The Florida Project
Στη σκιά του μεγαλόπρεπου και φανταχτερού ‘Magic Kingdom‘, του ενός εκ των τεσσάρων θεματικών πάρκων που βρίσκονται στο Walt Disney World Resort, στη Μπέι Λέικ, σε μικρή απόσταση από το Ορλάντο της Φλόριντα (μιας διευρυμένης εκδοχής του Disneyland Park, στο Άναχαϊμ της Καλιφόρνια), δεν συναντά κάποιος πανάκριβα ξενοδοχεία με κάθε λογής παροχές και ανέσεις, για τους χιλιάδες παραθεριστές που καταφθάνουν από όλα τα πέρατα της γης, για να διασκεδάσουν με το ταίρι ή με την οικογένειά τους, μα υποδεέστερα μοτέλ, στα οποία διαβιούν άνθρωποι που βρίσκονται ή έχουν ξεπεράσει κατά πολύ, το σύνορο της οικονομικής εξαθλίωσης και του κοινωνικού απομονωτισμού. Συνεχίζοντας σχεδόν από εκεί που σταμάτησε πριν από δύο έτη με το καταπληκτικό ‘Tangerine‘ (2015), ο πολυπράγμονας σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μοντέρ Σον Μπέικερ με το ‘The Florida Project‘, όχι μόνο δεν χάνει τη σκηνοθετική του ενέργεια (η κάμερα, κατά το μεγαλύτερο σκέλος της ταινίας, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, μιας και ακολουθεί κατά πόδας τους ήρωες) και την ικανότητα να αφηγείται ιστορίες που έχουν στο κέντρο τους τον άνθρωπο και μάλιστα του κοινωνικού περιθωρίου με τρόπο που είναι φυσικός, ανεπιτήδευτος και συναισθηματικός (επιλέγοντας, ως επί το πλείστον ανθρώπους, που δεν έχουν καμία εμπειρία στην τέχνη της υποκριτικής, όπως στην περίπτωση, της Μπρούκλιν Πρινς ή της Μπρία Βινάιτε), μα πιστοποιεί, πως είναι ένας δημιουργός με ξεκάθαρη σκηνοθετική ματιά, ικανός από τούτο το σημείο και έπειτα, να χειριστεί έναν αρκετά πιο γενναιόδωρο προϋπολογισμό (το ‘The Florida Project’ κόστισε μόλις, 2 εκατομμύρια δολάρια, νούμερο που είναι εικοσαπλάσιο από αυτό του ‘Tangerine’, που γυρίστηκε με ένα κινητό και στοίχισε 100.000 δολάρια) και να προσθέτει στο καστ του, εκτός από άπειρους ηθοποιούς ή ερασιτέχνες, και άλλους που είναι της ίδιας ερμηνευτικής στόφας με εκείνης του Γουίλιεμ Νταφόε (παράγοντες, που του επιτρέπουν, να απευθυνθεί σε μια μεγαλύτερη μερίδα θεατών και να διεκδικήσει με αξιώσεις σημαντικότατα βραβεία).
Και ενώ στην πρότερή του ταινία, τον αρχικό λόγο τον είχαν, δύο διεμφυλικές, εκδιδόμενες γυναίκες και οι κωμικοτραγικές περιπέτειές τους, παραμονή των Χριστουγέννων, στο ‘The Florida Project’, τον λόγο τον παίρνουν μια δραστήρια, εξάχρονη πιτσιρίκα και η αμέστωτη, ηλικιακά νεαρή μητέρα της, σε αυτό που καταλήγει να αποτελεί, εκτός από μια διακριτική, μα ουσιαστική κριτική, για τον τρόπο που ζει ένα κάθε άλλο παρά μη υπολογίσιμο κομμάτι της αμερικανικής ηπείρου (ακόμη και σε μια περιοχή τόσο ακτινοβολούσα και ονειρεμένη όσο είναι αυτή που εντοπίζεται πλησίον του ψυχαγωγικού πολυθεματικού συμπλέγματος), μια συγκινητική ιστορία επιβεβλημένης ενηλικίωσης, που αφορά δύο υπέροχα πλάσματα.
