Τονι Ερντμαν

Μπορεί στο 69ο Φεστιβάλ των Καννών, οι κριτικοί που παρακολούθησαν το ‘Tόνι Έρντμαν’ στην πρεμιέρα του, να υποδέχθηκαν την ταινία με ορθάνοιχτες αγκάλες και με ενθουσιώδη, διθυραμβικά κείμενα, τα οποία έκαναν λόγο για τη συμμετοχή που δικαιούταν όσο καμία άλλη τον Χρυσό Φοίνικα (σε ένα διαγωνιστικό τμήμα που περιλάμβανε και άλλα πολύ καλά έργα), η κριτική επιτροπή πάντως, με Πρόεδρο τον οραματιστή δημιουργό της τετραλογίας του ‘Μαντ Μαξ’, Τζορτζ Μίλερ, είχε διαφορετική άποψη και επέλεξε να δαφνοστεφανώσει για δεύτερη φορά στη μακρόχρονη ιστορία του μεγαλύτερου φεστιβάλ, το λιτό και καίριο, ιδεολογικά στρατευμένο σινεμά του Κεν Λόουτς. Χωρίς το ‘Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ‘ να είναι μια από τις καλύτερες ταινίες του Άγγλου σκηνοθέτη, η επίμαχη απόφαση, ναι μεν έστελνε ένα καθαρό, διπλό μήνυμα (παραμονών του δημοψηφίσματος για την αποχώρηση ή μη της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση), κατά των κοινωνικών περικοπών και των ακραίων πολιτικών λιτότητας και υπέρ ενός σινεμά πολιτικού και επίκαιρου, που τοποθετεί σε δεύτερη μοίρα την κινηματογραφική διασκέδαση και τείνει να εκλείψει, υπέπιπτε όμως, σε ένα σκανδαλώδες ατόπημα που διαπερνά την ομόφωνη γνώμη των κριτικών και αφορά την ίδια τη φερεγγυότητα του φεστιβάλ και την ικανότητα να διαρρηγνύει τα στερεότυπα. Την αδυναμία ή ατολμία, δηλαδή, όχι μονάχα να προτείνει μια ταινία, που εκπροσωπεί ένα διαφορετικό, καθ’ όλα παρεξηγημένο είδος (εκείνο της κωμωδίας ή πιο ορθά της δραμεντί) στο επίσημο τμήμα του, αλλά και να τη βραβεύσει, εφόσον τούτη το δικαιούται, αναλόγως.

Ακόμη και χωρίς τον Χρυσό Φοίνικα ή κάποιο άλλο μεγάλο βραβείο στις αποσκευές του (το στυλιζαρισμένο και ανοικονόμητο σύμπαν του Ξαβιέ Ντολάν θα κέρδιζε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής με το ‘It’s Only the End of the World‘, ενώ για τρίτη φορά στην καριέρα της, η Άντρεα Άρνολτ, θα κατακτούσε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής με το ‘American Honey‘), το ‘Τόνι Έρντμαν‘, θα αποχωρούσε από το φεστιβάλ με τον κάθε άλλο παρά αμελητέο τίτλο της καλύτερης ταινίας της διοργάνωσης. Το γεγονός αυτό, θα δημιουργούσε προϋποθέσεις ιδανικές, για πολλά άλλα βραβεία στη συνέχεια της χρονιάς (ευρωπαϊκά ή αμερικανικά), με πιο σημαντικό απ’ όλα τη λατρεία του κοινού. Είναι τέτοια η δύναμη και η αφοπλιστικότητα του ‘Τόνι Έρντμαν’, που κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει αιφνίδια, όχι όταν στο σκηνοθετικό τιμόνι ευρίσκεται, η Μάρεν Άντε. Έχοντας αποδείξει και στις δύο προηγούμενες της δημιουργίες, πως διαθέτει την εξαιρετική ικανότητα να υποβάλει τους καλογραμμένους της χαρακτήρες σε καταστάσεις που δοκιμάζουν τα όρια ή τις επιθυμίες τους, όπως και να τους σκηνοθετεί με ασυνήθιστη οξυδέρκεια και περίσσιο χιούμορ, δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά.

