Ο Νομος Της Αγορας

Ένα χρόνο μετά, από το αξιοπρεπές εργασιακό δίλημμα που τοποθέτησαν στον πυρήνα του γνώριμου, νεορεαλιστικού τους προβληματισμού, οι Βέλγοι αδερφοί Νταρντέν (‘Δύο μέρες, Μια νύχτα’), ένας άλλος σκηνοθέτης, ο Γάλλος Στεφάν Μπριζέ, ακολουθεί τα χνάρια τους και παραδίδει ένα εργασιακό δράμα που αγγίζει τις παρυφές του ψυχολογικού θρίλερ. Τη συγκλονιστική, Μαριόν Κοτιγιάρ (κρατούσε την ταινία των Νταρντέν στους στιβαρούς της ώμους), διαδέχεται, ένας αξιοσημείωτος, Βενσάν Λιντόν (για τον ρόλο αυτό τιμήθηκε με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών) στον ‘Νόμο της Αγοράς’. Στις σκοτεινές μέρες του νέου, εργασιακού μεσαίωνα, ο Στεφάν Μπριζέ, αναλαμβάνει την υποχρέωση να πλάσει έναν χαρακτήρα που βρίσκεται πολύ κοντά σε ότι περνάει ο μέσος, Ευρωπαίος εργαζόμενος. Με χαμηλόφωνη ένταση και διακριτική μα διεισδυτική ματιά, ο σκηνοθέτης, δημιουργεί το καθημερινό πορτραίτο ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για την προσωπική και οικογενειακή του επιβίωση στο περιβάλλον ενός ακραία μεταβαλλόμενου και ανταγωνιστικού συστήματος. Εκεί, όπου όλοι είναι αναλώσιμοι και κανένας δεν μπορεί να εμπιστευθεί ή να υποστηρίξει τον άλλον από τρόμο μήπως χάσει και τη δική του θέση.

Χωρίς να παρουσιάζει κάτι καινούργιο ή να το προσεγγίζει με διαφορετικό τρόπο, ο άσημος μέχρι πρότινος, σκηνοθέτης, κατορθώνει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή στην προσπάθεια που καταβάλλει ο πρωταγωνιστής (Τιερί) να παραμείνει αλώβητος. Μέσα από μια ψυχοφθόρα διαδικασία που θα τον φέρει αντιμέτωπο με το πλέον εξοντωτικό και αδυσώπητο πρόσωπο της εργασίας, ο Τιερί, θα συνειδητοποιήσει πως αυτό που πρωτίστως προέχει είναι η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Από την πρώτη σκηνή της ταινίας, ο Τιερί, πιστοποιεί, πως μολονότι απολύθηκε από την εργασία του, δεν δείχνει έτοιμος να υπαναχωρήσει. Είναι τέτοιες οι ανάγκες, οι ευθύνες και οι υποχρεώσεις, που δεν διαθέτει μεγάλα περιθώρια για να επαναπαυθεί. Δεν μπαίνει καν στη χρονοβόρα και ατελέσφορη (;) διαδικασία να διεκδικήσει δια της νόμιμης οδού τα δεδουλευμένα του από το εργοστάσιο που απολύθηκε. Με την φροντίδα του κράτους, περνάει από το ένα πρόγραμμα στο άλλο, μόνο και μόνο, για να συνειδητοποιήσει πως η εκπαίδευση που λαμβάνει δεν είναι αρκετή. Η παράλογη αγορά εργασίας αναζητάει, εκ των πρότερων, έμπειρα και εξασκημένα άτομα ή χωρίς ιδιαίτερες μισθολογικές απαιτήσεις και ο Τιερί, δεν πληροί αυτές τις προδιαγραφές.

