Ποιος Σκοτωσε Το Σκυλο Τα Μεσανυχτα

Με χιουμοριστική διάθεση, ελαφρά ειρωνεία και βαθύτατο συνεπαρμό στο ‘Ποιος Σκότωσε το Σκύλο τα Μεσάνυχτα’ (2004), μέσα από το (προσχηματικό) μυστήριο που περιβάλλει τη δολοφονία ενός σκύλου και την προσπάθεια διαλεύκανσής του από έναν δεκαπεντάχρονο που βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού (στο βιβλίο, ο ίδιος ο χαρακτήρας περιγράφει τον εαυτό του ως άτομο με σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς, ενώ σε παλιότερη συνέντευξη που είχε δώσει ο Βρετανός συγγραφέας στο αμερικανικό ραδιοφωνικό δίκτυο NPR, είχε πει πως σε περίπτωση που διαγιγνωσκόταν, θα είχε το σύνδρομο Άσπεργκερ), ο Μαρκ Χάντον φέρνει στην επιφάνεια τις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας τέτοιος έφηβος, τόσο σε συσχέτιση με τη διαλυμένη οικογένειά του όσο και με τους δύσπιστους ανθρώπους που τον περιστοιχίζουν στο σχολείο και τη γειτονιά. Τουτέστιν, καταπιάνεται με ένα ζήτημα που έχει πολλά επίπεδα και δη με μέθοδο πρωτοφανή και κάθε άλλο παρά μελοδραματική. Το σπουδαιότερο, ταυτίζει τον αναγνώστη με έναν ήρωα που υποτίθεται πως σκέφτεται και λειτουργεί διαφορετικά, μόνο και μόνο για να ανακαθορίσει την έννοια της μοναδικότητας του καθενός. Δεν προξενεί κατάπληξη λοιπόν, που το μυθιστόρημα κέρδισε μια σειρά από λογοτεχνικά βραβεία, περιλήφθηκε στη λίστα των ευπώλητων βιβλίων, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε σε δεκάδες χώρες, διδάσκεται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο και φυσικότατα, προσαρμόστηκε και μεταφέρθηκε με εξίσου τεράστια επιτυχία στο θέατρο (αν και εκ πρώτης όψεως, φαινόταν αρκετά δύσκολο να λειτουργήσει στο θεατρικό σανίδι).

Το 2008, χάρη στην προτροπή του συγγραφέα, το ‘Ποιος Σκότωσε τον Σκύλο τα Μεσάνυχτα’ διασκευάστηκε παραδειγματικά από τον εγνωσμένο θεατρικό συγγραφέα Σάιμον Στίβενς, ενόσω το 2012, η σκηνοθέτιδα Μαριάνε Έλλιοττ μετέφερε για λογαριασμό της μικρότερης σκηνής (Dorfman Theatre) του Βασιλικού Εθνικού Θεάτρου στο Λονδίνο, το έργο τούτο, κατακτώντας επτά βραβεία Λόρενς Ολίβιε (ισοφάρισε το ρεκόρ με τις περισσότερες νίκες που κατείχε από την προηγούμενη απονομή το ‘Ματίλντα, το Μιούζικαλ’ του Ντένις Κέλι). Τον εμπορικό και καλλιτεχνικό θρίαμβο της Αγγλίας διαδέχθηκε εκείνος της Αμερικής, όπου το ανέβασμα στο θέατρο Μπρόντγουεϊ στη Νέα Υόρκη, επιβραβεύθηκε με πέντε βραβεία Τόνυ, το 2015. Μέσα σε λίγα χρόνια, από το Μεξικό έως τη Νέα Ζηλανδία και από το Ισραήλ έως την Ιαπωνία, η διασκευή που επεφύλαξε ο Σάιμον Στίβενς στο ‘Ποιος Σκότωσε το Σκύλο τα Μεσάνυχτα’ του Μαρκ Χάντον χρησιμοποιήθηκε σαν πρότυπο, που αφού μεταφράστηκε από τα αγγλικά στην εκάστοτε γλώσσα και δέχθηκε σειρά από διαφορετικές κατευθύνσεις (σκηνοθετικές και σκηνογραφικές), συνέβαλε στο ανέβασμα ενδιαφερόντων παραλλαγών.

