Ανθρωποι Και Ποντικια
Αποτελώντας παρεπόμενο μιας απάνθρωπης και απαισιόδοξης περιόδου, το ‘Άνθρωποι και Ποντίκια’ (1937), δεν αποτέλεσε μόνο ένα πρώτης τάξεως συγγραφικό έργο που πρόβαλλε τη ρεαλιστική γραφή και την κοινωνική αντίληψη του Αμερικανού συγγραφέα, αλλά και ένα συνταρακτικό λογοτέχνημα που μαζί με το ‘Σε Αμφίβολη Μάχη’ (1936), ‘Τα Σταφύλια της Οργής’ (1939) ή ακόμη και το ‘The Harvest Gypsies’ (μια σειρά άρθρων που γράφτηκαν για λογαριασμό της εφημερίδας The San Francisco News, το 1936), συνέδεσε τον Αμερικανό συγγραφέα περισσότερο από κάθε άλλο ομότεχνό του με την παγκόσμια οικονομική ύφεση ή όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, Μεγάλη Ύφεση (1929 – 1939) και το καταστροφικό φυσικό φαινόμενο Νταστ Μπόουλ (1930 – 1936). Περισσότερα από ογδόντα έτη έπειτα, το ‘Άνθρωποι και Ποντίκια’ του Τζον Ερνστ Στάινμπεκ, εξακολουθεί να εμπνέει σε παγκόσμιο επίπεδο (τόσο τις παραστατικές τέχνες όσο και τον κινηματογράφο), και τούτο δεν προκαλεί καμία έκπληξη, μετά από μια ακόμη μεγάλη οικονομική ύφεση σαν και τη Διεθνή Χρηματοπιστωτική Κρίση (2007 – 2008), ή μια ανθρωπιστική όξυνση, σαν την Ευρωπαϊκή Μεταναστευτική Κρίση (2011 μέχρι τις μέρες μας). Είναι τόσο απελπιστικές και δυσμενείς οι συγκυρίες στον αιώνα που διανύουμε, που αναπόφευκτα το κάνουν επίκαιρο.
Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη, τις δύο αναφερόμενες συνθήκες, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Βασίλης Μπισμπίκης μεταφέρει υποδειγματικά το αριστούργημα του Τζον Ερνστ Στάινμπεκ στον κοινωνικοπολιτικά ανήσυχο Τεχνοχώρο Cartel. Στο πρώην μηχανουργείο δηλαδή, που μαζί με τους ηθοποιούς Παναγιώτη Σούλη και Φαίη Τζήμα μετέτρεψαν από ανακυκλώσιμα υλικά σε πυρήνα με κοινό καλλιτεχνικό και ιδεολογικό κώδικα. Στον χώρο που επίσης, είναι ανάμεσα σε αποθήκες και μάντρες ανακύκλωσης υλικών ανακύκλωσης και πολύ κοντά στην αμφισβητήσιμη Ανοιχτή Δομή Φιλοξενίας Προσφύγων, στην περιοχή του Ελαιώνα. Χωρικό πεδίο ενδεδειγμένο επομένως, για να αποδοθεί ένα σκληρόκαρδο έργο που έχει για ήρωες, ανθρώπους που αντιμετωπίζουν σοβαρότατο πρόβλημα επιβίωσης. Ανθρώπους που παρά τις δυσκολίες, δεν σταματούν να ελπίζουν και να ονειρεύονται. Ανθρώπους που έχουν ζήσει την εξαθλίωση και αποζητούν λίγη αγάπη ή όταν η αποκτήνωση επικρατεί, τον εξιλασμό. Σε μετάφραση και ελεύθερη απόδοση της συγγραφέως Σοφίας Αδαμίδου και δραματουργική επεξεργασία του Βασίλη Μπισμπίκη, οι ήρωες του Τζον Ερνστ Στάινμπεκ ναι μεν κρατάνε τα βασικότερά τους χαρακτηριστικά, όμως, αυτά εμπλουτίζονται με άλλα που ταιριάζουν στην ελληνική πραγματικότητα (τα ονόματα και οι επαγγελματικές ιδιότητές τους, αλλάζουν). Το ίδιο και η γλώσσα και το ύφος του κειμένου, που επίσης ανταποκρίνονται σε τούτη (ο λόγος διακρίνει τους απλούς και αμόρφωτους ανθρώπους, που συναντά κάποιος στο κουρμπέτι).
