Η Μορφη Του Νερου

Παρόλο που και στις τρεις τελευταίες του σκηνοθετικές προσπάθειες [‘Hellboy II: Η Χρυσή Στρατιά’ (2008), ‘Pacific Rim’ (2013), ‘Πορφυρός Λόφος’ (2015)], ο αγαπημένος Μεξικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, ενώ δεν απομακρύνθηκε από τα προσφιλή του κινηματογραφικά είδη (ιστορίες του φανταστικού, γοτθικός τρόμος) και το ύφος των ταινιών που τον καθιέρωσαν (πλασματικό, αλληγορικό, ονειροπόλο), μετά από τον οπτικά ευφάνταστο, σεναριακά πολυεπίπεδο και συναισθηματικά πλουσιοπάροχο ‘Λαβύρινθο του Πάνα’ (2006), αν και προσπάθησε, δεν κατάφερε να φτάσει (πολλώ μάλλον να ξεπεράσει) το μεγαλείο αυτής της αριστουργηματικής δημιουργίας. Το 2017, όμως, μετά από έντεκα χρόνια δηλαδή, ο οραματιστής σκηνοθέτης, με το ‘Η Μορφή του Νερού’ δείχνει πως βρίσκει και πάλι τον τρόπο να (εξ)ισορροπεί δεξιοτεχνικά, μεταξύ πραγματικότητας (το ψυχροπολεμικό κλίμα) και φαντασίας (ο έρωτας ανάμεσα σε μια μουγκή καθαρίστρια και ένα αμφίβιο πλάσμα) και έτσι υπογράφει άλλη μια υπέροχη κινηματογραφική δημιουργία. Συνταιριάζοντας στοιχεία που προέρχονται, τόσο από τη δεύτερη διαλογής ταινία ‘Creature from the Black Lagoon’ (1954) όσο και από τα παραμυθένια ‘Η Πεντάμορφη και το Τέρας’ (1946), ‘Τα Κόκκινα Παπούτσια’ (1948), ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο και οι ικανοί του συνεργάτες, δημιουργούν μια ευσυγκίνητη ιστορία με παλιομοδίτικη εικονογραφία, που ως τέτοια δεν είναι μονάχα εκθαμβωτικά πανέμορφη, αλλά και απαράμιλλα αισθαντική. Κι αν σε σημεία παρασύρεται και δείχνει περισσότερο μελοδραματική από όσο θα χρειαζόταν (ακολουθεί μερικές από τις συμβάσεις του είδους), τούτο είναι κάτι που συμβαίνει για να δοθεί ακόμη μεγαλύτερος τονισμός στη σημασία των πανανθρώπινων μηνυμάτων που εμπεριέχει στον πυρήνα της. Η αποδοχή της διαφορετικότητας, ο αμοιβαίος σεβασμός, η ηθική υποχρέωση της υπεράσπισης του πιο ανίσχυρου, η καταπολέμηση των φοβιών και η εξωτερίκευση των καταπιεσμένων επιθυμιών είναι ορισμένα από αυτά, και δεν υφίσταται καλύτερη χρονική συγκυρία (κοινωνική και πολιτική), για να τα τοποθετήσει κάποιος σε ένα κινηματογραφικό έργο. Πολύ περισσότερο όταν εμπνευστής και διεκπεραιωτής είναι ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο,  ένας δημιουργός με τεράστια ψυχική καλλιέργεια και ανεξάντλητα αποθέματα φαντασίας.   

Βρισκόμαστε στη Βαλτιμόρη της πολιτείας Μέρυλαντ, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε μια περίοδο όπου ο ανταγωνισμός σε γεωπολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο, ανάμεσα στο δυτικό και το ανατολικό μπλοκ, ήταν στον απόγειό του και από το 1957, όταν και η Σοβιετική Ένωση κατάφερε να θέσει πρώτη σε τροχιά γύρω από τη Γη έναν δορυφόρο (Σπούτνικ 1) και λίγο μετά, να στείλει πάλι πρώτη έναν ακόμη δορυφόρο (Σπούτνικ 2), αυτή τη φορά με έναν οργανισμό (Λάικα), ο πόλεμος αυτός είχε μεταφερθεί και στο διάστημα.

Λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό αυτό πλαισίωμα καταλαβαίνει κάποιος, γιατί ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο σκέφτηκε να τοποθετήσει ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του σε ένα μέρος όπου όχι μόνο επιτρέπει στη σύγκρουση των εναγόμενων δυνάμεων να αναδειχθεί, αλλά αφήνει χώρο και στην απιθανότητα. Η Ελάιζα Εσποζίτο (Σάλι Χόκινς), εργάζεται ως καθαρίστρια στο OCAAM (Κέντρο Αεροδιαστημικής Έρευνας), ένα πολύ καλά προφυλασσόμενο μέρος όπου διεξάγονται μυστικές έρευνες και πειράματα που στόχο έχουν να αναπτερώσουν το ηθικό των Αμερικανών στην κούρσα για την κατάκτηση του διαστήματος. Η Ελάιζα είναι μουγκή και μένει σε ένα διαμέρισμα επάνω από έναν κινηματογράφο, ο οποίος λόγω της έλευσης της τηλεόρασης δεν διανύει και τις καλύτερες του ημέρες. Μοναδική της παρέα σε αυτό το μέρος είναι ο Τζάιλς (Ρίτσαρντ Τζένκινς), ένας μεσήλικας, κρυφά ομοφυλόφιλος καλλιτέχνης (ζωγράφος και εικονογράφος διαφημιστής), που διαμένει στο δίπλα ακριβώς διαμέρισμα, επίσης μονάχος. Και ενασχόληση το να βλέπουν με τεράστια χαρά στην τηλεόραση ταινίες της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ ή να τρώνε πίτες από ένα παρακείμενο κατάστημα. Κατά κάποια έννοια, ο Τζάιλς είναι κάτι σαν πατρική φιγούρα για την Ελάιζα, το ίδιο γονικός θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως είναι και ο χαρακτήρας της Ζέλντα Φούλερ (Οκτάβια Σπένσερ), της Αφροαμερικανής δηλαδή, παντρεμένης συνάδελφού της, που της κρατάει τη θέση όταν καθυστερεί και της μιλά ακατάπαυστα κατά την τέλεση των κοινών εργασιακών τους καθηκόντων. Ήδη, από τα πρώτα λεπτά της ‘Μορφής του Νερού’, πάντως, ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο κατορθώνει να εντάξει τον θεατή με τρόπο που είναι απαράβγαλτος, έτσι όπως ο Τζάιλς, που έχει αναλάβει και τον μικρό ρόλο του αφηγητή, ανάμεσα στα παραμύθια που υπάρχουν αποφασίζει να πει αυτό της μουγκής πριγκίπισσας  που ερωτεύεται ένα αμφίβιο ον (Νταγκ Τζόουνς) και η κάμερα κινείται σε ένα υδάτινο μέρος (το διαμέρισμα της Ελάιζα).

Με ρυθμικό, σχεδόν χορογραφημένο τρόπο, η μια ημέρα διαδέχεται την επόμενη έως ότου την ανιαρή καθημερινότητα της Ελάιζα, να διακόψει η προσέλευση ενός απροσδιόριστου μεταλλικού κιβωτίου στο OCAAM. Μπορεί η τελευταία να μην συλλαμβάνει με ακρίβεια το τι είναι αυτό που κινείται στο υγρό εσώτερό του, όμως, δίχως χρονική μεσολάβηση θα της τραβήξει την προσοχή. Ως εκ τούτου, ο τραυματισμός του νέου υπεύθυνου ασφαλείας, του κάθε άλλο παρά συμπαθητικού συνταγματάρχη Ρίτσαρντ Στρίκλαντ (Μάικλ Σάνον), θα την οδηγήσει και πάλι στον χώρο που εκείνο φυλάσσεται, για να τον καθαρίσει από τα αίματα. Από το σημείο αυτό και παρά τις απαγορεύσεις, η Ελάιζα θα επισκέπτεται τακτικά το μέρος που κρατείται το ον. Μέσα δε από μια απλή δοκιμασία (αυτή με το αβγό),  θα πλησιάσει το πλάσμα και θα ανακαλύψει πως όχι μόνο καταλαβαίνει, μα πως μπορεί να επικοινωνήσει.

