Paterson

Τρία χρόνια μετά, την εμπνευσμένη ανάγνωση (ρομαντική, σαρκαστική και υποβλητική σε ισόποσες δόσεις) της βαμπιρικής μυθολογίας (‘Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί‘, 2013), ο Τζιμ Τζάρμους, ένας από τους πιο αντισυμβατικούς, αυθεντικούς και ιδιοσυγκρασιακούς σκηνοθέτες, που έβγαλε ο αμερικανικός κινηματογράφος, επιστρέφει με μια ακόμη ταινία μυθοπλασίας (το 2016, προβλήθηκε, επίσης  και το αξιόλογο μουσικό ντοκιμαντέρ, ‘Gimme Danger‘, που αφορούσε το εμβληματικό πανκ ροκ συγκρότημα των The Stooges) που είναι πιστή σε όλα όσα πρεσβεύει ο ίδιος, εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Τρυφερότητα, ειλικρίνεια, ειρωνεία, λεπτότητα, αμεσότητα και απλότητα, χαρακτηρίζουν τον πυρήνα του ‘Paterson‘, μιας ταινίας που είναι φτιαγμένη με περίσσια αγάπη και αφοσίωση. Αφιερωμένο σε όλους εκείνους τους ονειροπόλους και αφανείς ανθρώπους, που εξακολουθούν να ερωτεύονται, να συλλαμβάνουν πρωτότυπες ιδέες από τα πιο ουσιώδη υλικά και από μια επανειλημμένη καθημερινότητα, που αντιστέκεται στις αλματώδεις τεχνολογικές – ψηφιακές μεταβολές και τους γρήγορους, αστικούς ρυθμούς, και γυρισμένο εξ ολοκλήρου, στο ομώνυμο Πάτερσον, την τρίτη πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή του Νιου Τζέρσεϋ, τη δεύτερη σε μουσουλμανικό πληθυσμό σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες και μια από εκείνες με έντονο βιομηχανικό παρελθόν (το προσωνύμιο της άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο – ‘η Πόλη του Μεταξιού’), το ‘Paterson’, καταφέρνει να αιχμαλωτίσει στον φακό την ομορφιά, μέσα από τα πιο πιθανά (οι καταρράκτες του ποταμού Πασάικ, που διατρέχουν την πόλη) και τα πιο απίστευτα μέρη (τα πλείστα σημεία από τα οποία διέρχεται καθημερινά το λεωφορείο) και να δημιουργήσει ανεπιτήδευτη ποίηση, η οποία στα ικανά χέρια του σκηνοθέτη μεταμορφώνεται σε εικόνες, που κατορθώνουν να παρεισφρήσουν και να αγγίξουν τον ιδιαίτερο ψυχισμό των θεατών.

Συγχρόνως, επιτυγχάνει να αποτιμήσει φόρο τιμής σε έναν από τους πιο ρηξικέλευθους και επιδραστικούς ποιητές που έβγαλε αυτή η πόλη (εδώ μεγάλωσε και ο γνωστός εκπρόσωπος τη αντιδραστικής και πρωτοποριακής γενιάς των μπίτνικ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ). Η αναφορά στον ποιητή – ολόθερμο θιασώτη της μοντέρνας και εικονιστικής ποίησης, Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, είναι κάτι παραπάνω από ευδιάκριτη, σε όλη τη διάρκεια του έργου, όχι μονάχα επειδή ο πρωταγωνιστής της ταινίας λέγεται Πάτερσον ή τον αναφέρει ως βασική επιρροή και διαβάζει κάποιο χαρακτηριστικό απόσπασμα από το νεωτεριστικό, επικό ποίημα αυτού: (το πεντάτομο ‘Paterson‘, 1946 ως 1958, που έχει επηρεαστεί από τον ‘Οδυσσέα‘ του Τζέιμς Τζόυς, 1922 και θεωρείται από κριτικούς, πως αποτελεί ιδανική απάντηση στη ‘Ρημαγμένη Γη‘ του Τ. Σ. Έλιοτ, 1922), αλλά και επειδή, ο ίδιος ο χαρακτήρας είναι βασισμένος στον ίδιο.