Ήδη, με το που πλησιάζει κάποιος τον ιδιαίτερο αυτό χώρο που έχει στηθεί με τόσο μεράκι από τον Βασίλη Μπισμπίκη και τους συνεργάτες του, καταλαβαίνει πως μεταβαίνει σε ένα ολότελα διαφορετικό περιβάλλον από εκείνο που συναπαντά στις περιοχές που είθισται να στεγάζονται οι περισσότερες θεατρικές σκηνές: ο οικοδομημένος ή αδόμητος, γειτνιάζοντας χώρος με τις εγκαταλειμμένες ή σε λειτουργία βιομηχανικές μονάδες και τα χορταριασμένα και με απορρίμματα χωράφια. Υπάρχει μια αναγωγή που βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοιχία με την παρακμή που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία της τελευταίας δεκαετίας, σε κάθε επίπεδο, και τούτο, παρά τις όποιες αλλαγές είναι κάτι που συμβαίνει, χωρίς να προδίδεται η υπόθεση της ολιγοσέλιδης νουβέλας του Τζον Ερνστ Στάινμπεκ. Κατόπιν τούτου, χάρη και στις νατουραλιστικές ερμηνείες του καλοκουρδισμένου, εννεαμελούς συνόλου υποκριτών, το αφτιασίδωτο, λεπτομερές σκηνικό – το πρώην μηχανουργείο – με τους εναλλασσόμενους, ατμοσφαιρικούς φωτισμούς, οι θεατές γίνονται αυτόπτες μάρτυρες μιας παράστασης που δικαιολογεί βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς όπως «γροθιά στο στομάχι» ή «ανεπανάληπτη θεατρική εμπειρία». Που δείχνει, το πώς θα έπρεπε να μεταχειρίζεται κάποιος επιδραστικά λογοτεχνικά κείμενα, όταν επιλέγεται η όχι πιστή και κλασικότροπη αποτύπωση στη σκηνή, προκειμένου να μην πέσει στην παγίδα του φλύαρου, του ασύνδετου και του προσποιητού. Του τι σημαίνει ακραίος σκηνοθετικός, ερμηνευτικός και σκηνογραφικός ρεαλισμός και πως μπορεί αυτός να κάνει τον θεατή να νιώσει μια γκάμα αλληλοσυγκρουόμενων αισθημάτων.
Από την αρχική, αριστουργηματική σκηνή της παράστασης, εκείνη που αιφνιδιάζει το κοινό, μιας και εκτός του ότι εξελίσσεται σε διαφορετική από την κανονική αίθουσα, ο εξωτερικός χώρος χρησιμοποιείται σαν σκηνικό, γίνονται κατανοητά τα παραπάνω, όταν και ανοίγει η συρόμενη πόρτα και εμφανίζονται δύο εκ διαμέτρου αντιθετικές φιγούρες να προσπαθούν να θερμανθούν, έχοντας βάλει φωτιά σε έναν κάδο. Ο Βασίλης (Βασίλης Μπισμπίκης) είναι ένας ευέξαπτος άντρας, που αν και αναλφάβητος έχει σώας τας φρένας, εν αντιθέσει με τον Λένο (Δημήτρης Δρόσος), που εκτός του ότι είναι επίσης αγράμματος, πάσχει από νοητική υστέρηση και είναι αγαθός. Χάρη στην καθυστέρηση του Λένου, οι δύο άντρες έχασαν την προηγούμενη τους δουλειά, εφόσον η τάση του τελευταίου να χαϊδεύει ζωάκια, ξεπέρασε κάθε όριο και παρεξηγήθηκε, όταν γράπωσε το μαλακό φόρεμα μιας γυναίκας. Στα χρόνια της κρίσης, μπορεί να δυσκολεύονται να βρουν ένα πιάτο φαγητό ή έναν ζεστό χώρο για να κοιμηθούν, έχουν όμως, ο ένας τον άλλον, και τούτο παρά την ένταση μιας στιγμής σαν και εκείνη με το νεκρό ποντίκι (που σκότωσε αθέλητά του ο Λένος, όταν το θώπευε) καθίσταται ορατό (πολύ τρυφερή η στιγμή που ο Βασίλης αγκαλιάζει τον Λένο, κάτω από τον ουρανό).
