Pindorama (Transitions 2. Latin America)
”Η έννοια της συλλογικότητας, πώς από το ατομικό περνάμε στο συλλογικό, πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε μια κοινότητα ιδεών, ονείρων και συναισθημάτων στην οποία συμμετέχει και το κοινό”. Με αυτό τον σαφή και περιεκτικό τρόπο, η ίδια η Λία Ροντρίγκες (χορογράφος και δημιουργός της ομάδας Lia Rodrigues Companhia de Dancas), θα συνόψιζε στη συζήτηση που ακολούθησε, τα όσα με καθηλωτικό και αν μη τι άλλο πρωτότυπο τρόπο παρακολουθήσαμε επί 80 λεπτά στο εικαστικό και συμμετοχικό δημιούργημα που ακούει στο όνομα Pindorama.
Η λέξη Pindorama παραπέμπει στο τοπίο. Σε ένα άγριο, παρθένο και αχαρτογράφητο τοπίο που παρέμεινε έτσι μέχρι την άφιξη των Πορτογάλων κατακτητών. Σε αυτό το τοπίο επιχείρησε να μας εισαγάγει η Ροντρίγκες και η ομάδα της. Αρχικά, το ανυποψίαστο κοινό εισχώρησε στην υποφωτισμένη σκηνή και για λίγο περιπλανήθηκε στον κενό από καθίσματα (ελάχιστα για κάποιους υπερήλικες) και από οποιοδήποτε άλλο σκηνογραφικό εύρημα (με εξαίρεση κάποιες διπλωμένες πετσέτες), χώρο.
Όταν όλοι οι θεατές ‘βρήκαν’ τις θέσεις τους κάποιοι από τους χορευτές, που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμεναν διακριτικά στα δύο άκρα της σκηνής, μπήκαν ανάμεσα στο πλήθος και οδηγήθηκαν στο κέντρο. Εκεί, αφού γονάτισαν άρχισαν να ξετυλίγουν αργά και σταθερά μια τεράστια επιφάνεια από πλαστικό. Η επιφάνεια αυτή αποτέλεσε τον ορθογώνιο καμβά πάνω στον οποίο εκτυλίχθηκαν τα δύο από τα τρία μέρη της παράστασης. Γύρω από τις δύο μεγάλες οριζόντιες πλευρές της επιφάνειας αυτής, το κοινό, όρθιο ή καθήμενο οκλαδόν (στην πλειοψηφία) έμελλε να παρακολουθήσει τα δύο αυτά μέρη.
Μέχρι να προσαρμοστούν, οι ασυνήθιστοι σε τέτοιες περιστάσεις, θεατές, οι χορευτές αράδιασαν πάνω στην ελεύθερη αυτή επιφάνεια μπαλίτσες που είχαν μέσα τους νερό και χωρίστηκαν με ισόποσο τρόπο στις δύο κάθετες πλευρές του πλαστικού. Λίγο μετά, μια γυναικεία παρουσία θα κάνει την εμφάνιση της και θα αρχίσει να περπατάει πάνω στην επιφάνεια, θα σωριαστεί κάτω και θα κυλιστεί. Κάποιες από τις μπαλίτσες με το νερό θα σπάσουν και η ίδια θα αρχίσει να έρπει με πρωτόγονο και αισθαντικό τρόπο στην προσπάθεια της να βρει τα βήματα της σε αυτό τον κόσμο.
Την ποιητικότητα της στιγμής, θα ενισχύσουν στην αρχή και θα διαταράξουν στη συνέχεια οι (παραταγμένοι στις κάθετες πλευρές) υπόλοιποι χορευτές. Με απόλυτα συγχρονισμένες και μεθοδικές κινήσεις θα αρχίσουν να κινούν το πλαστικό. Πραγματικά, δεν θα μπορούσα να φανταστώ πιο ευρηματική χρήση αυτού του υλικού. Στην αρχή, η εικόνα θα θυμίσει ρυάκι και η ατμόσφαιρα θα είναι ειδυλλιακή. Ο ήχος του αέρα, η αίσθηση του νερού, η πρωτόπλαστη γυμνή παρουσία θα δημιουργήσουν όμορφες εικόνες και αρχέγονους συνειρμούς στο κοινό.
