Anomalisa

Ο Τσάρλι Κάουφμαν ένας από τους πιο ευφάνταστους, ανατρεπτικούς και εγκεφαλικούς σεναριογράφους (πρωτίστως) που ανέδειξε ο αμερικανικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια, συνεργάζεται με το σκηνοθέτη Ντιουκ Τζόνσον για να προσδώσει κινηματογραφική υπόσταση σ’ ένα ηχητικό θεατρικό που έγραψε προ δεκαετίας υπό το άρρηκτα σχετιζόμενο όνομα, Φράνσις Φρεγκολί. Ο Τσάρλι Κάουφμαν επανέρχεται στη σκηνοθεσία για δεύτερη φορά στην κινηματογραφική του καριέρα (είχε μεσολαβήσει η υποτιμημένη, πολυεπίπεδη, ματαιόδοξη διερεύνηση ενός δημιουργικού μυαλού, ‘Η Συνεκδοχή Της Νέας Υόρκης‘, 2008) και όχι μόνο καταφέρνει να ξεπεράσει την πρότερη του απόπειρα, έστω και με τη χρήσιμη συνεισφορά του νεοφερμένου Ντιουκ Τζόνσον, αλλά και να αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με την αλληγορική ευφυΐα και την πρόδηλη αισθαντικότητα, που συνόδευε τις σπουδαιότερες του καταγραφές (η δυσλειτουργικότητα των ανθρώπινων σχέσεων στο ‘Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού‘, 2004). Η ‘Anomalisa’, λοιπόν, αν και δανείζεται διάφορα εκλεκτικά δανεικά από τη σταθερή προβληματική και αισθητική του Τσάρλι Κάουφμαν κατορθώνει να ξεχωρίσει από την πρώτη στιγμή μιας και για να ολοκληρωθεί προτιμήθηκε η καταπονητική τεχνοτροπία του stop – motion animation (καρέ καρέ εμψύχωση αντικειμένων). Τρία χρόνια χρειάστηκαν για να γυριστεί ένα από τα πιο ενήλικα μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινα animation που αποτολμήθηκαν ποτέ. Διότι, πέρα από την απαράμιλλη τεχνική, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο, αν δεν υπήρχε μια ιστορία ουσιαστική, ολοκληρωμένη και απόλυτα συγχρονισμένη με τον απονευρωμένο, αυτοματοποιημένο και αποπροσανατολισμένο, παροντικό τρόπο ζωής.

Αποκύημα δημιουργικής επινόησης και συνεργατικής διεργασίας η ‘Anomalisa‘, δεν θα είχε πραγματοποιηθεί αν η επιμονή κάποιων, εξίσου ανήσυχων και διορατικών ανθρώπων, δεν κατάφερνε να τη φέρει στην επιφάνεια. Ο Ντιουκ Τζόνσον ήταν εκείνος που παρότρυνε τον Τσάρλι Κάουφμαν να επιστρέψει και να επεξεργαστεί το ηχητικό θεατρικό, τα ειδικευμένα, καινοτόμα στην τεχνική stop – motion, ‘Star Βurns Industries‘ ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας το κατασκευαστικό κομμάτι και μια διαδικτυακή καμπάνια που ξεπέρασε κάθε προσδοκία (στη δημοφιλή πλατφόρμα Kick Starter), εκείνη που εξασφάλισε το αρχικό, χρηματοδοτικό κεφάλαιο για να εκκινήσει ένα τολμηρό σχέδιο που μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένα στούντιο δεν δεχόταν να χρηματοδοτήσει. Χωρίς τα προαναφερόμενα, η ιστορία ενός καταξιωμένου μα χαρακτηριστικά προβληματικού συγγραφέα αυτοβοήθειας, ο οποίος προωθεί το βιβλίο του παρέχοντας διαλέξεις σε εταιρείες – επιχειρήσεις που επιθυμούν να καλυτερεύσουν την εξυπηρέτηση των πελατών, ενώ συνάμα βιώνει το δικό του, δυσβάσταχτο υπαρξιακό τέλμα και μια απύθμενη μελαγχολία, δεν θα μπορούσε να φτάσει ως την κινηματογραφική οθόνη.

