Η Μυστικη Λεσχη

Ο 39χρονος Χιλιανός σκηνοθέτης, Πάμπλο Λαρέν, στην πέμπτη του ταινία μυθοπλασίας και πρώτη μετά την εξαιρετική τριλογία που αφορούσε τη δικτατορική περίοδο της Χιλής (‘Τόνι Μανέρο’ το 2008, ‘Post Mortem’ το 2010 και το υποψήφιο για όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, ‘No’ το 2012), δημιουργεί μια συγκλονιστική ταινία για την αμφιλεγόμενη διευθέτηση των αποτροπιαστικών σεξουαλικών εγκλημάτων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Δίχως καμία περιστροφή, ο Πάμπλο Λαρέν, παρουσιάζει τα ασυγχώρητα αμαρτήματα του παρελθόντος, αλλά και τον τρόπο που η σημερινή εκκλησία επιχειρεί να διασκευάσει τις εντυπώσεις και να αποκρύψει τα εγκλήματα, κάτω από ένα επιφανειακά προοδευτικό και εκσυγχρονισμένο παρουσιαστικό (η εκλογή του πρώτου Ιησουίτη και Λατινοαμερικάνου Πάπα και το άνοιγμα στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια). Το επίκαιρο περιεχόμενο της ταινίας, σκηνοθετείται με τόλμη από τον Πάμπλο Λαρέν, ο οποίος δεν δείχνει την επιθυμία να αφήσει στο απυρόβλητο, όχι μόνο το γνώριμο παλιό, αλλά ούτε και ότι εκπροσωπεί το καινούριο. Μπορεί στο πρόσφατο παρελθόν να είδαμε ενδιαφέρουσες ταινίες που προσέγγιζαν τα εγκλήματα αυτά, όπως το ντοκιμαντέρ ‘Twist of Faith’ (2004), το αλμοδοβαρικής φύσεως ‘Κακή Εκπαίδευση’ (2004) ή το διασκευασμένο θεατρικό ‘Αμφιβολία'(2008), η συγκεκριμένη ταινία, όμως, συγχρονίζεται με το παρόν και αποτολμάει να ασκήσει οξύτατη κριτική σε μια νέα περίοδο αποσιώπησης.

Για να επιτύχει τους απαιτητικούς στόχους που θέτει η εύθικτη φυσιογνωμία της ταινίας, ο σκηνοθέτης, αξιοποιεί δραματουργικά, αισθητικά και ερμηνευτικά, ένα καλογραμμένο και πολυσύνθετο σενάριο (το γράφει ο ίδιος, ο Πάμπλο Λαρέν μαζί με τον Γκιγιέρμο Καλντερόν και τον Ντάνιελ Βιλαλόμπος). Σύμφωνα με αυτό, σε μια απομακρυσμένη, παραθαλάσσια περιοχή της Χιλής, έχουν αποξενωθεί, 4 κληρικοί και 1 καλόγρια. Οι λειτουργοί αυτοί, έχουν απολέσει την ιερή τους ιδιότητα, γιατί στο παρελθόν διέπραξαν κάποια ειδεχθή εγκλήματα. Την αδιάφορη μα φιλήσυχη καθημερινότητα της κλειστής ομάδας (ή όπως υποδηλώνει και ο εύθετος ελληνικός τίτλος της ταινίας, μυστικής λέσχης), θα διακόψει η έλευση ενός άλλου κληρικού. Η επίσκεψη του θα λάβει δυσάρεστη τροπή και εξ αρχής θα θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια και τη συνοχή της ομάδας. Η αποστολή ενός νεαρού ιερωμένου – ψυχολόγου, θα κριθεί επιβεβλημένη από τα ανώτερα κλιμάκια για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Η παρουσία του όμως, θα περιπλέξει τα πράγματα και σταδιακά θα αποκαλύψει τους λόγους για τους οποίους (οι κληρικοί) οδηγήθηκαν εκεί, όπως και τον πραγματικό σκοπό της εμφάνισης του. Κάθε χαρακτήρας θα δοκιμαστεί αναλόγως, μέχρι να αντιληφθεί, τον ανάρμοστο ρόλο που οφείλει να επιτελέσει για να παραμείνουν τα ομολογημένα εγκλήματα, ατιμώρητα, εκ νέου.