Ο Νόμος Της Αγοράς_1

Στις αρχικές σκηνές, ο Στεφάν Μπριζέ, ξεμπροστιάζει τον εθνικό οργανισμό απασχόλησης για την αναποτελεσματικότητα και την επίφαση προστασίας (η συμβουλευτική υποστήριξη, τα προγράμματα και τα επιδόματα), ενώ δεν διστάζει να στιλιτεύσει και τις απαρχαιωμένες μεθόδους με τις οποίες πορεύονται και λειτουργούν οι αποδυναμωμένες, συνδικαλιστικές οργανώσεις, τη στιγμή που οι υποχρεώσεις του καθενός (δάνεια για το σπίτι, το αυτοκίνητο ή τις σπουδές) μπορούν ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν σε μια ατομικιστική κατεύθυνση. Η τελευταία, όσο προσοδοφόρα μπορεί να είναι για τις εταιρείες, φαντάζει αναπόφευκτη και για τον πρωταγωνιστή. Με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα, ο Τιερί, θα επιδοθεί στο ανταγωνιστικό κυνήγι για να βρει μια αξιοπρεπή και αμετάβλητη θέση εργασίας. Ο Στεφάν Μπριζέ, παρουσιάζει, χαρακτηριστικές σκηνές από τα στάδια αυτής της αναζήτησης και τις διαποτίζει με υποδερμικό χιούμορ. Είναι τόσο υπερβολικές και ανεξάντλητες οι απαιτήσεις ενός εργοδότη, κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συνέντευξης, που δεν προκαλεί μόνο τον εκνευρισμό του θεατή, αλλά και τον ειρωνικό γέλωτα. Ο Τιερί θα δεχθεί κάθε παράλογη εργασιακή απαίτηση, μόνο και μόνο, για να εισπράξει μια υπαινικτική, αρνητική απάντηση.

Αποκορύφωμα σε όλο αυτό, θα σταθεί ένα σεμινάριο για το ποιος είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος για να πραγματοποιηθεί μια συνέντευξη σαν και αυτή. Τ’ ότι όλοι οι συμμετέχοντες θα εκφράσουν τη γνώμη τους και θα υποδείξουν και κάποιο λάθος (την εκφορά του λόγου, το στήσιμο του σώματος, την ταχύτητα των αποκρίσεων, την προδιάθεση του ερωτώμενου) δείχνει πως, αργά ή γρήγορα, όλοι γίνονται συνένοχοι και ακολουθούν τον τρόπο σκέψης και τη λογική ενός παράφρονος συστήματος. Είναι, όμως, ο τρόπος που σκηνοθετείται μια τέτοια σκηνή που την κάνει τόσο σπουδαία. Ο Στεφάν Μπριζέ, προοδευτικά, απομονώνει το πρόσωπο του πρωταγωνιστή και παρακολουθεί τις κυμαινόμενες αντιδράσεις του από τον ακατάσχετο βομβαρδισμό παρατηρήσεων και επισημάνσεων. Μια μέθοδος που αποδίδει και σε άλλες σκηνές με τον απροσποίητο και μακρόσυρτο τρόπο που ο κινηματογραφικός φακός διεισδύει στη ψυχολογία του Τιερί. Όπως είναι αναμενόμενο, η οικογενειακή πίεση και η αδυναμία διευθέτησης των οικονομικών εκκρεμοτήτων, θα οδηγήσει τον Τιερί σε μια επαγγελματική θέση που θα είναι υποδεέστερη των προσόντων και των πραγματικών του δυνατοτήτων. Ακόμη κι έτσι, ο Τιερί, θα επιδείξει απαράμιλλη προσήλωση και σοβαρότητα.

