Joker
Η είδηση πως ο κωμικός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τοντ Φίλιπς (παραπάνω γνωστός για την χοντροκομμένη τριλογία ‘The Hangover’ 2009 – 2013), επρόκειτο να σκηνοθετήσει μια αποκλειστική / σόλο ταινία για τον Τζόκερ αιφνιδίασε αρκετούς. Τοσούτω μάλλον όταν ανακοινώθηκε πως τον πιθανότατα πιο μοχθηρό αντίπαλο του Μπάτμαν, θα τον υποδυθεί ένας από τους περισσότερο προικισμένους, αφοσιωμένους και επιλεκτικούς ηθοποιούς της εποχής μας, σαν τον Χοακίν Φίνιξ. Ή πως αυτή η μεταφορά δεν θα έχει καμία σύνδεση με το εκτεταμένο, ηρωικό και εφετζίδικο σύμπαν της DC (που σημειωτέον είναι πιο σκοτεινό και βίαιο από αυτό της ανταγωνίστριας εταιρείας Marvel), εφόσον θα είναι μια πιο ανεξάρτητη και δραματικότερη εκδοχή. Πολύ πιο πεσιμιστική και νιχιλιστική με διαφορετικές λέξεις, σε σημείο που δικαιολογεί τον αποτρεπτικό (για τις ηλικίες κάτω τον δεκαοχτώ χρόνων) βαθμό καταλληλότητας (Rated R) που της δόθηκε πριν από την επίσημη πρεμιέρα της και προξενεί τεράστια ανησυχία στις ένοπλες δυνάμεις των Η.Π.Α. και τις οικογένειες των θυμάτων της σφαγιαστικής επίθεσης σε κινηματογράφο στην Ορόρα του Κολοράντο – κατά τη διάρκεια μιας μεταμεσονύχτιας προβολής του ‘The Dark Knight Rises’ (2012) του Κρίστοφερ Νόλαν. Περί αυτού, αν και οι σφαγιαστικές ένοπλες επιθέσεις δε λένε να κοπάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αναμφίβολα πρόκειται για παρατραβηγμένους προβληματισμούς από τη στιγμή που αφορούν μια ταινία που είναι προϊόν μυθοπλασίας και δεν κεντρώνονται στα αληθινά αίτια που τις δημιουργούν (το συνταγματικό κατοχυρωμένο δικαίωμα στην οπλοκατοχή, οι ανεπαρκείς έλεγχοι του ιστορικού ή των ηλικιών για την αγορά πυροβόλων, η υποτυπώδης υποστήριξη για την αντιμετώπιση ζητημάτων ψυχικής υγείας είναι μόνο μερικά από τούτα).
Με το 76ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας να προβαίνει σε μια απρόσμενη και συζητημένη κίνηση στην ιστορία του θεσμού, καθόσον τίμησε με τον Χρυσό Λέοντα το ‘Τζόκερ’ (η πρώτη επικράτηση ταινίας που προέρχεται από μεγάλο στούντιο και φυσικά η πρώτη που βασίζεται σε κάποιον διάσημο κόμικ χαρακτήρα), η πορεία του ‘Τζόκερ’, δεν θα μπορούσε να αρχίσει περισσότερο ελπιδοφόρα. Ακόμη κι όταν ο διχασμός κάποιων εκ των πιο έγκυρων κριτικών της Αμερικής, έμοιαζε να σβήνει τις όποιες οσκαρικές του φιλοδοξίες (αν μη τι άλλο, για τη συνταρακτική ερμηνεία του Χοακίν Φίνιξ) και οι φόβοι που πιο πάνω εκφράστηκαν (από κρατικούς φορείς και οργανώσεις πολιτών), να απειλούν εμφαντικά την εμπορική της επιτυχία. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν επακριβώς έτσι και τούτο παρά τους όποιους, λιγοστούς ενδοιασμούς μου, κάθε άλλο παρά είναι αδιανόητο και δυστυχές.