Θαυμάσια σκηνοθετημένες όλες οι σκηνές που το πλάσμα ξεπροβάλλει από τη δεξαμενή και η Ελάιζα αλληλεπιδρά μαζί του, πόσο μάλλον εφόσον τούτες τους φέρνουν ολοένα και πιο κοντά. Αυτό που θεωρείται ελάττωμα για τον υπόλοιπο κόσμο (η αδυναμία της ηρωίδας να μιλήσει), εν προκειμένω τη φέρνει σε πλεονεκτική θέση, μιας και το αμφίβιο πλάσμα, που επίσης δεν μπορεί να αρθρώσει ανθρώπινο λόγο, δείχνει πως αντιλαμβάνεται ό,τι του λέει η Ελάιζα με τη χρήση της νοηματικής γλώσσας. Τις ευχάριστες στιγμές που περνάει η ηρωίδα με το ον, πάντως, διακόπτουν άλλες που είναι περισσότερο βάρβαρες: πολύ συχνά γίνεται μάρτυρας της απάνθρωπης συμπεριφοράς του συνταγματάρχη Ρίτσαρντ απέναντι στο ανυπεράσπιστο ζωντανό ον. Ενόσω, ούτε η ίδια θα τύχει της καλύτερης αντιμετώπισης από τον σκληροπυρηνικό υπεύθυνο ασφαλείας, όχι μόνο λόγω του ασθενικού της φύλου ή της κοινωνικής τάξης από την οποία προέρχεται, μα και γιατί είναι μουγκή (εκτός του ότι θα την προσβάλλει, όταν θα του δοθεί η ευκαιρία θα της συμπεριφερθεί εντελώς ανάρμοστα). Για τον συνταγματάρχη Ρίτσαρντ, τόσο το ανθρωποειδές πλάσμα όσο και η Ελάιζα δεν είναι τίποτα παραπάνω από τέρατα, από τη στιγμή που παρεκκλίνουν τόσο από τη φαινομενικά τέλεια εικόνα που έχει για τον εαυτό του (‘κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν’, καθώς ενδεικτικά αναφέρει) και ως τέτοια χρήζουν και της κατάλληλα απαξιωτικής συμπεριφοράς. Και όσο κι αν η συνεργάτιδα της Ελάιζα, η Ζέλντα, παραδόξως αγνοεί τις φιλικές συναναστροφές της Ελάιζα με το αμφίβιο πλάσμα, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί πως συμβαίνει το ίδιο, για τον Δρ. Ρόμπερτ Χοφστέτλερ (Μάικλ Στούλμπαργκ). Σε μια από τις πολλές επισκέψεις του θα υποπέσει στην οξυμένη αντίληψή του, το τι συντελείται ερήμην όλων των υπολοίπων στην απομονωμένη αίθουσα με τη δεξαμενή, και ως επικεφαλής επιστήμονας θα ενθουσιαστεί από τον υψηλότατο βαθμό ανάπτυξης των νοητικών λειτουργιών του αμφίβιου πλάσματος.