Πέντε χρόνια μετά από το παρθενικό του ανέβασμα από το σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαργιά στο θέατρο Αγγέλων Βήμα, το ‘Ποιος Σκότωσε το Σκύλο τα Μεσάνυχτα’ ανέβηκε εκ νέου, τόσο στην Αθήνα (σε παραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου στο Θέατρο Τζένη Καρέζη) όσο και στη Θεσσαλονίκη (σε παραγωγή της Νεανικής Σκηνής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος στη Σκηνή Σωκράτης Καραντινός στη Μονή Λαζαριστών). Σχετικά με το πρόσφατο ανέβασμα της Αθήνας, που είναι και το ζητούμενο (του άρθρου), ο σκηνοθέτης και ιδρυτής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, για τρίτη φορά στη μακροετή και σταθερά άξια λόγου πορεία του, σκηνοθετεί κάποιο θεατρικό έργο του Σάιμον Στίβενς, [έχουν προηγηθεί το ‘Motortown’ (2007 – 2008) και το ‘Heisenberg’ (2017 – 2018), τα οποία αμφότερα παρουσιάστηκαν στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου] και κατά πως φαίνεται και από τις διακρίσεις που απέσπασε στα 21α Θεατρικά Βραβεία Κοινού του «α», τοιούτη είναι και η περισσότερο επιτυχής. Έχοντας στα χέρια του, την αναθεωρημένη / διορθωμένη εκδοχή που του απέστειλε ο Σάιμον Στίβενς (να σημειωθεί πως μεταφράστηκε εξαίρετα από τη σύζυγό του, τη μεταφράστρια Κοραλία Σωτηριάδου) και με προεξάρχοντα τον πειστικό, επί της ουσίας καθηλωτικό Γιάννη Νιάρρο, από ένα ικανό σύνολο ηθοποιών, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος πέραν του ότι επιτυγχάνει να δώσει ζωή σε ένα θεατρικό έργο που μιλάει για το αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός στη διαφορετικότητά του, προτάσσει την αλληλοκατανόηση και τον αλληλοσεβασμό, καλλιεργεί τον οπτιμισμό και την ελπίδα με μεθόδευση που όπως και στο βιβλίο ταλαντεύεται ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, κατορθώνει να προκαλέσει ευάρεστο ξάφνιασμα στους θεατές με την ευρηματικότητα με την οποία οι συνεργάτες του αντιμετώπισαν σκηνικά το κείμενο (κατά μείζονα λόγο, στην επεξεργασία της κίνησης, τους φωτισμούς, τη σκηνογραφία και τη μουσική επιμέλεια). Ως εκ τούτου, το ‘Ποιος Σκότωσε το Σκύλο τα Μεσάνυχτα’, όχι μόνο καταλήγει να αποτελεί μια παράσταση επίκαιρη, πλούσια σε νοήματα και γενναιόδωρη σε συναισθήματα, που φυσικά σημαδεύεται από την ανεπανάληπτη ερμηνεία του πρωταγωνιστή της Γιάννη Νιάρρου, μα και μια η οποία είναι ολοκληρωτικά μοντέρνα σε σύλληψη, αρμολόγηση και παρουσίαση.