Το 1999, ο Ντέιβιντ Φίντσερ αποχαιρετούσε τη δεκαετία που ταυτίστηκε με τον ανέλεγκτο καταναλωτισμό και τη ψυχοσωματική ή νοητική κατάπτωση με ένα δριμύ και ισοπεδωτικό έργο σαν το αριστουργηματικό ‘Fight Club’ (ταινία που επίσης, δεν ευνόησαν οι Αμερικανοί κριτικοί, επαίνεσαν οι Ευρωπαίοι ομότεχνοί τους, και αγαπήθηκε από το παγκόσμιο κοινό). Ανεξάρτητα από το τι αναμένει να δει κάποιος και το πόσο καλά είναι προετοιμασμένος για μια από τις πιο περιβόητες δημιουργίες στην εκπνοή μιας έτερης, παραπάνω απαισιόδοξης δεκαετηρίδας, το μόνο σίγουρο είναι πως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο ‘Joker’ του Τοντ Φίλιπς, ήρθε για να μείνει και να αποτελέσει μοντέλο για σωρεία ανάλογων ταινιών που θα επακολουθήσουν. Έργων που έχουν στο επίκεντρό τους κάποιον αντιήρωα και λειτουργούν σαν ενδελεχές ψυχογράφημα / σπουδή χαρακτήρα. Που επιχειρούν να αφουγκραστούν το σημερινό ανησυχαστικό και ανισόρροπο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και να το εντάξουν με σκηνοθετικά εμπνευσμένη και σεναριολογικά στρατευμένη μέθοδο, ακόμη και μέσα σε μια ιστορία που έχει κόμικ υπόβαθρο. Ως ένα βαθμό με τον τρόπο που το έκαναν ορισμένα από τα σκοτεινότερα και πιο αντιδραστικά ή και αφυπνιστικά έργα, που έβγαλε το Χόλυγουντ τη δεκαετία του 1970 (εποχή που εδραιώθηκαν μερικοί εκ τους σπουδαιότερους Αμερικανούς σκηνοθέτες). Ταινίες καθώς είναι το ‘Σκυλίσια Μέρα’ του Σίντνεϊ Λουμέτ, το ‘Η Φωλιά του Κούκου’ (1975) του Μίλος Φόρμαν και το ‘Ο Ταξιτζής’ (1976) του Μάρτιν Σκορσέζε. Ταινίες που επηρέασαν ολοκληρωτικά τον Τοντ Φίλιπς, και που είχε στο νου του, όταν κατασκεύαζε το ιδιαίτερα σκληρό και ρεαλιστικό περιβάλλον που περικλείει τον χαρακτήρα του ‘Τζόκερ’.
Μπορεί ουκ ολίγοι κριτικοί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, να βλέπουν μια ταινία που εκβιάζει το συναίσθημα, εκθειάζει τη βία και εξυψώνει έναν εγκληματία σαν τον Τζόκερ και μάλιστα σε μια αγριωπή και παράλογη εποχή όπως αυτή που ζούμε, ο Τοντ Φίλιπς πάντως, κατορθώνει να ποιήσει ένα έργο που ναι μεν δείχνει με τον δικό του αντισυμβατικό τρόπο, το πώς μεταμορφώθηκε ένας αλλόφρων και εν δυνάμει κινδυνώδης άνθρωπος στον Τζόκερ, όμως πρωτίστως, μέσα από την ιστορία τούτη, δράττεται της ευκαιρίας για να σχολιάσει τα κακώς κείμενα των Ηνωμένων Πολιτειών: την αμπόδιστη οπλοφορία και την κουλτούρα της βιαιότητας, την οικονομική ένδεια και την κοινωνική ανισότητα, τη ρατσιστική διάκριση και την πολιτική ορθότητα, τη μειωμένη αντίληψης ψυχαγωγία και τη χειραγώγηση των μαζών. Μια σειρά από ακανθώδη ζητήματα που απασχολούν τον περισσότερο κόσμο, μα ευρείας κατανάλωσης ταινίες δεν επιτρέπεται ή δεν διανοούνται να αγγίξουν. Πολύ περισσότερο να αναπτύξουν με τον σε στιγμές οριακό, συγκεχυμένο και αμφιλεγόμενο τρόπο του ‘Τζόκερ’.