Ο Νόμος Της Αγοράς_2

Η αναγκαιότητα του για απασχόληση και η δυσκολία να το πραγματώσει στον τομέα που επιθυμεί θα μετριάσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες και θα τον οδηγήσει στην αμφίσημη θέση του προσωπικού ασφαλείας σε εμπορικό κέντρο. Εκεί, ο Τιερί θα έρθει αντιμέτωπος με έναν ολότελα διαφορετικό επαγγελματικό χώρο. Από τη συνεργατική, τεχνική δουλειά στο εργοστάσιο, όπου δούλευε προηγουμένως, θα τοποθετηθεί στους αχανείς διαδρόμους, ενός πολυσύχναστου εμπορικού καταστήματος ή απομονωμένος στο περίκλειστο δωμάτιο παρακολούθησης. Από τον πιο ακίνδυνο πελάτη, μέχρι τον πιο οικείο συνάδελφο, ο Τιερί, μαθαίνει, πως όλοι είναι εν δυνάμει κλέφτες και ουδείς δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν. Ο Στεφάν Μπριζέ, εισέρχεται στο εμπορικό κέντρο, χρησιμοποιεί τις κάμερες του κυκλώματος για να περιπλανηθεί στον χώρο, επικεντρώνεται στο συνοφρυωμένο πρόσωπο του Τιερί και προσπαθεί να εντοπίσει πιθανούς παραβάτες. Ο καθημερινός εγκλωβισμός στο δωμάτιο της ανάκρισης μετατρέπεται σε μια ψυχοφθόρα, ανυπόφορη διαδικασία, τόσο για το προσωπικό ασφαλείας, όσο και για τους κατηγορούμενους. Οι περιπτώσεις που θα διαβούν το κατώφλι του αναπόδραστου δωματίου θα είναι ορισμένες και χαρακτηριστικές.

Πελάτες που ληστεύουν από κακή συνήθεια ή επειδή δεν έχουν χρήματα και εργαζόμενοι που παρακρατούν τα εκπτωτικά κουπόνια ή προσθέτουν πόντους στην κάρτα τους από τις αγορές που κάνουν οι πελάτες.  Σε τέτοιο απελπιστικό, ντροπιαστικό σημείο, έχουν φτάσει κάποιοι εργαζόμενοι που μαζεύουν με παραβατική προσήλωση τις πενιχρές προσφορές της εταιρείας. Η τελευταία, αντί να αυξήσει τους μισθούς τους, επινοεί συνεχώς μεθόδους για να της επιστραφούν. Ο Στεφάν Μπριζέ, πραγματοποιεί μια καταβύθιση και υποδεικνύει τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αντοχής. Δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πιο ενδεδειγμένο χώρο απ’ αυτόν που επέλεξε. Τα ηθικά διλήμματα που ταλανίζουν τον ήρωα (η έννοια της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, συγκρούεται διαρκώς, με την επίκληση της νομιμότητας και του επαγγελματικού καθήκοντος) παραμένουν ερμητικά αδιαπέραστα. Μέσα από τον ελεγχόμενο και πειθήνιο χαρακτήρα του Τιερί ερευνάται το κατώτατο σημείο που μπορεί να οδηγηθεί κάποιος για να εξασφαλίσει και να διατηρήσει μια οποιαδήποτε θέση εργασίας. Στο πρόσωπο του Τιερί, αποτυπώνεται με ανατριχιαστικό τρόπο, η αγωνία, η ανασφάλεια και οι θυσίες που χρειάζεται να καταβάλλουν εκατομμύρια άνεργοι πολίτες.

