Σκοτεινες Γλωσσες
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, μεταφράζει και σκηνοθετεί τις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ‘Σκοτεινές Γλώσσες’ (πρωτότυπος τίτλος του έργου, ‘Speaking in Tongues’) του Αυστραλού συγγραφέα – σεναριογράφου, Άντριου Μπόβελ. Στο πλευρό του, ένας μικρός θίασος από ταλαντούχους ηθοποιούς (Άννα Καλαϊτζίδου, Χρήστος Λούλης, Άννα Μάσχα και Γιώργος Χρυσοστόμου) που έχουμε θαυμάσει και σε παλιότερες παραστάσεις του ίδιου σκηνοθέτη. 14 χρόνια μετά την υποδειγματική, πολυβραβευμένη, κινηματογραφική διασκευή του εν λόγω θεατρικού έργου, που αποτέλεσε μια από τις πιο όμορφες, περίπλοκες και διεισδυτικές, αυστραλιανές ταινίες της προηγούμενης δεκαετίας (‘Lantana’, 2001), o πολύπειρος Έλληνας δημιουργός, πραγματοποιεί το δικό του ανέβασμα και μολονότι, εκ πρώτης όψεως, κάτι τέτοιο φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο, τα καταφέρνει περίφημα. Είναι τέτοια η πρωταρχική ύλη, οι ερμηνείες των ηθοποιών και η σκηνοθετική – σκηνική αντιμετώπιση που καταφέρνει να αναδείξει όλα τα αινιγματικά θέματα και τα αδιαπέραστα νοήματα ενός έργου που μόνο κατ’ επίφαση θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως συμπεριφέρεται σαν παραδοσιακό ψυχολογικό θρίλερ. Στις ‘Σκοτεινές Γλώσσες’, ο τρόμος δεν πηγάζει από κάποιον περιφερειακό, αδιευκρίνιστο και επικίνδυνο εχθρό, αλλά από τον καταπιεσμένο και υποκριτικό εαυτό που κουβαλούν, όχι μόνο οι εννέα χαρακτήρες του θεατρικού έργου, αλλά και οι παρευρισκόμενοι θεατές.
Οι ανθρώπινες σχέσεις (κατά βασικό λόγο οι ερωτικές) βρίσκονται στο μικροσκόπιο, σ’ αυτό το πολυεπίπεδο, ψυχολογικό δράμα χαρακτήρων που διαδραματίζεται στα εφησυχασμένα και απομονωμένα προάστια του πολυπληθέστατου Σίδνεϊ. Η μυστηριώδης εξαφάνιση μιας καταξιωμένης και ευκατάστατης γυναίκας θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις και θα επηρεάσει τις ζωές εννέα διαφορετικών ανθρώπων που σχετίζονται (λιγότερο ή περισσότερο) μεταξύ τους, όπως και με το αγνοούμενο θύμα. Αυτό που προσδοκάει όμως, το συγκεκριμένο έργο, δεν είναι τόσο το να δώσει ακριβή λύση στο (σχηματικό) μυστήριο, όσο το να αποκαλύψει τις απόρρητες και ανομολόγητες πτυχές που κουβαλούν οι ανικανοποίητες ζωές αυτών των ανθρώπων. Την ανειλικρίνεια και τη διπροσωπία που εντοπίζεται πίσω από τα ακατάλληλα θεμέλια των επιφανειακών και εγωκεντρικών, σύγχρονων σχέσεων. Τέσσερα προβληματικά ζευγάρια και ο φερόμενος ως εγκληματίας, θα βρεθούν στο επίκεντρο και κατά διαδοχική σειρά θα αποκαλύψουν τα μυστικά που κουβαλούν στο δυσαρμονικό περιβάλλον που ζουν.