Ο Άρθουρ Φλεκ (Χοακίν Φίνιξ) είναι ένας άνδρας με ουκ ολίγα ψυχολογικά προβλήματα και λιπόσαρκο παρουσιαστικό, που ζει με τη σχεδόν ανήμπορη και ψυχικά επίσης ασταθή και ταραγμένη μητέρα του Πένι Φλεκ (Φράνσις Κόνροϊ), σε ένα φτωχικό διαμέρισμα σε κάποια υποβαθμισμένη γειτονιά της Γκόθαμ Σίτι. Ο Άρθουρ Φλεκ ονειρεύεται να γίνει κωμικός, γι’ αυτό και εργάζεται ως γελωτοποιός και τούτο σε μια κοινωνία που δείχνει επιβαρυμένη από οικονομικής φύσης προβλήματα και τον πολιτικό αμοραλισμό, θα μπορούσε να ιδωθεί και σαν δραστηριότητα επαναστατική. Με την απεργία των σκουπιδιάρηδων να μαίνεται, με αποτέλεσμα να στοιβάζονται τόνοι απορριμμάτων που αποτελούν κίνδυνο για την υγεία των πολιτών και ένα κοντινό πλάνο στο ζωγραφισμένο με μπογιές, επιτακτικά χαμογελαστό και με βλοσυρότητα περιπαικτικό προσωπείο του πρωταγωνιστή, ο Τοντ Φίλιπς, τοποθετεί αμέσως τον θεατή στο ζοφερό σύμπαν της ταινίας, τόσο το γενικό (η επικράτεια της Γκόθαμ Σίτι) όσο και το ειδικό (ο χαρακτήρας του Άρθουρ Φλεκ). Πολλώ μάλλον όταν ο τελευταίος επισκέπτεται τη διορισμένη από το κράτος κοινωνική λειτουργό – ψυχοθεραπεύτρια (Σάρον Ουάσινγκτον). Στιγμιότυπο που δείχνει το πόσο καταθλιπτική και μοναχική προσωπικότητα είναι, αλλά και το πόσο αδιάφορα και διεκπεραιωτικά η πολιτεία αντιμετωπίζει άρρωστους, πρώην νοσηλευόμενους ανθρώπους, σαν του λόγου του. Ή όταν η απόπειρά του να φτιάξει την διάθεση ενός μικρού αγοριού, καταλήγει να καταπέσει στο κενό και στο να φανερώσει μια από τις πλέον χαρακτηριστικές ψυχικές του παθήσεις (περί του παθολογικού γέλωτα η αναφορά), έπειτα από την χωρίς τρόπους αντίδραση της υπερπροστατευτικής μητέρας του.
Πάλι καλά που μια επιτυχημένη εκπομπή σαν και εκείνη που παρουσιάζει με κέφι και μπρίο ο εγνωσμένης αξίας παρουσιαστής Μάρεϊ Φράνκλιν (Ρόμπερτ ντε Νίρο), συμβάλλει ώστε το όνειρεμά του, για μια σταδιοδρομία ως κωμικός να μείνει ζωντανό (ενδεικτική η σκηνή που βλέπει την εκπομπή με τη μητέρα του και από το σαλόνι του σπιτιού του ξάφνου ευρίσκεται ανάμεσα στο κοινό), και μια πεντάμορφη και χαμηλών τόνων γυναικεία παρουσία σαν και εκείνη της γειτόνισσάς του Σόφι Ντουμόντ (Ζαζί Μπιτζ), απαλύνει τον πόνο που προέρχεται από την απανθρωπιά (γεννάει ερωτικές προσδοκίες, όπως δεικνύει και η σκηνή με το φιλί). Τουλάχιστον μέχρι ένα εύλογο αφηγηματικό σημείο, τούτη η ψευδή εντύπωση δίδεται στον θεατή. Επειδή, ο Τοντ Φίλιπς (με τη συνεισφορά του μοντέρ Τζεφ Γκροθ και του διευθυντή φωτογραφίας Λόρενς Σερ), φροντίζει ώστε να θολώσει τα σύνορα μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας / να παίξει με την αντιφατικότητα του φαίνεσθαι και του είναι, που για έναν αναστατωμένο και τόσο απρόβλεπτο χαρακτήρα σαν τον Άρθουρ Φλεκ, και κατ’ επέκταση μιας ταινίας που είναι επικεντρωμένη στο πρόσωπό του, θεωρείται καθοριστικής σημασίας.