Ο Δρ. Ρόμπερτ Χοφστέτλερ δείχνει τεράστια αδυναμία για το ασυνήθιστο πλάσμα, που ναι μεν εκκινεί από την αμέριστη επαγγελματική του αφοσίωση, όμως, αυτή του η συμπάθεια δεν περιορίζεται σε αυτή, μιας και καθόσον αποδεικνύεται σε ορισμένες εμβόλιμες σκηνές είναι μυστικός συνεργάτης των Σοβιετικών. Όταν παρά την ενημέρωση των τελευταίων για τη νοημοσύνη του πλάσματος, θα του δοθεί η απαραβίαστη εντολή να δηλητηριάσει το ον και να καταστρέψει το πτώμα, για να μην καταφέρουν οι Αμερικανοί να επωφεληθούν από αυτό στις εντατικές έρευνες που διεξάγουν για την τεχνολογία των διαστημικών ταξιδιών, ο Δρ. Ρόμπερτ Χοφστέτλερ (ή Ντιμίτρι), θα σαστίσει. Το ίδιο και όταν οι δυτικοί αντίπαλοι και κατ’ επίφαση συνεργάτες του, μετά την επίσκεψη του στρατηγού Χόιτ (Νικ Σόρσι), πάρουν μια αντίστοιχα αποκαρδιωτική απόφαση (να το σκοτώσουν, για να εξετάσουν το σώμα του).

Οι  βλέψεις των Αμερικανών, φυσικά, θα γίνουν γνωστές και στην Ελάιζα και είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο της ταινίας, που ο συγκεκριμένος χαρακτήρας θα αρχίσει να επιδεικνύει πιο αποφασιστικά γνωρίσματα. Όταν συνειδητοποιήσει δηλαδή, πως το αμφίβιο πλάσμα κινδυνεύει να δολοφονηθεί. Σε μια ιδιαίτερα τεταμένη και συγκινητική σκηνή, εκείνη που η Ελάιζα απελπισμένη προσπαθεί να μεταπείσει τον Τζάιλς να τη βοηθήσει να βγάλουν το ον από το OCAAM, πριν να είναι αρκετά αργά, ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο κατορθώνει να δείξει το πόσο σημαντικό είναι για την κεντρική ηρωίδα το να προστατέψει έναν τέτοιον οργανισμό, όχι μονάχα για προσωπικούς, συναισθηματικούς λόγους, αλλά και για άλλους που είναι πιο καθαροί και ανιδιοτελείς. Θα χρειαστεί πάντως, ο Τζάιλς να αποτύχει, τόσο σε προσωπικό (ο ηλικιακά μικρότερος, σχετικά εμφανίσιμος υπάλληλος στο κατάστημα με τις πίτες, θα τον απωθήσει, μόλις ο Τζάιλς του εκφράσει με ειλικρίνεια το ερωτικό του ενδιαφέρον) όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο (για μια ακόμη φορά και παρά την καλή σχεδιαστική ποιότητα της διαφημιστικής του πρότασης, αυτή δεν θα γίνει δεκτή από την εταιρεία που εργαζόταν και στο παρελθόν), για να αισθανθεί την αναγκαιότητα να πράξει κάτι, που αν μη τι άλλο έχει έναν αλτρουιστικό σκοπό και λόγω αυτού, πολύ πιθανόν, να τον κάνει πιο σημαντικό.   

