Αριστος
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, για παραπάνω από πενήντα χρόνια, η πολυτάραχη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη, δεν έχει παύσει να προβληματίζει και να απασχολεί ποικιλότροπα. Όντας απότοκη μιας ανεπαρκούς και διασπαστικής, μεταπολεμικής κατάστασης, ήταν τόσο φουρτουνιασμένη, καθώς επίσης αμφιλεγόμενο και εξοντωτικό το τέλος που τον περίμενε, που δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς. Με το παρακράτος να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο, σε διάφορες σκοταδερές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας και την επίσημη εξουσία να αναζητά απεγνωσμένα έναν αποδιοπομπαίο τράγο, για να κατευνάσει την οργή του κόσμου και να καλύψει την ευθύνη των εκάστοτε σκανδάλων που την βαραίνουν, η περίπτωση του Αριστείδη Παγκρατίδη επιπρόσθετα λειτουργεί και σαν υπόδειγμα που χρήζει επισταμένης παρατήρησης, για να μην επαναληφθεί. Γέννημα θρέμμα της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Ελλάδας, ο πολυπράγμων Θωμάς Κοροβίνης (κατά κύριο λόγο, φιλόλογος, συγγραφέας και μουσικός), το 2011, εμπνεύστηκε από τη λυπηρή ιστορία του ανθρώπου που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε συνθήκες πλήρους ένδειας, βρέθηκε στο κοινωνικό περιθώριο, οδηγήθηκε στη μικροπαραβατικότητα, συνελήφθη πολλάκις και εν τέλει, μετά από μια δίκη παρωδία, καταδικάστηκε τετράκις εις θάνατον, μιας και θεωρήθηκε υπεύθυνος μιας σειράς φρικτών, δολοφονικών και ληστρικών επιθέσεων σε ζευγάρια που σύχναζαν στην ευρύτερη περιοχή του καταπράσινου δάσους του Σέιχ Σου, και έγραψε το βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος ‘Ο Γύρος του Θανάτου’. Ένα περίτεχνα γραμμένο έργο, που εκτός του ότι καταφέρνει να μην παραδοθεί στις ευκολίες του μυθιστορήματος ντοκουμέντου και να μην καταλήξει σε ηθικοπλαστικά συμπεράσματα, λειτουργεί και σαν κοινωνικό ψυχογράφημα, μιας και η αναφορά στον συζητημένο και πρόωρα (ή και άδικα) χαμένο άνδρα, γίνεται μέσα από την αφόρητα καταπιεσμένη και ακρότατα ταλαντευόμενη κοινωνία που εκείνος έζησε.
Ήταν τέτοια η διάρθρωση και η ανάπτυξη της μυθοπλαστικής αφήγησης (με τη γεωγραφική εντοπιότητα και τη βιωματική εξοικείωση να παίζουν αναμφισβήτητα, τον ρόλο τους), που το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, έδειξε αμέσως τεράστιο ενδιαφέρον, για τη θεατρική του προσαρμογή. Περισσότερο πάντως, από το αξιοπρεπές ανέβασμα που επεφύλαξε στο υποψιασμένο κοινό της Θεσσαλονίκης, ο καταξιωμένος σκηνοθέτης και σκηνογράφος Νίκος Μαστοράκης με τον πολυπληθή θίασο του (δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου), είναι η προσπάθεια του κατά πολύ νεότερου, επίσης Θεσσαλονικιού, σκηνοθέτη, ηθοποιού και μουσικού Γιώργου Παπαγεωργίου που τείνει να αποτελέσει ορόσημο και να εντυπωθεί στη μνήμη και αυτό το πιστοποιεί και η αρκετά μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία.
