Μεσοκαλοκαιρο
Έναν χρόνο μετά από το πολύ ισχυρό αποτύπωμα που άφησε στο σινεμά του μεταφυσικού τρόμου, με το συζητημένο και βραβευμένο μεγάλου μεγέθους ντεμπούτο του (‘Η Διαδοχή’, 2018), ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Άρι Άστερ δράττεται της μοναδικής συγκυρίας που του παρουσιάστηκε (όχι συχνά στις μέρες μας, ένας πρωτοεμφανιζόμενος δημιουργός παίρνει την έγκριση για να γυρίσει αμέσως την επόμενη του ταινία και μάλιστα χωρίς καμία ουσιαστική παρέμβαση ή έκπτωση στις αρχικές του προθέσεις) και επιστρέφει σπέρνοντας και πάλι πλείστα ανατριχιάσματα. Επανέρχεται με ένα υποείδος που διαδραματίζεται στην ευρωπαϊκή ύπαιθρο και φέρνει σε πρώτο πλάνο πατροπαράδοτα ήθη, αρχέγονους μύθους, τελετουργικές δοξασίες. Περί του φολκλόρ τρόμου ο λόγος, που έχει συνδεθεί με κλασικές ταινίες σαν το ‘Witchfinder General’ (1968) του Μίχαελ Ριβς και ‘Το Καταραμένο Σκιάχτρο’ (1973) του Ρόμπιν Χάρντι ή και με νεότερες, άξιες προσπάθειες, σαν το ‘Η Μάγισσα’ (2015) του Ρόμπερτ Έγκερς και το ‘Apostle’ (2018) του Γκάρετ Έβανς, που πάντως, έχει μπολιαστεί και από συστατικά που απαντώνται σε φανταστικά αφηγήματα. Βαθύτατα συντετριμμένος από το χωρισμό του με τη φίλη του, πριν από σχεδόν τέσσερα έτη, ο Άρι Άστερ επιθυμούσε να συγγράψει και να σκηνοθετήσει μια στερεότυπη ταινία χωρισμού, όμως η πρόταση που του έκαναν Σουηδοί παραγωγοί που είχαν διαβάσει το πλήρες σενάριο της ‘Διαδοχής’ (πριν σκηνοθετηθεί), για μια ταινία καθαρού φολκλόρ τρόμου, αν και αρχικώς φαινόταν πως δεν ενδιέφερε τον ακόμη μικρομηκά δημιουργό, μετά από περισυλλογή του ερέθισε το μυαλό.
Στη σκέψη πως θα μπορούσε να ενσωματώσει περιφερειακά τη διακοπή μιας σχέσης (που λειτουργεί και σαν προέκταση της δικής του) σε αυτό το ευτελές υποείδος και να προκύψει κάτι που να είναι καθ’ ολοκληρίαν διαφορετικό (και γι’ αυτό ιδιόρρυθμο) και ως ένα βαθμό προσωπικό (και γι’ αυτό απολυτρωτικό), παρουσιάστηκε θετικός. Παρόμοια και οι Σουηδοί παραγωγοί που πρότειναν την ιδέα στον Άρι Άστερ, καθόσον το κεντρικό πλαισίωμα δεν θα απομακρυνόταν από εκείνο που περιμένει να δει κάποιος σε μια ταινία αποκρυφισμού και παγανισμού. Με τα γυρίσματα (προσεγγιστικά) να επιτελούνται τη στιγμή που η ‘Διαδοχή’ πραγματοποιούσε την αρκετά επιτυχή πρεμιέρα της σε κράτη της Ευρώπης και την Αμερική, και την κυκλοφορία της ταινίας να γίνεται δεκατρείς μήνες μετά, το ‘Μεσοκαλόκαιρο’ δεν θα μπορούσε παρά να τεθεί σε ευθεία αναμέτρηση με τον προκάτοχό του. Τοσούτω μάλλον εφόσον εκτός από το είδος του τρόμου που παρά την υποκατηγοριοποίηση λειτουργεί σαν βάση και για τις δύο ταινίες και το κοινό, πολυδιάστατο ύφος του σκηνοθέτη, επανέρχονται έννοιες καθώς είναι, το πεπρωμένο, ο θάνατος, το πένθος, η αποδοχή και η αντικατάσταση.