Σε μια τέτοια, συμβουλευτική αγόρευση, εμφανίζεται να πηγαίνει ο επιφανής συγγραφέας, στο Σινσινάτι της πολιτείας του Οχάιο και κάτι τέτοιο δεν κρίνεται αμελητέο μιας και η πόλη αποτελεί την έδρα μερικών εκ των πιο ονομαστών πολυεθνικών εταιρειών. Από την πρώτη στιγμή που καταφθάνει στην αδιάφορη κατά τ’ άλλα πόλη, ο Μάικλ Στόουν, γίνεται αισθητό πως όχι μόνο είναι εξαιρετικά αναγνωρίσιμος (δεν είναι ολίγοι εκείνοι που σιγοψιθυρίζουν στο πέρασμα του), αλλά και ιδιαίτερα σεβαστός σε ένα ετερόκλιτο σύνολο ανθρώπων, είτε αυτοί προέρχονται από τα ανώτερα κλιμάκια (οι διοικούντες των εταιρειών – επιχειρήσεων) είτε από τα κατώτερα (οι υπάλληλοι που έχουν αναλάβει την ασυγκίνητη αλλά απαιτητική αρμοδιότητα της εξυπηρέτησης). Και ενώ όλα διαφαίνονται θαυμάσια στην επαγγελματική πορεία που έχει χαράξει μέχρι στιγμής, ο Μάικλ Στόουν, μια χαρακτηριστική μουντάδα στη ατμόσφαιρα (η διαδρομή με το ταξί από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο), μια επανάληψη ή τυποποίηση στη συμπεριφορά των ανθρώπων που συναντάει (το προσωπικό που εργάζεται στο ξενοδοχείο και οι πελάτες που διαμένουν σ’ αυτό), καθώς και τα συναισθήματα ενοχής που τον κατακλύζουν για το ερωτικό του παρελθόν (τα οποία αναδύονται και ζωντανεύουν με τον πιο εμπνευσμένο τρόπο), δείχνουν έναν άνθρωπο που απέχει παρασάγγας από το να χαρακτηριστεί ευτυχισμένος. Γιατί, μπορεί να είναι καταξιωμένος και αυτοδύναμος, όπως επιτάσσει η κοινωνία, εκείνος όμως, φαίνεται να ασφυκτιά κάτω από ένα ομογενοποιημένο προσωπείο που και ο ίδιος συνέβαλλε καθοριστικά, ώστε να επικρατήσει και να εδραιωθεί.

Πίσω από τα πρόσωπα που συναντάει βρίσκονται άτομα με παρόμοια χαρακτηριστικά που έχουν ξεπατικώσει τα όσα διακηρύσσει στο σπουδαιοφανές βιβλίο του ‘Πώς Μπορώ Να Σας Βοηθήσω Να Τους Βοηθήσετε’. Επομένως, είναι παροιμιώδης και τραγελαφική η βοήθεια που επιδέχεται από το προσωπικό του ξενοδοχείου. Οι υπάλληλοι ακολουθούν επακριβώς τις εργασιακές διδαχές του Μάικλ Στόουν και ο Τσάρλι Κάουφμαν δράττεται της ευκαιρίας για να στηλιτεύσει αυτό το προσποιητό μοντέλο. Από τον τυφλό και ταχύτατο τρόπο με τον οποίο ένας υπάλληλος υποδοχής κανονίζει το δωμάτιο που θα μείνει ο Μάικλ Στόουν, μέχρι το εξαντλητικό και επεξηγηματικό τηλεφώνημα παραγγελίας φαγητού και τις αυτόματες, υπόλοιπες υπηρεσίες , το ανθρώπινο στοιχείο έχει αντικατασταθεί από μια μηχανιστική και ανάλγητη λογική που επιχειρεί (σε εκνευριστικό βαθμό) να μην δυσαρεστήσει τους πελάτες της. Γι’ αυτό τον λόγο τις φωνές όλων των άλλων χαρακτήρων τις υποδύεται ένα πρόσωπο (Τομ Νούναν), ενώ και η εξωτερική τους εμφάνιση δεν φαίνεται να διαφέρει ιδιαίτερα. Το γεγονός αυτό όμως, δεν είναι μόνο προϊόν της αυστηρής καθοδήγησης και της ομοιότητας που επιτάσσει η εποχή, αλλά και του ψυχικού τραύματος που φέρει ο βασικός χαρακτήρας.