Ολάκερη η αφηγηματικά πολυμερής, μακρόσυρτη σεκάνς, που διαδραματίζεται στο Κέντρο Αεροδιαστημικής Έρευνας, κατά τη διάρκεια της παρακινδυνευμένης δραπέτευσης είναι εξαίρετα σκηνοθετημένη και μονταρισμένη και παρά το ότι από την πρώτη στιγμή, ο θεατής αντιλαμβάνεται πως παρά τη δυσκολία η αποστολή θα επιτευχθεί, έχει ενδιαφέρον να δει πως για να πραγματοποιηθεί δεν αρκεί η βοήθεια του Τζάιλς (κάθε άλλο, ο ίδιος δεν θα τα πάει καθόλου καλά σε εκείνο που θα του οριστεί), αλλά χρειάζεται και η συνδρομή του Δρ. Ρόμπερτ Χοφστέτλερ ή ακόμη και της Ζέλντα. Αναμφίβολα, από το σημείο τούτο και έπειτα, αμφότεροι οι χαρακτήρες θα προσπαθήσουν να διαχειριστούν τη μικρότερη ή μεγαλύτερη συμμετοχή τους στο παράτυπο συμβάν, δίχως να προδώσουν τα ιδανικά που πιστεύουν και έναν αληθινά καλοσυνάτο χαρακτήρα, σαν και εκείνο της Ελάιζα. Πράγμα που δεν θα είναι καθόλου εύκολο, όταν όπως επισημάνθηκε υπεύθυνος ασφαλείας στον τομέα αυτό είναι ένας εντελώς αδίστακτος και ανυποχώρητος άνθρωπος, σαν τον συνταγματάρχη Ρίτσαρντ, που μόνο με το απειλητικό του ύφος, δύναται να κατατροπώσει τον συνομιλητή του και να πάρει εκείνο που επιθυμεί (πάντως, στην κατ’ ιδίαν, ανακριτική συνάντηση, που θα έχει με την Ελάιζα και τη Ζέλντα, αυτές δεν θα ταλαντευτούν και έτσι θα βγουν αλώβητες). Όλοι οι εμπλεκόμενοι ήρωες, επομένως, θα χρειαστούν να βγουν από τη ζώνη ασφαλείας τους, και αυτό προϋποθέτει εμπιστοσύνη, για να είναι άριστη η συνεργασία και ευοίωνη η κατάληξη.

Μοιρασμένο το τρίτο μέρος, ανάμεσα στις προσπάθειες που καταβάλλει ο συνταγματάρχης Ρίτσαρντ, για να ανακαλύψει τους δράστες και να επαναφέρει το πλάσμα στο OCAAM και σε αυτές που η Ελάιζα περνάει πολύ χρόνο με το ον αυτό, δεν θα μπορούσε παρά να κλέβει τις εντυπώσεις το κομμάτι που αφορά τη σύνδεση του πλάσματος με την πρωταγωνίστρια. Δεν είναι που το αμφίβιο διδάσκεται εκ του μηδενός να συναναστρέφεται και με άλλους ανθρώπους και ζώα (μολαταύτα, αλησμόνητη θα μείνει η φονική επαφή που θα έχει με μια εκ των οικόσιτων γατών) ή ότι η συναναστροφή αυτή φτάνει στη σαρκική ένωση, είναι ότι βιώνει το αίσθημα της αγάπης στο πρόσωπο της Ελάιζα με τρόπο που είναι χειμαρρώδης. Και ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, που γνωρίζει πώς να δημιουργεί εξωπραγματικά μέρη όπου το ανοίκειο γίνεται αποδεκτό και ο έρωτας μπορεί να ανθίσει με τον πιο απροσδόκητο τρόπο, προσφέρει μερικές σκηνές που είναι πραγματικά χάρμα οφθαλμών. Όπως είναι αυτή που η ηρωίδα κατακλύζει με νερό το μπάνιο της και καταλήγει να επιπλέει σφιχταγκαλιασμένη με το πλάσμα ή αυτή που αποκτάει φωνή και μαζί με το ον γίνονται μέρος μιας ασπρόμαυρης φαντασμαγορικής ταινίας (ενός χολιγουντιανού μιούζικαλ). Παρά την ονειρεμένη τοιούτη εξέλιξη, πάντως, τη δύσκολη απόφαση της Ελάιζα, να ελευθερώσει το αμφίβιο πλάσμα στο προσκείμενο κανάλι, δεν επισπεύδει μόνο η δυσκολία του να το συντηρήσει στη μπανιέρα του διαμερίσματός της, αλλά και ο αναπότρεπτος εντοπισμός της από τον συνταγματάρχη Ρίτσαρντ. Ο τελευταίος, θα ξετυλίξει το κουβάρι του σχεδίου απόδρασης, όταν ο στρατηγός Χόιτ τον επισκεφθεί και η παρατήρηση του Δρ. Ρόμπερτ Χοφστέτλερ αποδώσει καρπούς.