Εκτίμησή μου πάντως είναι πως το ‘Μεσοκαλόκαιρο’, παρά τον αδικαιολόγητα υπερβολικό διχασμό που προκαλεί σε κριτικούς και κοινό (ευθυνόμενη γι’ αυτό είναι και η ευρηματική, αλλά παραπλανητική καμπάνια που του επιφύλαξε η πάντοτε ασύχαστη κινηματογραφική εταιρεία παραγωγής Α24) είναι πιο ολοκληρωμένο από τη ‘Διαδοχή’ (δίχως, ασφαλώς, κάτι τέτοιο να σημαίνει πως και σε αυτή την περίπτωση δεν συναντώνται ορισμένα διηγηματικά κενά ή πως το φινάλε δεν παραμένει ορθάνοιχτο σε εικασίες και ερμηνείες). Καθώς επίσης, πως καταφέρνει να αποζημιώσει τον θεατή που είναι υποψιασμένος με το διακυμαινόμενο ύφος του σκηνοθέτη και να αιφνιδιάσει ευχάριστα εκείνον που δεν είναι συνηθισμένος με τον φολκλόρ τρόμο. Να προσφέρει, πάνω απ’ όλα, μια κινηματογραφική εμπειρία που είναι παράδοξη και εξεζητημένη, αν όχι ανεπανάληπτη, τόσο που δεν είναι αδόκιμο να ειπωθεί πως ισοδυναμεί με οπτική και ακουστική παραίσθηση. Αναγωγή που διαπιστώνεται από ότι συμβαίνει σε μια αρκετά ηλιοφώτιστη, απομακρυσμένη περιοχή, σαν το χωριό Χάργκα, του γεωγραφικού διαμερίσματος Χάλσινγκλαντ, που διαβιεί μια φαινομενικά άδολη, ειρηνική, και συναισθηματικά διαχυτική κοινότητα ανθρώπων που ακολουθεί ακριβή ήθη και έθιμα. Καθιερωμένους τρόπους ενέργειας και συμπεριφοράς που εκτός του ότι σχετίζονται με την κοινωνική διάρθρωση και λειτουργία, την καλλιέργεια της γης και την εκτροφή των ζώων, ή την προφύλαξη και διάδοση ενός αρχαίου αλφαβητικού συστήματος γραφής, κάτω από την καλά προστατευμένη τους επιφάνεια αποκρύπτουν πληροφορίες που έχουν να κάνουν με το πώς εκφράζεται η αγάπη και η λατρεία τους στις σκανδιναβικές θεότητες που πιστεύουν. Κάθε ενενήντα χρόνια μάλιστα, τούτη η πανίσχυρη αφοσίωσή τους εκδηλώνεται μέσα από ένα σύνολο διφορούμενων ιεροτελεστικών πρακτικών, σε χρονικό διάστημα εννέα ημερών.
Σε τούτο το μέρος, τη συγκεκριμένη περίοδο, λοιπόν, θα παραστεί η φοιτήτρια ψυχολογίας Ντάνι (Φλόρενς Που), μαζί με τον (περίπου τέσσερα χρόνια) φίλο της Κρίστιαν (Τζακ Ρέινορ) και τους συμφοιτητές του στο τμήμα κοινωνικής ανθρωπολογίας, Τζος (Γουίλιαμ Τζάκσον Χάρπερ), Μαρκ (Γουίλ Πούλτερ) και Πελέ (Βίλχεμ Μπλόμγκρεν), όταν ο τελευταίος που αποτελεί άρρηκτο μέλος της κοινότητας τούτης, τους προσκαλέσει. Θα βρεθεί ευκαιριακά, μια και ο σύντροφός της ναι μεν θα της το προτείνει, μα αυτό θα είναι κάτι που θα το κάνει για να καταλαγιάσει την αντίδρασή της που το έμαθε καθυστερημένα και πιστεύοντας πως στην άσχημη ψυχολογική κατάσταση που ευρίσκεται δεν θα έρθει. Έχοντας απολέσει τους γονείς και τη διπολική αδερφή της με φρικτό τρόπο (αλησμόνητη η αναπάντεχη σκηνή που δείχνει το πώς συνέβη αυτό), η Ντάνι, ναι μεν βρίσκεται σε ένα συναισθηματικό στάδιο που συνοδεύεται από ενδότατο πόνο, όμως, προσπαθεί να περιμαζέψει τα συντρίμμιά της και να επιβιώσει – γι’ αυτό και προς σχετική έκπληξη του ίδιου, η πρότασή του θα γίνει δεκτή.