Παρά την αποθαρρυντική πραγματικότητα και την καθημερινή δυσχέρεια, οι δύο άρρενες, δεν παύουν να προσδοκούν, πως στην επόμενη δουλειά που θα βρουν, θα καταφέρουν να μαζέψουν ένα χρηματικό ποσό που θα τους παρέχει τη δυνατότητα να πάρουν ένα κομμάτι γης. Μια καλλιεργήσιμη έκταση, που θα τους απεγκλωβίσει και θα τους επιτρέψει να είναι κυρίαρχοι του εαυτού τους. Με γνώμονα αυτό το μεγαλεπήβολο πλάνο, θα οδηγηθούν στη μάντρα ανακύκλωσης (αντί, για το αγρόκτημα της νουβέλας), για να εργαστούν. Σημείο που και οι θεατές μεταφέρονται, μιας και η παράσταση εκτυλίσσεται στη διπλανή αίθουσα που προσιδιάζει στο εργοστάσιο αυτό. Ο ερχομός του Βασίλη και του Λένου στους εσωτερικούς χώρους της επιχείρησης, γίνεται με μέθοδο απροσποίητη, που προοδευτικά συστήνει έναν προς έναν τους χαρακτήρες που ζουν και εργάζονται στο μέρος αυτό. Πιο ειδικά, τον Γιώργο (Γιώργος Σιδέρης), τον μονόχειρα, μεγάλης ηλικίας επιστάτη, που έχει για παρέα ένα γέρικο σκυλάκι, τον Γιανμάζ (Γιανμάζ Ερντάλ), τον Κούρδο μετανάστη, που ήρθε για ένα καλύτερο μέλλον και σχεδόν κανένας δεν του μιλάει, τον Θάνο (Θάνος Περιστέρης), έναν γεροδεμένο και κυκλοθυμικό άνδρα, που μισεί τον Γιανμάζ (λόγω της καταγωγής) αλλά και το άρρωστο κατοικίδιο του Γιώργου, τον Μάνο (Μάνος Καζαμίας) που είναι καλοσυνάτος και διορατικός και ως τέτοιος χαίρει του σεβασμού των υπολοίπων και φυσικότατα, τη Νικολέτα (Νικολέτα Κοτσαηλίδου), την πεντάμορφη, μα προκλητικά ντυμένη, αθυρόστομη σύζυγο του Στέλιου (Στέλιος Τυριακίδης), του πρώην ημι-επαγγελματία μποξέρ και νυν υπεύθυνου της μάντρας ανακύκλωσης, που της συμπεριφέρεται με τον χειρότερο τρόπο, επειδή αισθάνεται ζήλεια.
