Pearl

Για πρώτη φορά, στην ιστορία των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (89α βραβεία), στην κατηγορία της ταινίας μικρού μήκους κινούμενων σχεδίων, προτάθηκε ένα έργο, το οποίο, πέρα από την τεχνική του ιδιομορφία (ο τρισδιάστατος σχεδιασμός και η χρωματική επικάλυψη έχουν κάτι το ατημέλητο και αναχρονιστικό) και τη σεναριακή του ιδέα (η σύντομη παράθεση σημαντικών στιγμών από τη ζωή ενός κοριτσιού και του πατέρα του), διακρινόταν και για την προτίμηση να γυριστεί σε ένα προσομοιωμένο περιβάλλον, τέτοιο που δίνει τη δυνατότητα στον θεατή να επιλέξει ο ίδιος τη γωνία θέασής του (κάθετη και οριζόντια μετακίνηση της κάμερας με ικανότητα πλήρους περιστροφής). Αποτελώντας μέρος μιας ιδιότυπης σειράς (Google Spotlight Stories) που εμπεριέχει και άλλες αξιόλογες ταινίες μικρού μήκους κινουμένων σχεδίων (όλες διαθέτουν αντίστοιχο σφαιρικό σύστημα κάμερας, που επιτρέπει στον θεατή να αλλάξει τη γωνία παρατήρησής του), το ‘Pearl‘, του Αμερικανού σκηνοθέτη και σχεδιαστή κινουμένων σχεδίων Πάτρικ Όσμπορν [βραβευμένου ήδη με όσκαρ στην ίδια κατηγορία για το ιδιαζόντως χαριτωμένο και διασκεδαστικό ‘Feast‘ (2014)], ξεχωρίζει, επειδή επιπρόσθετα, η ιστορία του είναι ένα τρυφερό και ως ένα βαθμό, συγκινητικό οδοιπορικό ενηλικίωσης. Μπορεί και στην προηγούμενή του ταινία, να υπήρχε μια σχέση αγάπης και φροντίδας στο προσκήνιο (εκείνη ενός ανδρός με το βοστονέζικό του τεριέ) και η ιστορία να παρουσίαζε την πορεία τούτης της σχέσης στο πέρασμα του χρόνου (σε περίοδο 12 χρόνων), μέσα από ένα κοινό σημείο αναφοράς  / εστίασης (τα γεύματα του αξιαγάπητου σκύλου), αυτή τη φορά όμως, το ύφος, γίνεται σχετικά πιο σοβαρό, μιας και η σχέση αφορά έναν πατέρα με την πολυαγαπημένη του θυγατέρα και το σημείο αναφοράς / εστίασης είναι ένα οικογενειακό αυτοκίνητο και οι πολυποίκιλες συναντήσεις τους σε αυτό.

Σε όλη τη διάρκεια της εξάλεπτης δημιουργίας, η κάμερα παρίσταται μέσα στο αυτοκίνητο, τοποθετημένη μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι εφικτή η στροφή 360 μοιρών. Για την ακρίβεια, δεν έχει γίνει κανένα γύρισμα εκτός του μεταφορικού μέσου, ενώ για να φαίνεται πιο ρεαλιστικό το αποτέλεσμα, πριν τη ψηφιακή επεξεργασία, πραγματοποιηθήκαν λήψεις και σε αληθινό αυτοκίνητο. Ως εκ τούτου, ο θεατής γίνεται συνοδηγός και παρακολουθεί με ενεργό τρόπο, την παιδική ηλικία, την εφηβεία και την ενηλικίωση ενός κοριτσιού, όπως και τη σχέση που αναπτύσσει στο μακροχρόνιο τούτο διάστημα με τον πατέρα του. Μέσα από τα μακρινά ταξίδια ή τις κοντινές διαδρομές που κάνει ο πατέρας και στη συνέχεια η ίδια με το όχημα, ένα μέρος του κοινού ή του χωριστού τους βίου αποκαλύπτεται (κυριότατα, αυτό που έχει να κάνει με τη διεκδίκηση των προσωπικών και καλλιτεχνικών τους φιλοδοξιών).