Σε μια από τις πρωταρχικές σκηνές επίσης, ο Άρθουρ Φλεκ, θα πέσει θύμα χλευασμού από μια ομάδα ανεγκέφαλων πιτσιρικάδων, γεγονός που θα κάνει τον συνάδελφό του Ράνταλ (Γκλένν Φλέσλερ), να τον προσεγγίσει και να του προσφέρει ένα πιστόλι. Μέσο άμυνας που θα αποκαλυφθεί κατά λάθος, σε κάποια από τις κλοουνίστικες εκδηλώσεις που θα μετάσχει και ως φυσικό ακολούθημα, θα του στοιχήσει τη δουλειά του. Σαν να μην επαρκούσε τούτο μάλιστα, απογοητευμένος καθώς θα είναι στο τελείωμα μιας ημέρας με τέτοια κατάληξη, ο Άρθουρ Φλεκ, θα υπερβεί την απαγορευτική γραμμή που χωρίζει το να είναι νομοταγής και παραβατικός, ανθρώπινος και κακούργος, συγκρατημένος και ανεξέλεγκτος, όταν μετά από πρόκληση, σκοτώσει τρεις μεθυσμένους, καλοστεκούμενους άρρενες, που εργάζονταν στην εταιρεία του δισεκατομμυριούχου και υποψήφιου δήμαρχου, Τόμας Γουέιν (Μπρετ Κάλεν). Θα την ξεπεράσει, δίχως να αισθανθεί ενοχές και τύψεις για την απονενοημένη, πολύνεκρη του ενέργεια. Το εναντίον, όσο αρρωστημένο και αν φαντάζει σε όποιον τρομάζει στην ιδέα να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη, θα νιώσει πιο δυνατός και σχετική ικανοποίηση. Ιδίως όταν μετά από τον τρόπο με τον οποίο θα απευθυνθεί στους δράστες ο Τόμας Γουέιν, η ενέργεια αυτή λάβει πολιτικές διαστάσεις και βρει και υποστηρικτές από τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. «Τι είδους δειλός θα έπραττε κάτι τόσο βάρβαρο; Κάποιος που κρύβεται πίσω από μια μάσκα», θα πει σε κάποιο έκτακτο ανακοινωθέν. Θαρρείς πως ο Τόμας Γουέιν δεν φορά κάποια μάσκα εικονικού εκδημοκρατισμού, όταν ευαγγελίζεται πως θα σώσει την πόλη. Θαρρείς πως όντας κάτοχος ανυπολόγιστων κεφαλαίων, δεν είναι συνυπεύθυνος για την κατάσταση που επικρατεί στη Γκόθαμ Σίτι. Θαρρείς πως το πιστόλι που δόθηκε με τόσο απλόχερο τρόπο στον Άρθουρ Φλεκ, δεν οπλίζεται όχι μόνο από το χέρι εκείνου που του το έδωσε, αλλά και από του Τόμας Γουέιν και των ομοίων του. Θαρρείς πως όσοι ανήκουν στα φτωχά στρώματα, όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο δεν θα αντιδράσουν βίαια. Θαρρείς πως όταν αυτό πραγματοποιηθεί ορισμένοι δεν θα το ονοματίσουν αναρχισμό (οι εξουσιαστές), τη στιγμή που κάποιοι άλλοι θα το βαφτίσουν εξέγερση (οι καταφρονεμένοι).
Άφευκτα, οι Τοντ Φίλιπς και Σκοτ Σίλβερ που συνέγραψαν το σενάριο, δεν αποφεύγουν την υπερβολικές απλουστεύσεις, καθώς επίσης, μια αδιάκοπη αλληλουχία αρκετά δραματικών γεγονότων, που προσπαθούν να πείσουν για τη μεταστροφή του ήρωα ή να αιτιολογήσουν τις ενέργειές του. Ακόμη και το διάβασμα ενός εκ των γραμμάτων που στέλνει η μητέρα του στον Τόμας Γουέιν υπάγεται σε αυτή την κατεύθυνση και η υπόσχεση πως ο μέχρι πρότινος συνάδελφός του Ράνταλ, θα τιμωρηθεί, επειδή τον έμπλεξε και τον πρόδωσε, όμως γίνεται με τέτοια μέθοδο (σφιχτοδεμένη και καλοδουλεμένη) που πείθει και τον πιο δυσκολόπιστο.