Στην παράσταση που παίζεται στο θέατρο Πόρτα, ηθοποιοί και σκηνοθέτης, κατορθώνουν να γυμνώσουν τους χαρακτήρες αυτούς και να φανερώσουν την αλήθεια που μεταφέρουν. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται μέσα από εξαιρετικά ενορχηστρωμένες και απαιτητικές σκηνές, κατά τις οποίες, τα πρόσωπα που υποδύονται οι ηθοποιοί εμφανίζονται και παρέρχονται σ’ ένα λιτό και απέριττο σκηνικό (μοναδική παρουσία είναι αυτή, τεσσάρων πανομοιότυπων σκαμπό – πουφ και τεσσάρων ανισομεγεθών οθονών). Αποτελεί ευτυχής συγκυρία, που ο Θωμάς Μοσχόπουλος, αποφάσισε να αξιοποιήσει διπλά το αποδεδειγμένο ταλέντο αυτών των συντελεστών. Οι εννέα ρόλοι διαμοιράζονται σε τέσσερις μόλις ηθοποιούς και εκείνοι επωμίζονται τα διάφορα συμπεριφοριστικά γνωρίσματα που φέρει ο κάθε χαρακτήρας με την ίδια προσήλωση. Καθ’ όλη τη (δίωρη) διάρκεια της παράστασης, οι ηθοποιοί αλλάζουν προσωπικότητα και παρτενέρ . Στο μακροσκελές, πρώτο μέρος, το ενδιαφέρον μονοπωλούν δύο εφάμιλλα ζεύγη (Λεόν με Σόνια και Τζέιν με Πιτ) τα οποία τα συναντάμε σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς, ενώ στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται δύο αντιθετικά ζευγάρια (Βαλερί με Τζον και Νιλ με Σάρα), ο φερόμενος ως θύτης και ο χαρακτήρας του ντεντέκτιβ (από το πρώτο σκέλος), σε πιο απροσδόκητους συσχετισμούς. Σ’ αυτό το αντιπροσωπευτικό μωσαϊκό ανθρώπων και ζευγαριών, όλοι οι χαρακτήρες, χωρίς απαραίτητα να το γνωρίζουν και να το αντιλαμβάνονται, διασυνδέονται, αλληλεπιδρούν και διαμορφώνουν την πλοκή.
Μπορεί η απρομελέτητη και ταυτόχρονη παρουσία δύο ή και περισσότερων ανθρώπων που τους συνδέουν ίδια γεγονότα να φαντάζει υπερβολική ή αδύνατη, κάτι τέτοιο όμως, γίνεται με απόλυτα φυσικό και αληθοφανή τρόπο από τον Θωμά Μοσχόπουλο και τους ηθοποιούς. Στις ‘Σκοτεινές Γλώσσες’, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι συναλλάσσονται και δεν είναι καθόλου αμφισβητήσιμο μια ενέργεια να επηρεάσει συθέμελα τις ζωές, περισσότερων του ενός, ανθρώπων (η εξαφάνιση της γυναίκας) ή να φέρει σε μεταγενέστερη διασταύρωση τα μέλη που συναποτελούν τα εξαπατημένα ζεύγη (η πράξη της μοιχείας). Ταυτόχρονα, προς διευκόλυνση και κατατόπιση του κοινού, πριν από κάθε εναλλαγή προηγείται μια σύντομη παρουσίαση των προσώπων, της συνδεσμολογίας που έχουν και των πραγματοποιημένων ή μελλούμενων γεγονότων. Δεν είναι, όμως, μονάχα ο τρόπος, με τον οποίο διαχειρίζεται τη συμπτωματολογία πάνω στο σανίδι και η επιλογή της διπλής ερμηνευτικής αντιμετώπισης που προκαλεί το ενδιαφέρον και την αφοσίωση του θεατή, αλλά και η παρακινδυνευμένη, απαιτητική πρωτοβουλία του σκηνοθέτη να επαναλαμβάνονται ή και να συμπληρώνονται, όπου κρίνεται απαραίτητο, τα λόγια που λέει ένας χαρακτήρας από εκείνα κάποιου άλλου.