Ένα παλιό μαγνητόφωνο και μια θαυμάσια μελωδία (‘No Wrong Way Home‘), μεταφέρουν νοερά την ηρωίδα στις παιδικές της αναμνήσεις. Με εξαίρεση, την πρώτη και την τελευταία σεκάνς (στο σκονισμένο και παραμελημένο όχημα), πάντως, που λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος και εφαλτήριο, για να πραγματωθεί η αναδρομή στο παρελθόν, η ζωή της κοπέλας παρουσιάζεται με απαρέγκλιτη χρονική ακολουθία. Αξίζει δε να επισημανθεί, πως ο Πάτρικ Όσμπορν, εκτός των άλλων, χρησιμοποιεί το συνεχώς μετακινούμενο όχημα με μέθοδο που του επιτρέπει να μεταβεί στις διάφορες φάσεις (κάθε σκηνή είναι μια εν συντομία στάση σε κάποια λιγότερο ή περισσότερο αξιοσημείωτη στιγμή του παρελθόντος), και για να δείχνει ομαλή η μετάβαση αυτή, επιστρατεύει τα ανάλογα χρώματα και τους φωτισμούς (σύμφωνα με την ώρα, την εποχή του χρόνου και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν), όπως επίσης, τη γωνία, που επιλέγει ο θεατής. Πέρα, πάντως, από τη δυνατότητα που προσφέρεται στον τελευταίο, να επιλέξει το σημείο από το οποίο θα παρακολουθήσει τη συγκεκριμένη ταινία είναι και ο χειρισμός της ιστορίας και ο αντίκτυπος που προκαλεί, που συμβάλλουν ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι αρκούντως ικανοποιητικό. Εμπλουτίζοντας τα στιγμιότυπα από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση της ηρωίδας με καταστάσεις που είναι γνώριμες σε πλείστο κόσμο, ο θεατής νιώθει ένα αίσθημα οικειότητας να τον πλημμυρίζει. Παρόλο που εξαρχής γίνεται σαφές, πως ο πατέρας μεγαλώνει μονάχος την κόρη του και η ζωή που έχει επιλέξει να κάνει δεν του επιτρέπει να έχει σταθερή οικεία και συμβατική καθημερινότητα (είναι πλανόδιος μουσικός, που κυνηγάει το καλλιτεχνικό του όνειρο από άκρη σε άκρη της αμερικανικής ηπείρου, ζώντας σε ένα αυτοκίνητο), επιτυγχάνεται να διασυνδεθεί μαζί του.

Πολλώ δε μάλλον, όταν ο πατέρας αποφασίζει να υπαναχωρήσει τελικά και να θυσιάσει τα όποια σχέδια του, προκειμένου να μεγαλώσει τη θυγατέρα του με έναν τρόπο που δείχνει, πιο κοινότοπος και κοινωνικά αποδεκτός. Σχεδόν χωρίς ίχνος διαλογικών μερών (ακόμη και όταν υπάρχουν φράσεις, δεν ακούγονται καθαρές, μιας και ευρίσκονται σε ένα δευτερεύον επίπεδο) και με άξονα το πανέμορφο τραγούδι, που έγραψαν οι Αλέξης Χάρτε και Τζέι Τζέι Βίσλερ και τραγούδησε η Νίκι Μπλάυμ και ο Κέλλυ Στολτζ, ο σκηνοθέτης του ‘Pearl’ δείχνει την (αναπόφευκτη;) αλλαγή που επιφέρει η γονεϊκή ευθύνη στην καλλιτεχνική πορεία ενός ανορθόδοξου πατέρα, μόνο και μόνο, για να περάσει με περίτεχνο τρόπο η εξιστόρηση από τον γονέα αυτό, στην κόρη. Σε μια νεότερη γενιά, δηλαδή, που επιθυμεί να διεκδικήσει με την ίδια ή και περισσότερη ένταση και πίστη τα δικά της ονειρέματα. Τούτων ειπωθέντων, η μεταβατική περίοδος της εφηβικής ηλικίας αναπαρίσταται, και φυσικά, η προσοχή δεν θα μπορούσε παρά να δίδεται στο νευραλγικό εκείνο σημείο που η κόρη αποκτάει μεγαλύτερη ανεξαρτησία και ελευθερία κινήσεων. Όσο όμως κι αν η κοπέλα ανακαλύπτει τον εαυτό της και απομακρύνεται από την επίβλεψη του πατέρα, τόσο επαληθεύεται η καλλιτεχνική του επιρροή επάνω της. Στην ουσία, η νεαρή θα διαβεί ένα μονοπάτι, το οποίο βρίσκεται κοντά σε αυτό που ακολούθησε με συνέπεια και ο γονιός της (τουλάχιστον, το διάστημα που ήταν μικρή). Η τελευταία σκηνή, πάντως, φανερώνει, πως εκείνη έφτασε αισθητά πιο μακριά (τη ραδιοφωνική επιτυχία θα διαδεχθεί η ζωντανή εμφάνιση της μπάντας στην οποία ανήκει). Συγκινητικό και αφοπλιστικό το κλείσιμο, καθώς και όλη η σεναριακή δομή της ταινίας από τη στιγμή που παραβάλλει τον βίο ενός γονέα με εκείνον της μονάκριβής του θυγατέρας, η δε αξιοποίηση της περιστροφικής τεχνολογίας επιτρέπει στον θεατή να επισκεφθεί πολλές φορές αυτή την εύληπτη ταινία μικρούς μήκους κινουμένων σχεδίων, ώστε να ανακαλύψει και άλλες λεπτομέρειες (ή όσες δεν κατάφερε να συγκρατήσει στην αρχική θέαση) και κατά μια ερμηνεία να πειραματιστεί με την ελευθερία που του προσφέρει η διαφορετική οπτική.

Share