Εκκινώντας την ταινία του με συνταρακτικό τρόπο, σε αυτό που λειτουργεί σαν εισαγωγικό μέρος και ως ένα σημείο ενθυμίζει και την αρχή της ‘Διαδοχής’ (η οικογενειακή απώλεια, τα αρνητικά αισθήματα που προκαλεί και η δυσχερής διαχείρισή τους) , ο Άρι Άστερ ετοιμάζει το έδαφος ύστερα από τους πάρωρους τίτλους έναρξης, για μια περιπλάνηση όπου τίποτα δεν προμηνύει πως για τη συντριπτική πλειονότητα των ταξιδιωτών θα είναι αποτρόπαια η κατάληξη. Δεικνύοντας συνάμα, το πώς ανάμεσα στις βασικές επιρροές του (εκτός από τα αριστουργήματα του υποείδους), είναι και οι κλασικές ταινίες του Γουώλτερ Έλιας Ντίσνεϋ, όχι μόνο επειδή ορισμένες από δαύτες αρχίζουν με μια δυσβάσταχτη τραγωδία (‘Μπάμπι’, 1942), αλλά και γιατί άλλες συμπεριλαμβάνουν ένα ταξίδι παραισθητικό, που συντελεί στον προσδιορισμό του κεντρικού χαρακτήρα (Ή Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων’, 1951). Άμα τη αφίξει του όχι και τόσο ταιριαστού ζευγαριού και των υπολοίπων συνοδοιπόρων άλλωστε, στο χωριό Χάργκα, διαμέσου της προσφοράς μιας ψυχοτρόπου ουσίας από τον αδερφό του Πελέ, Ίνγκεμαρ (Χάμπους Χάλμπεργκ), οι ήρωές μας θα περιέλθουν σε μια κατάσταση που το συναίσθημα της ευδιαθεσίας, η αλλαγή της αντίληψης και η μεταβολή της αίσθησης του χρόνου, έχουν πρωταρχικό λόγο. Καλωσόρισμα που στην περίπτωση της Ντάνι θα έχει και ανεπιθύμητες ενέργειες, όταν την ευφορία ακολουθήσει το ξέσπασμα μιας κρίσης πανικού. Ενός παροξυσμικού επεισοδίου που θα την οδηγήσει σε άτακτη φυγή και συνοδεύεται από εφιαλτικά οράματα σαν και εκείνο της πεθαμένης, επί της ουσίας αυτόχειρα, αδερφής της.
