Ο Γιος Του Σαουλ

Ο ‘Γιος του Σαούλ’ του Ούγγρου, Λάζλο Νέμες, δεν είναι μόνο μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς ή ένα από τα πιο συγκλονιστικά σκηνοθετικά ντεμπούτα των τελευταίων ετών, πρωτίστως αποτελεί, μια από τις πολυτιμότερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ και έχουν σαν θέμα τους μια από τις πιο σκοτεινές και αιματοβαμμένες σελίδες της ανθρωπότητας. Αυτό που ξεχωρίζει, τον ‘Γιο του Σαούλ’, από όσες ταινίες έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια (δεν είναι λίγες) και αφορούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τη ναζιστική θηριωδία είναι η κατάργηση ενός παρωχημένου αισθητικού μοντέλου που αναπόφευκτα εμπεριέχει τη συναισθηματική εκμετάλλευση και το καταγγελτικό ύφος. Στη θέση τους, ο Λάζλο Νέμες, προτείνει μια πιο πειραματική και ρεαλιστική φόρμα που στην ουσία καταργεί τον τέταρτο τοίχο, τοποθετώντας τον θεατή στο κολαστήριο του Άουσβιτς. Η περιορισμένη αναλογία της κινηματογραφικής εικόνας (1.37 : 1, το σχεδόν τετραγωνισμένο κάδρο που επιλέχθηκε και στην ‘Ida’, το 2013), ο ακουστικός παροξυσμός (αξιοποίηση κάθε περιφερειακού ήχου και θορύβου), το υποκειμενικό βλέμμα (ο φακός ακολουθεί συνέχεια τον πρωταγωνιστή), οι μακροσκελείς και εναλλασσόμενες λήψεις (μια σφιχτοδεμένη αλληλουχία από σταθερά και τρεμάμενα πλάνα) και μια φωτογραφία που διαρκώς βουτάει στο σκοτάδι (λίγες φορές αντικρίζει το φως της ημέρας, ακόμη και τότε, δεν γίνεται με προφανή τρόπο), δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον που όμοιο του δεν θυμάμαι να έχω δει σε ταινία με όμοιο θέμα.

Σ’ ένα τόσο σκοτεινό και αναπότρεπτο μέρος, μια απρόβλεπτη συγκυρία και η ψυχολογική μετατόπιση του Σαούλ (τον υποδύεται ο Ούγγρος συγγραφέας και ποιητής, Γκέζα Ρέριγκ), είναι τα μόνα που μπορούν να δημιουργήσουν μια λυτρωτική αυταπάτη. Ο Σαούλ, αποτελεί κομμάτι των Ζόντερκομάντος, μιας ομάδας που εξυπηρετεί του Γερμανούς στο κάψιμο των Εβραίων ομοεθνών. Την τραγική ανάληψη των καθημερινών του καθηκόντων θα διακόψει η εικόνα του πτώματος ενός παιδιού. Στο νεκρό αγόρι που θα αντικρίσει, θα βρει ένα παιδί που μοιάζει ή θεωρεί πως είναι ο γιος του. Ο Σαούλ, θα αναστατωθεί και θα επιθυμήσει να προσφέρει στο παιδί αυτό, την κηδεία που του αναλογεί. Προηγουμένως, θα χρειαστεί να υφαρπάξει το πτώμα, να το περιποιηθεί, να βρει έναν ραβίνο για να του ψάλλει το Καντίς (εβραϊκή προσευχή) και να το θάψει. Μόνο που για να πραγματοποιήσει όλα τα παραπάνω, σ’ ένα μέρος που είναι αιχμάλωτος και ανά πάσα στιγμή μπορεί να σκοτωθεί, θα πρέπει να υπερβεί μια σειρά από εμπόδια και να προβεί σε πράξεις που φαντάζουν εξωπραγματικές και επικίνδυνες, τόσο για τον ίδιο, όσο και για την κατ’ επίφαση, προνομιούχα ομάδα του.

