Fauve
Το μέλλον του κινηματογράφου ανέκαθεν βρισκόταν σε όσους φανερώνουν υψηλή τεχνική κατάρτιση και επενδύουν με όρεξη και τόλμη μια μικρού μήκους πρόταση, διαπίστωση που έρχεται να επαληθεύσει περίτρανα ένας σκηνοθέτης όπως ο Τζέρεμι Κόμτε. Με την τέταρτη μικρού μεγέθους ταινία του ‘Fauve’ (δεύτερη μυθοπλασίας ύστερα από το ‘Ce Qu’il Reste’, 2016), ο πολυπράγμων Καναδός δημιουργός (σκηνοθέτης, σεναριογράφος μα και μοντέρ), λέει την ιστορία δύο νεαρών αγοριών, με τρόπο που όχι μονάχα είναι αισθητικά άρτιος και έκθαμβος αλλά και συναισθηματικά θαρραλέος και συγκλονιστικός. Εκείνο που ξεκινάει ως ένα ακόμη φαινομενικά αβλαβές και χαριτωμένο παιχνίδι λεονταρισμών ανάμεσα σε δύο ανήλικα παιδιά που είναι αδελφικοί φίλοι και διαβιούν μακριά από κάποιο αστικό κέντρο, σύντομα μετατρέπεται σε μια δυσάρεστη κατάσταση που κορυφώνεται από την επίδραση της άσχημης έκβασης, για τον έναν από τους δύο. Η βιαιότητα της ενηλικίωσης ταυτίζεται με την αγριάδα της φύσης και με ένα περιβάλλον που έχει καταστραφεί ουκ ολίγον από τις ανεξέλεγκτες και αισχροκερδείς ανθρώπινες δραστηριότητες. Ή όπως το θέτει καλύτερα και ο ίδιος ο δημιουργός σε συνέντευξη που έδωσε στο διαδικτυακό περιοδικό καλλιτεχνικού περιεχομένου Far Out Magazine, εξηγώντας και το πώς προήλθε η κινηματογραφική ιδέα, «Μεγαλώνοντας στην ύπαιθρο, η έμπνευση για το ‘Fauve’ ξεκίνησε από τα όνειρα που είχα ως νεαρό αγόρι. Πριν από περίπου έξι έτη, έτρεχα σε έναν λασπωμένο δρόμο υπό ελαφρά βροχή και όλα επέστρεψαν σε μένα. Ενθυμήθηκα το ενστικτώδες συναίσθημα του να είμαι παγιδευμένος, να βυθίζομαι στην άμμο από αυτόν τον επαναλαμβανόμενο εφιάλτη. Eκείνη τη στιγμή ήξερα ότι έπρεπε να κάνω μια ταινία γι ‘αυτό, να εξερευνήσω την παιδική ηλικία με έναν ωμό και γνήσιο τρόπο, να απεικονίσω μια μεγαλοπρεπή και απρόβλεπτη φύση. Με ενδιέφερε να εξερευνήσω τη δύναμη / τη συγκράτηση που οι άνθρωποι θεωρούν δεδομένη λησμονώντας από πού προερχόμαστε, ξεχνώντας το γεγονός ότι είμαστε εξίσου και ζώα».
Τίποτα δεν προϊδεάζει γι’ αυτό που θα ακολουθήσει, μιας και για αρκετά λεπτά της ώρας, ο Τζέρεμι Κόμτε, παρουσιάζει το πώς το ένα παιδί προκαλεί το άλλο. Ο Τάιλερ (Φελίξ Γκρενιέ) και ο Μπέντζαμιν (Αλεξάντρε Περό), σκοτώνουν τον χρόνο τους, παριστάνοντας τους άντρες (ή τα αγρίμια, καθώς μεταξύ άλλων, υποδηλώνει και η πολυσήμαντη ονομασία της ταινίας). Κάνουν χοντροκομμένα αστεία που εκτός από άφθονο γέλωτα, δοκιμάζουν και επεκτείνουν τα όριά τους. Όρια που εκ των πραγμάτων, στη μικρή, νοτιοκεντρική πόλη του Κεμπέκ που ευρίσκονται είναι πιο χαλαρά, από την ομώνυμη πρωτεύουσα. Ακόμη κι όταν προσβάλλει ο Τάιλερ τον Μπέντζαμιν (ή θίγει την περηφάνια του Τάιλερ ο Μπέντζαμιν), πάντως, φαίνεται πως τα δύο νεαρά αγόρια, γνωρίζονται καλά και τρέφουν αληθινά συναισθήματα αγάπης.