El Club_1

Η ταινία, φροντίζει από την αρχή, να επιβάλλει ένα ιδιαίτερα νεφελώδες και πνιγηρό κλίμα και αυτό είναι κάτι που σε μεγάλο βαθμό το επιτυγχάνει με τη νευρική χρήση της κάμερας, τη μπλε – μωβ απόχρωση της φωτογραφίας και τον ανησυχητικό σκοπό των εγχόρδων. Στο μουντό ξημέρωμα, κάτι αδιόρατο και απροειδοποίητο φαίνεται να καραδοκεί που δεν θα αργήσει να κάνει αντιληπτή την παρουσία του. Μετά από μια περιεκτική γνωριμία με τους χαρακτήρες που αποτελούν την αποξενωμένη κοινότητα των κληρικών και συνακόλουθα με τις πράξεις που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητα τους, ο σκηνοθέτης, θα ενορχηστρώσει με αριστουργηματικό τρόπο μια κλειστοφοβική σκηνή. Μαζεμένοι όλοι, στο εσωτερικό της οικίας, προσπαθούν να συνηθίσουν στην εμφάνιση του άρτι αφιχθέντα κληρικού (Πατέρας Λασκάδο), τη στιγμή θα διακόψουν οι εκκωφαντικές ιαχές ενός απόκληρου (Σαντοκάν) που βρίσκεται έξω από το σπίτι. Τα λόγια του Σαντοκάν, θα επαναφέρουν τη θλιβερή ανάμνηση μιας σεξουαλικής κακοποίησης (του ίδιου, όταν ήταν παιδί) που στόχο έχουν να υποδείξουν τον αυτουργό (το νέο κληρικό). Ο Πάμπλο Λαρέν, σκηνοθετεί με μεθοδικότητα και ένταση, τις αποσβολωμένες εκφράσεις στα πρόσωπα των κληρικών. Το ημισκότεινο εσωτερικό του σπιτιού αποτελεί τον κατάλληλο καμβά για να στήσει μια σκηνή που παίζει με τους κανόνες ενός ψυχολογικού θρίλερ δωματίου. Οι ιδιαίτερα παραστατικές περιγραφές του θύματος, διαπερνούν την επίπλαστη ασφάλεια του σπιτιού και δημιουργούν ένα κλίμα που ξυπνάει ενταφιασμένες μνήμες. Για μια στιγμή, το εσωτερικό του σπιτιού θα μετατραπεί σε αληθινή κόλαση, μιας και τα λόγια του Σαντοκάν ηχούν σαν θεϊκή παρέμβαση, δίχως ελπίδα οίκτου.

Ο τρόπος που θα επιλυθεί το μαρτύριο στο όποιο έχουν υποβληθεί, θα είναι απροσδόκητος και σοκαριστικός. Δεν θα είναι ο μόνος στην ταινία, θα είναι αυτός όμως, που θα δείξει τις βίαιες διαθέσεις της. Μέσα από μια σκηνή, τα όρια ανάμεσα στην ατομική δυστυχία και τη συλλογική ενοχή θα προσδιοριστούν και προς στιγμήν θα καταπατηθούν. Για πρώτη φορά, οι κληρικοί θα νιώσουν, πως ίσως να μην είναι καλά προστατευμένοι εκεί που βρίσκονται. Την αίσθηση αυτή θα επιτείνει η άφιξη ενός νέου, όμορφου, μορφωμένου και ταξιδεμένου, πνευματικού  – ψυχολόγου (Πατέρας Γκαρσία) που θα τους υπενθυμίσει το εγκλήματα που έχουν διαπράξει, το σκοπό που επιτελεί το μέρος αυτό και τους κανόνες που οφείλουν να τηρήσουν. Συγχρόνως, θα επιχειρήσει να καταλάβει τι πραγματικά συνέβη με τον Πατέρα Λασκάδο. Μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις που έχουν τη μορφή μικρών συνεδρίων, ο Πάμπλο Λαρέν, φέρνει σε πρώτο πρόσωπο και σταδιακά απογυμνώνει τον κάθε ιερωμένο. Ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, ντοκιμαντερίστικο ύφος, για να εκμαιεύσει την αλήθεια, όπως και τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά της κάθε προσωπικότητας.