Son Of Saul_1

Με το που ξεκινάει η ταινία, ο σκηνοθέτης, δίνει το οπτικό και ακουστικό του αποτύπωμα. Είναι τόσο ορμητικό που γίνεται άμεσα αντιληπτό και κατορθώνει να εισάγει τον θεατή στο κρεματόριο του Άουσβιτς. Με την κάμερα επικεντρωμένη στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή και ότι μπορεί η ματιά του να συλλάβει, παρακολουθεί τον ερχομό ενός ακόμη τρένου, που μεταφέρει εκατοντάδες, ανυποψίαστες ψυχές, στον τελευταίο τους σταθμό. Η μηχανή του τρένου, οι κραυγές των μελλοθάνατων, οι προσβολές των στρατιωτών, οι προειδοποιητικοί πυροβολισμοί, δημιουργούν μια τρομαχτική οχλαγωγία που πλημμυρίζει την οθόνη και τις αισθήσεις. Η αγωνία και η σύγχυση κυριαρχεί, δημιουργώντας ένα δυσάρεστο συναίσθημα στην ατμόσφαιρα. Παράλληλα, η περίτεχνη κίνηση της κάμερας μέσα στο αναστατωμένο πλήθος, τοποθετεί για λίγο τον Σαούλ στον πυρήνα αυτής της προσωρινής συνάθροισης. Ο Σαούλ, μαζί με άλλους από την ομάδα των Ζόντερκομάντος, θα οδηγήσουν τον κόσμο στο εσωτερικό ενός εκ των κτιρίων του στρατοπέδου. Εκεί, θα υποχρεωθούν να αφαιρέσουν τα ρούχα και να απολέσουν οποιοδήποτε προσωπικό τους αντικείμενο πριν οδηγηθούν σε μια αίθουσα, γνωστή και ως θάλαμος αερίων. Μολονότι, η κάμερα, παραμένει σοφά εκτός του θαλάμου (όπως και ο ίδιος ο Σαούλ, άλλωστε) οι σκηνές είναι τόσο έντονες και δραματικές.

Ο σκηνοθέτης, προτιμάει μια πιο υποκειμενική και αφαιρετική ματιά, που μόνο σκοπό έχει να τοποθετήσει το κοινό στη θέση του Σαούλ και σε όσα δύναται αυτός να συλλάβει. Να το κάνει μέτοχο και όχι απαθή παρατηρητή, στην αναπόδραστη πραγματικότητα που βιώνει ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Και αυτός, ο ψυχολογικός εγκλωβισμός, είναι που χαρακτηρίζει από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο πλάνο τη θέαση της ταινίας, όπως και η πλήρης γνώση και κατανόηση, πως το πολυάριθμο καστ του έργου παριστάνει πρόσωπα που αναμφίβολα εκτελέστηκαν με αντίστοιχο ή και πιο βασανιστικό τρόπο. Χωρίς αχρείαστα τεχνάσματα, ο θάνατος γίνεται παραπάνω από αισθητός, όχι μόνο σε αυτή, αλλά και σε κάθε άλλη στιγμή και αυτό είναι κάτι που επιτυγχάνεται με την υποδειγματική χρησιμοποίηση της εικόνας και του ήχου. Ο Λάζλο Νέμες, αναπαριστά με τεχνική επάρκεια και ανατριχιαστική λεπτομέρεια τη φρικτή αίσθηση που είχε η αποτροπιαστική διαδικασία, στα κρεματόρια του ναζιστικού μορφώματος. Δεν εκμεταλλεύεται το φθηνό σοκ που προκαλεί η ανθρώπινη βαναυσότητα με τον τρόπο που το πράττουν άλλες, ανάλογες ταινίες και αυτό γιατί δεν τον ενδιαφέρει να επιδείξει με ηδονιστικό και προβοκατόρικο τρόπο χιλιάδες πτώματα, στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο. Ο θεατής βλέπει όσα χρειάζεται να δει και από εκεί και πέρα αισθάνεται και σχηματοποιεί τη μεγαλύτερη εικόνα μέσα από άναρθρες ιαχές και αόριστες σιλουέτες.