Η Μούνεϊ (Μπρούκλιν Πρινς) διαβιεί με τη Χέιλι, τη μητέρα της (Μπρία Βινάιτε), στο ‘Magic Castle‘, ένα σχετικά οικονομικό, διώροφο μοτέλ, λιλά παστέλ αποχρώσεων, που ευρίσκεται στο Κίσιμε της Φλόριντα και τρόπον τινά, παραπέμπει στα κάστρα του θεματικού πάρκου. Μέσα στην καλοκαιρινή ραστώνη, το ανήλικο κορίτσι περνάει ανέγνοιαστα τις ημέρες της, μαζί με τους συνομήλικούς της, Ντίκι (Άιντεν Μάλικ) και Σκούτι (Κρίστοφερ Ριβέρα). Τα τρία παιδιά δεν περιφέρονται μονάχα βροντοφωνάζοντας, μα καταστρώνουν ζαβολιές που δεν περιορίζονται στους κατοίκους του ‘Magic Castle’, μιας και εκτείνονται και στους ενοίκους του παρακείμενου μοτέλ, που φέρει τον πολύ υποσχόμενο τίτλο ‘FutureLand’. Μακριά από τη στενή επιτήρηση των αδιάφορων ή αρκετά προβληματισμένων γονιών τους, και μέσα σε ένα περιβάλλον που είναι πιο ελεύθερο και άναρχο από το συνηθισμένο, συμπεριφέρονται τακτικά, κατά τούτο τον τρόπο, και έτσι δεν είναι καθόλου αιφνιδιαστικό, που στην αρχική σκηνή, εμφανίζονται να φτύνουν με απεριόριστη χαρά ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, ούτε πως αυτά αντιδρούν με βρομόλογα και χειρονομίες στην επίπληξη που θα δεχθούν από τη Γκλόρια, την ιδιοκτήτρια του οχήματος (Σάντι Κέιν). Ο Σον Μπέικερ προσγειώνει την κάμερα στο ύψος των ανήλικων παιδιών και τα ακολουθεί στην πορεία τους από το ένα μοτέλ στο άλλο και πάλι πίσω, σε αυτό το εξαιρετικά σκηνοθετημένο και μονταρισμένο στιγμιότυπο, που εκτός του ότι, θα κατευθύνει τον Μπόμπι, τον αφοσιωμένο μάνατζερ του ‘Magic Castle’ (Γουίλιεμ Νταφόε) μαζί με την εκνευρισμένη Γκλόρια, στο δωμάτιο της ανεύθυνης Χέιλι, θα καταλήξει στη γνωριμία της Μούνεϊ με τη Τζάνσι, την εγγονή της Γκλόρια (Βαλέρια Κότο).
Αφορμής δοθείσης της γνωριμίας τοιούτης, η Μούνεϊ θα συστήσει όλο τον κόσμο της στην Τζάνσι (συνακολούθως και στον θεατή): ένα πολύχρωμο σύμπαν, που εκκινεί από το ‘Magic Castle’, διέρχεται από το ‘FutureLand’ και τα προσόμοια μοτέλ (εγκαταλελειμμένα ή όχι) και φτάνει μέχρι το παγωτατζίδικο και το κατάστημα εστίασης που δουλεύει η Άσλεϊ, η μητέρα του Σκούτι (Μέλα Μέρντερ). Και είναι στη δεξιοτεχνική προσέγγιση του Σον Μπέικερ, που επιτυγχάνει να δείξει τα πράγματα μέσα από την παιδική, απονήρευτη οπτική (της Μούνεϊ και των συνοδοιπόρων της) και έτσι να παρουσιάσει σκηνές, όπως επί παραδείγματι εκείνη, που ζητάει παρακλητικά χρήματα από τους τουρίστες, για να αγοράσει παγωτό ή αυτές που η Άσλεϊ προσφέρει καθημερινά δωρεάν βάφλες στην ίδια και τη μητέρα της, με τρόπο που κάθε άλλο παρά είναι στενάχωρος (στην πραγματικότητα της κλέβει). Τουναντίον, κάθε μια από τις άνωθεν (ή και άλλες αντίστοιχες) σκηνές, διαποτίζεται με χιούμορ και χαριτωμενιά, πολύ περισσότερο, όταν διαμοιράζεται τα προϊόντα αυτά με τους αγαπημένους φίλους της, παρότι η μητέρα της δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει αγαθά σαν και αυτά.