Στη συνέχεια, όμως, το ρυάκι θα γίνει πιο ορμητικό και η ροή του θα αναγκάσει την ηρωίδα μας να κινηθεί αβέβαια και με πιο γρήγορο ρυθμό. Με αμείωτη ένταση τα στοιχεία της φύσης θα δράσουν με αποκαλυπτικό τρόπο πάνω της συμπαρασύροντας κυριολεκτικά και εμάς. Η ηρωίδα μας θα εγκλωβιστεί, θα μεταφερθεί από τη μια όχθη στην άλλη και θα τσακιστεί. Δεν θα το βάλει, όμως, κάτω, θα επιχειρήσει να δαμάσει τα στοιχεία αυτά και σε μεγάλο βαθμό θα το καταφέρει.
Η πρωτόγνωρη αυτή εικόνα είναι ιδιαίτερα βίαιη και υπερρεαλιστική, το κοινό βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής και παρακολουθεί τα της σκηνής τεκταινόμενα. Άλλοι θέλουν να αντιδράσουν απλώνοντας ένα χέρι βοηθείας ενώ άλλοι αποσβολωμένοι παρατηρούν τον τρόπο με τον οποίο κοκκινίζει το χτυπημένο στα ‘βράχια’ και τα ‘κύματα’ αβοήθητο σώμα της. Στο τέλος, μετά από μια υπερπροσπάθεια που ξεπερνάει τις ανθρώπινες αντοχές η ηρεμία πάλι θα επέλθει, η ηρωίδα μας θα σηκωθεί και θα αποχωρήσει.
Το δεύτερο μέρος θα είναι ακόμη πιο βίαιο, ακόμη πιο έντονο και ρεαλιστικό. Στην επιφάνεια του πλαστικού θα εισέλθουν περισσότερα σώματα, τόσο γυναικεία όσο και αντρικά. Το καθένα θα ακολουθήσει τη δική του πορεία, κάποια από αυτά θα διασταυρωθούν. Στα χέρια των παρακείμενων καθοδηγητών το πλαστικό θα χρησιμοποιηθεί με διαφορετικό, απ’ ότι προηγουμένως, τρόπο και θα μετατραπεί σε φονικό όπλο. Οι χειριστές του πλαστικού θα συμπεριφερθούν σαν κονκισταδόροι θα παρέμβουν στο παρθένο αυτό τοπίο με σκοπό να το κατακτήσουν. Για να το πετύχουν θα πρέπει να αφανίσουν τον γηγενή πληθυσμό που βρίσκεται πάνω του.
Οι χορευτές θα παγιδευτούν και θα απεγκλωβιστούν πολλές φορές αλλάζοντας διαρκώς σχηματισμούς, στάσεις και συμπεριφορές. Τα σώματα αυτά, σαν ζωντανά γλυπτά που ξεπήδησαν από τις ‘Πύλες της Κολάσεως’ του Ροντέν θα μπλεχτούν, θα προσπαθήσουν να στηριχθούν το ένα πάνω στο άλλο και να αλληλοβοηθηθούν. Δεν θα τα καταφέρουν, θα λυγίσουν και θα κατατροπωθούν. Σε μια παρατεταμένη σκηνή που κόβει την ανάσα, κάποιοι θα τραυματιστούν σοβαρά, άλλοι θα σφαγιαστούν περίτεχνα και κάποιοι θα πέσουν θύματα κανιβαλισμού.