Σαν άλλη Αλίκη, λοιπόν, η Ντάνι που την κατατρύχει το πρόσφατο, επονείδιστο παρελθόν, θα εισχωρήσει σε ένα απέριττο και ειδυλλιακό μέρος όπου κατοικούν άντρες και γυναίκες που προβάλλουν στοιχεία αγνής, ήρεμης, ευγενικής και περιποιητικής συμπεριφοράς (πέρα από τα λευκά ενδύματα που φορούν, οι ίδιες οι εκφράσεις στα πρόσωπά τους και ο τρόπος που απευθύνονται ο ένας στον άλλον, το πιστοποιούν). Ο Άρι Άστερ αφιερώνει χρόνο, για να δείξει τμήμα του περιβάλλοντος τούτου και παραπλανεί δεξιοτεχνικά όσο το κάνει αυτό, μιας και την ακόλουθη ημέρα που αρχίζουν τα τελετουργικά δρώμενα, λαμβάνει μέρος μια Ättestupa. Αριστουργηματικά σκηνοθετημένη η σεκάνς που ξεκινάει από το σημείο που οι ανυποψίαστοι ήρωές μας συγκεντρώνονται με τους κατοίκους του χωριού για να πάρουν το πρωινό τους γεύμα και στην κορυφή του τραπεζιού παρίστανται δύο σεβαστοί υπερήλικες. Δύο 72χρονοι που αγαπιούνται πολύ και έχουν αποφασίσει να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια με το δικό τους, αμφίλεγόμενο για όσους δεν είναι μέλη της κοινότητας, τρόπο από τη ζωή. Ο Άρι Άστερ σοκάρει στη σκηνή που έπεται του προγεύματος και δεικνύει τη μέθοδο τούτη, όχι μονάχα με τη γλαφυρότητα του φρικιαστικού θεάματος ή γιατί καταλαμβάνει εξαπίνης, αλλά και επειδή μέσα από την περίπτωση του πρεσβύτερου άρρενα εντείνει την ανησυχία.
Τόσο που προκαλεί μεγαλύτερη δυσφορία και κάνει περισσότερο επιτακτικό τον κτηνώδη, τραβηγμένο τρόπο με τον οποίο επέρχεται ο λυτρωμός του γεροντότερου. Κατόπιν τούτου, με εξάρχοντες του φίλους που κάλεσε ο Ίνγκεμαρ, δηλαδή την Κόννι (Ελλόρα Τόρτσια) και τον Σάιμον (Άρτσι Μαντέκουέ), οι περισσότεροι από τους φιλοξενούμενους της κοινότητας θα αντιδράσουν. Αν και εξαιρουμένης της Ντάνι, που θα αισθανθεί αποτροπιασμό και θα έχει μια ακόμη κρίση πανικού, κανένας με αντίστοιχο τρόπο. Αρκετά παραπάνω ο Κρίστιαν, που θα προσπαθήσει να δει από ανθρωπολογική μεριά το επίμαχο γεγονός και μάλιστα, θα εμπνευστεί από τούτο και θα θελήσει να εκπονήσει τη διατριβή του (παρά τη δυσαρέσκεια και εξόργιση του Τζος που έχει αποφανθεί το ίδιο). Τόσο στη σκηνή που συναντιέται με την Ντάνι και συζητούν για το σοκαριστικό περιστατικό όσο και σε εκείνη που ξανανταμώνουν, ύστερα από την ανεξήγητη απουσία του Σάιμον (ελάχιστα προτού απέλθει μαζί με την Κόννι από την κοινότητα), διαφαίνεται πως οι δυο τους καταλαβαίνουν με διαφορετικό τρόπο τα πράγματα. Από την άλλη, ο Πελέ που από την πρώτη στιγμή είδε με καλό μάτι τον ερχομό της Ντάνι στην κοινότητα, δεν σταματάει να δείχνει το ενδιαφέρον του (οι εγκάρδιες ευχές που θα της δώσει για τα γενέθλιά της), να την αποπροσανατολίζει (η στοχευμένη αναφορά που θα κάνει για το πως πέθαναν οι γονείς του), ή και να την επηρεάζει (η αρνητική κριτική που θα ασκήσει για τον Κρίστιαν), προκειμένου να πετύχει τους σκοταδερούς σκοπούς του. Αργά και μεθοδικά, τη δική της επιρροή πάντως, προσπαθεί να ασκήσει και η εκθαμβωτικά πεντάμορφη και σεξουαλικά άσπιλη Μάγια (Ιζαμπέλε Γκριλ), που πιθυμεί να ξελογιάσει τον Κρίστιαν, αν και καθώς δεικνύουν και ολίγο νωρίτερα τα εικονογραφημένα εμπετάσματα που κρέμονται στην ύπαιθρο, στο σημείο όπου βρίσκεται φυλακισμένη μια καφέ αρκούδα, τούτη η επίδραση επιτυγχάνεται με ανορθόδοξες παρατυπίες (με μαγγανείες και ξόρκια).