Η Χέιλι μολονότι προσδοκεί να εργαστεί στο ταχυφαγείο που δουλεύει και η Άσλεϊ, δεν έχει μόνιμη δουλειά, και για να αποπληρώσει το εβδομαδιαίο νοίκι του δωματίου της, πουλάει μαζί με τη Μούνεϊ (παράνομα) επώνυμα αρώματα στα πάρκιν των πολυτελών ξενοδοχείων, που διαμένουν οι επισκέπτες που καταφθάνουν, για να επισκεφθούν το Walt Disney World Resort. Αν μη τι άλλο, παρακινδυνευμένη δραστηριότητα, που και αυτή κινηματογραφείται με τρόπο που δείχνει, σαν να επρόκειτο για μια διασκεδαστική διαδικασία. Ούτως ή άλλως, και η Χέιλι, αν και μητέρα και ηλικιακά μεγαλύτερη, δεν δείχνει να είναι περισσότερο ώριμη από την εξάχρονη Μούνεϊ. Όχι, όταν κουβαλάει σε μια τέτοια αγοραπωλησία την κόρη της και τις υπόλοιπες στιγμές της δίνει το ελεύθερο να πηγαίνει, όπου εκείνη επιθυμεί. Από την πρώτη στιγμή πάντως, δίδεται η ισχυρή εντύπωση, πως κατά μια έννοια, μητέρα και κόρη, παρά τις τακτικότατες παρατηρήσεις, βρίσκονται υπό την παρακολούθηση και προστασία του Μπόμπι, μιας φυσιογνωμίας, η οποία πέρα από τη διευθέτηση μιας σειράς ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την ορθή διαχείριση και την εύρυθμη λειτουργία του ‘Magic Castle’ (αξέχαστη η σκηνή, που προσπαθεί να συνετίσει μια παρακμιακή, γυναικεία παρουσία, που εμφανίζεται γυμνόστηθη και με το αλκοόλ ανά χείρας, στην πισίνα του μοτέλ), παρουσιάζει συμπεριφοριστική πατρική. Όχι μόνο, βέβαια, για τη Μούνεϊ και τη Χέιλι ή επειδή έχει έναν ενήλικα γιο με τον οποίο δεν διατηρεί τις ιδανικότερες σχέσεις, αλλά καθώς αποδεικνύεται και στη συνέχεια, παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε σε εκείνες, που ελλείψει κάποιας ανδρικής παρουσίας ή έστω, κάποιου τρίτου συγγενικού προσώπου, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν (δεδομένου ότι το μοτέλ δεν είναι δικό του και οι κάμερες καταγράφουν όλα τα συμβάντα, θα τις βοηθήσει, μέχρις εκείνον το βαθμό που μπορεί, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν).
