Citizenfour

Στις 20 Μαΐου του 2013, ο εικοσιεννιάχρονος Έντουαρντ Τζόζεφ Σνόουντεν, υψηλόβαθμος αναλυτής και διαχειριστής πληροφοριακών συστημάτων της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (NSA), με σημαντική προϋπηρεσία και στη CIA, θα ταξίδευε κάτω από άκρατη μυστικότητα, μέχρι το μακρινό και φαινομενικά πιο ασφαλές Χονγκ Κονγκ (ειδική διοικητική περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας με μερικό χαρακτήρα αυτονομίας), για να παραδώσει σε δύο διακεκριμένους και μαχητικούς δημοσιογράφους της έγκυρης βρετανικής εφημερίδας ‘The Guardian‘ (Γκλένν Γκρίνουολντ και Έγουεν Μακάσκιλ) και μια ανερχόμενη και δημιουργικά ανήσυχη σκηνοθέτιδα ταινιών τεκμηρίωσης (Λόρα Πόιτρας), μια σειρά κρυπτογραφημένων αρχείων. Χιλιάδες κυβερνητικά έγγραφα που αποδείκνυαν, πως η αμερικανική κυβέρνηση, δίχως να έχει την αναγκαία γνωμοδότηση της αμερικανικής δικαιοσύνης, πολλώ δε μάλλον των ίδιων των πολιτών, παρακολουθούσε επανειλημμένα και χωρίς διάκριση, εκατομμύρια ανύποπτους Αμερικανούς υπηκόους, όπως φυσικά και τα επικοινωνιακά συστήματα άλλων κρατών (Βραζιλία ή Γερμανία). Επικαλούμενη λόγους που έχουν να κάνουν με την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας, έτσι όπως προκύπτουν από το κλίμα ανησυχίας που δημιούργησαν οι αποτροπιαστικές επιθέσεις της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου και ο ακόλουθος, προσχηματικός πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, η διαρκώς εξελισσόμενη και επεκτεινόμενη αυτή κεντρική υπηρεσία, εξουσιοδοτημένη πλήρως από το Υπουργείο Αμύνης, χρησιμοποιούσε ορισμένα προηγμένα προγράμματα (όπως είναι το XKeyscore και το Quantum), για να υποκλέπτει και να συγκεντρώνει σε μια σχεσιακή βάση δεδομένων, δισεκατομμύρια προσωπικά στοιχεία.

Πληροφορίες που προέρχονται από τις τηλεφωνικές κλήσεις και τα σύντομα μηνύματα, τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (Ηotmail, Yahoo!), τους λογαριασμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter), τις μηχανές αναζήτησης (Google), ή ακόμη και τις ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές (Internet Banking), όλα όσα δύναται να συνθέσουν και να προσδιορίσουν την καθημερινότητα, όπως και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ανθρώπου και να χρησιμοποιηθούν μελλοντικά, όποτε τούτο κριθεί απαραίτητο για λόγους εύρυθμης λειτουργίας και ευταξίας (συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας). Σκάνδαλο ολκής, που μόνο με ένα άλλο, το ίδιο ανέντιμο θα μπορούσε να συγκριθεί. Ακόμη και το Γουότεργκεϊτ, όμως, ωχριά μπροστά στην κατάφωρη παραβίαση της ιδιωτικότητας, όχι μονάχα πολιτικών αντιπάλων, αλλά εκατομμύριων πολιτών, η οποία, όπως και ο ίδιος ο Έντουαρντ Σνόουντεν συνηγορεί είναι πιο πολύτιμη από την ελευθερία του λόγου, μιας και η τελευταία, συνήθως υπάγεται σε ένα συγκεκριμένο, προστατευτικό περιβάλλον, ενώ η ιδιωτικότητα, ακόμη όχι.