Εκτός από την αριστοτεχνική ταπετσαρία που σχεδίασε ο γραφίστας και εικονογράφος Μου Παν και τοποθετήθηκε στο ξεκίνημα της ταινίας (διακοσμημένη επιφάνεια που συνοψίζει την υπόθεση του ‘Μεσοκαλόκαιρου’) και μερικούς πίνακες στο διαμέρισμα της Ντάνι [σαν και τον ‘Stackars lilla Basse!’ (1912), που σχεδίασε ο ζωγράφος Τζον Μπάουερ], σε πολλούς χώρους της κοινότητας, ο Άρι Άστερ έχει τοποθετήσει πληροφορίες που προικοδοτούν τη συνέχεια (σχέδια που η τεχνική τους παραπέμπει στην ‘Αδελφότητα των Προραφαηλιτών’ ή το ‘Κίνημα της Απόσχισης της Βιέννης’). Φτάνει και ο θεατής να είναι παρατηρητικός και ικανός να κάνει τον εκάστοτε συσχετισμό. Όπως όταν η Ντάνι βλέπει σε τοίχο του κοιτώνα που μένουν, τις φωτογραφίες από γυναίκες που έχουν ανακηρυχθεί ‘Βασίλισσες του Μάη’, ή όταν ο Κρίστιαν προσκαλείται στην οικία της Σιβ (Γκάννελ Φρεντ) και βλέπει σε έναν από τους τοίχους του προθαλάμου, μια ζωγραφιά που εικονίζει μια αρκούδα να κατακαίγεται.
Με τον Μαρκ και τον Τζος να αγνοούνται (έχοντας εξαφανιστεί ο ένας μετά από τον άλλον, όχι και τόσο μυστηριωδώς), τη Ντάνι να εισέρχεται ολοένα και περισσότερο στις συνήθειες της κοινότητας (η συνεισφορά της στην παρασκευή των γλυκισμάτων) και τον Κρίστιαν να απομακρύνεται από αυτή και να βιώνει μια εσωτερική πάλη (έναν αγώνα για να αντιταχθεί στα ερωτικά κελεύσματα της Μάγια), το τελικό μέρος δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινάει με τον πλέον υποσχόμενο τρόπο. Αρκετά περισσότερο από τη στιγμή που λαμβάνει δράση μια ψυχαγωγική σεκάνς σαν και εκείνη του χορού που οδηγεί στην ανακήρυξη της ‘Βασίλισσας του Μάη’. Στηριζόμενος σε ένα μύθευμα που περιγράφεται καλύτερα σε ένα παραδοσιακό τραγούδισμα σα το ‘Hårgalåten’, ο χορός αυτός εντυπωσιάζει (οι διαγωνιζόμενες κινούνται ρυθμικά και κυκλικά, μέχρι εξαντλήσεως), παρότι οι κοπέλες που συμμετέχουν δεν πέφτουν νεκρές, επειδή εξαναγκάστηκαν από ένα πνεύμα να χορέψουν μέχρι θανάτου (σύμφωνα με το λαϊκό μύθο). Ιδιαίτερα μακροσκελής η χορευτική σκηνή και φυσικά ψευδαισθητική (πριν το ξεκίνημα του χορού γίνεται η κατανάλωση ενός ποτού με απροσδιόριστο περιεχόμενο), προσδοκώμενα καταλήγει με τη Ντάνι νικήτρια. Επικράτηση που βέβαια συντροφεύεται με όλες τις δέουσες τιμές (εκτός από τη στέψη με μια λουλουδένια κορόνα, την αναμνηστική φωτογράφιση και το φαγοπότι που ακολουθεί, η Ντάνι θα κληθεί να ευλογήσει τη γη και τα ζώα). Είναι πάντως, στη διάρκεια του γιορταστικού γεύματος, που φαίνεται η δυναμικότητα και η αποφασιστικότητα της ηρωίδας – και παραβάλλεται με την αδυνασία και την ατολμία του Κρίστιαν. Καθώς επίσης, το ότι αρχίζει να αποτελεί μέλος της κοινότητας. Ή μιας άλλης οικογένειας, μιας και τη δική της, όπως είδαμε, υποχρεώθηκε να στερηθεί με βίαιο τρόπο.