Ο ρεπορταζιακός χαρακτήρας, η πολυπρόσωπη εξιστόρηση, η αποσπασματική προσέγγιση, ο χειμαρρώδης λόγος και ο γλωσσικός πλουραλισμός του ‘Γύρου του Θανάτου’, όσο και αν είναι δύσκολο, βρίσκουν το θεατρικό τους ανάλογο στον ‘Αρίστο’, που πρωτοανέβηκε στον Κάτω Χώρο και συνεχίστηκε στη Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου με τη διακριτική συνεισφορά της ηθοποιού Μαρία Προϊστάκη, αξιοποιεί τη στοχευόμενη, λειτουργική και σε ουκ ελάχιστα σημεία ευφάνταστη διασκευή / επεξεργασία της μεταφράστριας και δραματουργού Θεοδώρας Καπράλου, όπου σε αγαστό συνδυασμό με τις εγνωσμένες ερμηνευτικές δυνατότητες των (μόλις) τριών ηθοποιών της παράστασης (Γιώργος Χριστοδούλου, Έλενη Ουζουνίδου, Μιχάλης Οικονόμου) και τη μουσική παρουσία του συνθέτη Γιώργου Δούσου, συνθέτει το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν μιας σαπιασμένης κοινωνίας πορτρέτο του Αριστείδη Παγκρατίδη, επιτυγχάνοντας συγχρόνως, να ζωντανέψει επί σκηνής, τις ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές περιστάσεις αυτής της μεταβατικής περιόδου, και να δώσει τον λόγο σε εκείνον, που όταν ήταν κρίσιμο, δεν του δόθηκε ή και αν συνέβη, τα λεγόμενά του διαστρεβλώθηκαν ή ήσαν προϊόν τρομοκράτησης και απόγνωσης. Πενήντα έτη μετά από τη θανάτωση ενός ταλαίπωρου και απόκληρου, σα τον Αριστείδη Παγκρατίδη, στον τόπο που υποτίθεται πως διέπραξε μια σειρά από σοβαρότατα αξιόποινες ενέργειες, ο Γιώργος Παπαγεωργίου, που στο μεταξύ απέκτησε μια επί της ουσίας, βιωματική ανάμειξη με την ιστορία του φονευμένου άνδρα από τη στιγμή που διάβασε τον ‘Γύρο του Θανάτου’, παρουσίασε τη δική του βερσιόν και το αποτέλεσμα όπως προλέχθηκε, και θα γίνει και στη συνεχεία κατανοητό, τον δικαιώνει. Αξίζει δε να σημειωθεί πως, ο ίδιος ο πολυγραφότατος και πολυάσχολος Θωμάς Κοροβίνης, τηλεφώνησε και μίλησε με τον Γιώργο Παπαγεωργίου, προκειμένου να του δώσει το ελεύθερο, να μεταφέρει με τον τρόπο που ήθελε το έργο του.
Από τα πρώτα λεπτά της παράστασης η κατεύθυνση που ακολούθησε ο σκηνοθέτης, γίνεται αμέσως ευδιάκριτη και είναι ευχής έργων, γιατί ενώ τούτη είναι τέτοια που συμβάλλει στο να αποκτήσει υπόσταση το απαιτητικό κείμενο στο σανίδι (με τροποποιήσεις, περικοπές ή σύντμησης, όπου κρίνεται χρήσιμο), δεν απομακρύνεται από τον πλάγιο και θραυσματικό, αφηγηματικό άξονα του μυθιστορήματος και τα πρόσωπα που επιστρατεύονται, για να τον υπηρετήσουν. Στεκούμενοι πίσω από ένα τραπέζι, επάνω στο οποίο είναι αραδιασμένα μια σειρά από δικαστικής φύσεως έγγραφα και αποκόμματα εφημερίδων, οι τρεις ερμηνευτές της παράστασης, διαβάζουν κάποια από τούτα, τόσο για να δείξουν τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκε το επίμαχο θέμα από τα μέσα ενημέρωσης της εποχής όσο και προπαντός, στο προκαταρτικό τοιούτο στάδιο, για να συστήσουν τον Αριστείδη Παγκρατίδη, στο κοινό.