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει μόνο για λόγους λεκτικού εντυπωσιασμού ή οικονομίας χρόνου, αλλά επειδή και ο άλλος ο χαρακτήρας βρίσκεται σε μια αντίστοιχη, βιωματική κατάσταση. Χαρακτηριστική, προς αυτή τη λεκτική κατεύθυνση, αλλά και τη συγκυριακή παραδοξότητα που αναφέρθηκε παραπάνω είναι η σκηνή που εμφανίζονται τα δύο πρώτα ζευγάρια (Λεόν με Σόνια και Τζέιν με Πιτ). Κυριολεκτικά, η αρχική σεκάνς είναι μια εξαίρετα σκηνοθετημένη και ερμηνευμένη σκηνή, όπου το κάθε μέλος αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο γνωρίστηκε και εν συνεχεία ερωτοτρόπησε με το ανάλογο, ετεροφυλόφιλο μέλος του άλλου ζευγαριού. Μέσα από μια περιγραφική, χαριτωμένη χορογραφία του λόγου, πληροφορούμαστε πως ο Λεόν φλέρταρε με την Τζέιν και η Σόνια με τον Πιτ. Για μια νύχτα, δηλαδή, οι τέσσερις τους συναποτέλεσαν δύο παράνομα ζευγάρια. Μόνο, το ένα από τα δύο ζεύγη όμως, κατάφερε να φτάσει στο πολυπόθητο σημείο της σεξουαλικής ολοκλήρωσης. Στην επόμενη σκηνή, σε μια στιγμή ενοχικής τρωτότητας και στυγνής αλήθειας, και ενώ όλοι έχουν επιστρέψει στην υποκριτική θαλπωρή του σπιτιού, το μέλος εκείνο που δίστασε και αποχώρησε αφήνοντας ανολοκλήρωτο το ερωτικό συμβάν, θα εξιστορηθεί την απόπειρα αυτή, μόνο και μόνο, για να ανακαλύψει πως το έτερο ήμισυ, όχι μόνο αποτόλμησε την ίδια πράξη αλλά την έφτασε μέχρι το τέλος. Η κοινή και προσωρινή αποχώρηση των απατημένων συζύγων θα οδηγήσει τα χωρισμένα ζευγάρια (ως μονάς) στα μπαράκια της πόλης (υπέροχη η σκηνή, που χορεύει μεθυσμένη, η Σόνια). Εκεί, σε μια ανεξάντλητη τυχαιότητα, θα γνωριστούν με τον σύντροφο της προσωρινής και επιπόλαιης ερωτοτροπίας (ο Λεόν με τον Πιτ και η Σόνια με την Τζέιν).
Εκτός από τις προβληματικές πτυχές μιας σχέσης, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, εκμεταλλεύεται την περίσταση για να δείξει, πως ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να αποτελέσει, θύτη ή θύμα, ανάλογα με την περίπτωση. Το τελευταίο είναι κάτι που διαπιστώνεται, όχι μόνο από αυτόν που προκαλεί ή εκείνον που υπομένει καρτερικά την απιστία, αλλά κυριότατα από τη σκοπιά που επιδέχεται να παρακολουθήσει κανείς μια κοινωνικώς μη αποδεκτή ενέργεια. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διαρθρωμένη η παράσταση, ενστερνίζεται την αποστασιοποίηση αυτή και την προσωπική επιλογή μιας ενδεδειγμένης γωνίας θέασης. Είναι χαρακτηριστικό και προειδοποιητικό, πάντως, πως μεγαλύτερη κατανόηση και αρέσκεια δημιουργεί αυτός που μοίχευσε συνειδητοποιώντας πως θέλει να παραμείνει με τη γυναίκα του από κάποιον που δεν το υλοποίησε αλλά θα επιθυμούσε και πάλι να το δοκιμάσει. Όπως και το γεγονός, πως επειδή δεν το πραγματοποίησε, βρήκε το θάρρος να το εκμυστηρευτεί στη γυναίκα του για να έχει τη συνείδηση του καθαρή, ενώ είναι κάτι παραπάνω από προφανές, πως αν το είχε επιτελέσει δεν θα το ομολογούσε από μόνος του, τόσο αδιαμαρτύρητα και θαρραλέα.
Σαν εφιάλτης ή παρομοίωση, όπου οι χειρότεροι φόβοι συναρμόζονται με τις επιθυμίες των τεσσάρων καταπιεσμένων συντρόφων και ζωντανεύουν παρουσιάζοντας τα προβλήματα και την απουσία οποιουδήποτε στίγματος ειλικρινείας στις σχέσεις στις οποίες βρίσκονται, αποτελεί το πρώτο μέρος αυτής της ιδιότυπης παράστασης, που διαθέτει ειρωνική διάθεση και δραματικότητα σε ισομερείς δόσεις. Η παρουσίαση, προς το τέλος του πρώτου μέρους, δύο αινιγματικών αφηγήσεων (της εξαφανισμένης γυναίκας και του άνδρα με τα δερμάτινα παπούτσια) μέσα από τις προσωπικές μαρτυρίες του ενός ζευγαριού (Πιτ και Τζέιν) δίνει τη δυνατότητα στην παράσταση να αλλάξει τόνο και ρυθμό και να εξελιχθεί σε κάτι ακόμη πιο πλήρες και ουσιαστικό. Λίγο πριν τη μετάβαση στο δεύτερο μέρος, μια σκηνή, θα αποδείξει πως το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια σχέση είναι να χαθεί η εμπιστοσύνη. Όταν η Τζέιν περιγράφει στον Πιτ, όλα όσα είδε, που ήταν αρκετά για να κινήσουν την καχυποψία της για τον γείτονα (Νικ), συνειδητοποιεί με μεγαλύτερο τρόμο και από την πιθανότητα να είναι εγκληματίας, πως η σύντροφος του Νικ τον εμπιστεύεται και αποδέχεται την αλήθεια του, ενώ η ίδια σε μια ανάλογη περίπτωση δεν θα ένιωθε το ίδιο σίγουρη για τον σύντροφο της. Ο κλονισμός που προκάλεσε η συζυγική απιστία δείχνει να μην μπορεί να επουλωθεί.
