Dheepan, Ο Ανθρωπος Χωρις Πατριδα

Τον περασμένο Μάιο, ο Γάλλος σκηνοθέτης, Ζακ Οντιάρ, επέστρεψε στο κινηματογραφικό φεστιβάλ που τον καθιέρωσε (συμμετοχή στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών και Βραβείο Σεναρίου με τη δεύτερη, μόλις, μεγάλου μήκους ταινία του, ‘Ένας πολύ διακριτικός ήρωας’ το 1996 και Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής για τον αριστουργηματικό ‘Προφήτη’, το 2009) και παρέδωσε μια ταινία που χωρίς να είναι η καλύτερη της φιλμογραφίας του ή η καλύτερη του διαγωνιστικού τμήματος (το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Λάζλο Νέμες, ο ‘Γιος του Σαούλ’ που κατέκτησε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, ήταν η ταινία που δικαιούταν περισσότερο από κάθε άλλη τη χρυσοποίκιλτη διάκριση) κέρδισε τον πολυπόθητο, Χρυσό Φοίνικα. Πάγια τακτική του εν λόγω φεστιβάλ, όπως και κάθε αντίστοιχης διοργάνωσης, να αποκαθιστά αδικίες (ο Θέοδωρος Αγγελόπουλος με το ‘Μια αιωνιότητα και μια μέρα’ το 1998 ή ο Κεν Λόουτς με το ‘Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι’ το 2006 είναι δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που κέρδισαν τον Χρυσό Φοίνικα με ταινίες, υποδεέστερες, από το σύνολο της φιλμογραφίας τους και αφού προηγουμένως είχαν πάρει κάθε άλλο πιθανό βραβείο), ο Ζακ Οντιάρ, παρέλαβε, φανερά συγκινημένος, την υψηλότερη διάκριση για μια ταινία κατώτερη των περιστάσεων και της ιδιοσυγκρασίας, που έχει επανειλημμένα αποδείξει, πως διαθέτει.

Μέρος μια αξιομνημόνευτης φιλμογραφίας, ο ‘Dheepan’, δεν θα μπορούσε να υπολείπεται καλλιτεχνικών αρετών και πυκνών αφηγηματικών νοημάτων, πόσο μάλλον όταν επιλέγει να διηγηθεί μια ιστορία που μετά και από τα πολύνεκρα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι, φαντάζει, εξαιρετικά επίκαιρη. Όχι τόσο για την καθ’ αυτή πράξη της τρομοκρατίας, όσο για τις εσωτερικές συνθήκες που επικρατούν και δύναται να γεννήσουν αποτρόπαιες ενέργειες σαν και αυτές. Ο ‘Dheepan’, εκθέτει την υποκρισία της γαλλικής κοινωνίας και τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το μεταναστευτικό ζήτημα και ως ένα βαθμό, δείχνει, πως γεννιούνται οι τρομοκράτες. Ο τρόπος που το πράττει, όμως, ενώ ξεκινάει με το γνώριμα κλιμακωτό και ταυτόχρονα, ενδοσκοπικό ύφος που χαρακτηρίζει τις ταινίες του, καταλήγει σ’ ένα αδόκιμο, απλουστευτικό και υπερβολικά δραματοποιημένο κρεσέντο που καταφθάνει για να θυμίσει πως είναι πολύ δύσκολο να αποδράσεις από τη βία από την οποία προσπαθείς να ξεφύγεις, όταν οι συνθήκες που συναντάς σε μια δυτική και επιφανειακά πιο πολιτισμένη χώρα, όχι μόνο δεν είναι ευνοϊκές, αλλά πολλές φορές καταλήγουν να είναι εξίσου βάναυσες. Έρμαια μιας τέτοιας, αναπόδραστης κατάστασης είναι και ο Ντιπάν, η Γιαλινί και η μικρή, Ιλαγιάλ.

