Φραγμα
«Όταν έφυγαν ήμουν ήδη δώδεκα. Συνολικά μαζί με το δικό μας, άδειασαν τέσσερα χωριά. Πάντα θυμάμαι τον μπαμπά μου, να λέει: να πα να γαμηθούν, εμείς θα φύγουμε τελευταίοι από δω», αναφέρει η νεαρή πρωταγωνίστρια, στο συγκλονιστικό αρχικό πλάνο, ολίγο πριν ανέβει στο μηχανάκι της και αποχωρήσει με δάκρυα στους οφθαλμούς, αφού παραπλανεί και εγκαταλείπει σε ένα δυσπρόσιτο σημείο τον πολυγάπητό της σκύλο. Στο ‘Φράγμα’, την πέμπτη και πιθανώς καλύτερη μικρού μήκους ταινία του, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Γιώργος Τελτζίδης, ελλείψει εναλλακτικών επιλογών και πραγματικών διεξόδων, δείχνει τη βιαιότατη ενηλικίωση ενός κοριτσιού σε ένα κομμάτι γης της ελληνικής επαρχίας, το οποίο εδώ και αρκετές δεκαετίες είναι έρμαιο των υποτυπωδών σχεδιασμών και των εσφαλμένων χειρισμών των κάθε λογής κυβερνήσεων. Μιας δεκαεξάχρονης κοπέλας που παρέα με τους κηδεμόνες και τους απομείναντες συγχωριανούς της, ευρίσκεται σε καθεστώς ιδιόρρυθμης αιχμαλωσίας από όσους αντιλαμβάνονται με εντελώς διαφορετικούς όρους την πρόοδο και την ανάπτυξη. Αδυνατούν να ενεργήσουν αυτόνομα και ανεξάρτητα (να υπερασπιστούν τον τόπο προέλευσής τους και να αξιοποιήσουν με τον δικό τους τρόπο, τα καρποφόρα εδάφη), δηλαδή, μια και η αμφιλεγόμενη εκμετάλλευση των υδάτων του ποταμού Αχελώου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (η χρονοβόρα και κοστοβόρα απόπειρα, μεταφοράς νερού από τη Δυτική Ελλάδα στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Θεσσαλίας, μέσω της εκτροπής του ποταμού Αχελώου), προϋποθέτει ένα σύνολο από φαραωνικής σύλληψης, σχεδιασμού και πραγμάτωσης έργων (στις περιοχές που έγιναν τα γυρίσματα, εκτός από τον υδροηλεκτρικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ισχύος 160 MW, έχει κατασκευαστεί ένα φράγμα ύψους εκατόν πενήντα μέτρων και ένας ταμιευτήρας νερού, επιφάνειας 7,8 τετραγωνικών χιλιόμετρων και χωρητικότητας 358 εκατομμύριων κυβικών μέτρων υδάτινων πόρων), που υποβαθμίζουν σοβαρά το φυσικό περιβάλλον και οδηγούν στην πλήρη οικιστική εκκένωση.
Κινηματογραφημένο θαυμάσια (αμέριστη η συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας Γιώργου Φρέντζου), στο ακόμη όμορφο χωριό της Μεσοχώρας (παρά την επεμβατική παρουσία της τσιμεντένιας και αδιαπέραστης διόδου, στην κοίτη του μυθικού, δεύτερου μεγαλύτερου σε μήκος ποταμού της χώρας), μα και στο Αρματολικό, τον Αετό, τη Γλύστρα, που γειτνιάζουν με τούτη (και βρίσκονται οι άλλες υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις), το ‘Φράγμα’, προσφέρει τη δυνατότητα στο Γιώργο Τελτζίδη, να παρουσιάσει μια ιστορία η οποία λαμβάνει δράση στην ελληνική επαρχία, δίχως φολκλορικές διαθέσεις. Όπως επίσης, να γίνει καταγγελτικός, απουσία οποιουδήποτε διδακτισμού. Αν και με μια δραματουργική εξέλιξη που φλερτάρει και εν τέλει αγκαλιάζει τη σκληρότητα, μην αφήνοντας έτσι καμία απολύτως αχτίδα φωτός.