«Κι ο Αρίστος, τι λέει;», στο τέλος της εισαγωγής, ένα ερώτημα ακούγεται, που ναι μεν είναι απλά διατυπωμένο, όμως, είναι αρκετό να πυροδοτήσει συζητήσεις και να επιτρέψει στους χαρακτήρες που απαρτίζουν τον σύμπλοκο κόσμο του Αριστείδη Παγκρατίδη, να εισέλθουν διαδοχικά (ή και συνδυαστικά) στη σκηνή, για να φεγγίσουν, μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα και τις κοινές τους εμπειρίες, τις λιγότερο ή περισσότερο άγνωστες και αδιαφανείς πτυχές του. Εννέα αντιπροσωπευτικά πρόσωπα με διαφορετική ιδιοσυστασία δημιούργησε ο Θωμάς Κοροβίνης στον ‘Γύρο του Θανάτου’, τα οποία οι τρεις ηθοποιοί που παίζουν στον ‘Αρίστο’, τα υποδύονται με εξαίρετα αποτελέσματα. Ο Γιώργος Χριστοδούλου ερμηνεύει το πρώτο από τα πρόσωπα, τον παιδικό φίλο του Αριστείδη Παγκρατίδη ή Αρίστου, καθώς τον αναφέρει, και η νοσταλγία χτυπάει κόκκινο, μιας και ναι μεν περιγράφει με λεπτομέρειες το στερημένο περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκαν και οι δύο, όμως, θυμάται και στιγμιότυπα, στα οποία η παιδική αφέλεια και η αμηχανία, έδιναν μια άλλη διάσταση στην τόσο άτεγκτη πραγματικότητα που τους περιέβαλε (τα παιχνίδια στις αλάνες, οι εξερευνήσεις στα πέριξ της Θεσσαλονίκης, η ικανοποίηση των γενετήσιων ορμών τους). Και αν ο ίδιος κατόρθωσε μεγαλώνοντας να αποδράσει από το ζοφερό περιβάλλον, και να βάλει στην άκρη γεγονότα, σαν και εκείνο όπου κατόπιν απαίτησης της μαμάς του Αρίστου, καταδικάστηκαν σε ποινικό σωφρονισμό δύο χρόνων, ο Αρίστος δεν μπόρεσε, μιας και ούτε τυχερός στάθηκε ούτε είχε την ενδεδειγμένη επικουρία. Καθόλη τη διάρκεια της διήγησης του Γιώργου Χριστοδούλου, τίποτα δεν διακόπτει την αρκετά καλή ροή της, τίποτα εκτός από την παθιασμένη ερμηνεία ορισμένου λαϊκού άσματος και την επεξηγηματική αναφορά της Ελένης Ουζουνίδου, για το Σωφρονιστικό Κατάστημα Βίδου νήσου Κέρκυρας, που εστάλησαν οι δύο νέοι παραβάτες.
Σε μια παράτολμη κίνηση, εν αντιθέσει με τον ‘Γύρο του Θανάτου’, όπου μια γειτόνισσα της Ελένης Παγκρατίδη, αναλαμβάνει να διαφωτίσει με κατανόηση τις οικογενειακές συνθήκες στις οποίες έζησε ο Αρίστος, η Θεοδώρα Καπράλου, μετασχηματίζει τον ρόλο τούτο και έτσι από μια παραδουλεύτρα που μιλά για τη δύστυχη μητέρα του Αρίστου, η τελευταία αποκτά θεατρική οντότητα. Επιλογή που θα μπορούσε να είναι καταστρεπτική, από τη στιγμή που διακρίνεται από υπερβολική δραματικότητα, όμως, χάρη στη συνταρακτική, μα μετρημένη υπόκριση της Ελένης Ουζουνίδου και την προσεκτική επιλογή και προσαρμογή των σημείων που προέρχονται από την εξιστόρηση της γειτόνισσας, αποφεύγεται. Η Ελένη Παγκρατίδη, αξιολύπητη φιγούρα της πραγματικής ιστορίας, ως χαρακτήρας στον ‘Αρίστο’, αναλογίζεται το παρελθόν, παρουσιάζει τους λόγους που δεν φρόντισε όσο θα έπρεπε τον γόνο της και στηρίζει την αθωότητά του, τη στιγμή που ετοιμάζει στο καμινέτο, έναν πικρόγευστο καφέ.
