Τιτλοι Τελους

Λίγο πριν το πολυσυζητημένο και ως ένα βαθμό επαρκέστατο, μεγάλου μήκους, ντεμπούτο (‘Interruption’, 2015), ο Γιώργος Ζώης, είχε προλάβει να αφήσει το κινηματογραφικό του στίγμα και να προϊδεάσει για τη συνέχεια, μέσα από δύο θαυμάσιες μικρού μήκους ταινίες. Και εάν στις ανθρώπινες ουρές που σχηματίζονται με περιγελαστικό τρόπο στο ‘Casus Belli’ (2010), τα πράγματα είναι πιο ενεργητικά, πολύβουα και πολυπολιτισμικά, στους ‘Τίτλους Τέλους’ (2012), η κατάσταση δεν θα μπορούσε να δείχνει περισσότερο διαφορετική και γι’ αυτό πιο ενδιαφέρουσα. Μια άλλη σειρά πλάνων, στατικών αυτή τη φορά, αναλαμβάνει να παρουσιάσει ένα μικρό, αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα της μέχρι πρότινος καταχρηστικής παρουσίας των ογκωδέστατων, αντιαισθητικών διαφημιστικών πινακίδων που κατέκλυζαν εκατοντάδες σημεία του αστικού περιβάλλοντος (και του ευρύτερου, επαρχιακού τοπίου). Απουσία του προϊόντος που κάποτε διαφήμιζαν, χωρίς ίχνη αυτοσυγκράτησης, μιας και δεν ακολούθησαν τους στοιχειώδεις κανόνες και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μη λάβουν ποτέ την προβλεπόμενη από το νόμο άδεια ( οι κατηγορίες, οι χώροι στου οποίους επιτρέπεται ή απαγορεύεται η υπαίθρια διαφήμιση, οι γενικοί όροι για την προβολή και την έγκριση, οι διοικητικές, όπως και οι ποινικές κυρώσεις, προσδιορίζονται από τον Ν. 2946/8-10-01 (ΦΕΚ Α 224) Υπαίθρια Διαφήμιση, Συμπολιτείες Δήμων και Κοινοτήτων και άλλες διατάξεις), οι δεκαπέντε απογυμνωμένες και άναρχα τοποθετημένες πινακίδες παρατίθενται με σχεδόν ποιητικό και αναφορικό τρόπο. Στην πραγματικότητα λειτουργούν σαν καθρέφτης, ο οποίος φανερώνει τον λαβωμένο ψυχισμό ενός έθνους, που πίστεψε σε υποσχέσεις με πρόσκαιρο αντίκρισμα και ακολούθησε έναν υπέρμετρα αλαζονικό και αντιπαραγωγικό τρόπο ζωής.

Αποτέλεσμα της προκλητικής αυθαιρεσίας, της αχαλίνωτης ασυδοσίας και της επίπλαστης ευμάρειας που συνόδευσε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο, οι επίμαχες επιγραφές δεν θα μπορούσαν παρά να εκφράζουν απόλυτα τη ψευδεπίγραφη εποχή τους. Η κενότητα στο περιεχόμενο του πλαισίου δεν αντιπροσωπεύει μόνο την ανυπαρξία του σήμερα, αλλά και την επιφανειακότητα του παρελθόντος, ενώ η φθαρτότητα το εφήμερο ενός αλόγιστου, καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Τα ξύλινα και μεταλλικά κουφάρια παραμένουν εμφατικά στη θέση τους για να υπενθυμίζουν την κατάσταση αυτή και την αδυναμία ή και αδιαφορία του κράτους να επιληφθεί. Ο Γιώργος Ζώης, αφουγκράζεται την κοινωνικοπολιτική, οικονομική μετάβαση που πραγματοποιείται με γοργούς και άγριους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια και καταθέτει τον δικό του, σιωπηλό, αλλά ουσιαστικό σχολιασμό, επάνω στην κάθε άλλο παρά αισθητική παρέμβαση του δομημένου και συστηματικώς επιδεινωμένου, δημόσιου χώρου.