Αρκετά περισσότερο αφού το πλαισίωμα στο οποίο ζει ο Άρθουρ Φλεκ, δεν βρίσκεται πολύ μακρύτερα από το δικό μας. Μπορεί αυτός να διαβιεί στη μυθοπλαστική Γκόθαμ Σίτι, όμως αυτή παραπέμπει σε μια εγκληματική και τοξική μεγαλούπολη σαν τη Νέα Υόρκη (εφάμιλλη με εκείνη των τελών της δεκαετίας του 1970 ή και των αρχών της δεκαετίας του 1980). Μια πόλη που κατέληξε να είναι έτσι, επειδή κάποιες ελίτ με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ακολούθησαν, φρόντισαν να φτωχοποιήσουν και να παραγκωνίσουν αρκετό κόσμο. Από κει και πέρα, ο Τοντ Φίλιπς, εκτός από το να τα βάζει με τον δαπανηρό βίο όσων ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη και τους όχι πολύ αυστηρούς νόμους που ισχύουν για την κατοχή και χρήση όπλων, δεν χάνει την ευκαιρία, να εκθέσει τις ελλείψεις σε δομές που σχετίζονται με τη ψυχική υγεία και τη μέθοδο με την οποία λειτουργούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν είναι καθόλου αιφνίδιο, που στο όνομα των περικοπών και των επενδύσεων, η δωρεάν παροχή μιας υπηρεσίας, σαν την εβδομαδιαία συνάντηση του Άρθουρ Φλεκ με τη ψυχίατρό του, θα σταματήσει, αδιαφορώντας για τις αρνητικές επιπτώσεις που δύναται να έχει τούτη η απόφαση. Ή πως τα κανάλια, πέρα από την προπαγάνδα που κάνουν, ώστε να προβάλουν μια κατάσταση που να είναι βολική προς τα συμφέροντά τους, αποχαυνώνουν με εκπομπές σαν και εκείνη που παρουσιάζει ο Μάρεϊ Φράνκλιν. Αντλώντας ατόφια έμπνευση από το ‘Ο Βασιλιάς της Κωμωδίας’ (1982) ένα ακόμη δηλαδή, εξαίρετο, αν και υποτιμημένο έργο του Μάρτιν Σκορσέζε, ο Τοντ Φίλιπς, ποιεί μια παράλληλη ιστορία που κορυφώνει την ταινία με σφοδρό τρόπο, όταν ο Άρθουρ Φλεκ προσκληθεί στο πρόγραμμα του Μάρεϊ Φράνκλιν, για να συνεντευξιαστεί και να επαναλάβει ένα σκετς, που κάθε άλλο παρά είναι χιουμοριστικό.
Προηγουμένως φυσικά, έχει τελεστεί ένα ακόμη εξωφρενικό κρεσέντο βαναυσότητας, τόσο στην οικία του ίδιου με την επίσκεψη του Ράνταλ όσο και στο νοσοκομείο που νοσηλεύεται η μητέρα του, μετά από την αποπληξία που υπέστη, και ο ίδιος έχει διανύσει μια απόσταση που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τα έγκατα της ψυχής του και το παρελθόν της οικογένειάς του. Που θα τον μεταστοιχειώσει, ταυτοχρόνως, στον Τζόκερ του τίτλου: σε ένα παρανοϊκό, απειλητικό και ατρόμητο πλάσμα, που θα εμπνεύσει κάθε άνθρωπο που βιώνει την αδικία, τον στιγματισμό και την αποστέρηση. Και που με τη μέθοδό του, θα μετατρέψει μια έντονη διαμαρτυρία σε αφορμή για περισσότερη εκτόνωση. Κυρίως, μετά και από το σοκαριστικό, ζωντανά μεταδιδόμενο τέλος, που θα επιφυλάξει στον Μάρεϊ Φράνκλιν. Μια συγκέντρωση, στην οποία θα αναγορευθεί από μερίδα του πλήθους σε αρχηγό ή σωτήρα. Όσο αμφίλεκτο κι αν είναι για κάποιον που τιμωρεί / δολοφονεί αυτούς που γεννούν τα τέρατα και για ένα έργο που προτείνει το ξέσπασμα / ανυπακοή σε κάθε κατ’ επίφαση δημοκρατικό σύστημα.