Για έναν χαρακτήρα που είναι τόσο απαίσιος όσο ο συνταγματάρχης Ρίτσαρντ, το τέλος που τον περιμένει δεν προκαλεί κανένα άσχημο συναίσθημα στον θεατή, αρκετά περισσότερο αν ληφθεί υπόψιν, πως πριν από αυτό θα προλάβει να φανερώσει τη μοχθηρία του με τον χειρότερο δυνατό τρόπο (άμα τον εντοπισμό του αμφίβιου πλάσματος και της Ελάιζα, δεν θα διστάσει να πυροβολήσει). Ευάρεστη αίσθηση όμως, προξενεί, ο μαγικός τρόπος με τον οποίο ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο αφήνει το αντισυμβατικό, αλλά απολύτως ταιριαστό ζευγάρι, λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους (εκτός του ότι το αμφίβιο σφιχταγκαλιάζει με τρυφεράδα την Ελάιζα, μέσα στο σκουρωπό μπλε, ημιφωτισμένο κανάλι, αποκαθιστά τα διαμπερή της τραύματα).  Ένα συνταρακτικό κινηματογραφικό τελείωμα που ανταποκρίνεται πλήρως στη μεγαλοψυχία και τη φαντασία που διακρίνει τον αναγνωρισμένο σκηνοθέτη. Μόνο δε για το ποιητικό στιγμιότυπο που ρίχνει αυλαία στο έργο, θα άξιζε μια ειδική μνεία στον Δανέζο διευθυντή φωτογραφίας Νταν Λόστσεν, έναν κινηματογραφιστή που από το αρχικό μέχρι και το τελευταίο πλάνο, δεν κάνει τίποτα λιγότερο από το να φωτίζει θαυμαστά την ταινία.   

Παρότι, ‘Η Μορφή του Νερού’ δεν γυρίστηκε σε άσπρους και μαύρους τόνους καθώς ήταν η πρωταρχική ιδέα, το αποτέλεσμα καταφέρνει και δείχνει οπτικά συγκλονιστικό, έτσι όπως επιστρατεύθηκαν και αξιοποιήθηκαν οι κάθε λογής χρωματικές και φωτιστικές επιλογές. Σε μια ταινία όπου η σκληρότητα συνυπάρχει με τον ρομαντισμό, τα χρώματα και οι φωτισμοί που κυριαρχούν δεν θα μπορούσαν παρά να ταλαντεύονται και να δημιουργούν εμφατικές αντιθέσεις (το ψυχροπολεμικό κλίμα αποδίδεται με ολοσκότεινους τόνους στο περιθώριο και με ουδέτερους στα γραφεία του OCAAM, ενώ το ερωτικό ειδύλλιο ανάμεσα στην Ελάιζα και το αμφίβιο ον με ψυχρούς ανεξαρτήτως του χώρου). Ακόμη και η μέθοδος με την οποία κινηματογραφούνται τα ανδρικά πρόσωπα σε σχέση με εκείνα των γυναικών διαφέρει (πιο έντονη για τους άρρενες και πιο μαλακή για τις θηλυκές υπάρξεις) και δεν είναι αδόκιμο να λεχθεί πως παραπέμπει στη χρυσή περίοδο του Χόλυγουντ και στις αρχές μιας δεκαετίας (1960), όπου η ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα είναι ακόμη πολύ μεγάλη. Πέραν τούτων, για πρώτη φορά σε ταινία με συναφή θεματολογία, η οντότητα, όχι μόνο δεν κρύβεται στα σκοτάδια, μα παρουσιάζεται σε όλη της τη μεγαλοσύνη ευθύς εξαρχής και αυτό το οφείλει, τόσο στον τρόπο με τον οποίο έχει αναδειχθεί από τις φωτιστικές πηγές όσο και από το πώς έχει τοποθετηθεί η κάμερα για να την καταγράψει. Τ’ ότι εξαιτίας της υδρόβιας φύσεως του πλάσματος αρκετές λήψεις έχουν πραγματοποιηθεί, είτε εντός (το μπάνιο στο διαμέρισμα της Ελάιζα και το κανάλι) είτε γύρω από κάποια υδάτινη επιφάνεια (η εξαγωνική δεξαμενή στο OCAAM) ή και σε συνθήκες τεχνητής βροχής (η αποβάθρα που συναντάται πλησίον του καναλιού), επέτρεψε στον Νταν Λόστσεν να χρησιμοποιήσει με παραδειγματικό τρόπο μια παλέτα που συμπεριλαμβάνει μπλε, γαλάζιες, πράσινες και πετρόλ αποχρώσεις και μάλιστα να μην την περιορίσει εκεί, μα να την απλώσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους χώρους.   