Απότοκο τούτης της καθ’ όλα ηρωικής και παραδειγματικής προσπάθειας ενός ανθρώπου, να τα βάλει με ένα παντοδύναμο σύστημα, να αποκαλύψει την αλήθεια και να θυσιάσει τις προσωπικές του ελευθερίες  για το ευρύτερο καλό είναι το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ που προέκυψε από τη Λόρα Πόιτρας με τον εύγλωττο τίτλο ‘Citizenfour‘ (2014). Η σκηνοθέτιδα (όπως και οι δύο δημοσιογράφοι της εφημερίδας ‘Guardian’, που έβγαλαν στην επιφάνεια τα αποκαλυπτικά έγγραφα), δεν προτιμήθηκε αιφνίδια από τον Έντουαρντ Σνόουντεν, μιας και τα δύο προηγούμενα της ντοκιμαντέρ, απέδειξαν πως πρόκειται για έναν άνθρωπο, που δε φοβάται να αναδείξει τις πολύμορφες, κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις, της στρατιωτικής επέλευσης της Αμερικής στο Ιράκ (‘My Country, My Country‘, 2006) ή να ρίξει διάχυτο φως στην απαρέγκλιτη προσήλωση στον Ισλαμισμό και τις αμφιλεγόμενες πρακτικές κράτησης και εκδίκασης συνεργατών της Αλ Κάιντα (‘The Oath‘, 2010). Συναποτελώντας κομμάτι μιας εξαιρετικής, απολύτως διεισδυτικής τριλογίας, το ‘Citizenfour’, έχει και πάλι στο επίκεντρο του, τον κατασκότεινο ρόλο που διαδραμάτισε (και εξακολουθεί να το πράττει) η Αμερική, στο όνομα της κοινωνικής ισότητας, των συνταγματικών ελευθεριών και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν εξετάζεται ο αρνητικός αντίκτυπος που έχουν οι ανομολόγητες και κεκαλυμμένες επιλογές της, στον βίο των Ιρακινών πολιτών ή μερικών ορκισμένων μελών της ακραίας ισλαμιστικής οργάνωσης, αλλά των ίδιων των Αμερικανών.

Αναμφισβήτητα, το ντοκιμαντέρ της Αμερικανίδας σκηνοθέτη, αποτελεί ένα γενναιόδωρο και ανεπανάληπτο κινηματογραφικό ντοκουμέντο που θα έπρεπε να το δουν όλοι, από τη στιγμή που διαθέτει στον πυρήνα του την πρώτη εμφάνιση του Έντουαρντ Σνόουντεν. Είναι όμως, οι τρομακτικές αποκαλύψεις που κάνει αυτή η τόσο σημαίνουσα προσωπικότητα, ο αγωνιώδης, βαθμιαίος τρόπος με τον οποίο παρατίθενται από τη μοντέρ και συμπαραγωγό του ντοκιμαντέρ Ματίλντ Μπονφόι, σε ομόχρονο συνδυασμό με τις ραγδαίες, αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκαλούν ανά την υφήλιο, αλλά προπαντός, η έντονη αίσθηση πως κάτι σπουδαίο συμβαίνει, όταν ένας θαρραλέος άνθρωπος αποφασίζει να υψώσει περισσότερο απ’ όσο του έχουν υποδείξει το ανάστημά του στο αυστηρώς προκαθορισμένο σύστημα για το οποίο εργάζεται, που μετατρέπουν το ‘Citizenfour’ σε κάτι συνταραχτικό. Τα αναντίρρητα τεκμήρια, που επιβεβαιώνουν τη συντονισμένη προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να ακολουθήσει μια αθέμιτη κατεύθυνση, στην οποία η παραβίαση της ιδιωτικής σφαίρας, η ταυτοποίηση και ο περιορισμός κυριαρχούν, μόνο φόβο και αβεβαιότητα θα μπορούσαν να προξενήσουν, η παραδειγματική στάση όμως ενός ανθρώπου και μιας ομάδας που ασκεί τη δημοσιογραφία ως κοινωνικό λειτούργημα, λειτουργεί κατευναστικά και αφυπνιστικά.