Από τη στιγμή που η διήγηση των γεγονότων δεν είναι ευθύγραμμη και οι χαρακτήρες δεν συσχετίζονται (αν και επειδή συνυπάρχουν στο ίδιο περιβάλλον, σε ορισμένες περιπτώσεις, αναπόφευκτα διασταυρώνονται), η αλλαγή της σειράς εμφάνισης των εννέα προσώπων, δε δημιουργεί κάποιο αφηγηματικό ή δραματουργικό πρόβλημα. Πολύ περισσότερο εφόσον, έστω και στιγμιαία, αυτό μπορεί να φέρει σε παράθεση την τάξη από την οποία προέρχεται η οικογένεια του Αρίστου με τούτη ενός συμβολαιογράφου, σαν και εκείνον που υποδύεται με αξιοθαύμαστη χρήση της λόγιας μορφής της ελληνικής γλώσσας, ο Μιχάλης Οικονόμου. Ευκατάστατος, μορφωμένος, συντηρητικός, ο συγκεκριμένος άνδρας, πιάνει το νήμα από το σημείο αυτό που η Ελένη Παγκρατίδη μνημονεύει τον εκτελεσμένο υιό της και πέρα του ότι δεικνύει πως είναι υποστηρικτής της ευταξίας και της ομαλής λειτουργίας ενός κοινωνικού συνόλου ή εκφράζει την κομμουνιστική του εχθρότητα και πλέκει το εγκώμιο για τη δράση των σωμάτων δημόσιας τάξης, παραθέτει το συναίσθημα που του προκλήθηκε όταν έπιασε επ’ αυτοφώρω την εσωτερική παραδουλεύτρα του Μαρίνα με τον Αρίστο. Χαρούμενος ο τρόπος με τον οποίο αναπαρίσταται και από τους τρεις ηθοποιούς το περιστατικό αυτό, το ίδιο και όταν ο Αρίστος προσάγεται στην ασφάλεια για να καταθέσει και κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, όταν του τίθεται επίμονα σαν ερώτημα, αναφέρει όλα όσα αποκόμισε το διάστημα που κλείστηκε στο αναμορφωτήριο Βίδου νήσου Κέρκυρας. Ο δηκτικός λόγος στο σημείο αυτό, πάντως, αν και δεν μπορεί να αναμετρηθεί με τον βαθμό που εμφανίζεται στο λογοτέχνημα του Θωμά Κοροβίνη, καταφέρνει να μεταδώσει μέρος της διάχυτης ειρωνείας.
Σε διαφορετικό μήκος κύματος, το πως κατέληξε ο Αρίστος στην περιστασιακή εκπόρνευση, προβάλλεται με τρόπο που περιορίζει τον χαρακτήρα του χαμάλη και τις παραθέσεις αυτού στην έκλυτη σεξουαλική συμπεριφορά του Μαμούνα (στο ξελόγιασμα ανήλικων αγοριών). Υπό τον σαγηνευτικό ήχο του κλαρίνου, στην καταλλήλως ημιφώτιστη, σχεδόν θεοσκότεινη, από τον πολύπειρο σχεδιαστή φωτισμών Αλέκο Αναστασίου, σκηνή, μια μεταλλική σκάφη με νερό, ένα χάρτινο καράβι να επιπλέει στην επιφάνειά της, και τον Γιώργο Χριστοδούλου που υποδύεται τον Αρίστο, να βγάζει τα ενδύματά του αργά και σιωπηλά, έχοντας στο πλάι του, τον Μιχάλη Οικονόμου, στον ρόλο του έκφυλου Μαμούνα, αρκούν για να μεταδώσουν την πιο σημαντική σκηνή από το κεφάλαιο που αφορά τον αχθοφόρο. Με την αναφορά στα ρεπορτάζ της περιόδου να ξαναεπανέρχεται, ύστερα από τη σκληρή ποιητικότητα αυτής της αρκετά εμπνευσμένης σκηνής, το ύφος της παράστασης, δεν θα μπορούσε παρά να αλλάξει και πάλι, μονάχα που αυτή τη φορά, γίνεται πολύ πιο πολιτικό και απόλυτα επεξηγηματικό, μια και η Ελένη Ουζουνίδου αναλαμβάνει να αναλύσει το τι ακριβώς σημαίνει παρακράτος.