El Club_2

Οι ερωτήσεις, οι διαπιστώσεις και οι νουθετήσεις του Πατέρα Γκαρσία, είναι κατάλληλες και σαφηνιστικές. Είναι τέτοιο το παρουσιαστικό του και ο τρόπος που ομιλεί ή σκέφτεται, που προς στιγμήν, ο θεατής, θα συνταχθεί με το μέρος του. Πώς θα μπορούσε διαφορετικά, όταν οι υπόλοιποι έχουν διαπράξει τόσο αποτρόπαια εγκλήματα; Ο ανάλγητος και τυπικός τρόπος με τον οποίο θα τους συμπεριφερθεί, όμως, όπως και η πολύ ισχυρή πιθανότητα να μεταφερθούν από το κέντρο και να κλείσει ο χώρος αυτός, θα δημιουργήσει νέες εντάσεις και εύθραυστες ισορροπίες στην μεταξύ τους σχέση. Ο Πάμπλο Λαρέν, γνωρίζει επακριβώς, πως να διαχειριστεί αυτές τις φαινομενικά αναίμακτες, λεκτικές αντιπαραθέσεις και δεν αφήνει να ξεδιπλωθούν επαρκώς μέχρι την τελική κορύφωση. Πόσο μάλλον, όταν το κλίμα θα το αντιστρέψει ο άνθρωπος κλειδί, που δεν είναι άλλος από τον Σαντοκάν. Στο κορμί του τελευταίου, βρίσκεται συγκεντρωμένη κάθε απαγορευμένη, σεξουαλική παρέκκλιση των πνευματικών (συγκλονιστική η σκηνή της ερωτικής συνεύρεσης του με μια θηλυκή ύπαρξη). Το πρόσωπο του λειτουργεί σαν ζωντανή, τραγική υπενθύμιση για τις αμαρτίες που έχουν διαπράξει. Κάθε φορά που εμφανίζεται, οι καταχθόνιες ερινύες στοιχειώνουν τους ιερείς. Ο τρόπος που το σιωπηλό μα απειλητικό του βλέμμα συνδιαλέγεται με την έκδηλη ανησυχία της καλόγριας Μόνικα στην αγορά ή τη διερευνητική παρατήρηση του Πατέρα Βιδάλ στους αγώνες σκύλων είναι ενδεικτικός για το πόσο άβολη είναι η συνύπαρξη τους στην περιοχή.