Με τον τρόπο που, ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, ενώ ήταν γιατρός (παιδίατρος και γενικής ιατρικής), έβρισκε τον χρόνο για να καταγράφει την πραγματικότητα που συναντούσε γύρω του και να δημιουργεί ποιήματα, ακόμη και μέσα από καταστάσεις, που είχαν να κάνουν με την καθημερινή του ενασχόληση με την ιατρική, σε παράλληλη τροχιά και με παραπλήσια μέθοδο και ο Πάτερσον (Άνταμ Ντράιβερ), ενώ είναι οδηγός λεωφορείου εξοικονομεί χρόνο (στην έναρξη της βάρδιας ή τη λήξη αυτής) και ακολουθεί τα ανυπέρβλητα ποιητικά χνάρια του δασκάλου του (εμπνέεται από τη δική του εργασία και καθημερινότητα και δημιουργεί με τον ίδιο μη ομοιοκατάληκτο, άμεσο και περιγραφικό, ποιητικό λόγο). Ο Πάτερσον, συζεί με τη Λόρα (Γκολσιφτέ Φαραχανί) και τον Μάρβιν, ένα αξιολάτρευτο, αγγλικό μπουλντόγκ, σε μια κατοικία που την περιβάλλει απεριόριστη λατρεία και βαθιά αλληλοεκτίμηση. Κάθε μέρα, ξυπνάει, καλημερίζει τρυφερά τη Λόρα, ντύνεται, τρώει το πρωινό του και ακολουθεί την ίδια διαδρομή, έως ότου οδηγηθεί στον σταθμό των λεωφορείων. Εκεί, στον λίγο χρόνο που του απομένει για να ξεκινήσει η βάρδια του, συλλογίζεται και γράφει στίχους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, επιβάτες διαφορετικών ηλικιών και εθνικοτήτων, ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν, άλλοι σιωπηλοί και απόμεροι, άλλοι πιο εγκάρδιοι και ομιλητικοί, και εκείνος ακούει συνωμοτικά και αφουγκράζεται τις προσωπικές τους ιστορίες. Συζητήσεις που έχουν ως βάση τους, την πόλη του Πάτερσον, άλλες πιο απλοϊκές και χαριτωμένες, όπως αυτή που κάνουν δύο άρρενες οικοδόμοι, αναφορικά με τις τυχαίες συναντήσεις και τον ατελέσφορο τρόπο με τον οποίο φλερτάρανε το πρόσωπο που επιθυμούν και άλλες πιο εμβριθείς, όπως εκείνη που γίνεται ανάμεσα σε δύο αντισυστημικούς νεαρούς, για μια προσωπικότητα τόσο αμφιλεγόμενη για την πλουτοκρατία και πολύτιμη για το επαναστατικό κίνημα, όσο είναι ο Ιταλός αναρχικός, Giuseppe Ciancabilla (στιγμή που τους δίνει τη δυνατότητα να σκαλίσουν με ενθουσιασμό και παρανόηση το άναρχο παρελθόν της πόλης και να συνειδητοποιήσουν, πως ίσως να είναι οι τελευταίοι αναρχικοί που εξακολουθούν να μένουν σε αυτό το μέρος).