Dheepan_1

Τρεις, άγνωστοι μεταξύ τους, άνθρωποι, θα συνενωθούν για να αναζητήσουν τη δική τους λυτρωτική διέξοδο από την κόλαση του πολέμου. Βρισκόμαστε στη Σρι Λάνκα, την περίοδο που η μειονότητα των Ταμίλ διεκδικούσε την ανεξαρτησία της (οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν το 1983 και ο εμφύλιος πόλεμος κράτησε μέχρι το 2009, χρονιά κατά την οποία ο Πρόεδρος της χώρας, Μαχίντα Ραγιαπάκσε, ανακοίνωσε την επικράτηση του κυβερνητικού στρατού). Ο Ντιπάν, αποτελεί μέρος της περίφημης, ένοπλης ομάδας των ανταρτών (Τίγρεις για την απελευθέρωση του Ταμίλ Ιλάμ) και μοναδικό επιζώντα της κοινότητας του. Απελπισμένος, καθώς είναι και λίγο πριν την ανεπιτυχή κατάληξη του ανταρτοπόλεμου θα επιχειρήσει να δραπετεύσει. Στο σημείο αυτό, θα γνωρίσει τη Γιαλινί, μια γυναίκα που επιθυμεί να φτάσει στην Αγγλία. Η Γιαλινί, θα βρει ένα ορφανό κορίτσι (Ιλαγιάλ) για να μπορέσει να πετύχει το σκοπό της μιας και τα κυκλώματα διακίνησης, όπως και οι (διατεθειμένες) χώρες υποδοχής, προτιμούν οικογένειες. Χωρίς κανέναν αρχικό ενδοιασμό, οι τρεις τους θα συναποτελέσουν μια οικογένεια και θα ταξιδέψουν μέχρι το Παρίσι. Η προσπάθεια τους, όμως, όχι μόνο για να ενταχθούν στη γαλλική κοινωνία, αλλά και για να συνυπάρξουν στην υποβαθμισμένη και περιορισμένη οικιστική ζώνη θα αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολη και επίπονη. Πόσο μάλλον, όταν οι τρεις τους δεν είναι μονάχα ξένοι σε μια χώρα, αλλά και άγνωστοι αναμεταξύ τους.

Το τελευταίο είναι κάτι που αναδεικνύει και αναπτύσσει εξαιρετικά, ο Ζακ Οντιάρ, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Από τα διερευνητικά και συνωμοτικά βλέμματα που ανταλλάσουν στο γραφείο έκδοσης των πλαστών διαβατηρίων ή στο γραφείο χορήγησης της προσωρινής άδειας, μέχρι την υποχρεωτική συμβίωση, γίνεται μια προσπάθεια να έρθουν σε επαφή και να δημιουργήσουν μια οικογένεια από την ανυπαρξία. Σε μια πολύ χαρακτηριστική σκηνή, η Γιαλινί που δεν είναι μητέρα, θα συμπεριφερθεί με άσχημο τρόπο στην υποτιθέμενη κόρη της, μόνο και μόνο, για να εισπράξει από αυτήν μια πολύ ώριμη επίκληση για περισσότερη μητρότητα. Με αντίστοιχο τρόπο, ο Ντιπάν, θα προσπαθήσει να προσεγγίσει τον δύστροπο χαρακτήρα της Γιαλινί και να της υποδείξει μερικά πράγματα που οφείλει να κάνει, αν θέλει να παραμείνουν ενωμένοι. Αυτή η απόπειρα για να γεφυρωθεί το χάσμα που έχουν μεταξύ τους, σκηνοθετείται με μέτρο και αυτοσυγκράτηση από τον Ζακ Οντιάρ. Από τη σχέση των τριών, προκύπτει ένα ενδιαφέρον τρίπτυχο, όπου η κάθε πλευρά αποπληρώνει το δικό της τίμημα για να εξασφαλίσει, πως θα παραμείνει μακριά από την κατεστραμμένη πατρίδα. Οι στιγμές που η ένταση θα διαταράξει την ηρεμία τους θα είναι για να τους υπενθυμίσει, πως βρίσκονται σε μια επικίνδυνη ζώνη, όπου δεν μπορούν να παραμείνουν για πολύ αμέτοχοι.