Εκτός από το μέρος στο οποίο μεγάλωσε και για λιγοστές ακόμη μέρες συνεχίζει να διαβιεί, από την πρώτη αποσπασματική σεκάνς της ταινίας, γίνεται εμφανές στον θεατή, το τι είναι αυτό που καλείται να διαπράξει παρά την επιθυμία της η Χριστίνα (Σταματία Παπαθανάση), ένεκα των έκτακτων συνθηκών. Σαν μην αρκούσε που τόσο η ίδια και οι γονείς της όσο και οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού είναι υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους, για να ολοκληρωθούν τα αναγκαία έργα που θα θέσουν σε λειτουργία τον υδροφράκτη (τη θέση του εν λόγω χωριού θα καταλάβει μια τεχνητή λίμνη που θα τροφοδοτήσει με νερό τις γύρω περιοχές), εξαιτίας της αναπόφευκτης εκκένωσης, πρέπει να παρατήσει και τον σκύλο που έχει υπό τη στενή προστασία της. Δεν είναι ότι δεν τον αγαπάει και δεν επιθυμεί να τον πάρει μαζί της, μα ότι με τα καινούρια δεδομένα, αυτός δεν μπορεί να τους ακολουθήσει (η αναγκαστική απομάκρυνση από το γραφικό οίκημα, φανερώνει και την οικονομική ένδεια της τριμελούς οικογένειας). Από κει και έπειτα, τι κι αν η Χριστίνα με τη βοήθεια ενός φίλου (Δημήτρης Αμπατζής), θα αποπειραθεί να αφήσει σε ορισμένο, σχετικά μακρινό σημείο τον σκύλο της, αυτός θα βρει τον τρόπο και θα ξαναγυρίσει στην οικία της. Περιστατικό που θα εκνευρίσει και τους δύο γονείς της Χριστίνας (ο Σίμος Κακαλάς ερμηνεύει τον πατέρα και η Κωνσταντίνα Τακάλου τη μητέρα). Περιστατικό που με τη σειρά του, θα επισύρει την οργή και των ζωόφιλων θεατών, καθόσον δεν δύναται να συλλάβει ο νους και η καρδιά τους, την τόσο απαράδεκτη και σκληρόκαρδη στάση των γονέων απέναντι στον σκύλο της κόρης τους (όχι ότι συμπεριφέρονται με καλύτερο τρόπο σε αυτή). Δεν μπορεί να καταλάβει επίσης την απονενοημένη απόφαση που θα λάβει η ίδια η ηρωίδα (περισσότερο εγκληματική, από το να παρατήσει οπουδήποτε τον σκύλο της), όταν θα αντιληφθεί πως δεν έχει καμία επιλογή.
Όσο άκαμπτη είναι η εντολή να απομακρυνθούν από το σπίτι (και κατ’ επέκταση το χωριό), άλλο τόσο είναι και η υποχρέωση της τελευταίας να παρατήσει στην τύχη του το κατοικίδιο της. Γι’ αυτό και το περιεκτικό και αρκετά προσανατολισμένο σενάριο των Γιώργο Τελτζίδη, Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλο, Κώστα Γεραμπίνη, παρότι δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο, για κάποια απρόσμενη τροπή (ήτοι, αισιόδοξη έκπληξη), από τη στιγμή που παραβάλλει την ιστορία που αφορά την περάτωση του υδροφράγματος με εκείνη της Χριστίνας, καθίσταται παραπάνω πολυδιάστατο και διεισδυτικό. Με την προσωπική ιστορία μιας δεκαεξάχρονης, δηλαδή, που βιώνει με τον δικό της τρόπο τη μεταλλαγή αυτή (ενδεικτική είναι η σκηνή που επισκέπτεται με τον φίλο της τον υδροηλεκτρικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και καταστρέφουν ένα ειδικό όχημα της εταιρείας) και όπου επειδή αδυνατεί να αντιταχθεί σε όσους βάζουν ασφυκτικούς κανόνες (αρχής γενομένης, την οικογένειά της), θα ωριμάσει με τον πιο αγριωπό τρόπο. Κατόπιν τούτου, στο τελικό, αριστοτεχνικά κινηματογραφημένο, αποστασιοποιημένο πλάνο, που διαδέχεται τη σεκάνς που καταλήγει στην κάθε άλλο παρά λυτρωτική επίλυση (κυριολεκτικά, μια διευθέτηση που σοκάρει), η Χριστίνα, παρουσιάζεται πιο εγκλωβισμένη από πριν (η παρουσία της στην κιγκλιδωτή προεξοχή του φράγματος έχει και ετούτη τη σημειολογία), καθόσον ενηλικιώνεται επειδή οι άλλοι της το επέβαλαν και δη με τρόπο που δεν της επιτρέπει να ακολουθήσει κάποια ορθολογική, ή και συναισθηματική κατεύθυνση. Η Σταματία Παπαθανάση ερμηνεύει με ανεπιτήδευτο και αφοπλιστικό τρόπο τούτο το κορίτσι: μια αναστατωμένη και παγιδευμένη έφηβη που αναγκάζεται να θυσιάσει το ωραιότερο και πιο αγνό κομμάτι του εαυτού της. Αφήνοντας έτσι, πολλές ελπίδες, για το ερμηνευτικό της μέλλον. Κλείνοντας, ειδική αναφορά αξίζει να γίνει τόσο στη μοντέρ Λυδία Αντόνοβα (εύρυθμος ο τρόπος όπου συνενώνει τα πλάνα) όσο και στον συνθέτη Κωσταντή Παπακωνσταντίνου (ηλεκτρικό το συγκερασμένο με παραδοσιακά και ροκ στοιχεία σκορ).