Son Of Saul_2

Η παραπάνω τακτική, δεν είναι μόνο πιο απαιτητική, αλλά και βασανιστικά αποκαλυπτική. Κατά τη θέαση της ταινίας, δεν μπορεί εύκολα να υπολογιστεί και να αποσαφηνιστεί αυτό που θα δείξει ο φακός και μέχρι πιο σημείο μπορεί να φτάσει το βεληνεκές του. Η κάμερα, πολλές φορές, θαμπώνει ή σκοτεινιάζει, ενώ λόγω της περιορισμένης αναλογίας (1.37 : 1), δεν μπορεί να εγκλωβίσει τον τρόμο σε μεγαλύτερη έκταση και επομένως, στις διαστάσεις του κινηματογραφικού πανιού. Όλα, όμως, όσα αφήνει απ ‘ έξω, στην ουσία παραμένουν εκεί (περιμετρικά ή στο βάθος του σχεδόν τετραγωνισμένου κάδρου) και είναι στη διάθεση του θεατή να ξεδιαλύνει το τοπίο και να προσδώσει μια πιο ολοκληρωμένη υπόσταση στο ανθρώπινο μαρτύριο. Ο Λάζλο Νέμες, ενορχηστρώνει, όχι μόνο όσα επιλέγει να δείξει εντός του κάδρου, αλλά και όσα αφήνει εκτός. Ο υποδειγματικός τρόπος, με τον οποίο καθοδηγεί και χειρίζεται ένα ετερόκλητο και αντιφατικό πλήθος, γίνεται ευδιάκριτος και μέσα από τη συνεισφορά μερικών εξαιρετικών μονοπλάνων. Σε μια αριστουργηματική σεκάνς, εκεί όπου έχει σκεπάσει τα πάντα η σκοτεινάδα της νύχτας και ο Σαούλ αναζητάει απεγνωσμένα έναν ραβίνο, η απροσδόκητη εμφάνιση μιας επιπλέον ομάδας μελλοθάνατων συντελείται για να υπενθυμίσει, πως δεν υπάρχει στιγμή που να επέρχεται νηνεμία στο κρεματόριο και πως ο θάνατος ελλοχεύει σε κάθε λανθασμένη κίνηση. Ο Σαούλ, θα παραβρεθεί πολύ κοντά στο ενδεχόμενο αυτό, θα παρασυρθεί από το πλήθος και την επιθυμία του να βρει έναν ραβίνο.

Ο Λάζλο Νέμες, παρουσιάζει με αδιάκοπες λείψεις και απαράμιλλη ένταση τις σκηνές που διαδραματίζονται σ’ αυτή τη νυχτερινή συγκέντρωση. Τ’ ότι, η σεκάνς θα κορυφωθεί με την αποκάλυψη μιας ακόμη πλευράς της ναζιστικής κτηνωδίας (η σκηνή με τα φλογοβόλα), την κάνει ακόμη πιο συγκλονιστική. Για την ακρίβεια, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, δίνεται η δυνατότητα στον θεατή να παρεισφρήσει σε διαφορετικές περιοχές του στρατοπέδου και να αντικρίσει πολλά από τα στάδια της τελευταίας πράξης του Ναζιστικού Ολοκαυτώματος. Από τον θάλαμο αερίων στο ιατρείο – νεκροτομείο και από εκεί στον υπαίθριο χώρο καύσης των νεκρών και την παραλίμνια περιοχή απόθεσης των σταχτών, το ρίσκο που θα αναλάβει ο Σαούλ, θα είναι πολλαπλό και επιβάλλει τη μετακίνηση του, σ’ αυτούς τους χώρους. Στην ουσία, η επικίνδυνη περιδιάβαση του Σαούλ, πέρα από τ’ ότι επιχειρεί να εξυπηρετήσει τον ίδιο, αποτελεί αφορμή για να περιπλανηθεί ο θεατής σ’ ένα μέρος, όπου η ανθρώπινη ζωή, όχι μόνο δεν έχει καμία απολύτως σημασία, αλλά ξεπερνάει και την πιο νοσηρή φαντασία για ότι καλείται να τελέσει. Διότι, πως αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί το γεγονός, πως μια ομάδα αιχμαλώτων (Ζόντερκομάντος) επωμίζεται τη βρώμικη δουλειά του καθαρισμού των ομοεθνών τους. Υποχρεώνονται, δηλαδή, να εξολοθρεύσουν τους συνανθρώπους τους, επειδή οι Γερμανοί κατακτητές δεν επιθυμούν να λερώσουν σε τέτοιο βαθμό τα χέρια τους.