Αν και εξαιτίας της αναίτιας, πολύωρης αργοπορίας τους, ο Στέλιος θα χάσει την υπομονή του (αλησμόνητη η σκηνή που όχι μονάχα ξεθυμαίνει καθυβρίζοντας, αλλά και αποτίνει τον δικό του φόρο τιμής στον πρόωρα χαμένο, λαϊκό τραγουδιστή και τραγουδοποιό Παντελή Παντελίδη) ο Βασίλης και ο Λένος, θα αρχίσουν να εργάζονται στην εταιρεία ανακύκλωσης. Έναρξη εργασιών, που θα φέρει σχεδόν όλους τους χαρακτήρες μαζί, κατά τη διάρκεια του φαγητού. Και αναφέρεται το περίπου, επειδή ο Γιανμάζ, θα εκδιωχθεί κακήν κακώς από την αυτοσχέδια τραπεζαρία που θα στηθεί, όταν ο Θάνος αποφασίσει να βγάλει το ρατσιστικό του μένος. Θα έλεγε κάποιος, πως με μια τόσο βίαιη στιγμή ή αυτή που πρωτογνωρίζουν οι δύο πρωταγωνιστές μας, τη Νικολέτα, ο επιθετικός και ο χυδαίος λόγος που συναντάται στο ρεαλιστικό σινεμά του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Γιάννη Οικονομίδη, όχι μόνο δίνει το παρόν, αλλά και κυριαρχεί, δίχως να αφήνει περιθώρια έτερης έκφρασης. Αναμφίβολα, αν δεν περιλαμβάνονταν στιγμιότυπα, σαν και την ισορροπημένη εισαγωγή της παράστασης ή και την εκμυστηρευτική σκηνή που διαδραματίζεται τη νύχτα στην καμαρούλα του Μάνου.
Σε μια ωραία ερμηνευμένη και σκηνοθετημένη, μακροσκελή σκηνή, ο Βασίλης Μπισμπίκης, από το δωμάτιο του Βασίλη μας πηγαίνει σε αυτό του Μάνου, όταν ο τελευταίος σαν άλλος άρχοντας της εταιρείας ανακύκλωσης, ανάβει τα κάθε λογής LED φωτάκια του (μερικά από αυτά είναι αρκετά χαριτωμένα) και βάζει την ηλεκτρονική μουσική που του αρέσει, για να καπνίσει με την ησυχία του ένα τσιγάρο κάνναβης. Παράνομο σιγαρέτο, που θα μοιραστεί με τον Βασίλη, και έτσι θα δώσει την ευκαιρία στους δύο άνδρες να γνωριστούν καλύτερα και να δυναμώσουν τη σχέση τους. Το ιδιαίτερα άγριο παρελθόν του Βασίλη και του Λένου ζωντανεύει σε τούτη την παραισθησιογόνα σκηνή, παρόμοια και του Μάνου, που θα φανεί περισσότερο αδυσώπητο από τούτων. Με τους δύο χαρακτήρες πιο ενήμερους και σοφούς, το ξημέρωμα θα έρθει με οργανική μέθοδο, όχι πάντως και με την απαραίτητη ηρεμία, μιας και την κατάσταση θα πυροδοτήσει η ανελέητη σύγκρουση του Γιώργου και του Θάνου. Η εμμονή του τελευταίου με τη δυσωδία του γηραλέου σκύλου του επιστάτη θα είναι τέτοια, που όχι μόνο θα βγάλει από τα ρούχα του έναν νηφάλιο άνθρωπο, αλλά και θα οδηγήσει σε μια εξέλιξη για τη μοίρα του κατοικίδιου, που θα είναι πέρα για πέρα, αποκαρδιωτική. Πάλι καλά, που εκτός του ότι ο Μάνος θα προσφερθεί να του χαρίσει ένα κουτάβι από αυτά που γέννησε η δική του σκυλίτσα, το κρυφάκουσμα της συζήτησης – είδησης, πως ο Βασίλης και ο Λένος, σκοπεύουν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό και έπειτα να αγοράσουν ένα γόνιμο οικόπεδο, για να φτιάξουν τη ζωή τους, θα τον βοηθήσει να ξαναβρεί τη ψυχική του γαλήνη. Και τούτο επειδή, όλα αυτά τα χρόνια, που εργαζόταν στην προκειμένη επιχείρηση, τα λεφτά που έβγαζε δεν τα χαλούσε στις εκδιδόμενες γυναίκες και σε λοιπές καταχρήσεις, σαν τους άλλους. Ο Γιώργος θα προθυμοποιηθεί να συνδράμει, λοιπόν, ώστε το σχέδιο των δύο ανδρών, να γίνει αληθινό, και αυτοί αν και στην αρχή θα διστάσουν, θα συμφωνήσουν.