Ο Πάτερσον, αντλεί έμπνευση από τους ανθρώπους που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης, παίρνει ιδέες, όμως, και από την αποστομωτική θέα των μεγάλων καταρρακτών του ποταμού Πασάικ, έτσι όπως την απολαμβάνει από το καταπράσινο και γαλήνιο, εθνικό – ιστορικό πάρκο του Πάτερσον, που επισκέπτεται μετά την ολοκλήρωση της καθημερινής του εργασίας. Όπως επίσης και από πιο απλά πράγματα, που βρίσκονται στην κατοικία του: επί παραδείγματι, ένα κουτί από επώνυμα σπίρτα θα δώσει την αφορμή, για να γράψει ένα ερωτικό ποίημα. Άσημοι ή επώνυμοι άνθρωποι, ιστορικά μέρη και άψυχα αντικείμενα, που όλα τους αναδεικνύουν την πόλη του Πάτερσον και την ευαίσθητη ψυχοσύνθεση του ήρωα.

Και καθ’ ότι αποδεικνύει και το προαναφερόμενο, αισθαντικό ποίημα με τα σπίρτα (‘Love Poem’), την αγάπη που νιώθει για τη πολυαγαπημένη του Λόρα. Επειδή, περισσότερο από οτιδήποτε και οποιονδήποτε άλλο, αυτό που φαίνεται πως τον κινητοποιεί και τον κρατάει σε δημιουργική εγρήγορση, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η έλξη και η εκτίμηση που τρέφει γι’ αυτόν τον τόσο ασυνήθιστο άνθρωπο. Από την εναρκτήρια σεκάνς, που παρουσιάζονται μαζί στο κρεβάτι και ο Πάτερσον τη φυλάει, την περιεργάζεται και εν συνεχεία, τη σκεπάζει, γίνεται κάτι τέτοιο ολοφάνερο, όπως και τ’ ότι αυτή η σχέση είναι στηριγμένη σε πολύ απλά και ανθρώπινα πράγματα. Τις ώρες, που ο Πάτερσον, ευρίσκεται στην εργασία του, η Λόρα παραμένει μαζί με τον Μάρβιν στο σπίτι. Φύσει ανησυχαστικό μυαλό και αυτή, περνάει τον άπλετο χρόνο της, ευχάριστα και δημιουργικά. Είτε δοκιμάζοντας, κάποιο νέο συστατικό και ενδιαφέρον συνταίριασμα για το φαγητό (όχι, πάντοτε επιτυχημένο), είτε ζωγραφίζοντας σε υπερβολικό βαθμό, κάθε μη προβλεπόμενο σημείο του οικήματος (από τα πλακάκια και τις κουρτίνες, μέχρι τις πετσέτες, τα σουβέρ και τα μαγειρικά σκεύη) με τα επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά της μοτίβα (μαυρόασπροι κύκλοι ή γραμμές). Η Λόρα, περιμένει καρτερικά τον Πάτερσον και αυτός επιστρέφει με ευχαρίστηση στη ζεστασιά του σπιτιού, ενώ συνάμα, ετοιμάζει διακοσμητικές ή μαγειρικές εκπλήξεις, που ο ίδιος επαινεί, ακόμη και όταν αυτές, γίνεται πρόδηλο πως δεν είναι ωραίες. Ο ένας υποστηρίζει σθεναρά τον άλλον και υπομένει τις όποιες ιδιορρυθμίες του, ενώ αφήνει και τον απαιτούμενο χώρο για να αναπνεύσει, στις περιορισμένες διαστάσεις ενός οικήματος (ο Πάτερσον, γράφει ανενόχλητος στο υπόγειο).

