Οικογενειακη Γιορτη

Στις 13 Μαρτίου του 1995, σε μια ειδική εκδήλωση για τα 100 χρόνια του κινηματογράφου, οι Δανοί σκηνοθέτες Λαρς φον Τρίερ και Τόμας Βίντερμπεργκ, έγραψαν, υπέγραψαν και παρουσίασαν, το ‘Δόγμα 95‘. Ένα μανιφέστο καλλιτεχνικού περιεχομένου που απαρνιόταν οποιαδήποτε χρήση ψηφιακών εφέ και έφερνε στο προσκήνιο το φυσικό γύρισμα και τον ανεπιτήδευτο τρόπο παιξίματος. Ενάντια σε μια βιομηχανία, που ολοένα και περισσότερο παραδινόταν στις επιταγές των κινηματογραφικών στούντιο, δύο σκηνοθέτες αποφάσισαν να αψηφήσουν την περίτεχνη αφήγηση και την οπτική ψευδαίσθηση, με το να επιστρέψουν στις αγνές απαρχές της έβδομης τέχνης. Τρία χρόνια κατόπιν, και ενώ και άλλοι σκηνοθέτες συνυπέγραψαν και εντάχθηκαν στην κίνηση (Σόρεν Κραγκ Γιάκομπσεν, Κρίστιαν Λέβρινγκ) η πρώτη και πιθανότατα πιο αντιπροσωπευτική ταινία του είδους (η ‘Οικογενειακή Γιορτή‘ του Τόμας Βίντερμπεργκ) θα έκανε την πρεμιέρα της, στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του 51oυ Φεστιβάλ των Καννών. Η πρόχειρη και ακατέργαστη αισθητική, σε συνδυασμό με την ωμή και ορμητική κινηματογράφηση και το δηλητηριώδες και οδυνηρό σενάριο, έδωσαν τη δυνατότητα στον Τόμας Βίντερμπεργκ να εισχωρήσει με ερασιτεχνικό, μα χειμαρρώδη και αφοπλιστικό τρόπο στην πολυτελή κατοικία μιας ευκατάστατης οικογένειας, προκειμένου να αποκαλύψει τα αρρωστημένα και έκφυλα μυστικά της τελευταίας. Μπορεί καμία άλλη ταινία του πολυσυζητημένου ‘Δόγματος 95′, να μην κατάφερε να προσεγγίσει τα ύψη αυτής της ταινίας και το ίδιο το είδος να έληξε πρόωρα, χωρίς να ικανοποιήσει σε πλήρη βαθμό, η Οικογενειακή Γιορτή’, πάντως, θα συγκέντρωνε πολυάριθμα εγκωμιαστικά σχόλια, δεν θα άφηνε ασυγκίνητη την κριτική επιτροπή (με Πρόεδρο τον Μάρτιν Σκορσέζε, θα βραβευόταν με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής), ενώ θα επηρέαζε με τη φόρμα και την κατασκευή της, αρκετούς νέους σκηνοθέτες και θα έδινε την αφορμή για να διασκευαστεί και στο θέατρο (πρωτοπαρουσιάστηκε το 2004, στο θέατρο Almeida, από την παραγωγό Μάρλα Ρούμπιν).

Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος, στα καθ’ ημάς, το 2006, η σκηνοθέτις και σεναριογράφος Αλίκη Δανέζη – Knusten θα μετέφραζε τη θεατρική προσαρμογή του Βρετανού συγγραφέα Ντέιβιντ Έλντριτζ, θα σκηνοθετούσε και θα καθοδηγούσε με επιτυχία ένα γνωστό επιτελείο ερμηνευτών (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Θέμις Μπαζάκα, Αγγελική Παπαθεμελή, Γιάννης Στάνκογλου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Θεοδώρα Τζήμου), στο Θέατρο Θησείον. Είναι όμως, το μοντέρνο, αντισυμβατικό και διαδραστικό ανέβασμα που επεφύλαξε στην ακριβοθώρητη ‘Οικογενειακή Γιορτή’, ο  σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιάννης Παρασκευόπουλος και το ΚΘΒΕ που ξεχωρίζει και τείνει να αποτελέσει παρουσίαση αιχμής στα εγχώρια θεατρικά δρώμενα.