Από όταν οι κεντρικοί προβολείς σβήνουν και τη θέση τους λαμβάνουν οι LED φωτισμοί στο πίσω μέρος της σκηνής, ο Κρίστοφερ ζωγραφίζει με μια κιμωλία έναν σκύλο στο δάπεδο, οι υπόλοιποι ερμηνευτές εκτός του ότι εμφανίζονται όλοι μαζί επάνω στη σκηνή, μετακινούν τους λευκούς κύβους από πλεξιγκλάς φύλλα που αποτελούν το σκηνικό και η αφήγηση που προέρχεται από το βιβλίο όπου γράφει ο Κρίστοφερ, παρεμβαίνει, συστήνοντας τον ήρωα, σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα και προμηνύοντας τη συνέχεια, το τελευταίο γίνεται ορατό.

Είναι επτά λεπτά μετά από τα μεσάνυχτα, ο τρομοκρατημένος Κρίστοφερ (Γιάννης Νιάρρος) κοντοστέκεται δίπλα στον δολοφονημένο με ένα δικράνι σκύλο της οργισμένης γειτόνισσάς του. Σαν να μην αρκούσε τούτο, η κυρία Σίαρς (Βάσια Χρήστου), θα καλέσει την αστυνομία και ο απεσταλμένος της (Σπύρος Κυριαζόπουλος), δεν θα καταφέρει να συνεννοηθεί με τον δεκαπεντάχρονο, ούτε να κατανοήσει πως αυτός έχει σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς, και έτσι θα τον κατευθύνει στο αστυνομικό τμήμα όπου θα προσέλθει ο πατέρας του ο Εντ (Θέμης Πάνου) και θα του γίνει σύσταση από τον αξιωματικό υπηρεσίας (Θύμιος Κούκιος). Άμα τη επιστροφεί στην κατοικία του, παρά την αντιθετική άποψη του γονέα του, ο οποίος μεγαλώνει μονάχος του τον Κρίστοφερ, σαν έτερος ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς [έτσι κι αλλιώς, ‘Η Περιπέτεια της Ασημένιας Φλόγας’ που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή αφηγημάτων ‘Οι Αναμνήσεις του Σέρλοκ Χολμς’ (1893) του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, αποτελεί μια έμμεση αναφορά, για τον συγγραφέα Μαρκ Χάντον], θα επιθυμήσει να διερευνήσει την περίπτωση της φρικώδους δολοφονίας του σκύλου της κυρίας Σίαρς. Γι’ αυτό και την ημέρα που δεν θα έχει σχολείο και μολονότι δεν του επιτρέπεται να κυκλοφορεί μόνος του στους δρόμους του Σουίντον (απουσία μητέρας και εξαιτίας της κατάστασής του, ο γονέας του είναι υπέρ του δέοντος προστατευτικός), κατά διαδοχική σειρά θα επισκεφθεί τον κύριο Τόμπσον (Σπύρος Κυριαζόπουλος), τον κύριο που μένει στο νούμερο τριάντα επτά (Θύμιος Κούκιος) και την κυρία Αλεξάντερ (Μαρία Κατσανδρή). Εις μάτην, πάντως, μια και πέρα από τον διάλογο που θα έχει με την τελευταία, κανένας από τους γείτονες δεν θα τον βοηθήσει στο ψάξιμό του.