Τόσο στο πολλά υποσχόμενο σκηνοθετικό ντεμπούτο, ‘Το Δέντρο αντί για το Δάσος‘ (2003) όσο και στο μεταγενέστερο και πιο στιβαρό, ‘Όλοι οι Άλλοι‘ (2009), οι κοινωνικοί ρόλοι και οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, με τρόπο τέτοιο, ώστε να αναδεικνύονται εκείνες οι μικρές λεπτομέρειες, που ανυψώνουν την αντισυμβατικότητα της ανθρώπινης φύσεως απέναντι σε κάθε περιορισμένη και στερεοτυπική συμπεριφορά. Είναι όμως, με το ‘Τόνι Έρντμαν’, που η Μάρεν Άντε, πολύ περισσότερο σε σχέση με ότι έχει παρουσιάσει στο άξιο λόγου παρελθόν, παρατηρεί με τολμηρότητα και διεισδυτικότητα, τις αλλοπρόσαλλες και αθέατες εκφάνσεις του ανθρώπινου παράγοντα και αυτό είναι κάτι που υποστηρίζεται ικανοποιητικά και από το υλικό της (η ίδια, όπως κάνει πάντοτε, έχει γράψει και το θαυμάσιο σενάριο). Είναι τέτοια η αυτοπεποίθηση της, που δεν διστάζει να τραβήξει τη συνολική διάρκεια της ταινίας (στα 162′ λεπτά), να γυρίσει μακροσκελείς και απαιτητικές σεκάνς (σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους – με λιγότερο ή πιο πολύ κόσμο), μα ιδίως, να στηλιτεύσει κάθε στενή έννοια του φαίνεσθαι και του είναι (οι διαρκείς μεταμορφώσεις του Γούνφριντ) και να κινηματογραφήσει με ειλικρίνεια την προσπάθεια επανασύνδεσης ενός μοναχικού και γελωτοποιού πατέρα με την καριερίστα και επιτυχημένη θυγατέρα του. Μπορεί, σε μια αρχική ανάγνωση, η ιστορία του ‘Τόνι Έρντμαν’ να μην είναι πολιτική (‘Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ’) είναι όμως, εξίσου σημαντική, μιας και μιλάει με κωμικοτραγικό τρόπο, για τη μοναξιά των ανθρώπων, την απόσταση των γενεών, και τον αλλοτριωμένο, σύγχρονο τρόπο σκέψης και ζωής, έτσι όπως αυτός επιβάλλεται από αμφιβόλου ποιότητας, εταιρίες.

Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Γουίνφριντ Κονράντι (Πέτερ Σιμόνισεκ), ένας ανήσυχος 65χρονος, οποίος διαβιεί σε κάποια κατάφυτη έκταση στο Άαχεν της Γερμανίας, έχοντας για μοναδική συντροφιά έναν σκύλο. Ο Γουίνφριντ, μοιράζει τον πλούσιο χρόνο του, ανάμεσα στην άρρωστη μητέρα του, το σχολείο που εργάζεται ως δάσκαλος μουσικής και την πρώην γυναίκα του και τούτο είναι κάτι που φαίνεται, στις τρεις αρχικές σκηνές της ταινίας. Όπως,  και κάτι ακόμη, πολύ πιο σημαντικό: ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο συναναστρέφεται με τον περίγυρό του. Στο ανιαρό, επαναλαμβανόμενο, καθημερινό περιβάλλον της μικρής πόλης που διαμένει, ο Γουίνφριντ βρίσκει τον τρόπο, να διασκεδάσει τον εαυτό του και τον υπέρμετρα σοβαροφανή κύκλο του. Είτε παραλαμβάνει κάποιο δέμα στην κατοικία του είτε επισκέπτεται τη μητέρα και την πρώην σύζυγο του, πιστοποιεί πως η ευδιαθεσία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Με τη συνδρομή μια αστείας περούκας, ενός μακιγιάζ ή ενός αξεσουάρ, όπως είναι μια οδοντοστοιχία, περιπαίζει την ομήγυρη του με λιγότερο ή περισσότερο επιτυχή τρόπο και εκείνη τον υφίσταται και τον αντιμετωπίζει με κατανόηση.