Ο Πάτερσον, έχει αναλάβει και τη βόλτα του κατοικίδιου, όπερ και σημαίνει πως, λίγο μετά το σουρούπωμα, τον πηγαίνει περίπατο. Ενέργεια, που του επιτρέπει να πιει μια παγωμένη μπύρα, στο μοναδικό κοντινό μπαρ. Προσεγμένο μαγαζί με παλαιικό χαρακτήρα (η φωτεινή επιγραφή από νέον, το τζουκ-μποξ και το μπιλιάρδο τραβούν κατευθείαν την προσοχή), το οποίο διευθύνει ο Ντοκ (Μπάρι Σαμπάκα Χένλεϊ). Ο τελευταίος, δεν χάνει την ευκαιρία να του υπενθυμίζει όλες τις σημαίνουσες προσωπικότητες, που έχουν γεννηθεί στην πόλη του Πάτερσον (ο κωμικός ηθοποιός, Λου Κοστέλο), γεγονός που πιστοποιούν και τα κάδρα που βρίσκονται πίσω από τη ξύλινη μπάρα (με περιεχόμενο που προέρχεται από φωτογραφίες ή αποσπάσματα εφημερίδων), όπως και την αγάπη του για το σκάκι (αρέσκεται να παίζει με τον εαυτό του). Μαζί με τον Πάτερσον, μια σειρά από αμετάβλητους πελάτες, παρίστανται εκεί, οι οποίοι έχουν τα δικά τους όνειρα και προβλήματα. Όπως, ο πρόσφατα χωρισμένος, συναισθηματικά καταρρακωμένος και πεισματάρης, Έβερετ (Ουίλιαμ Τζάκσον Χάρπερ) και η αδιάλλακτη στην απόφαση της διακοπής της ερωτικής σύνδεσης, Μαρί (Τσάστεν Χάρμον).

(Επ)αναδιατυπώνοντας, κάθε μέρα, ο Πάτερσον ξυπνάει στην αγκαλιά της Λόρα, εκτελεί το ίδιο δρομολόγιο με το τοπικό λεωφορείο, ακούει τις συνομιλίες των επιβατών, αναπτύσσει τις ιδέες του με ποιητικό τρόπο (στο λεωφορείο, το εθνικό – ιστορικό πάρκο του Πάτερσον ή το υπόγειο του σπιτιού του), γευματίζει και περνάει αρκετό χρόνο με τη Λόρα, και στο τέλος πηγαίνει βόλτα τον σκύλο του Μάρβιν και επισκέπτεται το μαγαζί του Ντοκ, όπου ο Έβερετ, επαναδιεκδικεί με παράλογη επιμονή τη Μαρί. Με αυτό τον τρόπο, ολοκληρώνεται η μέρα για τον ολιγόλογο, εξεταστικό και δημιουργικό, Πάτερσον και η γλυκιά επισήμανση από τη Λόρα, για τη μυρωδιά της ανάσας του, μένει να την υπομιμνήσκει (ως την επόμενη φορά). Διαδραματιζόμενο σε διάστημα, οκτώ ημερών, το ‘Paterson’, τελειώνει με τρόπο εφάμιλλο με αυτόν που εκκίνησε: το στοργικό, συντροφικό ξύπνημα και το ελπιδοφόρο, υποσχόμενο ξεκίνημα μιας καινούργιας εβδομάδας. Κατά τη διάρκεια, τούτων των διαδοχικών ημερών, τίποτα το φαντασμαγορικό, το μελοδραματικό ή και ριζοσπαστικό, δεν δείχνει να συμβαίνει στους ήσυχους δρόμους της πόλης του Πάτερσον και την ακλυδώνιστη, προδιαγεγραμμένη ζωή του ήρωα, μέχρι την τελευταία πράξη της ταινίας και την ανθρώπινη απερισκεψία μιας στιγμής. Εκτός και αν θεωρηθεί ως κάτι τέτοιο, το αιφνίδιο συναπάντημα του με κάποιους νεαρούς που τον ρωτούν επίμονα για τη ράτσα του σκύλου ή με κάποιον που ξεστομίζει τις δικές του ρίμες σε χιπ χοπ ρυθμούς στον χώρο που στεγάζονται πλυντήρια για τα ρούχα και την επιθυμία της Λόρα, να αποκτήσει μια κιθάρα αρλεκίνο και τις βιντεοκασέτες εκμάθησης που συμπεριλαμβάνει αυτή. Και είναι, επακριβώς αυτές, οι συνηθισμένες και ακατέργαστες στιγμές, απορριπτικές για την πλειονότητα των νεαρότερων θεατών, όπου ο Τζιμ Τζάρμους, φανερώνει για ακόμη μια φορά την απαράμιλλη ικανότητα του να αναγάγει σε σπουδαία κινηματογραφική τέχνη, το εφήμερο, το αφτιασίδωτο, το σιγηλό και το μη προβεβλημένο.