Έχοντας πραγματοποιήσει την επίσημη, πρώτη της εμφάνιση, στις 18 Νοεμβρίου του 2016, στο φουαγιέ του Θεάτρου Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, η παράσταση θα αποσπούσε διθυράμβους και θα σημείωνε αλλεπάλληλα sold-out, μέχρι το προσωρινό της κατέβασμα και τη σύντομη μετεγκατάστασή της, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εθνικού Θεάτρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, και τούτο κάθε άλλο παρά αιφνίδιο είναι. Η ίδια η προτίμηση, της παρουσίασης της παράστασης σε φουαγιέ ή αίθουσες εκδηλώσεων, πέρα από τ’ ότι αλλάζει ή μετατοπίζει το σύνηθες μέρος, όπου εμφανίζονται και παίζουν οι ηθοποιοί, πιστοποιεί: την πρόθεση του σκηνοθέτη να επεκτείνει τον σκηνικό χώρο (η δράση λαμβάνει μέρος σε κάθε πιθανό σημείο της μακροσκελούς αιθούσης), να καταργήσει τους επίπλαστους μηχανισμούς (η ασφάλεια που παρέχει η απόσταση της σκηνής), να φέρει στο ίδιο επίπεδο του θεατές με τους ερμηνευτές (οι θεατές εντάσσονται στην παράσταση) και να προσφέρει την επισημότητα που (προ)απαιτεί μια τόσο εορταστική περίσταση (ο ειδικός χώρος του θεάτρου και οι προσεκτικές παρεμβάσεις που έχουν σημειωθεί σε αυτόν από τη Σοφία Παπαδοπούλου, παραπέμπουν σε πραγματική γιορτή). Από την πρώτη στιγμή, που οι θεατές εισέρχονται στην ειδική αίθουσα και τοποθετούνται στις στρατηγικά τοποθετημένες θέσεις, αυτό είναι κάτι που γίνεται ορατό (ανάμεσα στις θέσεις των θεατών, βρίσκονται και εκείνες των ηθοποιών, ενώ η επιμελής διάταξη είναι τέτοια που επιτρέπει την απρόσκοπτη μετακίνηση των τελευταίων). Τ’ ότι οι ηθοποιοί, που ερμηνεύουν το βοηθητικό προσωπικό της φαμίλιας (Γιάννης Παρασκευόπουλος, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Κωνσταντίνος Λιάρος) αναλαμβάνουν να καλωσορίσουν και να μεταφέρουν τους ανυποψίαστους θεατές στις μη αριθμημένες θέσεις τους, καθώς επίσης, τους ίδιους τους ηθοποιούς που ερμηνεύουν τους συγγενείς και τους φίλους της οικογένειας, δημιουργεί μια πρόσθετη αίσθηση ρεαλισμού.

Μπορεί, επομένως, η συγκεκριμένη παράσταση (και κάθε άλλο θεατρικό ανέβασμα του εν λόγω έργου) να στερείται την απλότητα, την αμεσότητα και τη φυσικότητα του δογματικού, κινηματογραφικού γυρίσματος (πώς θα μπορούσε, διαφορετικά;), γίνεται το κάθε τι όμως, ώστε ο θεατής να νιώσει πως είναι φιλοξενούμενος αυτής της γιορτής και πως η τελευταία είναι στην πιο απροσποίητή της μορφή. Ως εκ τούτου, οι συμμετέχοντες γίνονται μάρτυρες σε όσα αποτροπιαστικά αποκαλύπτονται (το σκοταδερό παρελθόν της οικογένειας έρχεται στην επιφάνεια με θαρραλέο και απροσδόκητο τρόπο) και από ένα σημείο και έπειτα (από το δεύτερο μισό του πρώτου μέρους), αδυνατούν να διακρίνουν την πραγματικότητα από τη θεατρική κατασκευή και να διαχειριστούν την κλιμακούμενη βία (η ένταση της λεκτικής, της ψυχολογικής ή και της σωματικής βίας, τους διαπερνά και τους ταράζει ολοκληρωτικά).