Μόνο που δυστυχώς, όταν οι έκτακτες περιστάσεις το απαιτήσουν και η παρουσία του γίνει παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε απειλητική, θα τους εκχωρηθεί και πάλι η δυνατότητα να τον χρησιμοποιήσουν με έναν εξίσου, επαχθή τρόπο. Στο σημείο αυτό, οι αντιπαλότητες μεταξύ των ιερέων θα κατευναστούν και ο καθένας θα κοιτάξει, όχι μόνο να σώσει το τομάρι του, αλλά κυρίως, το αμαρτωλό προσωπείο της εκκλησίας. Και είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο, της εσωτερικής κρίσης, που ο Πατέρας Γκαρσία θα δείξει τον πραγματικό του χαρακτήρα και για το τι είναι ικανός. Γιατί, αυτό που τελικά εκπροσωπεί ο τελευταίος, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια νέα και πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή του παλιού, που όμως, εξαιτίας και των καιρών θα πρέπει να λειτουργήσει με σύνεση. Σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει λάβει, δεν θα πρέπει να επιτρέψει τίποτα από το ήδη γνώριμο και επιβεβαρυμμένο μα ατιμώρητο παρελθόν, να επισκιάσει την παγκόσμια σταυροφορία αναμόρφωσης και εκσυγχρονισμού που επιχειρεί στις μέρες μας η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Επομένως, ο Πατέρας Γκαρσία, μπορεί εξωτερικά να δείχνει κάτι πιο λαμπερό και αγγελικό, στην ουσία όμως είναι το ίδιο βρώμικος με αυτούς, ενώ δεν υπάρχει τίποτα πιο βολικό από το να λερώσουν τα χέρια τους αυτοί που ήδη το έχουν πράξει για να δημιουργηθεί αυτή η ωραιοποιημένη ψευδαίσθηση.

El Club_3

Ο διδακτικός και επικριτικός λόγος του Πατέρα Γκαρσία, πάντως, θα βρει το αντίπαλο δέος, όταν θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει και να νουθετήσει τον Πατέρα Βιδάλ. Ο τελευταίος, αποτελεί τον πιο ολοκληρωμένο χαρακτήρα από την πλευρά των απομονωμένων κληρικών. Το γεγονός, ότι έχει έναν ικανό σκύλο και τον εκπαιδεύει με αξιοσημείωτη προσήλωση για να συμμετέχει σε επικερδείς αγώνες τρεξίματος, δεν θα πολυαρέσει στον Πατέρα Γκαρσία. Ο νεαρός πνευματικός, θα κρίνει πως με την ενέργεια αυτή, ο Πατέρας Βιδάλ, δεν επιτελεί κάποιον ανώτερο σκοπό, τη στιγμή που ο ίδιος κυκλοφορεί με επώνυμα ρούχα και ακριβά αρώματα. Η επιρρέπεια και στους δύο εκπροσώπους είναι παροιμιώδης, απλώς ο καθένας, προσπαθεί να τη δικαιολογήσει από τη δική του σκοπιά. Ταυτόχρονα, ο Πατέρας Γκαρσία, αν και προέρχεται από μια νεότερη γενιά, δεν μπορεί να κατανοήσει επαρκώς την ερωτική καταπίεση της πρότερης γενιάς (ομοφυλοφιλία) και την ανάγκη για στοργή που μπορεί να έχει, ο Πατέρας Βιδάλ. Και οι δύο ρόλοι, ερμηνεύονται εξαιρετικά από τους ηθοποιούς που τους ενσαρκώνουν. Ο Μαρτσέλο Αλόνσο, στον ρόλο του Πατέρα Γκαρσία, δείχνει ακριβώς εκείνο το πρόσωπο που είναι αφοσιωμένο στο πνευματικό και επιστημονικό του καθήκον. Ο παγερός και συγκρατημένος τρόπος με τον οποίο υποδύεται τον χαρακτήρα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφισβήτησης, μιας και έχει τη δύναμη να διευθετήσει με ακραίο τρόπο την κρίση. Ξεχωρίζει, κυρίως, στις σκηνές που φανερώνει ταραχή ή υποκριτική ευαισθησία, μιας και τότε ο ανεκδήλωτος χαρακτήρας του, εμφανίζει ψήγματα ανθρώπινης αδυναμίας.