Επειδή, ο Τζόκερ, δεν έχει κάποια κόμικ ιστορία που να διηγείται με σαφήνεια και ακρίβεια την καταγωγή του, οι Τοντ Φίλιπς και Σκοτ Σίλβερ, είχαν σημαντική δημιουργική ελευθερία. Τόση που τους επέτρεψε να ξεπεράσουν τα όρια τους και να συνθέσουν κάτι που να είναι παντελώς τρελό. Κάτι που επίσης, να αποκρίνεται στη ρεαλιστικότητα που επιθυμούσαν και το ερμηνευτικό ή φυσιογνωμικό εκτόπισμα ενός ηθοποιού σαν τον Χοακίν Φοίνιξ. Έχοντας χάσει σχεδόν 23μιση κιλά, ο τελευταίος, σε έναν από τους καλύτερους και πιο απαιτητικούς ρόλους της μακροχρόνιας καριέρας του, δεν μεταμορφώθηκε μόνο σωματικά, μα βίωσε και τα συναισθήματα δυσαρέσκειας και αδυναμίας, που επιβάλλει μια τόσο απότομη συνθήκη. Συνάμα, αφού μελέτησε με προσοχή μια σειρά από τύπους διαταραχών προσωπικότητας (αποφευκτική, ναρκισσιστική, οιστριονική), στη συνέχεια χρησιμοποίησε γνωρίσματά τους με τρόπο κάθε άλλο παρά αναμενόμενο. Στόχος του ήταν να μη γίνει απόλυτα φανερός και κατανοητός ο κλονισμός από τον οποίο υποτίθεται ότι πάσχει (μοναδική παράθεση γίνεται στο παθολογικό γέλιο). Ούτως ή άλλως, και τα αίτια που κατευθύνουν τον χαρακτήρα του, δεν είναι απερίφραστα και απλά, και ο ίδιος, ενώ αρχικώς, δεν είναι αρκετά αντιπαθητικός, κάθε άλλο παρά επιδιώκει την ενσυναίσθηση της δυσμένειάς του από τη στιγμή που επειδή προσβάλλεται και παραμερίζεται, οδηγείται σε πράξεις που προκαλούν τον αποτροπιασμό.
Ο ‘Joker’ του Χοακίν Φίνιξ είναι μια πλείστα διαταραγμένη, βασανισμένη και πολυσύνθετη προσωπικότητα που μεταλλάσσεται και αποκαλύπτεται. Όχι μόνο προοδευτικά, μα ακόμη και κατά τη διάρκεια ενός μονάχα στιγμιότυπου. Ούτε μόνο εξαιτίας του τι συντελείται στον ήδη κλονισμένο εσωτερικό του κόσμο, αλλά και σε συνάρτηση με το αδυσώπητο εξωτερικό του περιβάλλον. Αρκεί να δει κάποιος, το περιστατικό που λαμβάνει δράση στο λεωφορείο ή εκείνο που απολύεται, για να καταλάβει του λόγου το αληθές. Ακόμη, δεν είναι αναγκαίο να έχει πάντοτε επικοινωνία με κάποιον άλλον, για να γίνει αντιληπτό πως ο ηθοποιός έχει χαθεί στον ρόλο του και τούτο το πιστοποιούν και οι άψογα μονταρισμένες σκηνές που τον δείχνουν να μακιγιάρεται στο μπάνιο και να λικνίζεται στα σκαλοπάτια. ‘Η και οι μαρτυρίες που προέρχονται από τα γυρίσματα (ο Ρόμπερτ ντε Νίρο αναφέρει πως ο Χοακίν Φίνιξ ήταν εξαντλητικά αφιερωμένος στον ρόλο). Όμως, ο λόγος που βγάζει (ο διαπεραστικός τρόπος που το πράττει και η σημαντικότητα εκείνων που λέει), όταν βλέπει για τελευταία φορά την κοινωνική λειτουργό – ψυχοθεραπεύτρια, όταν συναπαντά για πρώτη τον Τόμας Γουέιν στις τουαλέτες του Μεγάρου Γουέιν και τον Μάρεϊ Φράνκλιν στην εκπομπή που τον έχει καλέσει και μεταδίδεται ζωντανά είναι που προκαλούν την απαραίτητη συναισθηματική και νοητική διασύνδεση με τον θεατή και κάνουν την ερμηνεία τούτη, ανθεκτική στο πέρας του χρόνου.