Η παράσταση του Γιάννη Παρασκευόπουλου, ναι μεν υποδέχεται καλοσυνάτα τους θεατές (τα πρώτα λεπτά, κυλούν ευχάριστα), όπως και τους βασικούς χαρακτήρες της παράστασης (αν και η παρουσία του ευέξαπτου, μικρότερου υιού Μίκαελ, θα ταράξει τον οικονόμο του σπιτιού Λαρς) στην πορεία όμως, και από τη στιγμή που ο μεγαλύτερος αδελφός (Κρίστιαν), βγάζει τον γενέθλιο λόγο, η κατάσταση μεταβάλλεται δραματικά. Συγκλονιστική η στιγμή, που αναγιγνώσκει το αποκαλυπτήριο γράμμα και παρά τη σφοδρότητα των λέξεων και το δριμύτατο κατηγορώ, οι παριστάμενοι παραμένουν καχύποπτοι ή ατάραχοι και συνεχίζουν τον εορτασμό. Στα 60χρονα γενέθλια του πατέρα (Χέλγκε) και ενώπιον του ιδιαίτερα στενού οικογενειακού και φιλικού κύκλου, ο Κρίστιαν (Χρίστος Στυλιανού) θα αποφασίσει, αντί να πλέξει το εγκώμιο του επιτυχημένου πατέρα και επιχειρηματία, να αποκαλύψει το μυστικό της οικογένειας (ο πατέρας του κακοποιούσε επανειλημμένα, τόσο τον ίδιο όσο και την πιο μικρή του αδελφή, Λίντα, όταν ήταν παιδιά). Συμβάλλει σε αυτό και η αυτοκτονία της Λίντα (ο ίδιος αισθάνεται τύψεις, που εγκατέλειψε την αδερφή του και δεν της συμπαραστάθηκε όσο θα έπρεπε, ώστε να την αποτρέψει από μια απόφαση με κατάληξη τόσο αμετάκλητη). Το βέβαιο είναι πάντως, πως ο Κρίστιαν προβαίνει σε μια τολμηρή και λυτρωτική ενέργεια, που θέτει τον πατέρα και τη μητέρα του, προ των αρμοδιοτήτων τους. Κι αν το σπάσιμο της μακροχρόνιας, βασανιστικής σιωπής, δεν έχει τον εκκωφαντικό αντίκτυπο που θα ανέμενε και θα επιθυμούσε, μετά από μια ολιγόλεπτη, επιβεβλημένη υπαναχώρηση, θα επανέλθει, ακόμη πιο αποφασιστικά, για να ολοκληρώσει τις οδυνηρές του αποκαλύψεις. Επαναφορά, η οποία, θα αναστατώσει το συγκεντρωμένο πλήθος (ο αδελφός του, Μίκαελ και ο Χέλμουτ ο γενικός διευθυντής των επιχειρήσεων του Χέλγκε, θα τον απωθήσουν βίαια) και θα δώσει τη δυνατότητα, στον Χέλγκε (Βασίλης Σπυρόπουλος), να βρεθεί κατ’ ιδίαν με τον Κρίστιαν.