Ο Τσάρλι Κάουφμαν δεν υπέγραψε απρομελέτητα με το ψευδώνυμο Φράνσις Φρεγκολί, το πρωτότυπο ηχητικό θεατρικό, ούτε βάφτισε τυχαία Φρεγκολί, το ξενοδοχείο που σχεδόν εξ ολοκλήρου λαμβάνει ενέργεια το αφήγημα της ‘Anomalisa’. Ο Μάικλ Στόουν, ο χαρακτήρας που εμπνεύστηκε ο πολυμερής εγκέφαλος του Τσάρλι Κάουφμαν, πάσχει από το σύνδρομο Φρεγκολί. Μια ασυνήθιστη, ανήκεστη πάθηση, κατά την οποία το υποκείμενο βασανίζεται από παραισθήσεις, έχοντας την ισχυρή πεποίθηση πως όλοι οι διαφορετικοί άνθρωποι που το περιβάλλουν είναι ένα πρόσωπο. Γνώριμο και ως σύνδρομο της ψευδαίσθησης, ο ήρωάς μας προσπαθεί να καταλάβει τη θέση του σε αυτό τον κόσμο, να δικαιολογήσει την πάθηση του και να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε να τη διαχειριστεί. Πράγματι, από τον αποστασιοποιημένο, επιφυλακτικό τρόπο με τον οποίο συνομιλεί με τον ταξιτζή και τον απολογητικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την πρώην του (Μπέλα), αυτό που προκύπτει είναι πως, ο Μάικλ Στόουν επιχειρεί να αντιμετωπίσει τη νευροψυχιατρική του διαταραχή. Ασφαλέστατα και η ταινία δεν ακολουθεί με απόλυτη ακρίβεια και επιστημονική ορθότητα τα γνωρίσματα της ασθένειας μιας και αυτό που προέχει είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και τα κοινωνικά στερεότυπα που ακολουθούν, στέκεται όμως, σε ικανοποιητικό βαθμό, απέναντι της. Στην προσαρμοσμένη, κινηματογραφική εκδοχή της ασθένειας, η συνδιαλλαγή με την κατάθλιψη και τη μοναξιά που βιώνει ο ταλαιπωρημένος χαρακτήρας, φαντάζει ενδεικτική.