Σε μια ανησυχητική περίοδο κατά την οποία, η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που λειτουργούσε παράνομα (υπό την ανεκτικότητα του επίσημου κράτους), απασχολεί την επικαιρότητα, προκαλεί τριγμούς στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και τρία χρόνια μετά την πολύκροτη δίκη, απαρέσκεια από τη γνωμάτευση του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης, η επεξήγηση που επιχειρείται από την ηθοποιό, μπορεί να προέρχεται από την ελληνική έκδοση της Βικιπαίδειας, κάθε άλλο παρά είναι τυχαία, μιας και εκτός του ότι φανερώνεται η οργανωμένη δράση του παρακράτους, λίγες βδομάδες μετά, ως ένα βαθμό, κατευνάζεται η παρόργιση των πολιτών, δια της μεθόδου του αποπροσανατολισμού: με την καταδίκη του Αριστείδη Παγκρατίδη από το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης. Ο τρόπος με τον οποίο χειραγωγούνταν η πολιτική ζωή του τόπου, αποκαλύπτεται ικανοποιητικά και μέσα από τον χαρακτήρα του ρουφιάνου πολίτη. Και δεν υφίσταται πιο αποτελεσματικός ή πιο σωστά απολαυστικός τρόπος, από εκείνον όπου η ντροπιαστική του ιστορία εφάπτεται και συνδιαλέγεται με αυτή ενός ανθρώπου δημοκρατικών και προοδευτικών φρονημάτων, ακόμη κι αν, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, για ένα αποτρεπτικό διάστημα σαν και εκείνο, αυτός ήταν χωροφύλακας. Παρά τη σοβαρότητα των καταστάσεων και εφόσον το επιτρέπει και το έξυπνο και περιπαικτικό χιούμορ του ίδιου του συγγραφέα του ‘Γύρου του Θανάτου’, ο Γιώργος Παπαγεωργίου, συνενώνει σκηνικά τις δύο αντιθετικές ιστορίες και αποτυπώνει τη διαχρονική διαμάχη της Δεξιάς και της Αριστεράς με χαρακτηριστική ενέργεια. Επιπλέον, ο Γιώργος Χριστοδούλου και ο Μιχάλης Οικονόμου που διαμοιράζονται το ίδιο κάθισμα και παρεμβαίνουν με συντεταγμένο τρόπο, ο ένας στην ιστορία του άλλου, ναι μεν απωθούνται με μανία και αλληλοκατηγορούνται, στο τέλος όμως της σκηνικής τους συνύπαρξης, σχεδόν αγκαλιάζονται, στην προσπάθειά τους να κρατηθούν από κάτι και να μην βρεθούν στο κενό.
Από κει και πέρα, άφευκτα, την παράσταση δεν θα μπορούσε παρά να κλέβει η εμφάνιση της τραβεστί Λολό, έτσι καθώς με μπρίο συστήνεται, μιλώντας άπταιστα την καλιαρντή και περιγράφει τα επικίνδυνα μέρη που σύχναζε, τους φαινομενικά καθωσπρέπει ανθρώπους που συναναστρεφόταν και φυσικά, τον έρωτά της με τον Αρίστο. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Θωμάς Κοροβίνης καταπιάνεται με τούτη την όχι και τόσο προβεβλημένη πλευρά της Θεσσαλονίκης (‘Κανάλ Ντ’ Αμούρ’, 1996), είναι πάντως, η πρώτη που το κάνει στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου, πολυδιάστατου μυθιστορήματος, σαν το ‘Ο Γύρος του Θανάτου’, και μάλιστα με τρόπο, που δείχνει πως ο ποικιλοτρόπως κακά χαρακτηρισμένος ήρωάς μας, όχι απλώς κινήθηκε στο κοινωνικό περιθώριο, μα βίωσε προσωρινά και την τρυφερότητα εκεί.