Σε ένα τεταμένο στιγμιότυπο, που επιτρέπει στον Βασίλη Σπυρόπουλο, να επιδοθεί σε ένα ανεπανάληπτο ερμηνευτικό tour de force, ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας που υποδύεται, θα δείξει, πως δεν είναι διατεθειμένος, να καταστρέψει την εικόνα του, με το να παραδεχθεί τα ειδεχθή εγκλήματα που διέπραξε εις βάρος των ανήλικών του τέκνων. Θα δείξει, επίσης, πως μπορεί να διαφυλάξει καλά το παρελθόν του, μέσω της επιλεκτικής μνήμης (σοκάρει ο τρόπος με τον οποίο ισχυρίζεται, πως δεν ενθυμάται τίποτα απ’ όσα του καταλογίζει ο υιός του). Δε θα διστάσει, επιπρόσθετα, να προειδοποιήσει τον Κρίστιαν, πως σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί αμέσως, θα κάνει και ο ίδιος τις δικές του ανακοινώσεις. Τέτοιες που θα είναι αρκετές να αντιστρέψουν το κλίμα και να δείξουν πόσο ασταθής και προβληματικός χαρακτήρας είναι ο άνθρωπος που αν και παιδί του, τον κατηγορεί για ακόλαστες πράξεις.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η μητέρα του Κρίστιαν, Έλσι (Γιολάντα Μπαλαούρα), η οποία, εκτός του ότι θα πάρει αναίσχυντα, το μέρος του πατέρα και συντρόφου της, θα απαιτήσει από τον Κρίστιαν να ζητήσει συγγνώμη. Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος, τοποθετεί τη μητέρα επάνω σε μια καρέκλα, για να βγάλει τον δικό της γενέθλιο λόγο, ενώ για να δείξει με πόσο μεγάλη ευκολία μπορεί και χειραγωγεί τα τέκνα της, και προκειμένου να χαλιναγωγήσει και τον ανυπότακτο Κρίστιαν, την αφήνει να επικαλεστεί με αυστηρό και επιτακτικό τρόπο κάθε ένα από αυτά, πολλές φορές, μέχρι να αποκριθεί και ο ίδιος. Ο Κρίστιαν όμως, όχι μόνο δεν θα τιθασευτεί και δεν θα απολογηθεί, μα θα συνεχίσει τη μετωπική του επίθεση, που κύριο στόχο θα έχει αυτή τη φορά, την Έλσι. Η συναιτιότητά της, για την ανάρμοστη συμπεριφορά του πατέρα φανερώνεται, μέσα από μια επιπλέον επονείδιστη ανάμνηση. Σημείο, το οποίο, συντείνει, ώστε η κατάσταση να ξεφύγει πέρα από κάθε συγκράτηση, καθ’ όσον οι άρρενες, θα κυνηγήσουν, θα χτυπήσουν και θα επιχειρήσουν να φιμώσουν και να απομονώσουν τον Κρίστιαν. Παρά τις διάχυτες, λεκτικές και σωματικές αντιπαραθέσεις, πάντως, όπως είδαμε να συμβαίνει και προηγουμένως, η επιτέλεση της γιορτής, επ’ ουδενί δεν σταματά. Για την ακρίβεια, μπορεί σε μια σκηνή να απαγγέλλονται βαρύτατες κατηγορίες από τον Κρίστιαν και να επικρατεί (συγκρατημένη ή έκδηλη) ταραχή ανάμεσα στο πλήθος, σε μια άλλη όμως, είτε οι προσκεκλημένοι γεύονται κάποιο από τα εδέσματα, είτε επιδίδονται σε χαρμόσυνα τραγουδίσματα και ξέφρενους χορούς. Κατά αυτό τον τρόπο, γίνεται ακόμη πιο διακριτό, το πόσο προσπαθούν να αποσιωπήσουν ή να υποβαθμίσουν την ομολογία, και να αποφύγουν την απόδοση οποιαδήποτε ευθύνης. Θα χρειαστεί, η καίρια και αποτελεσματική συνδρομή της μεσαίας αδελφής του Κρίστιαν, της Ελένε (Ιωάννα Παγιατάκη), για να επέλθει κάποια ισορροπία, όπερ σημαίνει, να δουν όλοι την αλήθεια και να σταματήσουν να υποκρίνονται.