Στο πρώτο μέρος του ‘Citizenfour’, επιχειρείται μια σύντομη παρουσίαση του κυβερνητικού αυτού προγράμματος. Χωρίς να χάνει λεπτό και να προβαίνει σε κουραστικές λεπτομέρειες, η Λόρα Πόιτρας, παραθέτει μόνο εκείνες τις πληροφορίες που θεωρούνται απαραίτητες (το πότε ξεκίνησε το πρόγραμμα, το περιεχόμενο, την εξέλιξη και το σκοπό του), ώστε ο θεατής ναι μεν να κατανοήσει, αλλά συγχρόνως να μην μπερδευτεί από εξειδικευμένους όρους και επεξηγηματικές αναλύσεις. Ούτως ή άλλως, στόχος του ντοκιμαντέρ δεν είναι αυτός, παρά να προετοιμάσει το έδαφος για την αποκαλυπτική εμφάνιση του Έντουαρντ Σνόουντεν. Ως εκ τούτου, η προβολή του γενικότερου πλαισίου στο οποίο, η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας, λειτουργεί και δραστηριοποιείται είναι ικανοποιητική. Σεκάνς, οι οποίες παρουσιάζουν τις εκτάσεις που βρίσκονται οι διαρκώς αναπτυσσόμενες εγκαταστάσεις της, συνδιαλέγονται με αναφορές για τη δράση της, και όσο συμβαίνει αυτό, παρατίθενται στιγμιότυπα από τις εχέμυθες, διαδικτυακές συνομιλίες που είχε η Λόρα Πόιτρας με τον ονομαζόμενο ως πολίτη τέσσερα (Έντουαρντ Σνόουντεν), λίγο πριν τον συναντήσει στην άλλη μεριά του κόσμου. Οι συζητήσεις αυτές, προβάλλουν στην κινηματογραφική οθόνη την κρυπτογραφημένη τους μορφή, ενόσω η φωνή της σκηνοθέτιδας φροντίζει να αποσαφηνίσει το περιεχόμενό τους. Πραγματικά είναι έξοχος ο τρόπος με τον οποίο, η σκηνοθέτιδα, κατορθώνει να μεταφέρει τον θεατή στο επισφαλές ψηφιακό περιβάλλον πληροφόρησης, εκεί δηλαδή, όπου μαίνεται ένας αδιόρατος και μονόπλευρος πόλεμος. Η καθαρή και σταθερή φωνή της Λόρα Πόιτρας, σε ιδανικό συγκερασμό, με έναν αδιευκρίνιστο, παρατεταμένο, ηχητικό θόρυβο, τις εικόνες που παρεμβάλλονται (κίνηση σε ένα ημιφωτισμένο υπόγειο τούνελ ή εναέριες λήψεις), την αναφορά στις μη έγκριτες μεθόδους με τις οποίες μια εκλεγμένη κυβέρνηση, εισβάλλει στις ζωές εκατομμυρίων πολιτών, ποιούν ένα προϊόν, που παραπέμπει σε κατασκοπικό θρίλερ, πόσο μάλλον, όταν αυτό ιδεάζει για τη συνέχεια, που κάθε άλλο παρά είναι εφησυχαστική.

Η σκηνή, πάντως, που ξεχωρίζει περισσότερο από κάθε τι άλλο στο πρώτο μέρος και δείχνει το βαθμό της κυβερνητικής επιρροής, είναι αυτή που εκτυλίσσεται στο Εφετείο της Βόρειας Καρολίνας, εκεί όπου έχουν προσφύγει μερικοί πολίτες με στοιχεία που αποδεικνύουν, πως μεγάλος αριθμός των τηλεφωνικών κλήσεων και των μηνυμάτων που προέρχονται από την εν λόγω πολιτεία, βρέθηκε στο στόχαστρο της υπηρεσίας. Τ’ ότι, ο κυνικός εκπρόσωπος της NSA, εκθέτει τον ρόλο των δικαστών, τη στιγμή που τους ανακοινώνει πως αυτό το ζήτημα είναι κάτι που δεν θα πρέπει να αφορά τη δικαστική εξουσία και πως αυτός που οφείλει να αποφανθεί δεν είναι άλλος από την ίδια την κυβέρνηση, είναι κάτι που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ο συγκεκριμένος οργανισμός, όταν συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας.