Η κατάσταση θα μεταβληθεί ριζικά, όταν εισχωρήσουν παράτυπα στις εγκαταστάσεις που έχουν διαμορφωθεί κατάλληλα, ώστε να εκμεταλλεύεται το κράτος τα τεράστια αποθέματα αμίαντου που έχουν εντοπιστεί στην ευρύτερη περιοχή (αν και πλέον, όχι με τους ρυθμούς που τούτο συνέβαινε προτού ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος για τους κινδύνους που ενέχει το φυσικό ορυκτό). Εκεί, ένα κακό γύρισμα της μοίρας, θα οδηγήσει τα δύο νεαρά αγόρια, σε ένα σημείο που είναι επικίνδυνο. Σε ένα μέρος όπου η άμμος και το τσιμέντο δύνανται να αποδειχθούν φονικά, αν κάποιος κάνει το σφάλμα και κοντοσταθεί ή πέσει απότομα επάνω τους. Έχοντας απόλυτη άγνοια κινδύνου, οι Τάιλερ και Μπέντζαμιν, θα συνεχίσουν με πιο δυναμικό τρόπο το προβοκατόρικο παιχνίδι τους, μόνο που αυτή τη φορά αυτό θα διακοπεί με βαναυσότητα, κάτι που το αποτυπώνει με σκηνοθετική μαεστρία ο Τζέρεμι Κόμτε. Μέσα από μια εναγώνια, γιομάτη ένταση σεκάνς, ο τελευταίος τοποθετεί τον θεατή στη θέση των δύο ανήλικων παιδιών, και δεικνύει το πόσο εύκολα μπορεί η αφέλεια να οδηγήσει σε μια συνθήκη όπου η αθωότητα κηλιδώνεται. Από κει και πέρα, το να προσπαθήσει να αναφέρει κανείς περισσότερα, αναμφίβολα μειώνει από την εμπειρία της παρθενικής θέασης, επειδή όμως τα όσα συμβαίνουν σχετίζονται και με το φινάλε του έργου, αρκεί μονάχα να ειπωθεί πως το σπαραξικάρδιο τελείωμα έρχεται μόλις ξεπεραστεί ο σκόπελος της καταπληξίας: με την κατανόηση μιας πράξης που μπορεί να μην είχε δόλο είχε τραγική κατάληξη πάντως και επιπτώσεις παράπλευρες. Το δακρύβρεκτο τέλος επίσης, μαζί με μια σκηνή σαν και αυτή με την αλεπού, προσδίδει μια αλληγορική πτυχή και παραπέμπει στο κίνημα του Φοβισμού.
Η έννοια φοβισμός άλλωστε, εκπηγάζει από τη γαλλική λέξη fauve που όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως, μπορεί να μεταφραστεί και άγριο ζώο – όπου αγριωπά θηρία δεν είναι άλλα από τα δύο νεαρά αγόρια που ανυπότακτα και ατίθασα καθώς είναι, θα δουν τη ζωή τους, να αλλάζει με τρόπο κατακλυσμιαίο. Σε σύνολο εβδομήντα παιδιών, ο Τζέρεμι Κόμτε, ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή τους δύο μη επαγγελματίες, άρρενες πρωταγωνιστές, που για λόγους αυθεντικότητας προέρχονταν από σχολεία της πόλης που γυρίστηκε το ‘Fauve’. Παρά το ότι στην αρχή τον ρόλο του Τάιλερ ήταν να τον ερμηνεύσει ο Αλεξάντρε Περό και αυτόν του Μπέντζαμιν ο Φελίξ Γκρενιέ, ο σκηνοθέτης πείστηκε για το αντίθετο στις πρόβες που έκανε, πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Σε κάθε περίπτωση, τα δύο ανήλικα παιδιά, είχαν μεταξύ τους καλή χημεία και πολλή ενέργεια στο γύρισμα, κάτι που έδωσε το ελεύθερο σε αυτοσχεδιασμούς και επέτρεψε στον Τζέρεμι Κόμτε να αλλάξει κάποια σημεία της ιστορίας. Ακόμη, μεγάλο μέρος του ‘Fauve’, πραγματοποιήθηκε σε ένα από τα ορυχεία του Τετφορντ Μάινς. Σε ένα επιβλητικό, σχεδόν σεληνιακό τοπίο, που η ανθρωπογενής παρέμβαση έχει αφήσει το ολέθριο αποτύπωμά της. Αλλά και στα πέριξ αυτού, όπως βλέπουμε στη σεκάνς, που τα νεαρά αγόρια περιφέρονται γύρω ή μέσα στα εγκαταλειμμένα βαγόνια. Μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Ολιβιέ Γκοσότ, ο Τζέρεμι Κόμτε κατάφερε να βρει το ιδανικό ύφος για το έργο. Μια αισθητική που επέβαλε τη χρήση φακών Zeiss Super Speed, για να δοθεί η εντύπωση του σκονισμένου στην εικόνα. Με μια κάμερα ARRI ALEXA Mini στερεωμένη σε ένα αντίζυγο (ώστε να βρίσκεται στο ύψος των ανήλικων παιδιών), σε έναν γερανό (ώστε να μπορεί να καταγραφεί από ψηλά το λατομείο) και σε ένα τρίποδο (ώστε να δίδεται έμφαση στο συναίσθημα του εγκλεισμού), η κινηματογράφηση υπηρετεί πλήρως τη δραματουργία. Τέλος, ο συνθέτης Μπράιαν Ντ’ Ολιβέιρα, έκανε έξοχη δουλειά, στον τομέα της μουσικής, μιας και μέσω ενός θέματος κατόρθωσε να εκφράσει την ανησυχία και το άγχος του Τάιλερ. Επιστρατεύοντας τρεις τύπους κλαρινέτων και έναν υπολογιστή δημιούργησε ένα εφιαλτικό θέμα, που επαναλαμβάνεται σταδιακά και αυξομειωτικά, στα πιο κρίσιμα μέρη της ταινίας.