Εκτός από τον Μιχάλη Οικονόμου που υποδύεται γαργαλιστικά την παρενδυτική Λολό, ως επί το πλείστον, μπροστά από μια κάθετα τοποθετημένη επιφάνεια (το αναποδογυρισμένο, ξύλινο τραπέζι), η Ελένη Ουζουνίδου, επιστρατεύεται και ξεπετάγεται σαν τις παραπομπές που υπάρχουν στις σελίδες του βιβλίου, κάθε φορά που ακούγεται κάποια δυσνόητη λέξη από την καλιαρντή. Συνθήκη που παρά την εκτεταμένη χρήση της συνθηματικής γλώσσας, χρησιμοποιείται με σύνεση και προσοχή, και έτσι ούτε καταχρηστική γίνεται ούτε περισπά το ενδιαφέρον από τα καίρια σημεία της εξιστόρησής της. Παράλληλα, για όση ώρα η Λολό διηγείται τον περιθωριακό βίο της και την κατακλυσμιαία γνωριμία της με τον Αρίστο, με το τραπέζι από πίσω της να λειτουργεί σαν παραπέτασμα και τον εστιασμένο στην παρουσία της φωτισμό να την απομονώνει, η Ελένη Ουζουνίδου (όταν, δεν κάνει την τρισχαριτωμένη μεταφράστρια της καλιαρντής) και ο Γιώργος Χριστοδούλου προετοιμάζουν το υποτυπώδες σκηνικό, για την επόμενη πράξη. Στην προσπάθειά της η Λολό, να δικαιολογήσει τη μαύρη, στην κυριολεξία δύσμοιρη ζωή που έλαχε στον Αρίστο, όταν ολοκληρώνει τον συνειρμό της κάνει τον εξής, εύστοχο παραλληλισμό, «Στον γύρο του θανάτου δεν δούλευε; Έ, αυτό ήταν ο βίος του. Ο γύρος του θανάτου ήταν». Με τη μεταφορική σημασία της εν λόγω πρότασης (που παραπέμπει και στον τίτλο του μυθιστορήματος που στηρίζεται και η παράσταση), να είναι φανερή από το πρώτο λεπτό, μια μικρή γεύση από το διασκεδαστικό και ριψοκίνδυνο μέρος, όπου εργαζόταν σαν βοηθός (ήταν υπεύθυνος για την καθαριότητα του χώρου και τη συντήρηση της μηχανής) ή ενίοτε και ως κονφερασιέ ή και διαφημιστής της παράστασης, ο Αρίστος, δίνει το κεφάλαιο που διαδραματίζεται στον χώρο τούτο και έχει σαν κεντρικό χαρακτήρα τον ιδιοκτήτη του. Ο Γιώργος Χριστοδούλου καλωσορίζει και διασκεδάζει τους ανθρώπους που καταφθάνουν ανυπόμονα, για να παρακολουθήσουν το γύρο του θανάτου, παρόμοια και το κοινό της παράστασης, εφόσον καθίσταται δυνατή μια διάδραση μαζί του.
Στον ‘Αρίστο’, εκείνη που χαρακτηρίζεται σαν λαϊκή διασκέδαση, δεν εξαντλείται μόνο στο εντυπωσιακό υπερθέαμα που προσφέρει ο γύρος του θανάτου, μια και μέσω της Σίλβα, της λαϊκής τραγουδίστριας, που αν και δεν έγινε πρώτο όνομα, ήταν βασίλισσα στα κέντρα που παρουσιαζόταν, έχει την τιμητική της και η μουσική. Η Ελένη Ουζουνίδου μεταδίδει το κέφι, την παρορμητικότητα και τον ερωτισμό της καλλίφωνης και θελκτικής γυναίκας, που μεταξύ πολλών, ηλικιακά νεαρότερων αρσενικών, επίσης γνώρισε τον Αρίστο, και όπως και η Λολό και εκείνη ξεχώρισε και όταν χρειάστηκε, δυσκολεύτηκε να αποχωριστεί. Ομοίως, μέσα από τις λιγοστές, μα ουσιώδεις συναντήσεις της με τον Αρίστο, να τον αφουγκραστεί και να τον παρηγορήσει, και όταν ενημερώθηκε για τη σύλληψη και την καταδίκη του, να τον στηρίξει.
Παρά την αποκλίνουσα συμπεριφορά, δεν προκαλεί καμία εντύπωση, που ένας φτωχός και αμόρφωτος άνθρωπος σαν τον Αρίστο, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τα λούμπεν στοιχεία, όχι από τη στιγμή που προσπαθούσε να επιζήσει με οποιοδήποτε τίμημα και όταν δενόταν μαζί τους ήταν ειλικρινής και γενναιόδωρος. Ο τρόπος με τον οποίο η Σίλβα ενθυμάται τον Αρίστο το πιστοποιεί, αρκετά περισσότερο όταν τον πληθωρικό της χαρακτήρα υποδύεται η Έλενη Ουζουνίδου. Η διάχυτη ανησυχία που μεταδίδουν τα άτομα τούτα (καθώς και κάποια που δεν ζούσαν στο κοινωνικό περιθώριο), για την τραγική και αναπόδραστη κατάληξη του Αρίστου είναι κάτι που επίσης γίνεται ορατό. Προς ευχάριστη έκπληξη των υποψιασμένων, στην τελευταία πράξη του