Είναι ανατριχιαστικός και βασανιστικός ο τρόπος με τον οποίο εξιστορείται η ιστορία της Πανδόρας – της Βραζιλίας. Στο τέλος, οι κονκισταδόροι με ηγεμονικό τρόπο θα περιδιαβούν. Θα μαζέψουν την ανθρώπινη λεία αφού πρώτα εξασφαλίσουν πως αυτή έχει υποφέρει αρκετά μέσα από την πνιγηρή ασφυξία που θα της προκαλέσουν. Θα την στοιβάξουν και θα την παραμερίσουν. Η κατάκτηση έχει επιτευχθεί. Όταν αδειάσει από τις νεκρές αυτές σάρκες η πλαστική επιφάνεια, ένας έγχρωμος θα τυλίξει το υλικό, θα το σηκώσει στις πλάτες του και θα αποχωρήσει.
Στην τρίτη και τελευταία πράξη, η ιστορία θα μεταφερθεί από το χθες στο σήμερα και η δράση από το κέντρο της σκηνής θα απλωθεί στον χώρο με τους χορευτές να παρεισφρέουν στο πλήθος καταργώντας με αυτό τον τρόπο κάθε θεατρική σύμβαση. Οι χορευτές θα αρχίσουν να περιπλανιούνται τοποθετώντας αταξινόμητα ουκ ολίγες μπαλίτσες από νερό στο έδαφος. Κάποιες από αυτές θα περικυκλώσουν τους θεατές και αυτοί από αμφιβολία και φόβο θα μετακινηθούν και θα οπισθοχωρήσουν. Κάποιοι λίγοι θα παραμείνουν καθήμενοι μέχρι να οδηγηθούν και αυτοί σε άτακτη υποχώρηση, καθώς οι χορευτές κρατώντας μπουκάλια από νερό θα περιλουστούν με αυτά ακριβώς δίπλα τους.
Στο σημείο αυτό, οι χορευτές δίνοντας την εντύπωση πως βρίσκονται σε κατάσταση παροξυσμού θα αρχίσουν να κυλιούνται με ορμή στο δάπεδο προς πάσα κατεύθυνση. Σπάζοντας αρκετές από τις μπαλίτσες με το νερό θα επιχειρήσουν να δημιουργήσουν ένα υγρό τοπίο μέσα στο άνυδρο σκηνικό, που δεν θα είναι όμως αρκετό για να τους προστατέψει από την έλλειψη οξυγόνου. Σαν ψάρια έξω από το νερό θα αναζητήσουν σημεία διαφυγής και θα επιδοθούν σε έναν αγώνα επιβίωσης. Η αρχική μανία θα αντικατασταθεί με αργές και ξεψυχισμένες κινήσεις και ο αγώνας αυτός ως ένα σημείο θα εξαρτηθεί και από το ίδιο το κοινό.
Ο κόσμος αμήχανος σε όλο αυτό θα αρχίσει να μετακινείται με αμείωτο ρυθμό από τη μια άκρη της σκηνής στην άλλη. Η κινητικότητα αυτή θα έρθει σε απόλυτη αντίστιξη με τις απεγνωσμένες και αργές κινήσεις των ανήμπορων χορευτών. Η όρθια θέση των θεατών, θέση ισχύος εξ ορισμού, θα φέρει σε ταπεινωτική θέση τα πεσμένα κορμιά ενώ η λάγνα ματιά θα τα διαπεράσει με παραβατικό τρόπο.
Προσωπικά μιλώντας, όλη αυτή η εικόνα μου προκάλεσε ασφυκτικό άγχος ενώ η ακόρεστη και ηδονιστική στάση της πλειοψηφίας των θεατών τρόμο και αηδία. Ήθελα να σκύψω και να προστατέψω αυτά τα γυμνά κορμιά, ήθελα να τα βοηθήσω και να τα σώσω από τις αδιάκριτες ματιές ενός καταναλωτικού και αδηφάγου καλλιτεχνόφιλου κοινού. Δεν τα κατάφερα όμως, λίγο πριν κλείσουν τα φώτα, το κοινό είχε περικυκλώσει με κανιβαλιστικές διαθέσεις τα γυμνά αυτά σώματα. Τη συνέχεια μπορεί να τη φανταστεί κανείς μέσα στο πνιγηρό σκοτάδι.