Η μία σκανταλιά (το κατέβασμα του γενικού διακόπτη ηλεκτροδότησης στο μοτέλ) φέρνει την άλλη (η κρυφή παρακολούθηση της γυμνόστηθης στην πισίνα) και ο Μπόμπι, που όπως αναφέρθηκε έχει αρκετές ευθύνες, προσπαθεί παράλληλα με αυτές, να χειριστεί τη Μούνεϊ και την παρέα της. Σε ολόκληρο το πρώτο μέρος, η αχαλίνωτη ορμητικότητα και η ζωντάνια των παιδιών δεν λένε να κοπάσουν και όσο κι αν δείχνουν τα ίδια να καταδιασκεδάζουν το αποτέλεσμα κάθε τους άτακτης (και ατιμώρητης) πράξης, δεν θα πραγματωθεί το ίδιο, όταν θα προσεγγίσουν τα αδειανά, σχεδόν ολοσχερώς καταστραμμένα δωμάτια του μοτέλ, που βρίσκεται κοντά στην παραλίμνια ζώνη. Η ανεπίγνωστη παρόρμηση της Μούνεϊ να βάλουν φωτιά στο παραμελημένο κτίριο, παρά την ατάραχη στάση των ενοίκων των κοντινών μοτέλ (θα σπεύσουν για να δουν και να φωτογραφήσουν την πυρκαγιά, ανίδεοι και χωρίς αληθινό ενδιαφέρον, για το πως και από ποιους προξενήθηκε), θα έχει δευτερογενείς επιπτώσεις.
Η Άσλεϊ θα δει καχύποπτα και με πιο μεγάλη σοβαρότητα την αξιόποινη πράξη, μιας και θα υποψιαστεί, το ποιοι μπορεί να είναι οι ευθυνόμενοι. Τ’ ότι, θα κατορθώσει να εκμαιεύσει την αλήθεια από τον γόνο της, θα έχει σαν κατάληξη να αλλάξει συθέμελα τη συμπεριφορά της απέναντι στη Χέιλι και την κόρη της . Από την επόμενη κιόλας ημέρα, θα δείξει τούτη τη μεταστροφή, όταν δεν θα επιτρέψει στον Σκούτι να παίξει με τη Μούνεϊ ή όταν η τελευταία επισκεφθεί τον χώρο που εργάζεται, για να προμηθευθεί το καθιερωμένο γεύμα που τους παρέχει και εκείνη δεν θα το παραδώσει, αναφέροντας πως δεν θα μπορεί από εδώ και στο εξής. Συμπεριφορά, που ευθύς αμέσως, θα παραξενέψει τη Χέιλι και έτσι, θα κατευθυνθεί στο ταχυεστιατόριο, για να ζητήσει περαιτέρω εξηγήσεις. Σε μια σκηνή που δείχνει, το πόσο ανώριμα σκέφτεται και λειτουργεί η Χέιλι, όταν αποφασίζει να παραμείνει στο κατάστημα, παρά την παρακίνηση της Άσλεϊ για το αντίθετο, μόνο και μόνο, για να την κάνει να νιώσει άβολα και ντροπιαστικά (θα παραγγείλει ένα σωρό βρώσιμα προϊόντα, μα θα τα πληρώσει). Η εκ βάθρων αυτή μεταλλαγή, στις σχέσεις της με την Άσλεϊ, θα δημιουργήσει προβλήματα, από τη στιγμή που θα απολέσει έναν άνθρωπο, που εκτός από φίλος, της πρόσφερε και ένα πιάτο φαγητό. Αρκετά περισσότερο, εφόσον και η προσπάθειά της να συγκεντρώσει κάποια λεφτά, μέσα από την πώληση αρωμάτων, θα πέσει στο κενό, όταν μια υπεύθυνη ασφαλείας μιας ξενοδοχειακής μονάδας, την εντοπίσει, αποπειραθεί να τη συλλάβει και της κατάσχει ένα μέρος από την ποσότητα των σκευασμάτων με τις αρωματικές ουσίες. Στο σημείο αυτό, η ανάγκη να ακολουθηθεί ένα επικίνδυνο μονοπάτι, που κάθε άλλο παρά είναι επιθυμητό από την ηρωίδα, προκειμένου να βρει τα χρήματα που απαιτούνται, για να πληρωθεί τόσο το ενοίκιο όσο και η διατροφή της ίδιας και της κόρης της, φαίνεται πως είναι μονόδρομος.