Τίτλοι Τέλους

Επιπρόσθετα διαφαίνεται και κάτι άλλο, οι πινακίδες που παρουσιάζει συνδιαλέγονται και αλληλεπιδρούν με το αρχιτεκτονικό ή φυσικό περιβάλλον στο οποίο ανήκουν, προκαλώντας ένα αμφίλογο εικαστικό αποτέλεσμα που το προσιδιάζει όμως, μια έντονη εκφραστικότητα, χαρακτηριστική της πιο ανεπιτήδευτης και αυθεντικής τέχνης. Πράγματι, παρακολουθώντας κανείς, τα αταλάντευτα αυτά, σκουριασμένα περιγράμματα με τον ξεθωριασμένο μουσαμά και τον παρασιτογενή τρόπο με τον οποίο επιβάλλονται και εν συνεχεία εντάσσονται στους παρακείμενους χώρους, δεν μπορεί παρά να πραγματοποιήσει μια σειρά από συνειρμούς. Είτε είναι ανεξάρτητα σε κάποια έκταση με φυτά (διακρίνονται από απόσταση και χωρίς να παρεμβάλλεται κάτι άλλο που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή των διερχόμενων), είτε συνυπάρχουν με τα οικοδομήματα εκείνα που σημάδεψαν δυσεξάλειπτα την περίοδο της τσιμεντοποίησης και της εργολαβικής αντιπαροχής (τοποθετούνται στο υψηλότερο τους επίπεδο, ανυψώνοντας ακόμη περισσότερο το ήδη υπεροπτικό τους ανάστημα) τα πλαίσια αυτά δείχνουν τη δυναμική τους και προκαλούν τόσο με το μέγεθος όσο και με τον τρόπο ή το σημείο της τοποθέτησης τους. Τετράγωνα ή ορθογώνια πλαίσια, επαναλαμβανόμενα ή μοναδικά, κενά από κάθε επένδυση ή με έναν λευκό καμβά, τοποθετημένα σε παράταξη ή το ένα πίσω από το άλλο, επιλέγονται για ένα τέτοιο σκοπό. Σε πλείστες δε περιπτώσεις, το αποτέλεσμα δείχνει τόσο αδιαίρετο, που όσο και αν είναι ακαλαίσθητο ή υποβαθμισμένο, δημιουργεί έναν υποδόριο, ενοχικό θαυμασμό: η σταδιακή αποσάθρωση των πολυώροφων πολυκατοικιών και η ταυτόχρονη εγκατάλειψη του δημόσιου χώρου συνθέτουν μαζί με τις απαγορευμένες, μα παρατημένες πινακίδες μια ενιαία εικόνα, που εκφράζει τις βαθύτερες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές περιστάσεις κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκαν.

Ελλείψει κάθε έννοιας γλαφυρού περιεχομένου, ο καμβάς παραμένει αδειανός, τα πλαίσια θυμίζουν αχρησιμοποίητα τελάρα ζωγραφικής και το αστικό περιβάλλον το διαμορφωμένο εκείνο φόντο, που αντιμετωπίστηκε με πεπλανημένο τρόπο. Το γεγονός αυτό, προσφέρει τη δυνατότητα στον θεατή να προβάλλει αυτό που επιθυμεί (ιδεατό ή πραγματικό). Κατά μια έννοια, οι κοινές εμπειρίες και τα προσωπικά βιώματα βρίσκουν τον τρόπο να συναντηθούν σε αυτόν τον αρχιτεκτονικό και χωροταξικό μετασχηματισμό, μονάχα που οι διαψευσμένες προσδοκίες, όχι μόνο δεν έχουν απομακρυνθεί όπως όφειλαν από εκεί, αλλά υπερισχύουν έναντι κάθε άλλης κατεύθυνσης. Οι παράνομες διαφημίσεις αφαιρέθηκαν, όχι όμως όλα τα δυσάρεστα περιγράμματα που τις φιλοξενούσαν. Συνεπακόλουθα, η οικονομική, κοινωνική, πολιτική κατακρήμνιση της χώρας, δεν κατέληξε σε κάποια ριζοσπαστική αναθεώρηση των πραγμάτων που να βρει καθολική αναγνώριση από την ελληνική κοινωνία. Ο Γιώργος Ζώης και οι συνεργάτες του, αντιλαμβάνονται το πλαίσιο αυτό και βάζουν τις τελευταίες πινελιές (ήχος – εικόνα), δημιουργώντας έναν διαφορετικό επικήδειο λόγο. Ο Θανάσης Καπρούλιας, γνώριμος και ως Novi_Sad στην εικονοκλαστική μουσική φόρμα και ο Γιάννης Χαλκιαδάκης στον σχεδιασμό ήχου και το μοντάρισμα, αξιοποιούν τις περιβαλλοντικές ηχογραφήσεις του Γιώργου Χρόνη και του Άρη Αθανασόπουλου, ποιώντας το κατάλληλο ηχητικό / ακουστικό περιβάλλον. Το θρόισμα των φύλλων, το κελάηδισμα των πουλιών, τα κάθε λογής βουητά, το παιχνίδισμα των παιδιών, η θορυβώδης μετακίνηση των αυτοκινήτων, οι καμπάνες μιας εκκλησίας και η αναχώρηση ενός πλοίου συναποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του κλεινού άστεως και των διαλεγμένων και εξαιρετικά κινηματογραφημένων εικόνων (στη διεύθυνση της φωτογραφίας, ο Γιάννης Κονάκης και στη ψηφιακή επεξεργασία, ο Μάνος Χαμηλάκης) που παρεμβάλλονται στους βραβευμένους και (υπο)δηλωτικής σημασίας, ‘Τίτλους Τέλους’.

Share