Με εξαίρεση τη σκηνή που η Ελάιζα βρίσκεται μόνη στο λεωφορείο και δείχνει ερωτευμένη (στιγμιότυπο που λόγω της συναισθηματικής παραφοράς της πρωταγωνίστριας, το κόκκινο χρώμα κατοπτρίζεται ωραιότατα στο παράθυρο), όλες οι άλλες που προηγούνται ή έπονται και αφορούν την κεντρική ηρωίδα και το αμφίβιο πλάσμα έχουν συγκεκριμένη τονικότητα. Κλείνοντας, άξια θαυμασμού είναι η μέθοδος με την οποία γυρίστηκε η εναρκτήρια σκηνή, μιας και ενώ δεν εμπεριείχε στην πραγματικότητα νερό, με τη βοήθεια των ειδικών καπνών, της ψηφιακής τεχνολογίας και την αρμοστή κίνηση της κάμερας παρέχεται η ψευδαίσθηση ενός εξ ολοκλήρου πλημμυρισμένου δωματίου. Άλλωστε, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο τρόπος με τον οποίο μετακινείται η κάμερα δίνει την αίσθηση του υγρού στοιχείου και αυτή η κίνηση με τη σειρά της, δείχνει την πορεία και τον πλούτο των συναισθημάτων του έργου.  

Ο Νταν Λόστεν συνεργάστηκε στενά με τον Καναδό σχεδιαστή παραγωγής Πολ Οστερμπέρι και τους επίσης Καναδούς σκηνογράφους Τεφρά Μέλβιν και Σέιν Βιου, ώστε οι χώροι εκτός από την ενδεδειγμένη διαρρύθμιση να έχουν τα επιθυμητά χρώματα, τόσο στα έπιπλα και τις συσκευές όσο και στα πλακίδια και τις ταπετσαρίες που καλύπτουν τους τοίχους ή άλλες επιφάνειες. Το γεγονός ότι τα περισσότερα περιβάλλοντα χρειάστηκε να κατασκευαστούν από το μηδέν και δη με μικρό προϋπολογισμό, έκανε ακόμη μεγαλύτερη την πρόκληση για τους αναφερόμενους. Το ίδιο και τ’ ότι θα έπρεπε να αποπνέουν το κλίμα της εποχής μέσα από μια παραμυθένια θεώρηση. Το σίγουρο είναι, πάντως, πως τα κατάφεραν αρκετά καλά και αυτό είναι κάτι που γίνεται ορατό, όχι μόνο από το προσεκτικό περιεχόμενο των χώρων τούτων, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο ξεχωρίζουν ή και αλληλοσυμπληρώνονται (το χαριτόμορφο διαμέρισμα της Ελάιζα με το πιο κλασικό του Τζάιλς). Κοντολογίς, χάρη στους πλούσιους χρωματισμούς και τις υφές των υλικών, όπως και τις ποικίλες αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές αναφορές, επιτυγχάνουν να δημιουργήσουν ενδιαφέροντα περιβάλλοντα καθώς είναι, ο αυστηρά γεωμετρικός και παγερός κυβερνητικός χώρος όπου ευρίσκεται το Κέντρο Αεροδιαστημικής Έρευνας, η παλιωμένη, μεγαλοπρεπής κινηματογραφική αίθουσα με την ωραία μαρκίζα, τα εκ διαμέτρου αντίθετα, διακοσμημένα αδρά διαμερίσματα και το κατάφωτο από λάμπες φθορισμού, τυποποιημένο εστιατόριο με τις πίτες. Καλή είναι και η δουλειά στον ενδυματολογικό τομέα με τα ρούχα που σχεδίασε ο Κοσταρικανός σχεδιαστής Λουίς Σεκβέιρα, εκτός του ότι φρόντισε να συγχρονιστεί με τη ψυχροπολεμική περίοδο που λαμβάνει δράση το αφήγημα, κατάφερε να δημιουργήσει ενδύματα αντιπροσωπευτικά για τον κάθε χαρακτήρα (η γκαρνταρόμπα της Ελάιζα και του Τζάιλς διακρίνονται). Αρκούντως  μελιστάλακτο (‘The Shape of Water’), ερωτικό (‘Underwater Kiss’), ατμοσφαιρικό (‘The Creature’) και αγωνιώδες (‘The Escape’) είναι και το σάουντρακ που έγραψε ο ελληνικής καταγωγής συνθέτης Αλεξάντερ Ντεσπλά. Χωρίς να είναι η καλύτερη του κινηματογραφική δουλειά, ακολουθεί την αφηγηματική ροή και συνδιαλέγεται ικανοποιητικά με τις εικόνες.