Ακόμη και όταν, ο Σον Μπέικερ αποφασίζει να κοιτάξει κατάματα τη Χέιλι και να της δώσει χώρο, πάντως, αυτό είναι κάτι που το κάνει σε απόλυτη συνάρτηση με τη Μούνεϊ. Και είναι ευχής έργων, επειδή οι σκηνές, κατά τις οποίες πορνεύεται, δεν λαμβάνουν δράση μπροστά από τον φακό, μιας και εκείνο που επιλέγεται να θεαθεί είναι το μέρος που απομονώνεται, κάθε φορά, η Μούνεϊ. Όχι, ότι ο θεατής δεν καταλαβαίνει τι κάνει η Χέιλι, όταν εμφανίζεται να είναι συνεπής στις εβδομαδιαίες υποχρεώσεις της και αφού έχει προηγηθεί μια σχεδόν ερεθιστική φωτογράφιση. Ο ίδιος ο Μπόμπι, άλλωστε, θα υποψιαστεί την πρόστυχη δράση της και θα επιχειρήσει να τη συμμορφώσει, όταν θα χρειαστεί. Πολλώ δε μάλλον, όταν ένας από τους πελάτες επιστρέφει εξοργισμένος, γιατί η Χέιλι, εκτός από τις υπηρεσίες που του πρόσφερε, του έκλεψε τα βραχιόλια που είχε αγοράσει για την οικογένειά του, ούτως ώστε να έχουν ελεύθερη προσπέλαση, στα πάρκα που βρίσκονται στο Walt Disney World Resort.
Η συνειδητοποίηση της Χέιλι θα είναι μερική και καθυστερημένη και θα έρθει μόνο αφού, την επισκεφθούν εκπρόσωποι από την υπηρεσία προστασίας του παιδιού, για να ελέγξουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγαλώνει το τελευταίο. Ενώπιον της πιθανότητας να την κρίνουν ακατάλληλη και να της πάρουν τη Μούνεϊ, η Χέιλι, θα προσπαθήσει να αποκρύψει κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο (θα καθαρίσει το δωμάτιο και θα εξαφανίσει τα ναρκωτικά), ενέργεια που φυσικά, δεν θα αποδειχτεί αρκετή. Είναι πάντως σε σκηνές, καθώς είναι αυτή, που επισκέπτεται το εστιατόριο κάποιας λουσάτης ξενοδοχειακής μονάδας, που φαίνεται πως κατανοεί, ότι το ενδεχόμενο είναι πολύ ισχυρό, και έτσι παραγγέλνει ότι μπορεί για να ικανοποιήσει την κόρη της, σε ένα δείπνο που λειτουργεί και σαν αποχαιρετισμός. Εκεί, που κάποιος άλλος σκηνοθέτης, θα παρουσίαζε με υπερβάλλοντα ζήλο το τελευταίο μέρος της ταινίας, ο Σον Μπέικερ, δεν εγκαταλείπει το αφρόντιστο και χειμαρρώδες ύφος, που έδειξε πως ακολουθεί από την αρχική σκηνή, για να ερεθίσει τους δακρυγόνους αδένες. Δεν είναι ότι ο θεατής δεν συμπάσχει με όλα όσα βλέπει να διαδραματίζονται στην οθόνη, ούτε ότι δεν είναι αρκούντως δραματικά τα όσα συμβαίνουν, τούτο όμως, είναι κάτι που γίνεται με συναισθηματική σύνεση, καθώς και με εξωραϊσμένους όρους, από τη στιγμή που η οπτική προέρχεται από ένα παιδί, τόσο αξιολάτρευτο και ανυποψίαστο όσο είναι η Μούνεϊ. Παρά την κρισιμότητα των καταστάσεων και ενάντια σε κάθε μίζερη εκδήλωση, η ζεστασιά και η συμπόνια κυριαρχούν στο ‘The Florida Project’, και αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνεται και από το πλήρως απελευθερωτικό, σχεδόν παραμυθένιο τελείωμα, που επιλέγεται. Σκοπίμως αδέξιο και ανεπεξέργαστο (έχει κινηματογραφηθεί με τη συνδρομή μιας iPhone συσκευής) το γύρισμα που ξεκινάει από το ‘Magic Castle’, κορυφώνεται στο ‘FutureLand’ και καταλήγει μπροστά από το επιβλητικότατο ‘Cinderella Castle‘, δε θα μπορούσε παρά να ολοκληρώνει, έστω και ολίγον απότομα και κοφτά, με τον πλέον μαγικό τρόπο, ένα αφήγημα ενηλικίωσης που είναι περισσότερο στενάχωρο και σκληρό από όσο επιτρέπει ο Σον Μπέικερ να φανεί.