Ο Γουίνφριντ έχει μια αισιόδοξη θεώρηση για τη ζωή και έτσι εφευρίσκει συνεχώς τρόπους για να δραπετεύσει από την πληκτικότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα. Διαθέτει όμως, και μια ευκατάστατη και καταξιωμένη κόρη, την Ινές (Σάντρα Χίλερ), η οποία δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο από εκείνον. Δυναμική και αποφασιστική, από την πρώτη στιγμή που θα παραστεί στην οικία της μητέρας της (και πρώην συζύγου του Γουίνφριντ), θα δείξει πως γι’ αυτήν, ο ελεύθερος χρόνος δεν αφθονεί για εορταστικές οικογενειακές συναντήσεις (οι επαυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις της αποσπούν διαρκώς την προσοχή), πόσο μάλλον για ανούσιες πλάκες και εύκολους συναισθηματισμούς. Η Ινές, ζει και εργάζεται ως κυνική σύμβουλος σε μια επιχείρηση πετρελαίου στο ραγδαία αναπτυσσόμενο, εργασιακά προσαρμοστικό και οικονομικά ανταγωνιστικό Βουκουρέστι, ενώ δεν κρύβει τις βλέψεις της για μια ακόμη καλύτερη θέση εργασίας, στη μακρινή Σαγκάη. Η νεαρή γυναίκα έχει βάλει σε αυστηρή τάξη και πρόγραμμα τη ζωή της, για να καταφέρει να ακολουθήσει με συνέπεια τις αδίστακτες και κερδοσκοπικές υποδείξεις της εταιρίας που εργάζεται. Την επίπλαστη και ελεγχόμενη καθημερινότητα της Ινές, πάντως, θα διακόψει η απρόοπτη άφιξη του πατέρα της και μάλιστα, ο τρόπος που εκείνος θα εμφανιστεί μπροστά της, θα είναι αρμοστός του ιδιότυπου χαρακτήρα του (λίγο θα λείψει από το να της κάνει κάποιο αστείο με τη μασέλα, τη στιγμή που αυτή και οι κουστουμαρισμένοι συνεργάτες της, καταφθάνουν στην εταιρία).

Η αποβίωση του πολυαγαπημένου σκύλου του Γουίνφριντ, θα τον οδηγήσει στην πολύβουη και άγνωστη πρωτεύουσα και μάλιστα χωρίς κανέναν ενδοιασμό στο μέρος που δουλεύει η κόρη του. Η ίδια η αφρόντιστη και ανυπόκριτη παρουσία του στο απρόσωπο και ομοιότυπο περιβάλλον της επιχείρησης, δημιουργεί μια αντίθεση, η οποία από μόνη της προκαλεί ένα μειδίαμα, πόσο μάλλον, όταν ο ήρωας, με δυσχέρεια συγκρατείται από το να παρουσιάσει τον διασκεδαστικό του εαυτό. Το βλέμμα της κόρης, στην αρχική διασταύρωση, πάντως, θα είναι ενδεικτικό (ή και προειδοποιητικό) για τις διαθέσεις της, το ίδιο και το γεγονός πως θα βρει τον τρόπο να τον εντάξει σε ένα συνοδευτικό πρόγραμμα από τη στιγμή που η ίδια δεν έχει χρόνο για να ασχοληθεί πραγματικά μαζί του. Δίχως, να συνυπολογίσει την πιθανότητα αυτή και να προειδοποιήσει έγκαιρα για τον ερχομό του, ο Γουίνφριντ θα παραβρεθεί εκεί, μετά το ξεψύχισμα του κατοικίδιου. Επί της ουσίας, αυτό που ζητά και παρίσταται εκεί, δεν είναι τόσο το να καλύψει την απουσία του σκύλου όσο το να σφίξει τις αναιμικές σχέσεις με την απομακρυσμένη του κόρη. Η συγκυρία όμως, κάθε άλλο παρά θα είναι κατάλληλη, μιας και η Ινές, επρόκειτο να συναντήσει έναν πολύ σημαντικό και δύσκολο πελάτη, τον Γερμανό διευθύνοντα σύμβουλο της πετρελαϊκής εταιρίας, τον Χένεμπεργκ (Μίκαελ Γουίντενμπορν).