Σε παράλληλο χρόνο, η Σιβόν (Αλεξάνδρα Αϊδίνη), η συμπαθής και υποστηρικτική δασκάλα του Κρίστοφερ, που του έχει αναθέσει να συγκεντρώσει τα στοιχεία της αναζήτησής του και να συγγράψει ένα βιβλίο, αναγιγνώσκει αποσπάσματα από εκείνο και έτσι η αφηγηματική ροή της παράστασης γίνεται περισσότερο ενδιαφέρουσα. Περί τούτου, εν αντιθέσει με το πρωτότυπο κείμενο (αν και όπως προλέχθηκε, η διασκευή που έκανε ο Σάιμον Στίβενς είναι αρκετά συνεπής στο λογοτεχνικό έργο του Μαρκ Χάντον), στο οποίο επικρατεί η σε πρώτο πρόσωπο εξιστόρηση, ο Σάιμον Στίβενς για τη θεατρική μεταγραφή που έκανε, προέβη σε τούτη την κρίσιμη, αλλά αποδοτική μετατροπή. Ούτως ή άλλως, τη στιγμή που ο Κρίστοφερ επιχειρεί να ανακαλύψει τον δολοφόνο του σκύλου, κομβικές στιγμές από το παρελθόν του έρχονται στην επιφάνεια, διασπώντας τη γραμμικότητα. Σκηνές άσχημες σαν και εκείνη της ανακοίνωσης του θανάτου της μαμάς του ή ευχάριστες όπως αυτή που ονειρεύεται να γίνει αστροναύτης. Σκηνές που επιτρέπουν στο σκηνοθέτη να δείξει το πώς χειρίζεται το αίσθημα της λύπης ή πως εικονίζει μια σκηνή τόσο ονειροπόλα όσο είναι αυτή με το διαστημόπλοιο.

Με τον κηδεμόνα του Κρίστοφερ να εκνευρίζεται όταν μαθαίνει πως ο γιός του συνεχίζει τη γελοία όπως τη χαρακτηρίζει έρευνά του, τόσο που του ξεφεύγει πως ο κύριος Σίαρς (Βάσια Χρήστου) είναι ένας κακός άνθρωπος, ο ήρωάς μας, που στο μεταξύ τον θεωρούσε βασικό ύποπτο, θα προβληματιστεί. Την επόμενη φορά που θα συναπαντήσει την κυρία Αλεξάντερ πάντως, η έρευνά του ναι μεν θα λάβει διαφορετική τροπή, τοιούτη η μεταλλαγή όμως, θα του δείξει τους λόγους που ο πατέρας του αντιπαθεί τον άνθρωπο αυτόν: η μητέρα του είχε συνάψει ερωτική σχέση μαζί του. Αναφορικά με τούτο, ερωτηθείς από τη δασκάλα του για το αν νιώθει δυσάρεστα αυτός θα αποφανθεί αρνητικά, αφού η μητέρα του δεν ευρίσκεται πια στη ζωή, ώστε να τον επηρεάσει. Ερωτηθείς από την ίδια, για το τι θυμάται από εκείνη, σε ένα από τα πιο αισθαντικά στιγμιότυπα της παράστασης, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος θα επαναφέρει μια ξέγνοιαστη και εκμυστηρευτική στιγμή σαν και αυτή όπου ο Κρίστοφερ μαζί με τη μητέρα του Τζούντυ (Μαρία Καλλιμάνη), είχαν πάει διακοπές στην Κορνουάλη. Το ίδιο ή και παραπάνω ευαίσθητες και φανερωτικές είναι και οι σκηνές που ο Κρίστοφερ ανακαλύπτει και διαβάζει ορισμένα από τα γράμματα της μητέρας του. Γράμματα που κατά ένα μέρος ζωντανεύουν επί σκηνής, τόσο από τον τρόπο με τον οποίο αναγιγνώσκονται από την ίδια τη Τζούντυ (με πιστότητα και ζωηράδα) όσο και από αυτόν με τον οποίο αντιδρά ο Κρίστοφερ (το συναρμολόγημα των γραμμών του τρένου στο ένα από αυτά και το αμυντικό κουλούριασμα στο άλλο). Αποπειρώμενος να εντοπίσει το βιβλίο όπου του είχε υφαρπάξει και αποκρύψει ο πατέρας του, ύστερα από έναν έντονο διαπληκτισμό, λοιπόν, ο Κρίστοφερ θα βρει τυχαία ένα κουτί που στο εσώτερό του έχει γράμματα που προορίζονταν για αυτόν και έτσι θα μάθει πως η μητέρα του δεν έχει πεθάνει και πως ο Εντ παραποιεί την αλήθεια.