Με γυρίσματα που πραγματοποιήθηκαν, κατόπιν ενδελεχούς, πολύχρονης έρευνας από την υπεύθυνη στον σχεδιασμό της παραγωγής Στεφόνικ Γιουθ, όχι μόνο στα δύο εν λειτουργία μοτέλ (στο ‘Magic Castle’ και το ‘Paradise’, που μετονομάστηκε σε ‘FutureLand’), μα και στην πολύβουη λεωφόρο Route 92 (εκεί που βρίσκεται το ‘Twisty Treat‘, το παγωτατζίδικο και το ‘Wizard Store‘, το μαγαζί με τα είδη δώρων), ο Σον Μπέικερ και ο διευθυντής φωτογραφίας Αλέξις Ζέιμπ κινηματογράφησαν με τρόπο θαυμάσιο, τα κραυγαλέα κακόγουστα κτίσματα, δίνοντας αυτομάτως στίγμα για το που εκτυλίσσεται η ταινία, καθώς επίσης, για τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και αντιλαμβάνονται το ιδιοσυγκρασιακό αυτό μέρος της Φλόριντα.
Το πως, οι χρωματισμοί και τα σχήματα των κτιρίων, ακολουθούν τη λογική του θεματικού πάρκου είναι κάτι που γίνεται αμέσως εμφανές. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και για τα ποικίλα χρώματα του ουρανού, έτσι όπως τούτα διακυμαίνονται και περικλείουν τα ακανόνιστα οικοδομήματα. Κτιριακές υποδομές και φυσικό περιβάλλον διαστρεβλώνουν την πεζή πραγματικότητα, καθόσον τα χρώματα των όψεων και η οπτική εντύπωση, κατά το διάστημα μεταξύ της ανατολής και της δύσης του ηλίου, ποιούν μια ατμόσφαιρα, που είναι τόσο ονειρώδης, που κάποιος νομίζει πως όλα λειτουργούν άψογα σε αυτή την περιοχή της Αμερικής. Η επιθυμία να ακολουθηθεί η εξιδανικευμένη οπτική της Μούνεϊ, δημιουργεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αντίθεση, αφού παρά την προνομιακή εικόνα που παρουσιάζει η περιοχή και τον ωραιοποιημένο τρόπο με τον οποίο την αντιλαμβάνεται η μικρή, η φτώχεια και η δυστυχία κατοικοεδρεύει στο περιθώριό της. Όσον αφορά, το ίδιο το ‘Wonder Castle’, το μοτέλ αυτό αποτέλεσε το κατάλληλο μέρος (τόσο λόγω της ονομασίας και του χρώματος όσο και του μεγέθους), για να ξετυλιχτεί η ιστορία της Μούνεϊ και της μητέρας της. Τ’ ότι το κτίριο αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Σον Μπέικερ και τον Αλέξις Ζέιμπ να κινηθούν, σχεδόν ανενόχλητα και χωρίς παραπανήσια, τεχνητά φωτιστικά σώματα, γίνεται ορατό, είτε όταν η κάμερα βρίσκεται σε κίνηση είτε όταν διατηρείται στατική και καταγράφει τη δράση σαν αποστασιοποιημένος παρατηρητής. Πανέμορφα κινηματογραφημένο σε φιλμ 35 χιλιοστών (με αναλογικό αρνητικό που δίνει ένα πιο αβίαστο και οργανικό αποτέλεσμα) όλο το μέρος, από τον Αλέξις Ζέιμπ, καταφέρνει να δώσει την αίσθηση εκείνη, πως παρά τα ανυπέρβλητα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι περίοικοι, στα μάτια της Μούνεϊ αποτελεί το φρούριο εκείνο, στο εσωτερικό του οποίου κάθε κορίτσι της ηλικίας του, θα επιθυμούσε να διαβιεί.