Επιπρόσθετα, η αντιδιαστολή της Ντάνι και του Κρίστιαν φτάνει την κορύφωσή της, όταν ο τελευταίος μαστουρωμένος και σαγηνεμένος οδηγείται στο κτίσμα που βρίσκεται ξαπλωτή κατάχαμα και γυμνή η Μάγια. Ο Κρίστιαν θα παραδοθεί στο κάλεσμά της, τη στιγμή που η Ντάνι επιστρέφει από τον αγιασμό της γης και των ζώων. Στη θέα της εν λόγω σκηνής, η νέα ‘Βασίλισσα του Μάη’ θα αποχωρήσει εντελώς καταρρακωμένη, μα θα παρηγορηθεί από τις υπόλοιπες γυναίκες. Τόσο που θα κατορθώσει να εκτονώσει τη θλίψη που κουβαλούσε από την αρχή της ταινίας (ένα ακόμη σημάδι που δείχνει πως είναι μακριά από τον Κρίστιαν και περισσότερο πλησίον στην κοινότητα). Ντροπιασμένος ο Κρίστιαν (σε αυτό συνηγορεί και η γύμνιά του), θα βγει και θα περιπλανηθεί, μέχρι να πέσει στα χέρια των ανδρών. Και έτσι να έχει τη φροντίδα που έχει προβλεφθεί, για την επόμενη, τελική πράξη. Και έχει ενδιαφέρον, γιατί τη μοίρα του η ίδια η Ντάνι θα την αποφασίσει, σε ένα τελείωμα που όπως προστάζει στο σινεμά του φολκλόρ τρόμου, δεν θα μπορούσε παρά να καταλήγει με ανθρωποθυσίες, όμως επειδή μιλάμε και για παραμύθι, διαθέτει και ικανοποιητικό για την ηρωίδα φινάλε.
Η συνεχόμενα εξελισσόμενη Φλόρενς Που κατορθώνει να δείξει με μέτρο και συγκράτηση το πώς ένα πλάσμα που προσπαθεί να χειριστεί μια ακρότατη συναισθηματική κατάσταση (που εμπεριέχει άφθονη στεναχώρια, σύγχυση και φόβο), προοδευτικά μεταμορφώνεται σε κάποια που καταφέρνει να ελέγξει τις αδυναμίες της, να εξωτερικεύσει τον οδυρμό της και να ανεξαρτητοποιηθεί από τον όχι ιδανικό και πιστό φίλο της (ερμηνευμένος καλά από τον Τζακ Ρέινορ). Να γίνει μια προσωπικότητα ανθεκτική σαν τη ‘Βασίλισσα του Μάη’, ικανή να λάβει κρίσιμες αποφάσεις, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν. Η Φλόρενς Που ηγείται ενός συνόλου ερμηνευτών, όπου εκτός από Αμερικανούς συναποτελείται και από Σουηδούς. Με κάποιους από τους τελευταίους, αν και σε μικρότερους ρόλους, να ξεχωρίζουν περισσότερο από τους Αμερικανούς συναδέλφους τους (λόγου χάριν, η Γκάννελ Φρεντ στον ρόλο της Σιβ και ο Ματς Μπλόμγκρεν σε αυτόν του Οντ). Από κει και πέρα, παρότι η ταινία πέρα από τη Γιούτα των Η.Π.Α. υποτίθεται πως εξελίσσεται στο Χάλσινγκλαντ της Σουηδίας, εντούτοις, τα γυρίσματα έγιναν στην ύπαιθρο της Ουγγαρίας. Επιλογή που δεν εμπόδισε τον πρωτάρη στο σχεδιασμό της παραγωγής Χένρικ Σβένσον, να προσομοιάσει με τη δική του μέθοδο τα επτά αγροτόσπιτα, που από το 2012 έχουν μπει στον κατάλογο της Ουνέσκο με τα μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Επιστρατεύοντας