Και από την περιορισμένη, μα καίρια αναφορά, για τις ενέργειες της Υπηρεσίας Ασφάλειας, τη μη ικανοποιητική εφαρμογή των όρων του δικαίου και τη μυστική συνεννόηση της Λόρα Πόιτρας με τον αφανή πολίτη τέσσερα, μεταφερόμαστε στο παραθαλάσσιο, υπερσύγχρονο και οικονομικά φιλελεύθερο κέντρο του Χονγκ Κονγκ, εκεί που θα εκτυλιχθεί το μεγαλύτερο και πιο ουσιαστικό κομμάτι του ντοκιμαντέρ. Ένα μήνυμα που υποδεικνύει, κάτω από ποιες προϋποθέσεις, θα γίνει τούτη η συνάντηση, δείχνει το πόσο προσεκτικά σχεδιασμένη είναι. Η είσοδος, σύσσωμης της επιλεγμένης ομάδας σε κάποιο από τα δωμάτια του πολυώροφου και πολυτελούς ξενοδοχείου Μίρα, γίνεται με συνοπτικές διαδικασίες. Από το σημείο που η Λόρα Πόιτρας ανοίγει την κάμερα και ο Έντουαρντ Σνόουντεν εμφανίζεται με αποφασιστικό τρόπο μπροστά από αυτήν, ο ίδιος μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Όσο και αν, όπως πολύ ορθά ισχυρίζεται, δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο να τελεστεί (και πράγματι προσπάθησε πολύ, ώστε να αποφευχθεί το να επισκιαστούν οι έκτακτες πληροφορίες από το πρόσωπό του, γι’ αυτό και καθυστέρησε να αποκαλυφθεί), τουλάχιστον, κατά την παρακολούθηση του ντοκιμαντέρ, ο θεατής μαγνητίζεται από την ανεπιτήδευτη και καλότροπη παρουσία του. Δεν είναι μονάχα, όλα όσα έχει να ανακοινώσει για τα προγράμματα παρακολούθησης και τα υποκλεμμένα αρχεία που πρόκειται να δώσει στη δημοσιότητα, που προκαλούν την προσοχή του θεατή, αλλά και τα ανιδιοτελή κίνητρα που κρύβονται πίσω από μια πράξη, αναμφιβόλως ηρωική.

Η Λόρα Πόιτρας δεν προβαίνει σε βιαστικές κινήσεις, για να εκμαιεύσει την αλήθεια, όσο κι αν ο χρόνος στενεύει. Καταλαβαίνει πως η αρχή αυτή, παρίσταται εκεί, αναλλοίωτη και πως αφού κατάφεραν να παραστούν όλοι στο ξενοδοχείο, θα βρεθεί το αρμοστό διάστημα και ο τρόπος για να παρουσιαστεί. Συνάμα είναι τέτοιος ο χαρακτήρας του Έντουαρντ Σνόουντεν, που δεν χωράει καμία απολύτως αμφισβήτηση για το αν η στάση του είναι γενναία ή ακόμη και πατριωτική. Όταν ο ίδιος αναφέρει και εξηγεί με σοβαρό και ανατριχιαστικό τρόπο, πως επιχειρείται να αρθεί κάθε έννοια ιδωτικότητας με τρόπο που δεν έχει προηγούμενο, ούτε δυνατότητα επιστροφής και πως από την πλεονεκτική θέση που του αντιστοιχεί δεν μπορεί να συμμετέχει και να παραμένει άπραγος σε μια μέθοδο καταγραφής και παρακολούθησης που ταιριάζει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και όχι με την εικόνα μιας δημοκρατικής χώρας, τότε ο θεατής είναι πεπεισμένος πως τα κίνητρα του είναι αυθεντικά και προσβλέπουν στο γενικότερο καλό (την προστασία εκατομμύριων Αμερικανών πολιτών). Πόσο μάλλον, όταν δείχνει έτοιμος να παρατήσει την υψηλόβαθμη θέση, μια ζωή με αυτάρκεια και να υποστεί οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση, μετά από ένα τόσο πολύτιμο φανέρωμα, που προσβάλλει ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα της κυβερνητικής παράταξης και των μυστικών υπηρεσιών.