Son Of Saul_3

Η στιγματισμένη ομάδα των Ζόντερκομάντος έχει μάθει να παρατείνει τη ζωή της με κάθε διαθέσιμο και αμφιλεγόμενο μέσο, αλλά και να συνεργάζεται αμοιβαία με τα άτομα της. Η αλληλεγγύη, όμως, σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον είναι μια έννοια που δεν έχει αληθινό νόημα χωρίς κάποιο ουσιαστικό αντιστάθμισμα. Και αυτό είναι κάτι που θα γίνει σαφές στον ήρωα της ταινίας, αν θέλει να έχει βάσιμες ελπίδες για να θάψει τον γιο του. Σε κάποια σκηνή της ταινίας, ένας άλλος χαρακτήρας από την ομάδα του θα τον εξυπηρετήσει, αφού πρώτα του υπενθυμίσει, πως δεν νοιάζεται πραγματικά για τον ίδιο. Όσον κι αν φαίνεται ανήκουστο, ακόμη και σε ένα τέτοιο περιβάλλον, έχει δημιουργηθεί ένα υπόγειο δίκτυο εξυπηρέτησης αναγκών και ανταλλαγής προϊόντων. Ένα πλέγμα, που κύριο στόχο έχει, την υποκίνηση μιας εξέγερσης (βασίζεται στον μοναδικό, ένοπλο, καταγεγραμμένο ξεσηκωμό που σημειώθηκε ποτέ στο Άουσβιτς). Το τελευταίο είναι κάτι που θα χρειαστεί να επισπευσθεί, αν επιθυμεί η συντεχνία του Σαούλ (όπως και ο ίδιος) να παραμείνει ζωντανή. Το αν θα τα καταφέρουν, μένει να το δει και να το διαπιστώσει, ο καθένας, μόνος του. Αν και δεν έχει τόσο ιδιαίτερη σημασία, τη στιγμή που μέχρι να τερματιστεί ο πόλεμος, όσοι διώκονταν, αποτελούσαν μια ανεξάντλητη δεξαμενή ανατροφοδότησης των δολοφονικών ενστίκτων, των πειραματικών διαθέσεων και της φυλετικής καθαρότητας που επιχειρούσε, η Γερμανική Αυτοκρατορία.

Αυτό που έχει μεγάλη σημασία όμως, στη συγκεκριμένη ταινία, πέρα από την παρουσίαση των αποκρουστικών μεθόδων εξόντωσης ή τη γνωριμία με την ομάδα των Ζόντερκομάντος, είναι το πώς ένας άνθρωπος αποφασίζει να θάψει το πτώμα ενός παιδιού που θεωρεί πως είναι ο γιος του. Τί είναι αυτό που τον εξωθεί να προβεί σε μια τόσο ανθρώπινη ενέργεια; Ο Γκέζα Ρέριγκ, επωμίζεται το απαιτητικό φορτίο να μεταφέρει τον θεατή στις ατραπούς της ανθρώπινης παραφροσύνης. Τ’ ότι επαγγέλλεται συγγραφέας ή ποιητής (και όχι ηθοποιός), δεν δείχνει να λειτούργησε απαγορευτικά, μιας και καταφέρνει να αποδώσει με τη μέγιστη δυνατή πειθώ, έναν άνθρωπο που διαρκώς ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και την τρέλα. Με εξαιρετική αυτοσυγκράτηση των εκφραστικών του μέσων καταφέρνει να δημιουργήσει ένα απολίθωμα ανθρώπου. Ένα νεκροζώντανο, ασθενικό πλάσμα που έχει αλλοτριωθεί από την επιβεβλημένη μεσολάβηση στη ναζιστική θηριωδία. Η επιθυμία του να ενταφιάσει ένα νεκρό κορμί θα αποτελέσει την ύστατη επιλογή για να εξιλεωθεί από τη βαρβαρότητα που βίωσε και κατέληξε κομμάτι της. Ο τρόπος που περιποιείται το πεθαμένο αγόρι δείχνει ένα ελάχιστο σημάδι πολιτισμού, ενώ το αινιγματικό χαμόγελο, λίγο πριν το τέλος της ταινίας, έναν άνθρωπο που μπορεί να έχει χάσει κάθε ίχνος λογικής βρίσκεται στην περίοπτη θέση όμως, να συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα και το αδιέξοδο του ίδιου και της ομάδας του.