Αναλαμβάνοντας να δώσει υπόσταση σε έναν ρόλο που γράφτηκε εξαρχής γι’ αυτήν, η Σάλι Χόκινς υποδύεται με συναρπαστικό τρόπο την Ελάιζα. Ένα πλάσμα που διαφέρει κάμποσο από τον περίγυρό της, τόσο γιατί επικοινωνεί με διαφορετική μέθοδο όσο και επειδή είναι φύσει αθεράπευτα ευαίσθητη και ρομαντική. Η γνωριμία της με το αμφίβιο ον, της δίνει τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει πτυχές του χαρακτήρα της, καθώς και να δοκιμάσει τα όριά της. Φιλοπερίεργη όταν φτάνει στις εγκαταστάσεις αυτό, καταφέρνει να το γνωρίσει καλύτερα μέσα από τη μουσική και το χορό και να ρισκάρει τη θέση της με αποφασιστικότητα μόλις μάθει για τους σκοπούς των ιθυνόντων. Μπορεί να είναι βουβή η ερμηνεία της Σάλι Χόκινς, όμως, συγχρόνως είναι τόσο εκφραστική, που δεν χρειάζεται τις λέξεις για να φανερώσει τα αισθήματά της, ούτε αναγκαία στιγμές σαν και αυτές που προσπαθεί να αλλάξει τη γνώμη στον φίλο της Τζάιλς. Αρκεί κάποιος να δει τον τρόπο με τον οποίο αντλεί ευχαρίστηση και αγωνιά για το πλάσμα για να το πιστοποιήσει, πολλώ δε μάλλον να απολαύσει σκηνές που τη δείχνουν να αφήνεται στη σαγήνη και να ερωτεύεται με πάθος. Τούτων λεχθέντων, μέσα από έναν ρόλο που έχει πολύ υψηλές απαιτήσεις, η γλυκύτατη και πολυτάλαντη Βρετανίδα ηθοποιός, δικαιώνει τον σκηνοθέτη για την επιλογή στο πρόσωπό της. Πολύ καλοί είναι και οι β’ ρόλοι, με τον Ρίτσαρντ Τζέκινς στον ρόλο του τρυφερού, αποτυχημένου εικονογράφου διαφήμισης Τζάιλς, να υποστηρίζει με σθεναρότητα τον χαρακτήρα της Σάλι Χόκινς και τον Μάικλ Σάνον στον ρόλο του κακού συνταγματάρχη Ρίτσαρντ, παρά τη μονοδιάστατη φύση του χαρακτήρα του, να προκαλεί το φόβητρο σε κάθε μια από τις σκηνές που εμφανίζεται. 

Share