Το ίδιο το ασπίλωτο παρουσιαστικό του Έντουαρντ Σνόουντεν συνηγορεί πως πρόκειται, για μια ιδιάζουσα, μα πριν απ’ όλα, αξιόπιστη περίπτωση ανθρώπου που επιθυμεί να βάλει το παράνομο πρόγραμμα παρακολούθησης των επικοινωνιών και να αποδείξει με κάθε μέσο πως η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών παραβιάζει τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών. Δεν είναι μόνο, η ψιλόλιγνη κορμοστασιά με τα κοκάλινα γυαλιά, που προδιαθέτει για κάτι τέτοιο, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ασχολείται με τον φορητό υπολογιστή, ελέγχει διεξοδικά αν παρακολουθούνται και μιλάει για τα κακώς πεπραγμένα της Εθνικής Υπηρεσίας. Στις εννιά ημέρες, που η Λόρα Πόιτρας, παρέμεινε εσώκλειστη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με τον Έντουαρντ Σνόουντεν, μπόρεσε να καταγράψει σε ζωντανό χρόνο τη δημοσίευση των απόρρητων πληροφοριών και τη μετάβαση ενός ανθρώπου από την απόλυτη ανωνυμία στην παγκόσμια αναγνωρισιμότητα για έναν σκοπό που υπερβαίνει το προσωπικό συμφέρον. Δεν δικαιούται όμως, μονάχα η σκηνοθέτιδα τα εύσημα για αυτό, αλλά και οι δημοσιογράφοι της ‘Guardian’, Γκλένν Γκρίνουολντ και Έγουεν Μακάσκιλ, που μπόρεσαν να κάνουν τις αναγκαίες τοποθετήσεις – παρεμβάσεις και φυσικά να αναλάβουν το δυσθεώρητο έργο της μετάδοσης των πληροφοριών. Παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον οι εποικοδομητικές διαβουλεύσεις που τελέσθηκαν στο δωμάτιο που διέμενε, ο Έντουαρντ Σνόουντεν, πριν αποφασιστεί τι επακριβώς και με ποιο τρόπο θα δημοσιευθεί, καθώς και οι στιγμές, που οι δύο έμπειροι δημοσιογράφοι από το περίκλειστο δωμάτιο του ξενοδοχείου, βρέθηκαν να δίνουν συνεντεύξεις στο πιο μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα. Τόσο ο παρορμητικός Γκλένν Γκρίνουολντ όσο και ο πιο συγκρατημένος Έγουεν Μακάσκιλ, έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο και η έκβαση της ιστορίας, πιθανώς, να μην ήταν η ίδια, αν στην θέση τους βρισκόταν κάποιος που να είναι λιγότερο διορατικός και μη γνώστης φαινομένων μαζικής επιτήρησης.

Από το κρίσιμο σημείο της πρώτης δημοσιοποίησης και έπειτα, τα πλάνα της Λόρα Πόιτρας, παραβάλλουν τις αντιδράσεις, τόσο στο εσωτερικό του δωματίου όσο και στον λοιπό κόσμο και τούτο είναι κάτι που οφείλεται και στον τρόπο με τον οποίο συνενώθηκαν οι λήψεις της σκηνοθέτιδας με τα στιγμιότυπα από τα τηλεοπτικά δίκτυα. Συν τοις άλλοις, το ντοκιμαντέρ καταφέρνει να μεταφέρει την αίσθηση του κινδύνου και της απομόνωσης: ο τρόπος με τον υπεισέρχονται στο δωμάτιο και διαμένουν για κάποιες μέρες σε αυτό αποκομμένοι από τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος (η κλειστή κουρτίνα στο παράθυρο), η αγωνία μήπως και παρακολουθούνται (οι τηλεφωνικές συσκευές του δωματίου) ή εντοπίστηκαν (η πυρασφάλεια του ξενοδοχείου). Κυριότατα όμως, η ανησυχία που προξενεί το γεγονός, πως πλησιάζει η στιγμή της δημόσιας αποκάλυψης του προσωπείου του Έντουαρντ Σνόουντεν.