Τι κι αν ο τελευταίος θα προσπαθήσει να αιτιολογηθεί και να καθησυχάσει τον Κρίστοφερ, το γεγονός πως θα μιλήσει με ειλικρίνεια, θα έχει σαν αποτέλεσμα να του φανερώσει πως εκτός των άλλων, ο ίδιος δολοφόνησε το κατοικίδιο ζώο της κυρίας Σίαρς. Αυτή η παραδοχή θα αναστατώσει ακόμη πιο πολύ τον Κρίστοφερ, τόσο που θα πιστέψει πως ο πατέρας του θα μπορούσε να βλάψει και τον ίδιο. Γνωρίζοντας πια πως η μητέρα του είναι ζωντανή, θα αποφασίσει να πάει να ζήσει μαζί της. Ακόμη και αν κάτι τέτοιο σημαίνει πως θα πρέπει να κλέψει την πιστωτική κάρτα του Εντ, να φύγει κρυφά από το οίκημά του και να μετακινηθεί με την αμαξοστοιχία από την επαρχιακή πόλη του Σουίντον στο πολυπολιτισμικό Λονδίνο. Ολόκληρη η μακρά σε διάρκεια, γιομάτη απρόοπτα και εναλλαγές σεκάνς, που δεικνύει την άξια θαυμασμού προσπάθεια του Κρίστοφερ να ταξιδέψει μονάχος του, ενορχηστρώνεται και εκτελείται στην εντέλεια από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο και όλους τους ερμηνευτές.

Για πρώτη φορά ο Κρίστοφερ, θα διανύσει μια τόσο μεγάλη απόσταση χωρίς τη συνδρομή κάποιου κηδεμόνα και παρά τις άφευκτες αντιξοότητες που θα συναντήσει, θα καταφέρει να φτάσει στον προορισμό του. Στο αντίκρισμά του, η έκπληκτη μητέρα του, μόνο χαρά που έχει καιρό να τον αντικρίσει και θαυμασμό για τη γενναιότητά που επέδειξε θα αισθανθεί, και ευθύς αμέσως, θα τον σφιχταγκαλιάσει και θα τον προϋπαντήσει. Κατά τη διαμονή του στο διαμέρισμα που συμβιώνει η Τζούντυ με τον κύριο Σίαρς, αν και όπως και στο ταξίδι με το τρένο, δεν αποφεύγονται μερικές δραματουργικές υπεραπλουστεύσεις (εν προκειμένω, η διαχείριση της αστυνομίας και του Εντ, η αντίδραση του κύριου Σίαρς), ο Κρίστοφερ θα εκφράσει τη διπλή του επιθυμία. Όπερ σημαίνει, να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί, αλλά και να επιστρέψει για λίγες ημέρες στο Σουίντον, ώστε να εξεταστεί στα μαθηματικά επιπέδου Α. Όσον αφορά το δεύτερο κομμάτι της συνειδητής ψυχικής τάσης, παρόλο που ο Κρίστοφερ καταλαβαίνει διαφορετικά τις πληροφορίες και τα ερεθίσματα που δέχεται από τον κόσμο που τον πλαισιώνει και έτσι δυσκολεύεται να αλληλεπιδράσει με αυτόν (μεταξύ άλλων, δεν κατανοεί την έννοια της μεταφοράς και τη σημασία της μη λεκτικής επικοινωνίας, δεν του αρέσει να τον αγγίζουν και δεν εμπιστεύεται τους ανθρώπους που είναι ξένοι), διακρίνεται για το ιδιαίτερα κοφτερό του μυαλό, μιας και γνωρίζει όλες τις χώρες της υφηλίου (μαζί με τις πρωτεύουσές τους), τους πρώτους αριθμούς μέχρι το επτά χιλιάδες πεντακόσια επτά και αρκετά στοιχεία που έχουν να κάνουν με την επιστήμη της μηχανικής και της αστρονομίας. Επομένως, ως άνθρωπος που θεωρείται έξυπνος (και οραματίζεται, να γίνει αστροναύτης), δεν προκαλεί καμία απολύτως εντύπωση, που θέλει διακαώς να συμμετάσχει σε έναν τόσο απαιτητικό και εξειδικευμένο διαγωνισμό όσο είναι εκείνος για τα μαθηματικά επιπέδου Α.