θαυμαστού έργου, ο Γιώργος Παπαγεωργίου και η συνεργάτιδά του στη δραματουργική επεξεργασία, φέρνουν τον Αρίστο μπροστά, και μάλιστα με μέθοδο που σπαράζει την καρδιά. Στον ‘Γύρο του Θανάτου’, εκτός από το εισαγωγικό κεφάλαιο που περιέχει την έκθεση εξέτασης κατηγορουμένου και μερικά αποσπάσματα από την απολογία του, σε ολίγες περιπτώσεις, στα κεφάλαια των λοιπών χαρακτήρων, ο Αρίστος διαρρηγνύει την αφήγησή τους και παρουσιάζεται, είτε να συνομιλεί με κάποιον είτε να ομιλεί σε πρώτο πρόσωπο. Συνακόλουθα, το ονείρεμα που βλέπει η τραβεστί Λολό, χρόνια μετά τον θάνατό του αγαπητού της, μεταφέρεται ελαφρώς παραλλαγμένο στην τελική πράξη, και ο Γιώργος Χριστοδούλου που στην προκειμένη υποδύεται τον Αρίστο, σπέρνει ρίγη συγκίνησης μέσα από τον λιγόλεπτο μονόλογο. Για μια ακόμη φορά, ο σχεδιαστής φωτισμών κάνει θαύματα επί σκηνής, έτσι όπως επικεντρώνει το βλέμμα των θεατών και προοδευτικά εξαφανίζει τη σιλουέτα του Γιώργου Χριστοδούλου. Φράσεις καθώς είναι αυτή που ακούγεται, ελάχιστα πριν πέσει η αυλαία, «Είμαι αθώος. Κλείνω τα μάτια να μη λογίζομαι τίποτα πια», πέρα από την ερμηνευτική τους απόδοση, αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα με το ξεθώριασμα που επιλέγεται από τον Αλέκο Αναστασίου. Σε κάθε περίπτωση, άπαντες οι συντελεστές του ‘Αρίστου, επιτυγχάνουν να κλείσουν το έργο με τρόπο που συνάδει με ένα από τα βασικά ζητούμενα, εκείνο που αφορά το να παραχωρήσουν τον λόγο στον Αριστείδη Παγκρατίδη.
Εκ των πραμάτων / προτέρων, στον πολυπρόσωπο ‘Αρίστο’, ο υποκριτικός πήχης ήταν πολύ υψηλός, καθόσον ο Γιώργος Χριστοδούλου, η Ελένη Ουζουνίδου και ο Μιχάλης Οικονόμου, χρειάστηκε να υποδυθούν μια σειρά από χαρακτήρες που φέρουν διαφορετικά γνωρίσματα και ομιλούν έτερες γλώσσες, και εκείνοι, όχι μονάχα το έκαναν άριστα (πολύτιμη είναι και η καθοδήγηση της χορογράφου Μαρίζα Τσίγκα), αλλά στα περισσότερα από τούτα, παρά τον σύντομο χρόνο, κατόρθωσαν να ξεπεράσουν την επιτήδευση και να εμφυσήσουν ζωή. Ως εκ τούτου, αμφότεροι διαθέτουν μεγάλες ερμηνευτικές στιγμές: ο Γιώργος Χριστοδούλου, έτσι όπως ερμηνεύει, την αγωνία του κατατρομοκρατημένου Αρίστου, ο Μιχάλης Οικονόμου, το σκέρτσο της περπατημένης τραβεστί Λολό, η Ελένη Ουζουνίδου, την οδύνη της πενθούσας Ελένης Παγκρατίδη, ή ακόμη και τη ζωηρότητα της καυχησιάρας Σίλβα. Οι τρεις ερμηνευτές ζωντανεύουν τα πρόσωπα που εμπνεύστηκε ο Θωμάς Κοροβίνης (από την πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης), όπερ σημαίνει πως επιτυγχάνουν να σκιαγραφήσουν τη ψυχολογία των ανθρώπων αυτών, να συνθέσουν το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της περιόδου και να μιλήσουν ή να δώσουν το λόγο σε μια διφορούμενη προσωπικότητα, σαν του Αριστείδη Παγκρατίδη. Από μια άποψη, ισότιμο μέλος σε αυτή την αξιέπαινη απόπειρα, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ο Γιώργος Δούσος, μιας και η μουσική που εκτελεί ζωντανά, διαδραματίζει τον δικό της ρόλο. Είτε παίζει ένα ρεμπέτικο ή λαϊκό τραγούδισμα με ένα μπουζούκι είτε έναν αμανέ με ένα κλαρίνο και έναν σκοπό με ένα νταούλι, ο Γιώργος Δούσος, δίνει το μουσικό στίγμα της εποχής και συντροφεύει τους τρεις ηθοποιούς, δίνοντας έμφαση στα συναισθήματά τους.