Στην ουσία μέσα από το σύνδρομο αυτό, ο σεναριογράφος – (συν)σκηνοθέτης επιχειρεί να προσεγγίσει τον προβληματικό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης και να δει όλα εκείνα που ταλαιπωρούν τη ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου που έχει παραδοθεί στις υποχρεώσεις μιας ενάρετης, ενδεδειγμένης, μα αποστειρωμένης, καταδυναστευτικής ζωής (οικογενειακής ή επαγγελματικής). Ο Μάικλ Στόουν, ο παραδειγματικός οικογενειάρχης, ο διαμορφωτής των θεωριών και κανόνων βελτιωμένης εξυπηρέτησης αδυνατεί πλέον, να προσαρμοστεί και να ακολουθήσει αδιαμαρτύρητα τις απαράλλακτες οδηγίες εφαρμογής και λειτουργίας. Σε μια καθοριστική σεκάνς, θα βιώσει την ανισορροπία του τρόμου και από εκεί θα οδηγηθεί στην προσωρινή αυταπάτη της λύτρωσης. Στεκούμενος μπροστά από έναν θαμπό καθρέφτη στο μπάνιο του δωματίου, θα κλονιστεί συθέμελα από τη χροιά μιας γυναικείας φωνής που δεν ακούγεται σαν καμία άλλη. Αυτό το απρόσμενο, κατακλυσμιαίο επεισόδιο, θα τον οδηγήσει στους διαδρόμους του ξενοδοχείου. Το γεγονός, πως αποπειράται να εξυγιάνει τη ψυχή του μέσα από την ανερεύνηση μιας διαφορετικής γυναικείας παρουσίας, δίνει μια άλλη τροπή στην προγραμματισμένη μονοτονία που διακατέχει την ταινία και διαρρηγνύει την εικόνα συμπεριφοριστικής εξοικείωσης και κοινωνικής αφομοίωσης που εμφανίζει ο χαρακτήρας.

Ο Μάικλ Στόουν θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί ακαριαία τη Λίσα, μια ντροπαλή και αφελή υπάλληλο που δηλώνει θαυμάστρια του, εργάζεται για χρόνια στην εξυπηρέτηση πελατών και λατρεύει τη Σίντι Λόπερ (χιουμοριστική και συγκινητική η σκηνή που τραγουδάει έξοχα το ‘Girls Just Have Fun’ και μάλιστα σε διπλή εκτέλεση – η μια ιταλική). Αυτό που στην ουσία αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον και αφυπνίζει τα καταπιεσμένα ένστικτα του Μάικλ Στόουν, δεν είναι τόσο ο ανεπιτήδευτος και ακατέργαστος της χαρακτήρας, αλλά μια πιο ανθρώπινη παραγωγή ήχων. Για μια στιγμή, ο Μάικλ Στόουν θα αισθανθεί ότι έχει απαρνηθεί μετά από χρόνια κοινωνικών υποχρεώσεων, επαγγελματικής επιτυχίας και ψυχολογικής κατάπτωσης, ενώ ανεπαίσθητα θα πιστέψει πως μπορεί να βιώσει μέχρι τέλους το απαγορευμένο όνειρο και να δραπετεύσει από το κοινωνικό δεσμωτήριο που έχει εγκλωβιστεί. Μια συμπαθητική φωνή, θα δώσει τη δυνατότητα στον Μάικλ Στόουν να κοιτάξει πέρα από την πανομοιότυπη επιφάνεια, την προκαθορισμένη φόρμα και την παραισθησιογόνα αντιληπτική ικανότητα που έχει για τον κόσμο. Ολόκληρη η μακροσκελής σεκάνς που εξελίσσεται στο δωμάτιο του δεν είναι μόνο ότι πιο ρεαλιστικό και αριστοτεχνικό παρακολουθήσαμε στην κατηγορία της εμψυχωμένης κινούμενης εικόνας, αλλά και τρυφερή από τον φυσικό και αργόσυρτο τρόπο με τον οποίο συζητούν, φλερτάρουν και ερωτοτροπούν. Η σκηνή είναι τόσο καλογραμμένη, αφοπλιστικά ερμηνευμένη και δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένη που δύσκολα αφήνει κάποιον ανεπηρέαστο και ασυγκίνητο. Οι δύο ήρωες θα γνωριστούν, αποδεχόμενοι τη διαφορετική τους φυσιογνωμία, ενόσω η κάμερα αποτυπώνει την ειλικρίνεια που κουβαλούν μέσα από μερικά, εξαιρετικά, κοντινά πλάνα. Είναι όμως, η αληθοφάνεια, αυστηρότητα και το θάρρος της σεξουαλική πράξης που κορυφώνει τη σκηνή και αναμενόμενα κερδίζει τις εντυπώσεις.