Ο Άρθουρ Φλεκ είναι παρακατιανός πολίτης της Γκόθαμ Σίτι, μιας σύγχρονης μεγαλούπολης που αργοπεθαίνει. Φυτοζωεί και αναπνέει σε μια περιοχή που η βρωμιά και η δυσωδία, μα και η αδιαφορία και η αιμοβορία έχουν τον κύριο λόγο. Τ’ ότι μεταμορφώνεται στον Τζόκερ λοιπόν, είναι απόρροια και των απαράδεκτων συνθηκών που επικρατούν στην πόλη ετούτη. Κατά κάποιο τρόπο, η ίδια η Γκόθαμ Σίτι είναι ένας πρόσθετος, ζωντανός και επιδραστικός χαρακτήρας, και ως τέτοιος δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ευαίσθητη και κυμαινόμενη ψυχοσύνθεση του Άρθουρ Φλεκ. Ο σχεδιαστής παραγωγής Μαρκ Φρίντμπεργκ μαζί με τη σκηνογράφο Κρις Μοράν άντλησαν έμπνευση από τη Νέα Υόρκη (των τελών της δεκαετίας του 1970 ή και των αρχών της δεκαετίας του 1980) και τα έργα που επηρέασαν και τον Τοντ Φίλιπς, για να ποιήσουν μια ακροσφαλή και παραπαίουσα μητρόπολη που βρίσκεται κοντά στον Άρθουρ Φλεκ (φυσικά και συναισθηματικά). Με τα γυρίσματα να πραγματοποιούνται στις γειτονιές Χάρλεμ και Μπρονξ που συναντώνται βορειοανατολικά του Μανχάταν, ή και στο Νιούαρκ και Τζέρσεϊ, τις δυο μεγαλύτερες πόλεις της πολιτείας του Νιου Τζέρσεϊ, κάτι τέτοιο κατέστη κατορθωτό. Πόσο μάλλον αφού έκαναν κάθε τι ώστε να μετασκευάσουν τις περιοχές που επισκέφθηκαν σε παρηκμασμένες παραλλαγές του εαυτού τους (τα γκράφιτι στους τοίχους, οι στοίβες από τα σκουπίδια, η κίνηση στους δρόμους) και επιστρατεύθηκαν κτίσματα που βρίσκονται σε κάκιστη κατάσταση (όχι μόνο εγκαταλελειμμένα), καθώς είναι το αρ ντεκώ κτίριο που διαβιεί ο Άρθουρ Φλεκ με τη μητέρα του στο Μπρονξ και τούτο που βρίσκεται στο Χάρλεμ και στεγάζει τα γραφεία που εργάζεται (αμφότερα διακοσμημένα με αντικείμενα και έπιπλα που εκτός του ότι δεν κοστολογούνται αρκετά, είναι και φθαρμένα).
Μονάχα ένα αρχιτεκτόνημα παραμένει αμετάβλητο και παρουσιάζεται έτσι όπως ακριβώς είναι σήμερα (το εμβληματικό κτίριο Σίγκραμ) και αυτό επειδή δημιουργείται μια αντίθεση ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Ανάμεσα στις ορειχάλκινες επιφάνειές του και τις κατασκευασμένες από τσιμέντο των γειτνιαζόντων κτισμάτων. Αντίθεση προκαλεί και το με επιμέλεια καλλωπισμένο στούντιο που γυρίζεται η εκπομπή του Μάρεϊ Φράνκλιν από τη στιγμή που αντιπαραβάλλεται με το διακοσμητικά παραμελημένο διαμέρισμα του Άρθουρ Φλεκ. Χρησιμοποιώντας κάμερες της ARRI (αντίστοιχα με τη συνθήκη τις Alexa 65, Alexa LF,