Ο ίδιος ο Γουίνφριντ, πάντως, θα συναπαντηθεί με τον Χένεμπεργκ και ο τελευταίος  θα τον προσκαλέσει μαζί με την κόρη του για ένα ποτό, όσο και αν η Ινές δείχνει πως δεν επιθυμεί να καταστεί κάτι τέτοιο δυνατό. Το ιδιόρρυθμο χιούμορ και ο εμπαικτικός σχολιασμός, δεν ταιριάζουν σε μια κρίσιμη συνάντηση, ακόμη και σε ένα τέτοιο πλαίσιο όμως, ο Γουίνφριντ, θα δείξει πως υπάρχει ένα μικρό περιθώριο (η αναφορά στην αντικαταστάτρια κόρη). Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του Γουίνφριντ στο Βουκουρέστι, η στάση της Ινές απέναντι του είναι διακριτική και αποστασιοποιημένη (δεν τον αγκαλιάζει ούτε μια φορά). Είναι τόσο φορτισμένη με το σχέδιο που έχει αναλάβει (τον τρόπο με τον οποίο θα απολύσει χιλιάδες εργαζομένους από την πετρελαϊκή εταιρία), που δεν μπορεί να ηρεμήσει ούτε λεπτό. Σε μια ενδεικτική σκηνή, ενώ εκείνη ευρίσκεται μαζί με τον πατέρας της σε έναν χώρο χαλάρωσης και ευφορίας, ο Γουίνφριντ θα τη ρωτήσει, εάν αισθάνεται ευτυχισμένη, για να εκλάβει την απάντηση, πως έχει άλλη αντίληψη για το τι είναι ευτυχία και ποιο είναι το νόημα της ζωής. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, το τηλέφωνο της θα χτυπήσει και αιφνίδια θα αποχωρήσουν, πράξη που θα αποδείξει στον ίδιο, πόσο πολύ απέχει από το να χαρακτηριστεί χαρούμενη με την αυτονόητη έννοια. Εκτός κι αν είναι ευτυχία το να βοηθάει την καλοζωισμένη σύζυγο του Χένεμπεργκ να κάνει τα ακριβά της ψώνια. Τ’ ότι θα χρειαστεί να του ζητήσει να φύγει και να επιστρέψει στο σπίτι του στο Άαχεν, σε μια άλλη σκηνή της ταινίας, δεν θα πρέπει να προξενεί καμία εντύπωση, τη στιγμή που η ζωή που κάνει δεν της αφήνει άλλη εναλλακτική και ο καλοπροαίρετος πατέρας καταλήγει να την αποδιοργανώνει. Μέχρι να φτάσει σε αυτό το απροσδόκητο σημείο, η Μάρεν Άντε, καταφέρνει να παρουσιάσει με αβίαστο και φυσικό τρόπο, τα βασικότερα γνωρίσματα των δύο χαρακτήρων, τον αντιθετικό τρόπο με τον οποίο σκέφτονται και λειτουργούν και έτσι να λειάνει το έδαφος για την εξευμενιστική συνέχεια.