Χωρισμένο σε δύο τμήματα, το δεύτερο σκέλος, ξεκινάει να παρουσιάζει δύο διαφορετικά ζευγάρια (Βαλερί με Τζον και Νιλ με Σάρα) με τον ίδιο, παρεμβατικό, διαλεκτικό τρόπο που το έκανε το πρώτο μέρος, μόνο που αυτή τη φορά τα δύο αφηγήματα διαφοροποιούνται. Ο μυθιστορηματικός έρωτας του Νιλ για την σκληρή και άκαρδη Σάρα και ο προβληματικός της υπερόπτισσας Βαλερί για τον άπιστο και μοναχικό Τζον, εκ πρώτης όψεως, δεν δείχνουν πως έχουν τίποτα κοινό να μοιραστούν, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τα προηγούμενα ζευγάρια. Οι δύο διηγήσεις όμως, προοδευτικά, θα παρεισφρήσουν η μια στην άλλη και θα αποκαλύψουν κάθε ανείπωτο μυστικό. Τ’ ότι θα κλιμακωθούν με τις τελευταίες στιχομυθίες της εξαφανισμένης γυναίκας, του απογοητευμένου άνδρα και του φερόμενου ως ύποπτου, τις κάνει ακόμη πιο μυστηριώδεις και συγκινητικές. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, σκηνοθετεί τις ιστορίες αυτές με προδιάθεση σαφέστατα πιο ατμοσφαιρική και ενεργητική (εξαιρετική η σκηνή των επαναλαμβανόμενων τηλεφωνημάτων ή εκείνη στο ευφάνταστο δάσος), απ’ ότι το έκανε σε οποιαδήποτε σκηνή του πρώτου μέρους και αυτό είναι κάτι που προσμετρείται στα θετικά, μιας και διατηρείται απαραμείωτη η προσοχή του θεατή. Είναι όμως, ο τρόπος που καταφέρνει και αντιπαραβάλλει μια προανακριτική διαδικασία με μια ψυχοθεραπεία που διακρίνεται και πιστοποιεί το βαθμό της αμφίσημης ερμηνείας που έχει η παράσταση.
Είναι εμφανές πως ολόκληρη, η τελευταία πράξη, δεν χρησιμοποιείται για να ανακαλύψει το πτώμα της εξαφανισμένης γυναίκας, αλλά για να φανερώσει τη δηλητηριασμένη σχέση που είχε αυτή με τον σύντροφο της, όπως και το πώς, η σχέση αυτή καταλήγει να επηρεάζει κατακλυσμιαία τις κατακερματισμένες ζωές διαφορετικών ανθρώπων, που όλοι βρίσκονται σε κάποια δυσλειτουργική μορφή συνύπαρξης. Ότι προηγήθηκε και ότι επακολούθησε της εξαφάνισης αυτής, δεν είναι τίποτα λιγότερο από την ανεπάρκεια και την ανικανότητα του ανθρώπου να αφήσει στην άκρη τη ναρκισσιστική του εγωπάθεια και τους ματαιόδοξους τυχοδιωκτισμούς και να αγαπήσει πραγματικά και αδιαπραγμάτευτα τον άνθρωπο που έχει επιλέξει. Μόνο που στο παρωχημένο, οικογενειακό μοντέλο, κάτι τέτοιο καταλήγει να είναι εξαιρετικά απαιτητικό, καταπιεστικό και αμφίβολο για όποιον τολμήσει να συγκρουστεί με τις ηθικές προδιαγραφές και τους απαράβατους κανόνες που διέπουν τα δεσμά του γάμου. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό, ένα σενάριο ψιλοβελονιά (το οποίο μεταφράζει εξαίσια), για να μιλήσει για τη συνειδητή ψευδολογία των σύγχρονων σχέσεων. Αξίζει να σημειωθεί πάντως, πως μολονότι, μιλάμε για μια εξαιρετική παράσταση, το πρώτο μέρος επιβάλλει έναν αργό ρυθμό που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα μακροσκελείς σκηνές με εκτεταμένους διαλόγους και απροσδιόριστη ατμόσφαιρα (ιδίως ως προς τις προθέσεις). Διαθέτει όμως, ένα συγκλονιστικό δεύτερο μέρος που συνενώνει με ευφάνταστο τρόπο τα διαφορετικά κομμάτια ενός πολυσύνθετου πάζλ. Συνεπακόλουθα, οι ‘Σκοτεινές Γλώσσες’, αποζημιώνουν αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά την αναμφισβήτητη αξία, ποιότητα και διαπεραστικότητα ενός σκηνοθέτη που μπορεί και παράγει υψηλή τέχνη, ακόμη και σ’ ένα, σχεδόν απογυμνωμένο μα προσαρμοστικό σκηνικό (η σκηνογραφική επέμβαση ανήκει στην Ευαγγελία Θεριανού) που φωτίζεται καταλλήλως, όταν οι περιστάσεις (όπως στο μπαρ, το δάσος και την αναφορά του ονείρου), το απαιτούν (στους φωτισμούς, η Σοφία Αλεξιάδου).
Μεγάλο μερίδιο επιτυχίας, πάντως, ανήκει και στις εξαιρετικές, αλάνθαστες ερμηνείες των ηθοποιών. Είναι αξιέπαινος ο τρόπος, που οι τέσσερις ηθοποιοί ερμηνεύουν και τους εννέα χαρακτήρες, χωρίς να παραπαίουν σε λεκτικά λάθη, όταν ο ένας ακολουθεί ή συμπληρώνει τα λόγια του άλλου και καταφέρνοντας πάντα να μεταδώσουν το συναίσθημα που απαιτεί η κάθε ειδική συνθήκη. Συγκεκριμένα, ο Χρήστος Λούλης, είναι αυτός που υποδύεται τους περισσότερους χαρακτήρες (Πιτ, Νιλ και Τζον). Ο Πιτ, έχει τον ερωτισμό, τη διστακτικότητα και την απογοήτευση που προαπαιτεί ο ρόλος του. Ξεχωρίζει, όταν αφηγείται τη συνάντηση του με τον Νιλ. Ο τελευταίος, είναι τόσο μετρημένος και ρομαντικός, όσο περιγράφει ο Πιτ στο πρώτο μέρος της παράστασης. Είναι όμως, ο κρυψίνους χαρακτήρας του Τζον που του δίνει την ευκαιρία να υποδυθεί με εμπάθεια έναν αναξιόπιστο και αντικοινωνικό άνθρωπο. Η Άννα Καλαϊτζίδου, από τη μια ερμηνεύει την αισθαντική και υποχωρητική Σόνια και την άλλη, την κακόκαρδη και επικριτική Σάρα. Ο Γιώργος Χριστοδούλου, που έχει καταφέρει να αναγάγει τον τρόπο που υποδύεται κάθε χαρακτήρα σε κάτι δικό του, μπορεί να μην αγγίζει το ερμηνευτικό ρεσιτάλ του ‘Λίλιομ’, στέκεται όμως, και σε αυτή την παράσταση στο ύψος των περιστάσεων, όχι τόσο όταν υποδύεται τον εκτεθειμένο χαρακτήρα του Νικ, όσο όταν υποδύεται το αρσενικό (Λεόν) που ενδίδει στην αμαρτία και μετανιωμένος επιστρέφει στην ασφάλεια του σπιτιού. Τέλος, η Άννα Μάσχα, χαρίζει γενναιόδωρα ένα διπλό ερμηνευτικό ρεσιτάλ. Ως Τζέιν, είναι εκείνο το σαγηνευτικό, παραμελημένο πλάσμα που θα υφαρπάξει την ευκαιρία για να αλλαξοπιστήσει, ενώ ως Βαλερί η ταλαιπωρημένη εκείνη σύζυγος που ζει μες στην ανειλικρίνεια. Η στιγμή που χάνει τα λογικά της και εξεγείρεται στο κοινό είναι ανατριχιαστική, όπως και η στιγμή, που χάνει τον έλεγχο κατά τη διάρκεια της θεραπείας.