συγκεκριμένα στοιχεία από αυτά και συνδιαλέγοντας τα με έτερα (τα δύο χρώματα της σουηδικής σημαίας, η οργάνωση μιας αποικίας μελισσών, η φιλοσοφική θεωρία του ανθρωποσοφισμού), ο Χένρικ Σβένσον, μαζί με τους συνεργάτες του στη σκηνογραφία και τη διακόσμηση, κατάφερε να δημιουργήσει μια κοινότητα σαν και αυτή των Χάργκα. Μια περιοχή που κυριαρχεί το πράσινο και μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την ακτινωτή είσοδο, τη στρογγυλή εξέδρα, μια υπαίθρια τραπεζαρία και ένα λουλουδιασμένο γαϊτανάκι. Μα και το κεκλιμένο, χωρίς παράθυρα σπίτι της Σιβ, τον διακοσμημένο με περίτεχνες ταπετσαρίες κοιτώνα, τον περίκλειστο χώρο που φυλάσσεται η Γραφή των Χάργκα και έναν κατακίτρινο, τριγωνικό ναό, που γίνεται παρανάλωμα πυρός.
Κάθε λιγότερο ή περισσότερο οικοδομημένο σημείο στο ‘Μεσοκαλόκαιρο’ έχει τον ρόλο και τον συμβολισμό του (τα υλικά, τα χρώματα και τα σχήματα έχουν χρησιμοποιηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμβαίνει τούτο), καθώς και τα τόσο χαρακτηριστικά ρούχα που φορούν οι κάτοικοι της Χάργκα. Λειτουργώντας σαν προέκταμα των ταπετσαριών, η ενδυματολόγος Αντρέα Φλετς αξιοποίησε το φαντασιακό της και εμπλούτισε με κάθε λογής διασκοσμητικά σχέδια, τα ενδύματα τούτα. Ρούχα χειροποίητα και κωδικοποιημένα, που λένε την ιστορία των χαρακτήρων. Όπως τα γαλάζια και χρυσά κοστούμια που φοράνε οι πρεσβύτεροι, ή και το αποτελούμενο από χιλιάδες πολύχρωμα άνθη που φοράει η Ντάνι, στο τέλος της ταινίας. Είναι πάντως, οι θαυμάσιες, εναέριες ή επίγειες, συμμετρικές λήψεις, που επιτυγχάνουν να συλλάβουν και να διευρύνουν τη σημασία των συμβολισμών αυτών και αυτό ως ένα βαθμό οφείλεται στον Άρι Άστερ, μιας και ο διευθυντής φωτογραφίας περισσότερο φρόντισε τους φωτισμούς και την εικόνα. Ο Πάβελ Πογκορζέλσκι είχε δύσκολο έργο, αφού το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται την ημέρα. Χάρη στις ικανότητές του όμως, και με τη χρήση μιας κάμερας σαν τη Panavision Millennium DXL2 και των φακών The Primo Artiste, αν και φλέρταρε με την υπερέκθεση και τα όρια της κακογουστιάς, γεγονός είναι πως κατόρθωσε να δαμάσει το φυσικό φως και να ποιήσει έναν τεχνικολόρ, παραμυθένιο εφιάλτη, που δεν έχει προηγούμενο. Κλείνοντας, ο συνθέτης και παραγωγός Μπόμπι Κρλικ, γνώριμος και ως The Haxan Cloak, δημιουργεί ένα εξαιρετικό σάουντρακ που μετουσιώνει με εμπνευσμένο, απρόσμενο και σε σημεία τρομαχτικό τρόπο, την οικογενειακή απώλεια και τον συντροφικό χωρισμό, αλλά προπαντός, τον πνευματικό και ψυχικό κόσμο της κοινότητας των Χάργκα.