Το πρώτο μέρος, θα τελειώσει πάντως, με τον τραυματισμό του Στέλιου από τον Λένο, μιας και η αντιπάθεια του υπεύθυνου ως προς τον τελευταίο, εκτός του ότι θα γίνει πιο έκδηλη, θα ξεπεράσει το όριο της πρόκλησης και θα φτάσει σε εκείνο της βιαιοπραγίας. Πολύ κοντά σε τούτη, θα βρεθεί και ο Βασίλης, λίγο νωρίτερα, όταν και η Νικολέτα, θα εισχωρήσει στον χώρο και θα τον προβοκάρει. Μόνο που αυτός, θα αντιδράσει πιο ψύχραιμα, αν μη τι άλλο σε ετούτο το σημείο. Από κει και πέρα, με τους εργαζόμενους να είναι μόνοι στην εταιρεία, το υπόλοιπο μισό της παράστασης ξελογιάζει και ερεθίζει στο ξεκίνημά του, έτσι καθώς μια πόρνη (Αγγέλα Πατσέλη), έχει επιστρατευθεί, για να ικανοποιήσει τις ορέξεις των αρρένων (συγκεκριμένα, του Θάνου και του Μάνου). Δοθείσης ευκαιρίας, ο Βασίλης Μπισμπίκης, ναι μεν εξάπτει τη φαντασία, όμως συνάμα, κάνει ένα ακόμη καίριο σχόλιο, από τη στιγμή που δείχνει σε μια οθόνη ένα χαμηλής ποιότητας ριάλιτι σόου, σαν το Greece’s Next Top Model.
Πολύ πιο συγκροτημένο, συνεκτικό και ολοκληρωμένο το δεύτερο μέρος, δίνει την αίσθηση του κινηματογραφικού, έτσι όπως η δράση περνάει από τον έναν χώρο στον άλλον (από το γραφείο του Στέλιου, στο κοτέτσι – δωματιάκι του Γιανμάζ, την κουζίνα που ευρίσκεται στο επάνω πάτωμα και πάλι στο διευθυντικό γραφείο), οι φωτισμοί των χώρων μεταβάλλονται ιδανικά (το μισοσκόταδο διαδέχεται ο πλήρης φωτισμός, αυτός δίνει τη θέση του στο βαθύ μπλε και αυτό πάλι στο ημίφως), οι χαρακτήρες δείχνουν κομμάτια της ιδιοσυστασίας τους, που δεν είχαν διαφανεί προηγουμένως. Όπως, ο Γιανμάζ, που θα φέρει σε άσχημη θέση τον Λένο, ύστερα από ένα κάκιστο αστειάκι, μα ευθύς αμέσως, θα το συνειδητοποιήσει και θα φανερώσει ένα πολύ πιο φιλικό πρόσωπο, που θα παραμείνει εγκάρδιο και φιλόξενο, όταν παρουσιαστούν στο δωμάτιο του, και ο Γιώργος με τον Βασίλη. Ή η Νικολέτα, η οποία αφού προκαλέσει για πολλοστή φορά την αντροπαρέα (με τη σκανδαλιστική της εμφάνιση αλλά και με τα παιδιάστικα της καμώματα), θα οδηγηθεί σε ένα συγκινησιακό ξέσπασμα που θα δείξει έναν περισσότερο ταλαιπωρημένο και αδύναμο χαρακτήρα. Τόσο καταπιεσμένος και ανίσχυρος, όπου ο πιωμένος και ερεθισμένος Βασίλης, θα αποπειραθεί να συμπαρασταθεί και εις μάτην να εκμεταλλευθεί σεξουαλικά. Ακούσιος μάρτυρας τούτης της απόπειρας και φυσικά των εκμυστηρεύσεων της πολυαγαπημένης του Νικολέτας, που δεν είναι καθόλου προς το συμφέρον του, θα γίνει ο Στέλιος, πάντως, ο οποίος θα επισκεφθεί την επιχείρηση στην οποία είναι υπεύθυνος, μετά από την περίθαλψή του. Στιγμή που δίνει τη δυνατότητα και στον ίδιο, να προβάλλει γνωρίσματα, που παρατηρούνται σε ευαίσθητους ανθρώπους.