Μπορεί η Ελένε, όταν ο Κρίστιαν αποκάλυπτε το τι συνέβη στον ίδιο και την αδελφή τους, να μην αντέδρασε υποστηρικτικά και να τον κατηγόρησε για ακράτητο παραλογισμό, όταν θα φτάσουν τα πράγματα στο απροχώρητο όμως, θα διαβάσει το αποχαιρετιστήριο γράμμα που άφησε η αυτόχειρας αδελφή της. Γράμμα, που δεν αφήνει καμία απολύτως αμφιβολία, για το κακό που προκάλεσε ο νοσηρός πατέρας στη Λίντα και τον Κρίστιαν. Συνακολούθως, το ανεξέλεγκτο ξέσπασμα του Μίκαελ (Κωνσταντίνος Χατζησάββας) επάνω στον πατέρα και ο απομονωτισμός του τελευταίου από όλη την οικογένεια (ακόμη και από τη γυναίκα του), δεν προξενεί εντύπωση και συνοδεύεται από μια κατα(π)ληκτική σεκάνς (το πρωινό γεύμα), που δείχνει πως, η συνειδητοποίηση της φρικίασης, μόλις που ξεκινάει, πολλώ δε μάλλον, όταν τα μέλη της οικογένειας έρχονται αντιμέτωπα με το πραγματικό πρόσωπο του Χέγκελ.

Κατά μια έννοια, το εμπνευσμένο ανέβασμα του Γιάννη Παρασκευόπουλου διαθέτει τους μηχανισμούς εκείνους, που το κάνουν κατάλληλο να συμπαρασύρει τον θεατή, καθ’ όλη τη (σχεδόν) δίωρη διάρκειά του. Τέτοιους που δίνουν έμφαση στον λόγο, τους χαρακτήρες και την επιτόπια δράση. Συμβάλλει σε αυτό και η αξιόλογη μετάφραση που πραγματοποίησε η Αλίκη Δανέζη – Knusten και ο Μανώλης Δούνιας στη θεατρικώς επεξεργασμένη εκδοχή του Ντέιβιντ Έλντριτζ ή η προσεγμένη σκηνογραφική (και ενδυματολογική) πρόταση της Σοφίας Παπαδοπούλου, που ανταποκρίνεται στον εορταστικό και επίσημο χαρακτήρα του έργου και στην ελευθερία που απαιτεί η κίνηση (την κινησιολογία των ερμηνευτών επιμελήθηκε, ο Αλέξης Τσιάμογλου). Δεν είναι ότι απουσιάζουν τα προβλήματα στην παράσταση, βέβαια: τα πρώτα λεπτά, εκτός από ευχάριστα διαβαίνουν μηχανικά και διερευνητικά, μέχρις ότου, ο Μίκαελ να φθάσει στην κατοικία, η παράλληλη δράση και η επανάληψη συγκεκριμένων προτάσεων από τα ηχογραφημένα διαλογικά μέρη, όταν οι δύο υιοί και η κόρη του Χέλγκε, ευρίσκονται στα δωμάτια και ετοιμάζονται για την εορταστική εκδήλωση δεν λειτουργούν άριστα, ο λόγος σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, λόγω της πολύ δυνατής αντήχησης αλλοιώνεται και δεν γίνεται αντιληπτός από όλους τους θεατές, η αδιάπαυστη μετακίνηση ή εναλλαγή θέσεων σε σημεία ίσως να είναι και λίγο άσκοπη ή καταχρηστική, ενώ και οι φωτισμοί του Στράτου Κουρτάκη δεν είναι πάντοτε, λειτουργικοί. Όμως, είναι τέτοια η θεματολογία της ‘Οικογενειακής Γιορτής’ (η ενδοοικογενειακή βία, η παιδοφιλία, η σεξουαλική κακοποίηση, ο φαρισαϊσμός, το ψέμα), ο τρόπος με τον οποίο, έχει γίνει το ανέβασμα (η χρησιμοποίηση και η ενδιαφέρουσα αξιοποίηση χώρων υποδοχής ή αιθουσών φιλοξενίας εκδηλώσεων) και λεπτοδουλεμένες οι ερμηνείες του σφιχτοδεμένου συνόλου ηθοποιών, που όσο τα λεπτά κυλούν, ο Κρίστιαν αποκαλύπτει τα απόρρητα μιας εξαιρετικά δυσλειτουργικής οικογένειας και η κατ’ επίφαση γαλήνη διαταράσσεται, ο θεατής παραδίδεται αμαχητί και απολαμβάνει ένα παραστατικό θέαμα που ενώ είναι δραματικό, φλερτάρει και με το ψυχολογικό θρίλερ.