Θα χρειαστεί πάντως, να αντιδράσει με βίαιο τρόπο απέναντί του ένας μεθυσμένος κύριος Σίαρς και έτσι η Τζούντυ να λάβει την εσπευσμένη απόφαση, να μαζέψει τα πράγματά τους και να επιστρέψουν στο Σουίντον, ώστε να γίνει ρεαλιστικό το ενδεχόμενο της συμμετοχής του Κρίστοφερ στις ειδικές εξετάσεις (σε αρχική φάση η Τζούντυ του είχε πει πως θα δώσει τον αμέσως επόμενο χρόνο). Χάρη και στην ελαστική στάση που θα επιδείξει η διευθύντρια του Κρίστοφερ, κυρία Γκασκοίν (Βάσια Χρήστου), ο φανερά ταλαιπωρημένος ήρωάς μας, θα δώσει το παρών την πρώτη ημέρα των εξετάσεων. Συνακολούθως, στο τελευταίο μέρος της παράστασης, η διαδικασία της εξέτασης (από τη συμμετοχή μέχρι και την ανακοίνωση του αποτελέσματος), καταλαμβάνει τον περισσότερο θεατρικό χρόνο, χωρίς να είναι αμελητέα η όποια αναφορά γίνεται στην προσπάθεια που καταβάλλει η Τζούντυ να σταθεί στο ύψος των μητρικών της υποχρεώσεων και του Εντ να αποκαταστήσει τη σχέση του με τον υιό του.