Η αποχώρηση μπορεί να εκπλήσσει τον θεατή με τη σκληρότητά της και να δίνει τη ψεύτικη εντύπωση πως η Ινές, θα συνεχίσει να ζει ανενόχλητη από απρογραμμάτιστες, πραγματικές συγκινήσεις, γρήγορα όμως, η ίδια θα διαψευστεί. Μετά την επιτυχημένη παρουσίαση των προτάσεων της στο συμβούλιο της εταιρίας με τον Χένεμπεργκ και τη συνάντηση της με τις υπεροπτικές της φιλενάδες, ο Γουίνφριντ Κονράντι, θα επανεμφανιστεί. Μονάχα, που αυτή τη φορά, θα είναι ο Τόνι Έρντμαν, ένας επινοημένος χαρακτήρας που όπως ισχυρίζεται, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον πατέρα της εργασιομανούς γυναίκας. Η άρνηση της Ινές να δει με πιο θετικό πρόσημο τη ζωή, όπως και η απομάκρυνσή του από το περιβάλλον της, θα ενεργοποιήσουν μια πιο ακραία εκδοχή της προσωπικότητάς του, η οποία βασίζεται στα αθώα αστεία, την ακίνδυνη εξαπάτηση και τη δοτικότητα στις μικρές και ασήμαντες χαρές.

Σε μια ιδιαίτερα χιουμοριστική σκηνή δείπνου, η ακόμη πιο αιφνιδιαστική και εμπνευσμένη εμφάνιση του Τόνι Έρντμαν θα σαστίσει την Ινές (αν και θα καταδιασκεδάσει τις φίλες της), η οποία δεν θα ξέρει πως να διαχειριστεί το γεγονός. Και σαν να μην έφτανε τούτο, η σκηνή αυτή δεν θα είναι η μοναδική, πολλές ακόμη θα ακολουθήσουν και όσο το τέλος της ταινίας πλησιάζει και η Ινές παραμένει αδιάλλακτη και περίκλειστη σαν χαρακτήρας, αυτές θα είναι περισσότερο ισοπεδωτικές. Η Ινές απέρριψε τον πατέρα της, πρωτύτερα, και τώρα εκείνος επέστρεψε πιο αποφασισμένος μέσα από ένα προσωπείο, το οποίο δεν αφήνει τίποτα στο απυρόβλητο. Η παρουσία του Τόνι Έρντμαν θα είναι αναπόφευκτη και κατακλυσμιαία, για την προγραμματισμένη ζωή της Ινές, μιας και αυτή θα γίνει αισθητή και σε απαγορευμένες περιοχές του βίου της, που ο πατέρας της, Γουίνφριντ, ούτε να διανοηθεί να παραστεί δεν θα μπορούσε, πόσο μάλλον να διακωμωδήσει χωρίς φραγμό. Ο Τόνι Έρντμαν θα γνωρίσει όλο το κοινωνικό – ανθρώπινο πλαισίωμα της Ινές, ακόμη και το αφεντικό της στην εταιρία ή τον συνάδελφο με τον οποίο ενίοτε φλερτάρουν, θα συναντηθεί όμως, και με άλλο κόσμο και όλοι θα παρασυρθούν από το χάρισμά του. Από την ταράτσα της εταιρίας, όπου ο Τόνι Έρντμαν, έχει μια κλανιέρα μαξιλάρι και ανταλλάσει χειραψία με το λερωμένο του χέρι με το αφεντικό της Ινές, έως το σημείο εκείνο που καταφθάνει στην οικεία μιας ευκατάστατης, ονομαστής γυναίκας, υποδυόμενος τον Πρέσβη της Γερμανίας, έχοντας στο μεταξύ βάλει, παρά τη θέλησή της, και την κόρη του στο κόλπο, δεν είναι μόνο η Ινές που προκαλείται και διευρύνει τα όρια της (η καταπληκτική σκηνή που τραγουδάει με περίσσιο συναίσθημα και ενθαρρυντική προτροπή, το ‘Greatest Love‘ της Whitney Houston), μα και ο ίδιος ο θεατής.