Όσο έτοιμος κι αν είναι, ο Έντουαρντ Σνόουντεν, η στιγμή μιας άλλης αλήθειας, αυτής που αφορά το προφίλ του δύναται να του προξενήσει μεγαλύτερο άγχος από τη δημοσιοποίηση των ίδιων των εγγράφων. Προτού συμβεί αυτό όμως, είναι προς τιμήν του, που ξεκαθαρίζει για μια ακόμη φορά, πως δεν θέλει να στραφεί η προσοχή επάνω του, ενώ και η προτίμησή του να φανερώσει ο ίδιος την ταυτότητά του σε διάστημα ελάχιστων ημερών, αξιολογείται ως αξιέπαινη, από τη στιγμή που αφαιρεί το προνόμιο από τις αμερικανικές υπηρεσίες να τον εντοπίσουν και να τον συλλάβουν εγκαίρως. Η στιγμή που βρίσκεται μπροστά από έναν καθρέφτη και ετοιμάζεται ή εκείνη που δέχεται συνέχεια τηλεφωνήματα από ανυπόμονους δημοσιογράφους, προβάλλουν ένα άνθρωπο που βρίσκεται στο μεταίχμιο, χωρίς να μπορεί να διακρίνει τι τον περιμένει. Η ενημέρωση, πως ο Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών, επιθυμεί να τον δεχθεί, για να συζητήσει μαζί του την πιθανότητα να του χορηγηθεί άσυλο, έρχεται για να μετριάσει το ενδεχόμενο να εκδιωχθεί από το Χονγκ Κονγκ και να παραδοθεί στην Αμερική. Ο Έντουαρντ Σνόουντεν, πάντως, δεν θα κατάφερνε να προφτάσει σε κάποια χώρα της Νοτίου Αμερικής μιας και το διαβατήριο του θα ακυρωνόταν από τις αμερικανικές αρχές, οι οποίες εκτός από κλοπή κρατικών περιουσιακών στοιχείων, θα τον κατηγορούσαν και με το αδίκημα της κατασκοπείας. Το τελευταίο μέρος του ‘Citizenfour’ παρουσιάζει, την κατάληξη του Έντουαρντ Σνόουντεν, μέχρι και τη στιγμή της ολοκλήρωσης του ντοκιμαντέρ (αφότου εγκλωβίστηκε στο Διεθνές Αεροδρόμιο Σερεμέτιεβο της Μόσχας του χορηγήθηκε προσωρινό άσυλο από τη Ρωσία), δείχνει όμως, και την πορεία των τριών συνεργατών του.

Την παροδική απομάκρυνση της Λόρα Πόιτρας, ύστερα από βάσιμες πληροφορίες που είχε πως παρακολουθείτε στενά, την επιστροφή του Γκλένν Γκρίνουολντ στη Βραζιλία, όπου και θα αρχίσει να μιλάει δημόσια για τον ρόλο της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας, την πολύωρη κράτηση και ανάκριση του συντρόφου του, Ντέιβιντ Μιράντα, στο αεροδρόμιο του Χίθροου και την εντολή που επιδόθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση στην εφημερίδα της ‘Guardian’ να καταστρέψει το υπόλοιπο αρχείο που σχετιζόταν με τα προγράμματα παρακολούθησης.  Το ντοκιμαντέρ, πάντως, θα ολοκληρωθεί με ένα στιγμιότυπο, όπου οι Γκλέεν Γκρίμγουολντ και Λόρα Πόιτρας συναντούν για μια ακόμη φορά τον Έντουαρντ Σνόουντεν (αυτή τη φορά στη Ρωσία), για να διαμοιραστούν τις τελευταίες τους πληροφορίες με έναν πιο αδιόρατο τρόπο (δυσδιάκριτες σημειώσεις σε χαρτιά). Δείχνοντας με αυτό τον τρόπο, πως πάντα θα υπάρχουν ικανοί πληροφοριοδότες (ίσως όχι, τόσο συνειδητοποιημένοι και άμεμπτοι όσο ο Έντουαρντ Σνόουντεν) και πως καλό θα είναι να είναι πιο προσεκτικοί, όταν βρίσκονται σε ένα έδαφος (όπως είναι αυτό της Ρωσίας), όπου μπορεί να κατηγορηθούν για κατασκοπεία.