Όσον αφορά τις ερμηνείες, σε μια παράσταση σαν την ‘Οικογενειακή Γιορτή’, ακόμη και οι δεύτεροι ή περιφερειακοί ρόλοι κρίνονται απαραίτητοι. Γι’ αυτό το λόγο, τόσο η Στεφανία Ζώρα στον ρόλο της γλυκιάς θυγατέρας του Μίκαελ, ο Αλέξανδρος Τσακίρης στον ρόλο του αμνήμονα παππού, ο Νίκος Καπέλιος στον ρόλο του σατιρικού Χέλμουντ, όσο και η Νεφέλη Ανθοπούλου στον ρόλο της υστερικής Πάουλα, της συνεργάτιδας του Χέλγκε, η Σταυρούλα Αραμπατζόγλου στον ρόλο της αθυρόστομης Μέττε, της συζύγου του Μίκαελ και ο Βασίλης Παπαγεωργίου στον ρόλο του ανεπιθύμητου Μπατόκαι, του φίλου της Ελένε, στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Όμοια και ο σκηνοθέτης Γιάννης Παρασκευόπουλος στον ρόλο του μάγειρα Κιμ, η Κλειώ Δανάη Οθωναίου στον ρόλο της σερβιτόρας Πία και ο Κωνσταντίνος Λιάρος στον ρόλο του οικονόμου Λαρς. Είναι όμως, οι βασικές, πρωταγωνιστικές ερμηνείες, που καταφέρνουν να αποβάλουν την εξεζητημένη στάση και να πλησιάσουν τις (λιγότερο ή περισσότερο) γκριζωπές περιοχές των χαρακτήρων που υποδύονται. Ο Χρίστος Στυλιανού ερμηνεύει με θαυμαστή σθεναρότητα τον Κρίστιαν, τον κακοποιημένο μεγαλύτερο υιό, που αποφασίζει να θρυμματίσει τη σιωπή του και να αναμετρηθεί με τους γονείς του, ο Βασίλης Σπυρόπουλος τον Χέλγκε, τον πατέρα, που δεν είναι μόνο επιτυχημένος επιχειρηματίας, μα και βιαστής των δύο εκ των τεσσάρων του απογόνων, η Γιολάντα Μπαλαούρα την Έλσι, τη σύζυγο και μητέρα, που είναι από κοινού ένοχη. Και οι τρεις ηθοποιοί με προεξάρχοντα τον Χρίστο Στυλιανού, έχουν ορισμένες σπουδαίες στιγμές, κατά τη διάρκεια της παράστασης. Κλείνοντας, σε καλό επίπεδο, βρίσκεται τόσο ο Κωνσταντίνος Χατζησάββας στον ρόλο του θερμοκέφαλου Μίκαελ όσο και η Ιωάννα Παγιατάκη στον ρόλο της εθελοτυφλούσας Ελένε.

Share