Η Μάρεν Άντε σκηνοθετεί με τέτοιο τρόπο, ώστε οι σκηνές που ακολουθούν να έχουν έναν ανυπόκριτο αυθορμητισμό που δεν συναντά πολύ συχνά κάποιος στις περισσότερες ταινίες (πολλώ δε μάλλον τις κωμικές). Φροντίζει, βέβαια, πρώτα να δημιουργήσει ένα ρεαλιστικό περιβάλλον (ο αυστηρός εργασιακός χώρος, τα υπερπολυτελή συγκροτήματα, τα νυχτερινά μαγαζιά μαζικότατης προσέλευσης και κακόγουστης αισθητικής) που είναι αναγνωρίσιμος, όπως και χαρακτήρες στερεοτυπικούς (η υποτακτική νεαρή γραμματέας Άνκα, ο επιρρεπής στο σαρκικό έρωτα συνάδελφος Τιμ, η αλαφροΐσκιωτη φίλη Τατιάνα), ώστε οι καταστάσεις να προκαλέσουν τον ενθουσιασμό, γιατί ανατρέπουν το δομημένο, θεωρητικά ατράνταχτο υπόβαθρο. Πραγματικά, σε κάθε ένα από τα παρατεταμένα στιγμιότυπα που εμφανίζεται ο Τόνι Έρντμαν και συνδιαλέγεται με την κόρη του ή κάποιον από τους λοιπούς χαρακτήρες, αυτό είναι κάτι που συμβαίνει. Το γέλιο πάντως, δεν είναι το κυρίαρχο ζητούμενο όσο το να δοθεί η εντύπωση πως η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η ζωή, χρίζει αλλαγής.

Η στιγμή εκείνη, που επιτυγχάνεται η ριζική, εσωτερική αναθεώρηση και κορυφώνεται και η ταινία, δεν είναι άλλη από την καταπληκτική, απενοχοποιημένη και ξεκαρδιστική σεκάνς, που εκτυλίσσεται στο ντιζαϊνάτο διαμέρισμα της Ινές, κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος που διοργανώνει για τα γενέθλιά της. Έχοντας προετοιμάσει τα πάντα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια και προσκαλέσει κάθε φίλο ή συνέταιρο, η Ινές θα αντιδράσει από τη συσσωρευμένη πίεση με τρόπο που κανένας δεν μπορεί να φανταστεί. Η ηρωίδα, σε μια στιγμή βαθύτατης ειλικρίνειας και απέλπιδος προσπάθειας να κατανοήσει τις αφυπνιστικές προσπάθειες του Τόνι Έρντμαν, θα απεκδυθεί κάθε τι παραπανήσιο, για να υποδεχθεί τους καλεσμένους της. Απογυμνωμένη, καθώς είναι, όχι μονάχα θα σκανδαλίσει τους επισκέπτες της, αλλά θα δοκιμάσει και τη δική της σεμνοτυφία. Αυτό που ακολουθεί στη συγκεκριμένη σκηνή, καλύτερα να διαπιστωθεί στην ολότητά του, κατά τη θέαση της ταινίας, το σίγουρο είναι πάντως, πως προκαλεί το γέλιο με την εκτροπή που παίρνει η συνάθροιση. Ιδίως, όταν πραγματοποιεί τη θριαμβευτική και μεγαλειώδη του εμφάνιση, ο Τόνι Έρντμαν, ο οποίος σε απόλυτο διαχωρισμό, θα παρουσιαστεί με μια παραδοσιακή βουλγαρική στολή, ιδανική να τρομοκρατήσει τα πλήθη, μα και να επικαλύψει τη γύμνια της πολυαγαπημένης του κόρης. Μετά από μια τόσο ανεξέλεγκτη συγκέντρωση, η οποία όμως, θα οδηγήσει στο πιο ένθερμο σφιχταγκάλιασμα της πρόσφατης κινηματογραφικής μνήμης, το τέλος, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο πιστό στην ιδιότυπη κοσμοθεωρία που προτάσσει, ο Τόνι Έρντμαν. Τ’ ότι η σκηνοθέτιδα κατορθώνει να δημιουργήσει την περίσταση εκείνη που θα προκαλέσει ένα εύθυμο κλίμα, ακόμη και στα πιο άξαφνα μέρη, προσμετρείται στα πολύ θετικά της ταινίας, μιας και δείχνει το πόσο αναγκαίο είναι να αντιμετωπίζεται η καθημερινή ζωή με χαμόγελο. Όπως και το γεγονός, ότι καταφέρνει να καυτηριάσει το εργασιακό και απάνθρωπο μοντέλο που επιβάλλεται σχεδόν αδιαμαρτύρητα από τη Δύση σε χρεοκοπημένες χώρες, όπως είναι οι περισσότερες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μέσα από τον αμφιλεγόμενο σκοπό της Ινές (σύμβουλος που προωθεί την υπεργολαβία). Η ταινία, όμως, κυρίως, αφορά την ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία και μέσα από την τρυφερή, σπαρταριστή και αξιέπαινη προσπάθεια ενός πατέρα να επανασυνδεθεί με την απόμακρη και απαθέστατη κόρη του, η Μάρεν Άντε επιτυγχάνει να δημιουργήσει μια αξιοσημείωτη ταινία, που δίνει έμφαση στην ένωση αυτή.