Λίγο πριν την κορύφωση του έργου, οι μάσκες πέφτουν, οι χαρακτήρες αποκαλύπτονται και νέα δεδομένα παρουσιάζονται. Τέτοια που δύναται να αποπροσανατολίσουν και να θέσουν σε κίνδυνο τους δύο ήρωές μας. Κοντολογίς, όσο κι αν ο Βασίλης και ο Λένος προσπαθούν, να μείνουν προσηλωμένοι στον σκοπό τους, οι συνθήκες στην εταιρεία που εργάζονται και διαμένουν είναι τέτοιες που δοκιμάζονται συνεχώς. Άμα τη εμφανίσει του πανικοβλημένου Λένου με το κουτάβι που του είχε δώσει να φροντίζει ο Μάνος νεκρό στα χέρια του και την αντάμωσή του με τη Νικολέτα που ετοιμάζεται να ληστέψει και να εγκαταλείψει τον Στέλιο, μάλιστα, διαφαίνεται πως το όνειρο αυτό, όχι μόνο δύσκολα θα πραγματωθεί, μα και πως ο δρόμος που οδηγεί σε ετούτο είναι γραφτό να βαφτεί με κόκκινο αίμα. Υπό τους ήχους ενός αγαπημένου τραγουδιού, καθώς είναι η ‘Ρόζα’ του Θάνου Μικρούτσικου, στην τελευταία, σοκαριστική πράξη του έργου, οι δύο αχώριστοι φίλοι θα έρθουν τρόπον τινά αντιμέτωποι, όχι γιατί απεχθάνεται ο ένας τον άλλον, αλλά επειδή, έτσι όπως θα εκτυλιχθεί η κατάσταση, θα είναι ο μόνος τρόπος, για να επέλθει η πολυπόθητη λύτρωση για τον έναν από τους δύο.
Με πρώτο και καλύτερο τον σκηνοθέτη της παράστασης Βασίλη Μπισμπίκη, ένα άθροισμα εννέα ηθοποιών (αν και η εμφάνιση της Αγγέλας Πατσέλη ως πόρνη είναι σύντομη, για να υπολογιστεί), κατάφερε να δώσει ζωή στους χαρακτήρες, ακολουθώντας μια πιο ελεύθερη και αυτοματοποιημένη μέθοδο, που επιτρέπει στους ερμηνευτές να αυτοσχεδιάσουν και να αλληλοεπιδράσουν επάνω στο θεατρικό σανίδι. Ο Βασίλης Μπισμπίκης, λοιπόν, ως Βασίλης (ο λογοτεχνικός Τζορτζ Μίλτον), από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται στη σκηνή, κερδίζει την προσοχή και τούτο δεν έχει να κάνει μόνο με τον αψίθυμο τρόπο με τον οποίο νουθετεί τον Λένο, μα και τον στοργικό με τον οποίο τον ησυχάζει. Ακροβατώντας διαρκώς, ανάμεσα σε δύο τόσο αντίρροπες αισθηματικές καταστάσεις, ο ηθοποιός, κατορθώνει να δώσει μια καταπληκτική ερμηνεία, που δείχνει την εμβρίθεια με την οποία έχει προσεγγίσει τον ρόλο. Είτε όταν αναπολεί το παρελθόν και οραματίζεται το μέλλον είτε όταν αντιλαμβάνεται το παρόν και κατανοεί πως δεν υφίσταται το δεύτερο, ο Βασίλης Μπισμπίκης συνταράσσει. Το ίδιο σπουδαία και αξέχαστη, όμως, είναι και η ερμηνεία του ανθρώπου, που υποδύεται τον προστατευόμενο φίλο και συνοδοιπόρο του. Ως Λένος ο Δημήτρης Δρόσος (ο λογοτεχνικός Λένι Σμολ), παρόλο που ερμηνεύει έναν χαρακτήρα που εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει στην καρικατούρα με