Περισσότερο από το αν ο άνδρας αυτός έδρασε με εφαλτήριο το πατριωτικό του καθήκον (αξιωματούχοι της CIA, της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας, καθώς και κυβερνητικά στελέχη, τον κατηγόρησαν πως έθεσε σε κίνδυνο τα εξωτερικά συμφέροντα της Αμερικής), αυτό που θα έπρεπε να προβληματίζει τον περισσότερο και απλό κόσμο είναι πως η NSA, όχι μονάχα χρησιμοποιούσε εξειδικευμένα προγράμματα, όπως το Prism και το Tempora, ώστε να έχει απευθείας και ανεμπόδιστη προσβασιμότητα στα καλώδια οπτικών ινών που μεταβιβάζουν διαδικτυακά και τηλεφωνικά δεδομένα [σε στενή συνεργασία με το Κυβερνητικό Αρχηγείο Τηλεπικοινωνιών (GCHQ) του Ηνωμένου Βασιλείου, η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας είχε τη δυνατότητα να συγκεντρώνει πληροφορίες, τόσο από υπήκοους στο εσωτερικό της χώρας της όσο και αυτών που διαβιούν σε περιοχές της Ευρώπης και χρησιμοποιούν διαδικτυακές ή τηλεφωνικές εφαρμογές αμερικανικής προέλευσης), μα εξακολουθεί να λειτουργεί με τον ίδιο αντισυνταγματικό και διαφιλονικούμενο τρόπο, τη στιγμή που πολυχρησιμοποιημένες υπηρεσίες επιβεβαιώνεται, πως δεν σέβονται το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα των χρηστών στην ιδιωτικότητα (επί παραδείγματι, η Yahoo! κατηγορήθηκε, πως το 2015, δημιούργησε ένα πρόγραμμα λογισμικού, το οποίο συγκέντρωσε και μετέφερε στην εν λόγω υπηρεσία και το FBI, τα εισερχόμενα ηλεκτρονικά μηνύματα των παμπληθών πελατών της). Το βέβαιο είναι, πάντως, πως παρακολουθώντας κάποιος, την πορεία του ίδιου του κατηγορούμενου – καταζητούμενου (από την περίοδο των αποκαλύψεων μέχρι και σήμερα), αντιλαμβάνεται, πως ο Έντουαρντ Σνόουντεν ριψοκινδύνευσε τον βίο του, για να φανερώσει όσα υπό άλλες περιστάσεις θα κρίνονταν ανυπόστατα και αποκυήματα θεωριών συνωμοσίας. Συγχρόνως, δίχως να κάνει κάποια υπαναχώρηση, που να παραλλάσσει την πίστη του στις ηθικές αξίες, τις ατομικές ελευθερίες και τον δυναμισμό του λαού, ο άνθρωπος αυτός συνεχίζει να ασκεί μεγάλη πίεση στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας και να αποτελεί πρότυπο για πολύ κόσμο.

Το ίδιο το πολύ προσεκτικά μελετημένο και σφιχτά ενορχηστρωμένο ντοκιμαντέρ της Λόρα Πόιτρας, επιτυγχάνει να δώσει την εικόνα ενός ανθρώπου που αντιδρά αποφασιστικά, όταν συνειδητοποιεί πως η κυβέρνηση της πατρίδας του ενεργεί με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο και ενδεδειγμένο από αυτόν για τον οποίο διορίστηκε από τον λαό και είναι προς τιμήν της, που καταφέρνει να τον (παρ)ακολουθήσει και να τον καταγράψει στην κάμερα της, μέχρι το σημείο εκείνο που κινδυνεύει κυριολεκτικά και η ίδια. Παράλληλα, στο ‘Citizenfour’, η Λόρα Πόιτρας, καταφέρνει να παρουσιάσει έναν κόσμο (ψηφιακό και πραγματικό), όπου τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την προστασία της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων. Ένα μέρος, όπου όσο φανερώνεται η αλήθεια, τόσο μεγαλώνει και η πιθανότητα να τιμωρηθούν και οι ίδιοι. Αναφορικά με το δωμάτιο στο ξενοδοχείο, πέρα από ένα πεδίο διαδοχικών αποκαλύψεων, συναποτελεί και έναν χώρο (κρησφύγετο και ορμητήριο), χάρη στον οποίο, δοκιμάζουν να ελέγξουν τη διαφαινόμενη καταιγίδα των δικτύων ενημέρωσης, να προβλέψουν την απειλή μιας στρατιωτικής – αστυνομικής επιδρομής και φυσικά να καταλάβουν και να αποδεχθούν, πως από το σημείο αυτό και έπειτα, τίποτα δεν θα είναι ξανά το ίδιο, τόσο για εκείνους όσο και για τα πολυαγαπημένα τους πρόσωπα. Συνακόλουθα, δεν θα πρέπει να προκαλεί καμία εντύπωση το γεγονός, πως μετά την ολοκλήρωση της θέασης του ντοκιμαντέρ, η χρήση μιας σειράς πολύ διαδεδομένων και απαραίτητων διαδικτυακών εφαρμογών, δεν θα μπορούσε να είναι η ίδια για τον θεατή από τη στιγμή που η σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ, κατορθώνει χωρίς τη συνδρομή διδακτικού λόγου και προκλητικών εικόνων να μεταδώσει την αίσθηση μιας αδιάκοπης, αόρατης απειλής, που ουδείς δεν μπορεί να αντιληφθεί στην ολότητά της, όσο αυτή παραμένει στο απυρόβλητο και συνεχίζει το παράτυπο και ανάρμοστό της έργο.

Share