Αυτή η ελπιδοφόρα κατάσταση δεν θα κρατήσει για πολύ όμως, μιας και η πραγματικότητα αποδεικνύεται πιο αδυσώπητη από οποιαδήποτε ρομαντική επίφαση. Ένα σουρεαλιστικό, εφιαλτικό όνειρο (ή μήπως ήταν όνειρο ότι παρακολουθήσαμε;) θα επαναφέρει τον Μάικλ Στόουν στην ευρυθμία και θα του επισημάνει τις υποχρεώσεις που έχει τόσο απέναντι στην οικογένεια του όσο και στον κοινωνικό του περίγυρο. Στην ουσία, το όνειρο λειτουργεί σαν προπομπός, όχι μόνο για την αδυναμία του Μάικλ Στόουν να ρισκάρει την ευμάρεια του και να επενδύσει πάνω σε κάτι που μπορεί να του επιφέρει ανόθευτη ευτυχία, αλλά και για την ανημποριά του να διαχειριστεί τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν και τον χειραγωγούν. Ως εκ τούτου, ο περίλυπος ήρωάς μας θα υπαναχωρήσει κάτω από το δυσβάστακτο βάρος των ευθυνών – τύψεων και είναι πολύ εύστοχο το πως χρησιμοποιείται από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας, το νευροψυχιατρικό του σύνδρομο, για να δικαιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τον ομοιόμορφο κόσμο που τον περιστοιχίζει.

Επιπρόσθετα, το δεύτερο συνθετικό όνομα της ταινίας, προέρχεται από τον χαρακτήρα της Λίσα και όπως αναφέρεται κατά τη διάρκεια της ιδιωτικής τους συνεύρεσης, η συνάντηση τους είναι σαν μια επίκτητη ανωμαλία (το πρώτο συνθετικό). Κατά αυτή την ενδιαφέρουσα ερμηνεία, αυτό που καταφέρνει να επιτύχει η αξιομνημόνευτη εμφάνιση της Λίσα είναι να διαταράξει την προσποιητή ομαλότητα. Να προκαλέσει μια σχισμή σε εκείνο που φαντάζει προβλεπόμενο και φυσιολογικό, καθόσον είναι προκαθορισμένο και επομένως, κοινωνικώς αποδεκτό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πάντως, που ο Μάικλ Στόουν θα καταφέρει να σπάσει την αποκαρδιωτική του μονοτονία και να γνωρίσει τη Λίσα τη στιγμή που είναι αγχωμένος, πλήττει ανεπανόρθωτα και όλα του φαίνονται τόσο αδιάφορα και ίδια. Τ’ ότι η ομαλότητα αυτή επανέρχεται στο τέλος της ταινίας, λειτουργεί σαν τραγική υπενθύμιση της ανωμαλίας πάνω στην οποία έχει δομηθεί ολάκερο το στρεβλό οικοδόμημα των ανθρώπινων σχέσεων.