Dheepan_2

Πράγματι, από την πρώτη στιγμή που αναλαμβάνει ο Ντιπάν τα επιστατικά του καθήκοντα έρχεται σε γνωριμία με έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που θα ήθελε ή θα περίμενε. Έναν κόσμο που περιλαμβάνει περιορισμούς και απαιτεί διακριτική συμπεριφορά από τον ίδιο. Ο πρωταγωνιστής, περιφέρεται στους κακοφωτισμένους διαδρόμους και τα ακάθαρτα διαμερίσματα των πολυώροφων, περικλεισμένων οικοδομημάτων, επιτελώντας με επίμονη επαγρύπνηση την καθημερινή του ενασχόληση. Ένας ανησυχητικός τόνος, πλημμυρίζει τις υποτονικές λήψεις της ταινίας που σταδιακά και όσο ο Ντιπάν παρεισφρέει στην περιοχή, γίνεται ιδιαίτερα διαπεραστικός. Ο Ζακ Οντιάρ, τοποθετεί την ιστορία του σ’ ένα παρισινό προάστιο, εκεί όπου αρκετά πράγματα παραμένουν εγκαταλελειμμένα στη μοίρα τους και επιτρέπουν τη δημιουργία έντονων κοινωνικών ή πολιτικών ζυμώσεων που θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τον περιορισμό και να αποδειχθούν εξαιρετικά επικίνδυνες για την εθνική ασφάλεια της χώρας. Το τελευταίο, δεν είναι κάτι που το αγγίζει με ακρίβεια η ταινία, μιας και παραμένει στη μικροκλίμακα του προβλήματος (το περιθώριο και οι συνθήκες διαμονής και ένταξης ή μη των μεταναστών). Όταν, όμως, παρουσιάζει μια κατάσταση που επικρατεί η παραβατικότητα και η ανομία, όχι μόνο το υπονοεί, αλλά το επιδεικνύει ανερυθρίαστα.

Μέσα σ’ ένα ναρκοθετημένο περιβάλλον, όπου οι συμμορίες δρουν ανενόχλητα και κάνουν κουμάντο με βάση την εξυπηρέτηση των παράτυπων και προσοδοφόρων τους συναλλαγών, η επιμονή του Ντιπάν να βρει εργασία η Γιαλινί, θα οδηγήσει την τελευταία στο γειτονικό οικοδομικό τετράγωνο. Η ανταποδοτική περιποίηση ενός γέρου με αραβική καταγωγή που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας θα της δώσει την προσωρινή ψευδαίσθηση της ικανοποίησης. Στο μέρος αυτό, θα γνωριστεί και με τον εγκληματία γιο του, έναν άνθρωπο που θα παίξει σημαίνοντα ρόλο στην έκβαση της ιστορίας. Η αδυναμία της να συνεννοηθεί μαζί του, λόγω γλώσσας, θα της παρουσιάσει έναν άλλον άνθρωπο και μερικές ξέγνοιαστες στιγμές. Ο σκηνοθέτης, εκμεταλλεύεται αυτή την περίσταση για να δείξει μέσα από κλεφτές ματιές και σιωπές με ποιο τρόπο μπορούν να επικοινωνήσουν δύο ξένοι. Η μη αντίληψη της γλώσσας θα τους επιτρέψει να αποκαλύψουν τα ανομολόγητα μυστικά που κουβαλούν. Η δε γλώσσα διαθέτει εξέχουσα θέση σε μια τέτοια ταινία. Πώς θα μπορούσε, διαφορετικά, όταν στο προάστιο όπου διαμένουν υπάρχουν άνθρωποι από πολλές περιοχές του κόσμου; Η παρουσία ενός διερμηνέα κρίνεται πάντα αναγκαία τόσο για τον Ντιπάν, όσο και για την Γιαλινί και η ευχέρεια με την οποία η μικρή Ιλαγιάλ αφομοιώνει τα γαλλικά θα τους φανεί απαραίτητη. Ο σκηνοθέτης, όμως, δεν στέκεται μόνο στη γλώσσα, αλλά και στην έκφραση.

Dheepan_3

Ο Ντιπάν, συγκρατημένος και καταβεβλημένος καθώς είναι, δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί κάποιος γελάει τη στιγμή που συζητάει. Δεν αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα με εύθυμο ή ειρωνικό τρόπο (χιούμορ), πόσο μάλλον με διάθεση ερωτική. Μέσα από μικρές αλλά σημαντικές λεπτομέρειες (ανάμεσα τους και η στερεοτυπική μεταχείριση της μαντίλας από την Γιαλινί), φαίνεται και το υπόβαθρο του καθενός. Το πώς, ένα ιδίωμα, είναι απόλυτα συνυφασμένο με τη θρησκεία και την παράδοση, καταλήγοντας να αποτελεί, είτε κατασταλτικό, είτε προωθητικό εργαλείο για την εξέλιξη ενός ατόμου. Η διαφορετική αντίληψη για το εκφραστικό ιδίωμα, πάντως, θα φέρει πιο κοντά την Γιαλινί και τον Ντιπάν. Τόσο κοντά που μέσα από μια υπέροχα σκηνοθετημένη σκηνή θα φλερτάρουν και αυτό θα αποτυπωθεί με αίσθημα βαθιάς εκτίμησης και διακριτικότητα στον κινηματογραφικό φακό. Εξίσου όμορφα σκηνοθετημένες είναι και οι σκηνές που οι δυο τους παρατηρούν τον κόσμο (το οικοδόμημα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι και τους ανθρώπους που συχνάζουν έξω από αυτό) από το παράθυρο τους. Αυτή η σύνδεση όμως και γενικότερα η προσπάθεια που καταβάλλουν για να γνωριστούν και να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες, δεν θα κρατήσει για πολύ. Ο Ζακ Οντιάρ, επιστρατεύει κάθε γνώριμο μέσο για να διαταράξει αυτή τη συνθήκη.

Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αξιόμεμπτο αν δεν υπερέβαλλε. Γιατί πως αλλιώς να ερμηνευθεί το γεγονός πως επαναφέρει μια παρουσία από το παρελθόν του ήρωα για του ενθυμίσει πως ο πόλεμος στην πατρίδα του δεν έχει ολοκληρωθεί. Μια προσχηματική επανεμφάνιση που στην πορεία θα παραμείνει και ανεκμετάλλευτη. Το χειρότερο, όμως, είναι το ανεξέλεγκτο ξέσπασμα βιαιότητας που θα σημειωθεί. Μια απροσδόκητη συμπλοκή θα είναι αρκετή για να πυροδοτήσει τους φόβους της Γιαλινί και του Ντιπάν. Αυτό, όμως, θα είναι μόλις η αρχή πριν την προδιαγεγραμμένη κορύφωση. Το μετατραυματικό στρες του πρωταγωνιστή δεν θα αργήσει να αποκαλύψει όλες τις πτυχές του, όταν αισθανθεί πως μια άλλη ομάδα (αυτή των συμμοριτών) απειλεί να διαταράξει την εκεχειρία και να του αρπάξει ότι πολυτιμότερο έχει για δεύτερη φορά. Οι αναμνήσεις από τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο στη Σρι Λάνκα θα αναζωπυρωθούν. Ο Ζακ Οντιάρ, σοφά πράττει που της αφήνει απ’ έξω, αρκεί που δείχνει την καθημερινή μετάπτωση του ήρωα και μάλιστα με τρόπο ηλεκτρισμένα ποιητικό. Όταν, όμως, θα κληθεί να αντιδράσει, ο τρόπος που θα το κάνει θα είναι ισοπεδωτικός και ακαριαίος. Το κατεπείγον σενάριο στο σημείο αυτό, αποδεικνύεται εξαιρετικά παιδαριώδες και αγγίζει τις παρυφές άλλων ταινιών (πιο περιπετειωδών) που δεν έχουν συγγενική σχέση με το καλλιτεχνικό σύμπαν του σκηνοθέτη και τον ρεαλισμό της συγκεκριμένης ιστορίας. Το δε ουρανοκατέβατο κλείσιμο της ταινίας θα ήταν προτιμότερο να παραμείνει ασχολίαστο.

Dheepan_4

Ο Ζακ Οντιάρ, υφαίνει τον ιστό μιας παράλληλης πραγματικότητας, όπου κυριαρχούν άλλοι νόμοι και κανόνες, ποτέ όμως, δεν το πράττει με τον διεισδυτικό και συνεκτικό τρόπο που το πραγματοποίησε στον ‘Προφήτη’ (2009), ενώ τη στιγμή που αποφασίζει να μεταβιβάσει λίγη συναισθηματική αύρα από την αμέσως προηγούμενη ταινία του, το συγκινητικό ‘Σώμα με Σώμα (2012), δείχνει να μην μπορεί να διαχειριστεί τον έκδηλο συναισθηματισμό μέχρι το απροσάρμοστο και εξιδανικευμένο τέλος. Καταλήγει, έτσι να βρίσκεται, κάπου ανάμεσα, στις δύο παραπάνω ταινίες, τόσο αξιολογικά, όσο και σεναριακά. Αναποφάσιστος, για το αν θέλει να διηγηθεί μια ιστορία αγάπης και ελπίδας ή μια ιστορία εκδίκησης και απελπισίας, η αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα ιστορία του συνδυάζει αρκετά και διαφορετικά πράγματα, μα στο φινάλε, παραδίδεται στην εκβιαστική ευκολία και τον μελοδραματισμό. Μέχρι και η προσωρινή εμφάνιση ενός ελέφαντα, απλοποιεί και υποβιβάζει το περιεχόμενο της ταινίας. Μπορεί να πηγάζει από μια λατρευτική παράδοση και να λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο, η τοποθέτηση του γίνεται, όμως, τη στιγμή που έχει γίνει σαφές στον θεατή, πως ο Ντιπάν παλεύει αναποτελεσματικά με το σκοτάδι της ψυχής του. Κατά αυτό τον τρόπο, η εμφάνιση του ελέφαντα λειτουργεί προειδοποιητικά για τον Ντιπάν (και τον θεατή) για το κρεσέντο ασύμμετρης βιαιοπραγίας που θα επακολουθήσει. Μια πιο αφαιρετική του αξιοποίηση θα είχε μεγαλύτερη αξία, πόσο μάλλον, όταν η ταινία υπολείπεται από άλλους συμβολισμούς, ενώ διαθέτει στις επάλξεις της έναν ικανότατο διευθυντή φωτογραφίας (Επονίν Μομενσό) που σε κάποιες στιγμές, ιδίως στις νυχτερινές λήψεις, δημιουργεί κατανυκτική ατμόσφαιρα.