Το τελευταίο μέρος αποτέλεσε και ένα ενδιαφέρον σχόλιο, μια κριτική αποτίμηση για τον τρόπο που αντιμετωπίζει η σύγχρονη τέχνη το ανθρώπινο σώμα: Πώς το γυμνό μετατρέπεται σε κάτι το απαραίτητο, το οικείο και το ποιητικό; Πόσο εύκολα το τελευταίο μπορεί να αγγίξει το επιτηδευμένο και το προκλητικό; Και πώς αυτό μπορεί στη συνέχεια να χρησιμοποιηθεί από ένα φιλότεχνο κοινό για να ικανοποιήσει τα πιο απαιτητικά και καταπιεσμένα του ένστικτα; Πόσο έτοιμο είναι το κοινό αυτό για να αντικρίσει και να αγκαλιάσει και το δικό του γυμνό και απροστάτευτο σώμα; Ποιά είναι τα όρια αλληλεπίδρασης και συμμετοχής ανάμεσα στον θεατή και τον ηθοποιό; Και ποιά η διαφορά ανάμεσα στον σωματικό πόνο του ερμηνευτή και τον πνευματικό του θεατή;
Άλλο ένα σχόλιο που θα μπορούσε να γίνει, αφορά την αλόγιστη χρήση του νερού που γίνεται στην παράσταση και τη δημιουργική χρήση που απολαμβάνει ένα ευτελές υλικό, όπως το πλαστικό. Είναι ειρωνικό πως ένα θανατηφόρο υλικό σαν κι αυτό μετατρέπεται σε θάλασσα στην πρώτη πράξη. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και τραγικό μιας και μέσα από αυτό θα ξεπροβάλλουν ζωές που ασφυκτιούν και αδυνατούν να επιβιώσουν. Το δε νερό ναι μεν χρησιμοποιείται επιπόλαια, είναι όμως μικρές οι εστίες και όχι αρκετές για να καλύψουν ολόκληρες επιφάνειες. Ίσως δεν επαρκή πια για κάτι τέτοιο ή τα αποξενωμένα αυτά πλάσματα δεν έχουν πρόσβαση πλέον σε αυτό.
Η ιστορία κάθε επίγειου παραδείσου έχει γραφτεί και θα συνεχίσει να γράφεται με τα πιο μελανά χρώματα και αυτό κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αλλά και δεν επιτρέπεται να το παραμερίζει και να το ξεχνά. Μέσα από δύο συγκλονιστικά ενορχηστρωμένες σκληρές εποποιίες και μια πιο αφαιρετική αλλά εξίσου δυνατή, το αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με μια μεγάλη χώρα, έναν σπουδαίο πολιτισμό που κουβαλάει σαν βαριά κληρονομιά μια αιματοβαμμένη παράδοση και μια τραγική Ιστορία που αγγίζει τα όρια της γενοκτονίας.
Από τα μαγευτικά τοπία και την παρθένα φύση του Αμαζονίου θα μεταφερθούμε στις εκατόμβες νεκρών και τις ορδές αιχμαλωτισμένων ιθαγενών από τους Πορτογάλους κατακτητές και από εκεί στις στοιβαγμένες αξιοθρήνητες παραγκουπόλεις των σύγχρονων καπιταλιστικών μεγαλουπόλεων. Σαν τα αβοήθητα παιδιά ενός κατώτερου θεού, οι ερμηνευτές, θα επιχειρήσουν μέσα από σταθερά πατήματα να βρουν τη θέση τους στον παρηκμασμένο και αλλότριο αυτό κόσμο. Σε μια απέλπιδα και άνιση προσπάθεια θα απλώσουν τα χέρια τους στους προύχοντες μήπως και βρουν κάποια σανίδα σωτηρίας. Οι τελευταίοι όμως θα αρνηθούν να την παρέχουν. Μόλις ικανοποιήσουν την ακόρεστη δίψα τους για χρήμα και εξουσία θα χρησιμοποιήσουν υπερβολική βία και θα σκορπίσουν καταστροφή για να εξασφαλίσουν πως τα παρανόμως κεκτημένα θα διατηρηθούν.