Ο Βρετανός Ντέιβιντ Θιούλις αναλαμβάνει να εμφυσήσει ζωή στον χαρακτήρα του Μάικλ Στόουν. Στα χέρια του, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας γίνεται εκείνο το πλάσμα, που αδυνατεί να συνδεθεί κυριολεκτικά με κάποιον και να βρει ουσιαστικό νόημα στη ζωή. Ο μονότονος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τις τεχνολογικές ανέσεις και τις απευκταίες συναντήσεις είναι χαρακτηριστικός. Όταν θα γνωρίσει τη Λίσα, η ανιαρή χροιά θα γεμίσει από ζεστασιά και αυτό είναι κάτι που πλημμυρίζει την οθόνη. Είναι τέτοιος ο ενθουσιασμός, η κατάπληξη και η ζωντάνια που θα αισθανθεί, που θα αποβάλει κάθε τι κακομοίρικο και επιφυλακτικό.  Δυστυχώς, η ψυχική ανισορροπία που τον βασανίζει και η συνειδητοποίηση του άφευκτου, κοινωνικού συμβολαίου θα επαναφέρει τον χαρακτήρα του στην αρχική, μη αναμενόμενη, καταθλιπτική κατάσταση. Ο Ντέιβιντ Θιούλις πάντως, διακρίνεται και για τις στιγμές εκείνες που χάνει τον αυτοέλεγχο, με αποκορύφωμα το ξέσπασμα στο συνέδριο και την καχυποψία στο πρωινό. Αυτή που κλέβει την παράσταση όμως, δε θα μπορούσε να είναι άλλη από την υποτιμημένη Τζένιφερ Τζέισον Λι. Είναι τόσο αντιθετικός ο χαρακτήρας της Λίσα (σε σχέση με το μουντό περιβάλλον της ταινίας και τις μονοδιάστατες παρουσίες που το περιβάλλουν) που της προσφέρει τη δυνατότητα να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που σφύζει από ζωή. Από την πρώτη στιγμή που θα ακουστεί η γλυκανάλατη της φωνή, αυτό είναι κάτι που δεν προκαλεί μόνο εντύπωση στον έκπληκτο Μάικλ Στόουν, αλλά και στον θεατή. Η Λίσα μιλάει ακατάπαυστα και είναι αδέξια, διαθέτει νάζι και ελαφρότητα, ενώ συγχρόνως έχει μάθει να εκτιμάει τα απλά πράγματα. Γι’ αυτό και ο θεατής χαμογελάει με την ανεπιτηδειότητα της, αισθάνεται συμπόνια για τη χαμηλή εκτίμηση που τρέφει για τον εαυτό της και συγκινείται αγόγγυστα, όταν αυτή ανοίγει διάπλατα την καρδιά της και τραγουδάει με τόσο αισθαντικό και απροσποίητο τρόπο μια αξιοζήλευτη, πολυδιασκευασμένη επιτυχία της ποπ μουσικής.

Αξίζει να αναφερθεί, η εκπληκτική δουλειά που έχει πραγματοποιηθεί στο τεχνικό κομμάτι από τα ‘Star Βurns Industries’. Για την κατασκευή των κουκλών χρησιμοποιήθηκε σιλικόνη, που προσδίδει ένα πιο φυσιολογικό αποτέλεσμα στην εμφάνιση και την κίνηση (ενδεικτικό το πως κινείται ένα ολόγυμνο κορμί). Για τα πρόσωπα που φέρουν οι χαρακτήρες όμως, για πρώτη φορά, χρησιμοποιήθηκε η πρωτοποριακή τεχνολογία της τρισδιάστατης εκτύπωσης. Με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να δοκιμάσουν μια ασύγκριτη, οικονομική μεθοδολογία και να κατασκευάσουν εκατοντάδες προσωπεία που με εξαίρεση των πρωταγωνιστών φέρουν (σχεδόν) πανομοιότυπα χαρακτηριστικά (γεγονός που υποστηρίζει και τη νευροψυχιατρική διαταραχή από την οποία καταδιώκεται ο Μάικλ Στόουν). Το ότι διατηρήθηκαν οι κλωστές που ενέχουν τα πρόσωπα αυτά, ενισχύει τον ακατέργαστο τους χαρακτήρα. Όσον αφορά τη σκηνογραφική δουλειά, ολόκληρες μακέτες κατασκευάστηκαν που φέρουν λεπτομερώς όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν τον εσωτερικό διάκοσμο ενός ξενοδοχείου και των λοιπών περιβαλλόντων (το υπερσύγχρονο δωμάτιο, το κατάστημα ερωτικών αντικειμένων, ο χώρος υποδοχής και το μπαρ του ξενοδοχείου). Οι χώροι αυτοί στη συνέχεια φωτίστηκαν ανάλογα (η αντανάκλαση του ενυδρείου στο υπόγειο, o γαλάζιος φωτισμός στο μπαρ, η παράλληλη σειρά από κίτρινες λάμπες στο διάδρομο), ενώ περαιτέρω επεξεργασία έγινε και ψηφιακά. Περιορισμένη όμως, ώστε να μην αποδυναμωθεί το χειροποίητο αποτέλεσμα (τα σύννεφα στην αρχή της ταινίας, ο καπνός του τσιγάρου). Το πιο απαιτητικό κομμάτι όμως, σχετίζεται με τις ενότητες εκείνες που έχουν κινηματογραφηθεί με την ασυνήθιστη τεχνική (για stop – motion animation) του μονοπλάνου. Στην περίπτωση αυτή, οι τεχνικοί έπρεπε να δουν, πως θα μετακινηθεί η κάμερα στον ανεπαρκή χώρο δίνοντας την εντύπωση μιας ενιαίας λήψης, όπως και να αποσπασθούν όλα εκείνα τα χωρίσματα και ότι άλλο συναποτελούσε εμπόδιο.