Τέλος, μπορεί ο έμπειρος και ιδιαίτερα αγαπητός Γουίλιεμ Νταφόε να είναι η ραχοκοκαλιά του φιλμ, εφόσον διαχειρίζεται παραδειγματικά το μοτέλ, συμπεριφέρεται προστατευτικά στους ενοίκους και αναπτύσσει μια πολύ ξεχωριστή σχέση με τη Χέιλι και τη Μούνεϊ, όμως, όσο και αν ερμηνεύει έναν χαρακτήρα με άριστο τρόπο, υπάρχει μια υπερβολή, στο αν η εν λόγω ερμηνεία είναι η καλύτερή του. Αναντίρρητα, πρόκειται για μια από τις πιο μεστές και στιβαρές μιας πλούσιας φιλμογραφίας και σε αυτό βοηθάει και ο τρόπος με τον οποίο είναι σκιαγραφημένος ο χαρακτήρας από τον Σον Μπέικερ και τον συνεργάτη του στη συγγραφή, Κρις Μπέργκοτς. Έχοντας ως αρχή να μην προτιμά επαγγελματίες και δη αναγνωρισμένους ηθοποιούς, η επιλογή του Γουίλιεμ Νταφόε, μπορεί να προκαλεί εντύπωση, όμως, για τους υπόλοιπους ρόλους, ο Σον Μπέικερ δεν έκανε τίποτα λιγότερο από το να την ακολουθήσει απαρέγκλιτα. Τόσο η Μπρία Βινάιτε που ερμηνεύει τη Χέιλι όσο και η Μπρούκλιν Πρινς που υποδύεται τη Μούνεϊ είναι πρωτάρες. Χαρακτηρισμός, που δεν έχει αρνητικό πρόσημο από τη στιγμή που η αδαημοσύνη τους υπηρετεί το νατουραλιστικό αποτέλεσμα, που είναι και το βασικό επιδιωκόμενο, και η ερμηνευτική τους συνεισφορά βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, η Μπρία Βινάιτε κατόρθωσε να βγάλει ασπροπρόσωπο τον σκηνοθέτη, έτσι αφτιασίδωτα και ειλικρινά, που υποδύεται τη Χέιλι. Ένα νωχελικό και αθυρόστομο ον, που προσπαθεί να ορθοποδήσει και να φροντίσει τη θυγατέρα της, παρόλο που δεν δείχνει ακόμη πως είναι ετοιμασμένη, για κάτι τέτοιο. Από την άλλη, η Μπρούκλιν Πρινς, ούτε λίγο ούτε πολύ, επιτυγχάνει να κλέψει την παράσταση. Τ’ ότι, όλη η ταινία είναι στηριγμένη στις άπλαστες πλάτες της, δε φάνηκε να πτοεί τη μικρή, η οποία κατόρθωσε να σηκώσει αυτό το βάρος και να μη λυγίσει. Από τα πρώτα λεπτά που εμφανίζεται τρέχοντας και ουρλιάζοντας, ως και τα τελευταία που αποχωρεί με λυγμούς, κινούμενη και πάλι γρήγορα, η Μπρούκλιν Πρινς αλωνίζει την οθόνη και σε τούτο της το όργωμα, συγκρατεί από το χέρι και τον θεατή.