Εκμεταλλευόμενος, την αδιάκοπη, σπειροειδής περιστροφή του χρόνου και την περίτεχνη, λυρική χρήση των λέξεων, ο σκηνοθέτης, δίνει τη δυνατότητα στον θεατή να αντιληφθεί την ωραιότητα της απλότητας, τη σπουδαιότητα της καθημερινότητας και την επιδραστικότητα της αγάπης. Ότι, δηλαδή, μπορεί να εμπεριέχει, τις λεπτομέρειες εκείνες, που ενώ δείχνουν τόσο μικρές, ασήμαντες και ανεπαίσθητες, καταφέρνουν να κάνουν την ειδοποιό διαφορά. Τις ελάχιστες φορές, πάντως, που θα δοθεί η ψευδεπίγραφη εντύπωση, πως συμβαίνει κάτι πραγματικά σοβαρό ή επικίνδυνο (η μηχανική βλάβη του λεωφορείου, η απειλητική στάση του Έβερτ), δεν θα είναι τόσο για να διαταραχθεί η απόλυτη νηνεμία, μα για να διαφανούν επιπρόσθετες εκφάνσεις του ακριβόλογου χαρακτήρα του Πάτερσον (η προσκόλληση στο τεχνολογικό παρελθόν, η φλεγματική ή και ηρωική διαχείριση των έκτακτων περιστάσεων).

Τ’ ότι το ‘Paterson’, μεθοδικά και αθόρυβα, οδηγείται στην αισιόδοξη κατακλείδα μπροστά από τους ορμητικούς καταρράκτες του ποταμού Πασάικ, γίνεται για να πιστοποιήσει, όλα όσα εκπροσωπούν τον ασυμβίβαστο και δημιουργικό χαρακτήρα του περίλυπου Πάτερσον και πως πάντοτε ενυπάρχει η δυνατότητα για να ξεκινήσει κάποιος από το μηδέν, αρκεί να είναι σε θέση να διαχειριστεί την (όποια) απώλεια και να διοχετεύσει τα συναισθήματα του σε λέξεις. Ελαφρών ισορροπιών και εσωτερικών αποχρώσεων, η πραγματική ή αλληγορική συνάντηση με τον Ιάπωνα επισκέπτη – ποιητή (Μασατόσι Ναγκάσε), δείχνει, επίσης, πως η ποίηση δεν είναι κάτι περιστασιακό, ούτε κάτι που μπορεί να εγκιβωτιστεί στις σελίδες ενός τετραδίου, τουναντίον, κάτι που βρίσκεται γύρω και μέσα μας και περιμένει την κατάλληλη αφορμή για να ενεργοποιηθεί. Αποφεύγοντας τις λυπηρές ατραπούς του δράματος, ο Τζιμ Τζάρμους, παρατηρεί με στωικότητα και εγκαρτέρηση τον Πάτερσον (και τους υπόλοιπους χαρακτήρες), καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας  και τούτο αποτελεί κάτι που το επιβεβαιώνει και αυτό το αξιομνημόνευτο, κρίσιμο στιγμιότυπο. Ο αόρατος και διακριτικός τρόπος με τον οποίο κινηματογραφεί κάθε πρωινό το αγαπημένο ζευγάρι, στο κρεβάτι ή μετά τη δουλειά, όπως και όλες τις ατομικές, μικρές στιγμές της καθημερινότητας τους, εκφράζει κατανόηση και βαθύτατο σεβασμό, κάτι τέτοιο, όμως, δεν σημαίνει πως το ‘Paterson’ υπολείπεται από χιούμορ, έτσι όπως αυτό πηγάζει από τις πιο σοβαρές και δραματικές στιγμές: η εμμονή της Λόρα με το άσπρο και το μαύρο χρώμα, η πεισμονή του Έβερετ με τη Μαρί, η γραφικότητα του Ντοκ, η επιτηδειότητα του Μάρβιν, η μεμψιμοιρία του Ντόνι. Ούτε, φυσικά και από τις αναγνωρίσιμες εκείνες, μουσικές ή κινηματογραφικές αναφορές: η αφίσα από τη συναυλία που έδωσαν οι The Stooges στην πόλη του Πάτερσον, τη στιγμή που ο ίδιος ο Τζιμ Τζάρμους δημιούργησε ένα κατατοπιστικό ντοκιμαντέρ γι’ αυτούς, η παρακολούθηση της κλασικής, ασπρόμαυρης ταινίας τρόμου, ‘Η Νήσος των Χαμένων Ψυχών‘ (1932) και η παραπομπή στη γυναίκα πάνθηρα, η ευρηματική συμμετοχή του Τζάρεντ Γκίλμαν και της Κάρα Χέιγουορντ, που υποδύθηκαν το νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι στο ‘Ο Έρωτας του Φεγγαριού‘ (2012), στο ρόλο των επίδοξων αναρχικών, το στιγμιαίο πέρασμα ενός ακόμη μέλους των Wu Tang Clan (Method Man) ύστερα από εκείνο του RZA στο ‘Ghost Dog: ο τρόπος των σαμουράι‘ (1999).