Σε κάθε περίπτωση (μονοπλάνων ή στατικών πλάνων) το αποτέλεσμα δείχνει εντυπωσιακό και οι κούκλες συμπεριφέρονται με απόλυτη φυσικότητα. Συμβάλλει σε αυτό και η επιλογή να επιτελεστεί το ερμηνευτικό κομμάτι με τρόπο ανάλογο με εκείνο που ακολουθείται κατά το γύρισμα μεγάλου μήκους ταινιών. Οι ηθοποιοί συναθροίστηκαν και εκτέλεσαν όλοι μαζί τις σκηνές τους, πριν ξεκινήσει η κινηματογράφηση που αφορά τις κούκλες και τις μακέτες (η εναρμόνιση των φωνών με τις εκφράσεις και την κίνηση των κουκλών, έγινε αργότερα). Επομένως, δεν είναι απορίας άξιον, που μια τόσο δύσκολη και ευαίσθητη σκηνή όσο είναι η ερωτική, είχε μια τόσο αυθεντική αποτύπωση. Ένα διακριτικό μα υπαινικτικό σκορ το οποίο επιμελήθηκε ο Κάρτερ Μπάργουελ (αναγνωρισμένος για την εξαιρετική του δουλειά στην ‘Carol’ και τις ταινίες των Αδελφών Κοέν), υπογραμμίζει τη δράση και τα συναισθήματα των χαρακτήρων (‘Lisa In His Room‘). Κυρίως όμως, δημιουργεί μια παραμυθένια ατμόσφαιρα η οποία μπορεί και εναλλάσσεται από το τρυφερό στο σκοτεινό (‘My Name Is Lawrence Gill‘). Μπορεί τον συνολικό τόνο να τον δίνει το μειλίχιο παίξιμο ενός βιολιού και ο σκερτσόζικος ήχος ενός ξυλόφωνου (‘Goddess Of Heaven‘), δεν απουσιάζουν όμως, και τα ενδιαφέροντα περάσματα πνευστών οργάνων (‘None Of Them Are You‘). Εν κατακλείδι, όλα τα παραπάνω δεδομένα ποιούν ένα αριστουργηματικό stop – motion animation, το οποίο δεν είναι μόνο τεχνικά άψογο, αλλά και ένα από τα πιο ενήλικα που παρακολουθήσαμε ποτέ. Κάτι τέτοιο συμβαίνει μιας και διαθέτει στις δημιουργικές του επάλξεις, ένα πολύπλοκο μυαλό (Τσάρλι Κάουφμαν) που  χρησιμοποιεί μια ρομαντική φαινομενικότητα (ανωμαλία), για να μιλήσει για όλους εκείνους τους ασφυκτικούς κανόνες και τα παραδείγματα (ομαλότητα) που μας επιβάλλουν και ως ένα βαθμό μας ομογενοποιούν στο άφευκτο περιβάλλον που διαβιούμε.

Share