Son Of Saul_4

Στον ‘Γιο του Σαούλ’, ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται η γενοκτονία των πολυάριθμων εθνικών, θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτικών ομάδων από τη Ναζιστική Γερμανία και τους απανταχού συνεργάτες της,  όχι μόνο δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αλλά περισσότερο παραπέμπει σε κλειστοφοβικό θρίλερ, παρά σε ιστορικό ή βιογραφικό δράμα. Ήταν τόσο απάνθρωπες και περιορισμένες οι περιστάσεις που επικρατούσαν στα ναζιστικά στρατόπεδα που δεν χωράνε εξωραϊσμοί, συμβιβασμοί ή εύκολοι συναισθηματισμοί και ο λόγος, καμιά φορά, οφείλει να ανήκει στα ανώνυμα θύματα της αποκρουστικής κτηνωδίας. Στο κολαστήριο που βρίσκεται εγκιβωτισμένος, ο Σαούλ (Γκέζα Ρέριγκ), οι άνθρωποι είναι ανακυκλώσιμοι, ο χρόνος κυλάει αντίστροφα και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο διαφυγής ή συναισθηματικής ταλάντωσης. Η εύθραυστη μα στοιχειώδης καθημερινότητα που υπήρχε έξω από τα στρατόπεδα, αντικαθίσταται από μια αδυσώπητη κατάσταση που προτάσσει το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Ο σκηνοθέτης, δεν επιλέγει το αναπόδραστο μαρτύριο ενός Ούγγρου Εβραίου για να δείξει κατανόηση στον πόνο του, ούτε για να δει αν θα καταφέρει, παρά τις απαγορευτικές συνθήκες, να κηδέψει το γιο του. Το πράττει, για να περιπλανηθεί στους χώρους αυτούς και να δει αν έχει απομείνει κάποιο ψήγμα ανθρωπιάς. Σ’ ένα μέρος που έχει παραδοθεί στην εξευτελισμό και την αλλοφροσύνη, μια τέτοια ενέργεια μόνο σαν αναπότρεπτη αντίδραση της παραποιημένης λογικής μπορεί να κατανοηθεί. Σαν τελευταίο προπύργιο, που προσπαθεί να προστατέψει τον Σαούλ από την απόλυτη αποκτήνωση ή σαν απελπισμένη ενέργεια, λίγο πριν από τον επικείμενο θάνατο, του ίδιου και της ομάδας του.

Συνοψίζοντας, η ιστορία του Σαούλ, συγκινεί και υποβάλλει με τρόπο διαφορετικό απ’ ότι έχει συνηθίσει ο τακτικός θεατής και αυτό είναι κάτι που του προσθέτει παρά του αφαιρεί. Είναι οι εφησυχασμένες και απροσπέλαστες περιοχές που ενεργοποιεί, η ιδιοσυγκρασιακή οπτική που έχει επιλέξει ο Λάζλο Νέμες. Ο ρεαλισμός του προσπαθεί να επαναφέρει αυτό που τείνει να λησμονηθεί, παραποιηθεί και ιδρυματοποιηθεί, στις αληθινές του διαστάσεις. Επομένως, η ταύτιση στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή δεν επιτελείται με την παραδοσιακή κινηματογραφική έννοια, ούτε και η ίδια, η ιστορία, έχει την καθιερωμένη δραματουργική επεξεργασία. Η κηδεία του νεκρού παιδιού είναι το πρόσχημα για να περιπλανηθούμε στο στρατόπεδο (το όχημα) και ο Σαούλ το κεντρικό πρόσωπο που επιλέχθηκε για να το πράξει (ο οδηγός), ενώ όλο αυτό συντελείται για να αφουγκραστούμε τα ειδεχθή εγκλήματα που διαπράχθηκαν. Η περιήγηση, όπως προαναφέρθηκε, είναι σκληρή και επονείδιστη, ενώ δεν ενδείκνυται για όλους. Για 107 λεπτά, ο θεατής, παραμένει καθηλωμένος και έκθετος στον ψυχολογικό τρόμο που αποπνέει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Είναι τέτοια η αξιοποίηση των τεχνικών μέσων και η σκηνοθετική προσέγγιση που αναπόφευκτα συμβαίνει. Μπορεί να είναι από τις ταινίες που δεν τις επισκέπτεται αβίαστα κανείς για δεύτερη φορά, είναι όμως και από εκείνες, που μια μόλις θέαση της φτάνει για να αποκαλύψει μια πολύ δυνατή κινηματογραφική εμπειρία που παραμένει ανεξίτηλη στο χρόνο. Μια παρακολούθηση της πάντως, κρίνεται απαραίτητη, όχι μόνο για κινηματογραφικούς, αλλά και για οικουμενικούς σκοπούς. Το τελευταίο, στη σημερινή, αξιοθρήνητη περίσταση, της επανασύστασης και της απειλής των νεοναζιστικών εξαμβλωμάτων, της αδυναμίας ενσωμάτωσης των μεταναστών, της οικονομικής δυσχέρειας και της ανθρώπινης εξαχρείωσης, της Ευρώπης που προτιμάει να οχυρωθεί και να περιφράξει τα σύνορα της από το να δείξει έμπρακτα την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά της προς τους Σύριους (και όχι μόνο) πρόσφυγες, δείχνει πόσο αναγκαίο είναι, ιδίως, για μια γενιά που λειτουργεί σαν να μην γνωρίζει, το αιματηρό της παρελθόν.

Share