το διανοητικό πρόβλημα που έχει, αυτός καταφέρνει το αντίθετο. Να αποφύγει την υπερβολή και να τον κάνει αγαπητό, ακόμη και όταν προβαίνει σε μια σειρά από κατακριτέες ή και ποινικά επιλήψιμες πράξεις. Όσον αφορά τους άλλους χαρακτήρες, η Νικολέτα Κοτσαηλίδου ως Νικολέτα (λογοτεχνικά η σύζυγος του Κέρλυ), διαθέτει το μπρίο και την προστυχιά μιας γυναίκας που χαρακτηρίζεται από αμετροέπεια και τάσεις φυγής. Ο Στέλιος Τυριακίδης ως Στέλιος (ο λογοτεχνικός Κέρλυ) αργεί, όμως εν συνεχεία επιτυγχάνει να πείσει, πως πρόκειται για το επικίνδυνο και ζηλιάρικο εκείνο άτομο, που έχει επωμιστεί την ευθύνη την επιχείρησης και την επιμέλεια της Νικολέτας. Ο Μάνος Καζαμίας ως Μάνος (λογοτεχνικά ο Σλιμ), με μια εξομολογητική σεκάνς, σαν και εκείνη στο δωματιάκι του ή μια κατευναστική όταν οξύνονται τα πνεύματα, διακρίνεται περισσότερο από τους εργάτες. Ο Θάνος Περιστέρης στον ρόλο του Θάνου (λογοτεχνικά ο Κάρλσον), αν και μονόπλευρος σαν χαρακτήρας με τις εκρήξεις οργής και μίσους, αφήνει το στίγμα του. Ο Γιώργος Σιδέρης ως Γιώργος (λογοτεχνικά ο Κάντυ), φορτίζει την ατμόσφαιρα, όταν αποκαλύπτει τον λόγο, για τον οποίο είναι συνδεδεμένος με τον ετοιμοθάνατο σκύλο. Και τέλος, ο Γιανμάζ Ερντάλ ως Γιανμάζ (λογοτεχνικά ο Κρουκς), στον λιγότερο επιμελημένο ρόλο, δεικνύει την αποξένωση που έχει υποστεί ο χαρακτήρας του, από τους κάθε άλλο παρά φιλόξενους συναδέλφους.
Ευθυνόμενη για τον τρόπο με τον οποίο η αίθουσα του πρώην μηχανουργείου διαχωρίζεται σε συγκεκριμένα δωμάτια, συμπληρώνεται με έπιπλα ή κάθε λογής προσωπικά αντικείμενα και έτσι μετατρέπεται στον χώρο εκείνο που απασχολούνται και κοιμούνται οι εργαζόμενοι της εταιρείας ανακύκλωσης, είναι η σκηνογράφος και ενδυματολόγος Αλεξία Θεοδωράκη. Πράγμα που σημαίνει πως με βάση τη δεύτερη ιδιότητά της, έχει αναλάβει και τα ως επί το πλείστον ξεφτισμένα και πρόχειρα κοστούμια που φορούν οι ερμηνευτές (στην περίπτωση της Νικολέτας και άσεμνα). Καθόλα εμπνευσμένη και λειτουργική θα πρέπει να λογιστεί η δουλειά που έχει κάνει ο φωτιστής Λάμπρος Παπούλιας στους φωτισμούς. Μπορεί να μην παρεμβαίνει ζωντανά (πιέζοντας τους επιτοίχιους διακόπτες φωτισμού, οι ίδιοι οι ηθοποιοί, ενεργοποιούν και απενεργοποιούν τις φωτεινές πηγές), όμως η μέθοδος με την οποία έχει φωτιστεί το κάθε δωμάτιο είναι προϊόν δικής του μελέτης και εργασίας. Τέλος, η χορεύτρια και χορογράφος Αγγέλα Πατσέλη έχει επιμεληθεί με φρόνηση την κινησιολογία, και τούτο, σε μια παράσταση που έχει ποικίλους χώρους και παράλληλη δράση, είναι πολύ σημαντικό.