Πριν από όλα, όμως, αυτό που ξεχωρίζει είναι το πως χρησιμοποιούνται και εναρμονίζονται με τις σκηνές τα ποιήματα που έγραψε αποκλειστικά (ή δάνεισε από τα προϋπάρχοντα) για τις ανάγκες της ταινίας, ο σύγχρονος ποιητής και συγγραφέας, Ρον Πάτζετ (εκτός από αυτό που απαγγέλει το άγνωστο κορίτσι στον Πάτερσον, το οποίο έγραψε ο ίδιος ο σκηνοθέτης). Δίχως αυτά, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ‘Paterson’ και τον πολύ επιτυχημένο τρόπο με τον οποίο παραβάλλονται στην οθόνη (κάθε φορά, που ο Πάτερσον σκέφτεται ή γράφει, κάποιο ποίημα, οι απαγγελλόμενες φράσεις κατακλύζουν την εικόνα και συνδιαλέγονται με το πανέμορφο τοπίο), η ταινία θα είχε διαφορετικό αντίκτυπο. Το ίδιο, ασφαλώς, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος και για την εξαιρετική επιλογή του πρωταγωνιστικού ντουέτου. Ο Άνταμ Ντράιβερ, υποδύεται με ήρεμο, ευγενικό, στωικό και συγκρατημένο τρόπο, τον Πάτερσον, τον άνδρα που χειρίζεται με ποιητικό τρόπο τη ζωή, ενώ η Γκολσιφτέ Φαραχανί, με διάχυτο, παρορμητικό και ενθουσιώδη τρόπο τη Λόρα, τη γυναίκα που δεν σταματά να ονειρεύεται, να παροτρύνει και να τολμά. Μαζί συνθέτουν, το ειδυλλιακό πορτραίτο, ενός ευτυχισμένου και αγαπημένου ζευγαριού (η καθαρή αγάπη τους επιτρέπει να είναι αυτό που επιθυμούν), τέτοιου, που την παραδειγματική συνεκτικότητα, καμία ματαίωση ή αλλαγή, δεν μπορεί να διασπάσει. Αναπόφευκτα, η βωβή σπαρακτικότητα του Άνταμ Ντράιβερ και η εμψυχωτική υποστήριξη της Γκολσιφτέ Φαραχανί, στο τελείωμα της ταινίας, κλέβουν την παράσταση.

Share