Έχοντας κερδίσει, ελάχιστους μήνες πριν από την πρεμιέρα του ‘Ποιος Σκότωσε το Σκύλο τα Μεσάνυχτα’, το σημαντικό βραβείο Δημήτρης Χορν [για την αποκαλυπτική ερμηνεία του ως Γιώργος Γερακάρης στο έργο ‘Στέλλα κοιμήσου’ (2016 – 2020) του Γιάννη Οικονομίδη], ο Γιάννης Νιάρρος καταθέτει μια ακόμη συγκλονιστική ερμηνεία που πιστοποιεί το τεράστιο ταλέντο του. Μάλιστα, δεν είναι καθόλου υπερβολή το να λεχθεί πως εξαιτίας του βαθμού δυσκολίας του ρόλου, αποτελεί μια από τις καλύτερες ανδρικές ερμηνείες των τελευταίων χρόνων. Ο Γιάννης Νιάρρος εμφυσά πνοή σε ένα νεαρό πλάσμα που αντιμετωπίζει αρκετές δυσχέρειες (επικοινωνιακές, συμπεριφοριστικές και αισθητηριακές) και αυτό είναι κάτι που το κατορθώνει διεισδύοντας σε βάθος και κάνοντας κτήμα του τον χαρακτήρα του. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται στη σκηνή (αυτή που στέκεται σοκαρισμένος δίπλα από τον νεκρό σκύλο), μέχρι την τελευταία (εκείνη που ανοίγει με αγωνία τον φάκελο, για να δει τα αποτελέσματα της εξέτασης), ή ακόμη και σε αυτό που λογαριάζεται από την παραγωγή ως υστερόγραφο (ενώ έχει τελειώσει η παράσταση ο Κρίστοφερ επιστρέφει, για να εξηγήσει στο κοινό το πώς απάντησε στην ερώτηση που αφορούσε το μάθημα των μαθηματικών), ο ταλαντούχος ηθοποιός δείχνει πως δεν αρκέστηκε στην επαγγελματική, αλλά εξεζητημένη και στείρα μίμηση. Τόσο σωματικά όσο και λεκτικά, ο χαρακτήρας του Κρίστοφερ καταλήγει να βγαίνει αβίαστα και με φυσικότητα από τον Γιάννη Νιάρρο και αυτό για έναν χαρακτήρα που ως ένα σημείο παρουσιάζει διακριτές διαφοροποιήσεις από τον μέσο όρο, λέει αρκετά. Αναμφίβολα, ο Γιάννης Νιάρρος κλέβει την παράσταση και κερδίζει την καρδιά των θεατών με τον ορθό τρόπο (κατανοώντας τον χαρακτήρα και προβάλλοντας τη μοναδικότητα του), όμως, και άλλοι ηθοποιοί υποδύονται με αξιόλογο τρόπο τους χαρακτήρες τους. Πιο ειδικά, η Μαρία Καλλιμάνη προξενεί συγκίνηση, έτσι καθώς διαβάζει τα γράμματα και ερμηνεύει την Τζούντυ, τη μητέρα του Κρίστοφερ, που δεν άντεξε την περίπτωσή του και εγκατέλειψε την οικογένειά της. Ο Θέμης Πάνου σεγκοντάρει σε αρκετές σκηνές του πρώτου μέρους τον Γιάννη Νιάρρο, δείχνοντας το πόσο δύσκολο είναι για έναν πατέρα να μεγαλώνει έναν γόνο σαν τον Κρίστοφερ που επιπρόσθετα έχει ανάγκη να αισθανθεί εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, όχι μονάχα υποδύεται με επάρκεια την κατάλληλη για υποστήριξη και εκπαίδευση δασκάλα του Κρίστοφερ, αλλά αναλαμβάνει και τον τακτικά παρεμβατικό ρόλο του εξιστορητή. Τέλος, οι Μαρία Κατσανδρή, Θύμιος Κούκιος, Γιώργος Γιαννακάκος, Σπύρος Κυριαζόπουλος, Βάσια Χρήστου, ερμηνεύουν με πειθώ πιο μικρούς ρόλους (περισσότερους του ενός ο καθένας), όπου αν και σχηματικοί, είναι απαραίτητοι για την εξέλιξη του έργου.

Σε μια παράσταση με πλείστες σκηνικές παραλλαγές, η συνεισφορά της χορογράφου Σοφία Μαυραγάνη κρίνεται πολύτιμη, εφόσον καλείται να συντονίσει τους ερμηνευτές (είτε αυτοί παίζουν κάποιον ρόλο είτε απλώς παρίστανται), τόσο σε σχέση με τον κεντρικό ήρωα και τα όσα συμβαίνουν όσο και σε συνάρτηση με τα λευκά κουτιά, τα οποία ανάλογα με το μέρος που λαμβάνει δράση η κάθε σκηνή, ή και το ποια είναι η ψυχική κατάσταση του Κρίστοφερ, αλλάζουν θέση. Η σκηνογράφος Μαγδαληνή Αυγερινού, μέσα από ένα απλό, αλλά εύκολα προσαρμοστικό σκηνικό (για την τροποποίηση του οποίου συμμετέχουν όλοι), επιτυγχάνει να αναδιαμορφώσει τη σκηνή και να ενεργοποιήσει τη φαντασία των θεατών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεταφορά στην κατοικία του Κρίστοφερ, έναν σταθμό τρένου ή και το διάστημα. Ο σχεδιαστής φωτισμών Σάκης Μπιρμπίλης φεγγίζει αυτά τα κουτιά (καθώς και τον πίσω τοίχο ή την οροφή της σκηνής) με LED φωτιστικά, διατρέχοντας μεγάλο μέρος του χρωματικού φάσματος, ενόσω ο συνθέτης Σταύρος Γασπαράτος είναι υπεύθυνος τόσο για την (ηλεκτρονική) μουσική όσο και για τους (φυσικούς ή τεχνητούς) ήχους που ακούγονται.

Share