Από την άλλη, ο Αλφρέντο Κάστρο, αυτός ο εξαιρετικός ηθοποιός, που έχει εμφανιστεί και στις τρεις ταινίες της δικτατορικής περιόδου (‘Τόνι Μανέρο’, ‘Post Mortem’,’No’), έχει την ευκαιρία να πλάσει έναν σύνθετο ρόλο με τον οποίο, από ένα σημείο και έπειτα, ταυτίζεται και ο θεατής. Είναι τόσο καλογραμμένος ο ρόλος και με τέτοια ευαισθησία ερμηνευμένος, που προκαλεί την κατανόηση. Ο Πατέρας Βιδάλ, δεν θα αποκρύψει την ομοφυλοφιλική του ταυτότητα και τους απεχθούς λόγους που καθαιρέθηκε. Ο βίος που διάγει και η εσωτερική μάχη που δίνει για να ελέγξει τη σεξουαλικότητα του θα αποτυπωθούν στην καταπιεσμένη συμπεριφορά και τον αβόλευτο λόγο. Αυτό που, πρωτίστως, του λείπει είναι η φιλοστοργία και η αποδοχή. Την πρώτη, θα τη βρει στον σκύλο που γυμνάζει, ενώ τη δεύτερη εκτός από το σπίτι που διαμένει, θα την αναζητήσει σε μια ομάδα νέων ανθρώπων. Όταν τα πράγματα παρεκτραπούν και ο ίδιος αισθανθεί απειλή, θα βιώσουμε την αντίδραση του, μόνο που οι συνέπειες των πράξεων των υπολοίπων θα είναι ασύγκριτα πιο σθεναρές και άκαρδες. Σε πολύ υψηλό ερμηνευτικό επίπεδο, στέκεται και η Αντονία Ζέγκερς, στο ρόλο της καλόγριας Μόνικα. Ο ρυθμιστικός και εποπτικός της ρόλος στο οίκημα, σταδιακά θα φανερώσει πως δε βρέθηκε τυχαία εκεί. Πίσω από το πράο πρόσωπο και τον γλυκό τρόπο ομιλίας, κρύβεται μια γυναίκα επικίνδυνη, που όταν χρειαστεί γνωρίζει, πως να προστατεύσει τον εαυτό της.

El Club_4

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, κρατούν μικρότερους ρόλους και συμπληρώνουν την εικόνα που έχει η σύνθεση της απομονωμένης ομάδας. Άνθρωποι που η εκκλησία τους έχει αποπέμψει και τώρα φοβούνται πως θα έχουν αντίστοιχη ή και χειρότερη αντιμετώπιση. Άνθρωποι που ενώ δεν καταδικάστηκαν από λαϊκά δικαστήρια και αντιμετωπίστηκαν με επιείκεια από μια ανώτερη ρυθμιστική αρχή, πιστεύουν που έχουν αποπληρώσει όσα όφειλαν. Πάνω απ’ όλα, όμως, άνθρωποι με παρορμήσεις, αδυναμίες και απαίσια ελαττώματα που κάτω από μια επίφαση πνευματικότητας διέπραξαν τα πιο ειδεχθή εγκλήματα. Συνέβαλλε σ’ αυτό και η ασφυκτική καταπίεση των ερωτικών τους επιθυμιών, όπως και η σχηματική ανθρωπιστική βοήθεια (φτωχών, ορφανών και απόκληρων παιδιών) που πραγματοποιήθηκε υπό τη στενή παρακολούθηση της επίσημης εκκλησίας. Ο Πάμπλο Λαρέν, τους προσεγγίζει αυτούς τους ανθρώπους, χωρίς να δείχνει διάθεση να τους καλοπιάσει ή να τους λυπηθεί. Η χρήση ενός ανεπανόρθωτα τραυματισμένου θύματος (ο δύσκολος ρόλος του Σαντοκάν, ερμηνευμένος χωρίς να καταλήγει σε καρικατούρα, αν και χρειαζόταν λίγο μεγαλύτερη εμβάθυνση, από τον Ρομπέρτο Φαρίας) γίνεται για να τους υπενθυμίσει πως δεν μπορούν να δραπετεύσουν από τις αμαρτίες τους. Όσο κι αν απομονωθούν ή οχυρωθούν, η ενοχή θα βρίσκεται πάντα εκεί και ο κίνδυνος να απειληθεί η συντελούμενη αναμόρφωση της εκκλησίας παραμένει ευδιάκριτος. Κυρίως, όμως, τους πλησιάζει για να δείξει πως είναι αναλώσιμα πιόνια ενός μεγαλύτερου και αναμφισβήτητα πιο διεφθαρμένου δόγματος που δεν έχει καμία σχέση με την πνευματική ανάταση. Γιατί, η ‘Μυστική Λέσχη’, αποτελεί μια δριμύτατη καταγγελία για τις ανήθικες πρακτικές που ακολουθεί κάθε φορά, η επίσημη εκκλησία, στην προσπάθεια που καταβάλλει για να γλυτώσει από τις νομικές κυρώσεις των αμαρτιών του παρελθόντος.

