται με υποδειγματική χρήση των τεχνικών μέσων και σωστή διαχείριση του κινηματογραφικού χρόνου οι δύο συν-δημιουργοί του ‘Haulout’, οι θεατές είναι σαν να παρίστανται διαμέσου της κλιματικής κρίσης. Στο επίκεντρο μιας εν εξελίξει καταστροφής, που ολιγάριθμοι άνθρωποι την παρακολουθούν επισταμένα και από κοντά, για να μπορέσουν να κάνουν διαθέσιμα τα ευρήματα που συγκεντρώνουν και στον υπόλοιπο κόσμο. Όπως αναγράφεται και στο σκηνοθετικό σημείωμα του ‘Haulout’, «Αυτό το ντοκιμαντέρ αποτελεί μια αναφορά στις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην περιοχή της Αρκτικής και ταυτόχρονα, έναν φόρος τιμής στην ακατάπαυστη αφοσίωση των επιστημόνων που εργάζονται σε αυτά τα εδάφη με πολύτιμη προσωπική δέσμευση».

Ολοκληρώνοντας το κείμενο, αξίζει να αναφερθεί πως όσο κι αν οι Μαξίμ Αρμπουγκάεφ και Ευγενία Αρμπουγκάεβα λόγω της γειτνιάζουσας καταγωγής τους και των φωτογραφικών ή κινηματογραφικών σχεδίων που είχαν αναλάβει στο παρελθόν υπήρξαν εξοικειωμένοι με καιρικές συνθήκες σαν και αυτές που βλέπουμε στην ταινία, τίποτα δεν μπορούσε να τους προετοιμάσει για το πόσο απαιτητικό θα ήταν το να διατηρηθούν περίπου εσώκλειστοι και απομονωμένοι σε μια κατασκευή που όχι μόνο στεκόταν δύσκολα όρθια, αλλά επειδή αυτή ορισμένες φορές περιστοιχιζόταν από εκατοντάδες χιλιάδες θαλάσσιους ίππους, έπρεπε να είναι υπέρμετρα προσεχτικοί: είτε για να αλλάξουν μπαταρίες στις κάμερες και να ανάψουν κάποιο θερμαντικό σώμα είτε για να μετακινηθούν στον χώρο και να γευματίσουν. Έπρεπε να δίνουν βάση στο κάθε τι, για να μην αναστατώσουν τα ογκώδη και επιβλητικά θαλάσσια θηλαστικά, άλλο που επειδή υπήρχαν σημεία ανοιχτά στο κτίσμα, μερικά έμπαιναν τυχαία μέσα και στη θέα των ανθρώπων ταράζονταν. Κατά μια έννοια, έμαθαν να συντονίζονται με τα ζώα σε σημείο που η γραμμή της διάκρισης να είναι θολή. Με εξαίρεση το γενικό πλάνο, που όπως ειπώθηκε, έγινε χρήση drone και το έξοχα γυρισμένο μονοπλάνο που δείχνει πως έρχονται σε απόσταση μηδενική με τους οδόβαινους όταν βλέπουν πως περιβάλλονται από αυτούς, για να καταφέρουν να τους κινηματογραφήσουν έπρεπε να τραβήξουν βίντεο από κάθε πιθανό σημείο του χαμογιού (την εξώπορτα, την οροφή, ή τις ρωγμές στους τοίχους).

Share