Δεν είναι ακούσιο, πάντως, πως κανένας άλλος χαρακτήρας, πέρα από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι ή και το μικρό παιδί δεν διακρίνεται (η παρουσία του Βενσάν Ροτιέ στον ρόλο του γειτονικού γκάνγκστερ, είναι σχηματική και όχι επαρκώς αναγνωσμένη). Ο Ζακ Οντιάρ, έχει διαλέξει μια εξαιρετική τριπλέτα ερασιτεχνών πρωταγωνιστών και έχει δομήσει την ταινία επάνω τους. Φυσικά και μέσα από μια τέτοια τριάδα, δεν θα μπορούσε παρά να ξεχωρίζει, ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Ο Γιεσουθασάν Αντονιθασάν, είναι καταπληκτικός στον ρόλο του. Υποδύεται ένα φάντασμα του πραγματικού του εαυτού, έναν τραυματισμένο άνθρωπο που προσπαθεί να ξεφύγει από το παρελθόν. Υποτονική ερμηνεία, η οποία στηρίζεται πάνω στις σιωπές και τα βλέμματα του Αντονιθασάν. Όταν θα εξωτερικευθεί, θα το πράξει με τον δικό του, απαράμιλλο τρόπο, σ’ ένα ημιφωτισμένο υπόγειο. Στον αντίποδα, η Καλιεσουαρί Σρινιβασά, δημιουργεί έναν πιο εξωστρεφή χαρακτήρα. Η ηρωίδα της, δεν θα διστάσει να γελάσει και να εκφράσει από την πρώτη στιγμή, όλα όσα νιώθει και επιθυμεί. Είναι όμως, το συναίσθημα της σύγχυσης, στις σκηνές που μοιράζεται με τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Βενσάν Ροτιέ (Ιμπραήμ) που ξεχωρίζει και δείχνει την αυθεντικότητα της ερμηνείας της. Η Κλοντίν Βινασιθαμπί,  στο ρόλο της μικρής Ιλαγιάλ, δείχνει ώριμα ερμηνευτικά στοιχεία και επάρκεια στον ρόλο. Γεννημένοι και οι τρεις στη Σρι Λάνκα, μιλούν κυρίως τη μητρική τους γλώσσα κατά τη διάρκεια της ταινίας και όπως δήλωσε εύστοχα και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, αυτό αποτελεί μια πολιτική απόφαση. Το να στηρίξει, δηλαδή, ολόκληρη την ταινία σε τρία πρόσωπα που όχι μόνο προέρχονται από τη Σρι Λάνκα, αλλά μιλούν και το γλωσσικό ιδίωμα των Ταμίλ. Από μια τέτοια άποψη, ίσως να έχει απόλυτο δίκιο, ο Ζακ Οντιάρ, όταν λέει πως δεν αρκεί να βάζεις μετανάστες και να πιστεύεις πως κάνεις κάποια μεγαλεπήβολη πράξη, όταν δεν επιτρέπεται να μιλήσουν τη μητρική τους γλώσσα. Υπάρχουν, όμως, καλύτερες και πιο ολοκληρωμένες ταινίες που το κάνουν αυτό. Πόσο κρίμα, που ο ‘Dheepan’, ενώ έχει τα φόντα και αναδεικνύει το μεταναστευτικό στο τέλος καταλήγει σε κάτι τόσο υπονομευτικό.

Share