Ο κίνδυνος να βγουν στη δημοσιότητα (μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κανάλια) είναι μεγάλος και αυτό είναι κάτι που δεν επιθυμεί να συμβεί. Το σκεπτικό της επίλυσης που προτείνει, η ‘Μυστική Λέσχη’, δεν απέχει ιδιαίτερα από την πραγματικότητα. Είναι τέτοιο που επιτρέπει και στις δύο πλευρές (έκπτωτων ιερέων και κακοποιημένων ανθρώπων) να σιωπήσουν. Οι θυσίες και τα ανταλλάγματα που προκρίνει θα είναι επώδυνα, ικανά όμως, να καλύψουν  τις εκατέρωθεν απαιτήσεις. Προπαντός, όμως, να προστατεύσουν τη δημόσια εικόνα της ίδιας, αυτή για την οποία ένας ολόκληρος μηχανισμός ανθρώπων, οργανισμών και κρατών, εργάζεται πυρετωδώς. Ο Πάμπλο Λαρέν, καταφέρνει να αναδείξει αυτή την παρασκηνιακή πτυχή και αυτό είναι κάτι που το πράττει μέσα από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία. Μαζί με τις αναμφισβήτητες σεναριακές και σκηνοθετικές ικανότητες του Πάμπλο Λαρέν, το δεξιοτεχνικό μοντάζ του Σεμπαστιάν Σεπούλβεδα καταφέρνει να δημιουργήσει εικόνες γεμάτες παλμό και ένταση. Αρκεί κανείς, να παρακολουθήσει εκτός από τη συγκλονιστική σκηνή στο εσωτερικό του σπιτιού και το τελευταίο μισάωρο. Ο τρόπος που κορυφώνεται η ταινία, χρωστάει αρκετά στο παράλληλο μοντάρισμα, εκεί όπου πολλές πράξεις λαμβάνουν δράση. Παράλληλα, η τολμηρή χρωματική παλέτα που χρησιμοποιεί, ο Σέρτζιο Άρμστρονγκ, στη διεύθυνση της φωτογραφίας, βυθίζει την ταινία σ’ ένα σύμπαν όπου δεσπόζουν οι μπλε και οι μωβ αποχρώσεις. Ο αντίκτυπος που προκύπτει από μια τέτοια αισθητική προτίμηση, εντείνει το πνιγηρό κλίμα, και δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου τα πάντα είναι ακαθόριστα. Το φως συγκρούεται διαρκώς με το σκοτάδι και τελικά απορροφάται σε τέτοιο βαθμό που αδυνατεί να ξεχωρίσει. Όπως, ακριβώς, και με τα εγκλήματα της εκκλησίας, κάθε φορά που επιχειρούν να βγουν στην επιφάνεια κάτι θα υπάρχει για να τα διατηρήσει στο σκοτάδι και αυτό είναι κάτι που η ‘Μυστική Λέσχη’ δεν το υπαινίσσεται, αλλά το εκφράζει με παρρησία.

Share