Σημαντικό μερίδιο, στη θετικότατη αποτίμηση της ταινίας, έχουν και οι ψηλές ερμηνευτικές επιδόσεις των πρωταγωνιστών: ο Πέτερ Σιμόνισεκ, μολονότι, υποδύεται έναν άνθρωπο που ανακαλύπτει συνεχώς χαριτωμένους τρόπους για να προσθέσει χρώμα στη ζωή (τη δική του ή των άλλων), δεν παρασύρεται σε υπερβολές από τις επανειλημμένες μεταμορφώσεις και την κωμική του ιδιότητα (ούτως ή άλλως, ο Τόνι Έρντμαν είναι μια περσόνα, που κατακτάει με ευκολία τη συμπάθεια του κοινού). Είναι τόσο θαυμαστή η αυτοσυγκράτηση που δείχνει που ακόμα και σε πιο ευαίσθητες στιγμές, όπως αυτή που τον διώχνει η κόρη του ή βρίσκει νεκρό τον μονάκριβο σκύλο, πιο πολύ υπαινίσσεται, παρά εξωτερικεύει ότι αισθάνεται. Στο πλευρό του, η υπέροχη Σάντρα Χίλερ  (‘Ρέκβιεμ‘, 2006), ερμηνεύει την κόρη του Γουίνφριντ: σθεναρή και προσηλωμένη στο στόχο της, η Ινές, πείθει από την πρώτη στιγμή, πως το μόνο για το οποίο ενδιαφέρεται είναι η εξελικτική πορεία στον επαγγελματικό τομέα, γι’ αυτό και η έλευση του γονέα, είναι κάτι που την απορρυθμίζει χαρακτηριστικά. Η Σάντρα Χίλερ είναι ακριβώς εκείνο το πρόσωπο, που τέρπεται από την εργασία, αγκομαχάει από την παρουσία του πατέρα της, υπομένει τις ιδιαιτερότητες του και κάποια στιγμή, ξεσπά. Ασυγκίνητη στο μεγαλύτερο μέρος, ξεχωρίζει, όταν βαθμιδωτά υποκύπτει και αρχίζει να βιώνει τη χαρά της συναισθηματικής ελευθέρωσης (μέσα από ένα τραγούδι ή την απέκδυση του ρουχισμού).

Share