Ο Νόμος Της Αγοράς_3

Αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής και κοινωνός της ιστορίας δεν είναι άλλος από τον Τιερί. Ο Βενσάν Λιντόν, προσεγγίζει με εξαιρετική λεπτότητα την ευαίσθητη ψυχοσύνθεση του Τιερί. Ερμηνεία απαιτητική και συγκρατημένη, που σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στις σιωπές, την έκφραση του βλέμματος και τις κινήσεις. Ο χαρισματικός πρωταγωνιστής, εξωτερικεύει κάποια από τα βασικά συναισθήματα (φόβος, απογοήτευση, υπομονή, αγωνία). Ο τρόπος με τον οποίο θα βιώσει τις περισσότερες από τις καταστάσεις όμως, θα παραμείνει μέχρι το τέλος, κάτω από τη μελαγχολική και βαρύθυμη προστασία του γλαφυρού του βλέμματος. Χαρακτηριστικό είναι, πως δεν έχει ούτε ένα οργισμένο ή εκκωφαντικό στιγμιότυπο. Ακόμη κι έτσι, η ερμηνεία του πάλλεται συνέχεια, δίνοντας την ισχυρή πεποίθηση πως ανά πάσα στιγμή, ο ήρωάς μας, δεν θα αντέξει και θα εκραγεί. Την εντύπωση της επικείμενης έκρηξης ενισχύει και ο σκηνοθέτης. Ο Στεφάν Μπριζέ, ακολουθεί τον Βενσάν Λιντόν με ένταση και νεύρο, δίχως όμως, να είναι προσποιητά τρεμάμενη η κάμερα. Αποφεύγει να τον εκβιάσει συναισθηματικά και πετυχαίνει να αναδείξει την αλήθεια του, μέσα από μερικές ειλικρινείς στιγμές. Υπάρχουν περιστάσεις, που η κάμερα μένει αποστασιοποιημένη και τον παρατηρεί (η διαδικτυακή συνέντευξη) ή τον προσεγγίζει και τον αφουγκράζεται (το σεμινάριο για τη συνέντευξη) ή τον τοποθετεί στο παρασκήνιο και προσμένει μια αντίδραση (η ανάκριση).

Ο ‘Νόμος της Αγοράς’, κινηματογραφικό επακόλουθο μιας εφιαλτικής και αναπόδραστης, εργασιακής πραγματικότητας, απεκδύεται οτιδήποτε παράταιρο ή φτιασιδωμένο. Η χρήση μουσικής σύνθεσης, η στυλιζαρισμένη φωτογραφία, το δεξιοτεχνικό μοντάζ δεν έχουν θέση εδώ. Η ρεαλιστική απεικόνιση ακολουθεί τις διδαχές ενός στρατευμένου κινηματογράφου στα πρότυπα των αδερφών Νταρντέν και του Ρομπέρ Μπρεσόν. Οι μόνες στιγμές που ένα τραγούδι θα κάνει την εμφάνιση του είναι γιατί εξυπηρετεί την πλοκή και για να μετριάσει τη συναισθηματική φόρτιση του Τιερί. Ακόμη και οι δεύτεροι ρόλοι φαντάζουν περίσσιοι, όπως ακριβώς, οι ανακυκλώσιμοι εργαζόμενοι που καταφθάνουν με ελπίδα και αποχωρούν με απόγνωση. Ο Στεφάν Μπριζέ, καταθέτει, την αγωνιώδη, προδιαγεγραμμένη (;) πορεία ενός ανθρώπου στον κυκεώνα ενός αδυσώπητου συστήματος. Ο ήρωας του (ο καθένας από εμάς), θα ακολουθήσει τους απάνθρωπους κανόνες που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη αγορά εργασίας. Παρακάμπτοντας τον βασανιστικό διδακτισμό και τη δακρύβρεχτη καταγγελία, ο Στεφάν Μπριζέ, πετυχαίνει τη συναισθηματική εξομοίωση με τον πρωταγωνιστή. Οι θεατές ακολουθούν τον Τιερί, ταυτίζονται με τις δυσκολίες του και ανησυχούν (όπως και εκείνος) για τους ανακρινόμενους χαρακτήρες. Η ιστορία του Μπριζέ, όμως, υπολείπεται από εκείνο το ουμανιστικό, ανόθευτο μήνυμα που εκπέμπουν οι τελευταίες δημιουργίες των αδερφών Νταρντέν. Ακόμη κι έτσι, ο υπαινικτικός τρόπος με τον οποίο θα ολοκληρωθεί (;) άλλος ένας κύκλος για τον ταλαίπωρο ήρωα, θα λειτουργήσει καταπραϋντικά για τον ίδιο. Το γεγονός, πως έρχεται, ακριβώς τη στιγμή, που το περιβάλλον της ταινίας αρχίζει και κατακλύζει τον θεατή, δρα λυτρωτικά και για ένα κοινό που λίγο ή πολύ βιώνει εφάμιλλη πραγματικότητα.

Share