Η Αποφοιτηση
Το 2007, ένας Ρουμάνος σκηνοθέτης, θα συνέβαλλε όσο κανένας άλλος συντοπίτης του στο να βάλει το σινεμά της πατρίδας του σε περίοπτο σημείο στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη. Είχε προηγηθεί ο κοινωνικός ρεαλισμός της ‘Οδύσσειας του Κύριου Λαζαρέσκου’ του Κρίστι Πούιου, το 2005 και η πολιτική κωμωδία ’12:08, Ανατολικά του Βουκουρεστίου’ του Κορνέλιου Πορουμπόιου, το 2006. Τη δυνατότητα, όμως, θα την προσέφερε μια από τις πιο συνταρακτικές, απέριττες και στηλιτευτικές κινηματογραφικές δημιουργίες του 21ου αιώνα. Το ‘4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες‘ του Κριστιάν Μουντζίου θα έκανε την πρεμιέρα του στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του 60ου Φεστιβάλ των Καννών, θα μάζευε διθυραμβικές κριτικές και στο κλείσιμο θα κατακτούσε έναν από τους δικαιότερους Χρυσούς Φοίνικες στη μακρόχρονη ιστορία του θεσμού. Πολλές ακόμη, αξιόλογες ταινίες, θα ακολουθούσαν από δημιουργούς με εναργή σκηνοθετική και ιδεολογική τοποθέτηση (διακρίνεται, το σατιρικό, ‘Αστυνομία, Ταυτότητα’ του Κορνέλιου Πορουμπόιου, το 2009 και το σφριγηλό, κοινωνικό δράμα, ‘Οικογενειακή Υπόθεση’ του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ, το 2013). Ταυτόχρονα, στο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο ταινιών, θα παρεμβαλλόταν άλλη μια, σφοδρή κινηματογραφική εμπειρία από τον Κριστιάν Μουντζίου (‘Πίσω από τους Λόφους‘, το 2012), έστω κι αν αυτή τη φορά, παρουσιαζόταν περισσότερο ανοικονόμητος (δεν λειτουργούσαν το ίδιο καλά και αποτελεσματικά και τα 150 λεπτά της συνολικής διάρκειας). Τέσσερα χρόνια μετά, πάντως, ο Κρίστιαν Μουτζίου επιστρέφει και παρόλο που δεν καταφέρνει να ξεπεράσει κάποια από τις προηγούμενες του δημιουργίες, καταθέτει άλλη μια ταινία, που κατακρίνει με τεταμένο, διεισδυτικό και δριμύτατο τρόπο, τα κακώς κείμενα της απογοητευμένης, προσκολλημένης, και διεφθαρμένης ρουμανικής κοινωνίας της επονομαζόμενης, μετά Τσαουσέσκου εποχής.
Τοποθετημένο σε κάποια μικρή επαρχιακή πόλη στη βραχώδη περιοχή της Τρανσυλβανίας, το νέο κινηματογραφικό πόνημα του διακεκριμένου σκηνοθέτη, έχει στον πυρήνα του μια τριμελής οικογένεια και όπως συμβαίνει συχνότατα στις ταινίες του Κριστιάν Μουτζίου (και των λοιπών εκπροσώπων του ρουμάνικου νέου κύματος), το σύνολο των θεσμοθετημένων κανόνων ενός παγιωμένου γραφειοκρατικού συστήματος δοκιμάζεται συθέμελα, για ακόμη μια φορά, οδηγώντας στα άκρα χαρακτήρες, που είναι λιγότερο ή όπως στην περίπτωση της οικογένειας αυτής, περισσότερο ηθικοί. Ένα ανυπολόγιστο συμβάν, καθώς και η φιλοδοξία ή η ματαιοδοξία του καθενός, θα είναι αρκετά για να ενεργοποιήσουν το κέντρο εκείνο που λαμβάνει τις πιο καίριες αποφάσεις, αλλά και να οδηγήσουν στη σύγκρουση των επιθυμιών μιας νεότερης και πιο ελεύθερης γενιάς με τις ματαιώσεις ή και διαψεύσεις της παλιότερης.
Η Ελίζα (Μαρία Βικτόρια Ντράγκους) επρόκειτο να δώσει τις τελευταίες της εξετάσεις, λίγο πριν αποφοιτήσει. Η παρουσία της, τη σχολική χρονιά που πέρασε ήταν τέτοια (μέσος όρος 9.5 με άριστα το 10), που της επιτρέπει να διεκδικεί με υψηλές αξιώσεις μια υποτροφία για να σπουδάσει ψυχολογία στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Προαπαιτείται, όμως, να γράψει πολύ καλά και στις τελικές εξετάσεις για να μην απολέσει την εκπαιδευτική δαπάνη που της υπόσχεται ένα από τα καλύτερα ιδρύματα στον κόσμο. Ο ιδεαλιστής Ρομέο (Αντριάν Τιτένι), γιατρός στο τοπικό νοσοκομείο ο ίδιος, έχει προσφέρει τα άπαντα στη μονάκριβη του κόρη, για να φτάσει στο σημείο να επιδιώκει τούτο το τόσο ικανοποιητικό επίπεδο σπουδών και αυτό είναι κάτι που γίνεται ευθύς αμέσως αντιληπτό. Καθώς και το γεγονός, πως δεν διάγει τις καλύτερες ημέρες του έγγαμου βίου του. Παντρεμένος με τη Μάγκτα (Λία Μπούγκναρ), δείχνει πως βρίσκεται σε έναν γάμο που από καιρό έχει αδρανοποιηθεί, όπως ακριβώς και τα όνειρα ή οι προσδοκίες που έτρεφαν για τη μετακομμουνιστική πορεία αυτής της χώρας. Αν και έχουν φτάσει στο οριακό σημείο, όπου ο ένας ζει εις βάρος της ζωής του άλλου, μαζί προσβλέπουν στο μέλλον της κόρης τους. Θαρρείς, πως αυτό είναι από μόνο του αρκετό για να σώσει την εικόνα του βαλτωμένου γάμου τους ή τα προσχήματα από την αποτυχία τους να δημιουργήσουν ένα καλύτερο, υγιέστερο και πιο αμοιβαίο περιβάλλον για τη νέα γενιά.
Την κατάσταση, στη φιλήσυχη και φτωχική γειτονιά με τα τσιμεντοποιημένα οικοδομήματα, όπου διαμένουν πάντως, θα μεταβάλει το σπάσιμο ενός εκ των παραθύρων της κατοικίας, που περισσότερο προειδοποιητικά λειτουργεί για ότι θα ακολουθήσει και αφυπνιστικά για τον εφησυχασμένο πρωταγωνιστή της ταινίας, παρότι ως καθεαυτός, εξωτερικός κίνδυνος που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, άλλωστε, τις περισσότερες φορές, παρευρίσκεται στο εσωτερικό και πηγάζει από τον φόβο των ηθικών επιλογών που καλείται κάποιος να πάρει, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν, ενόσω τα τούβλα που επιρρίπτονται παραπέμπουν στη βαθμιαία αποδόμηση της ενότητας της οικογενείας ή τη σαθρότητα των θεμελίων της κοινωνίας, όπου και αποτελούν σκέλος της. Γι’ αυτό και ο Κρίστιαν Μουτζίου, συνετά αποφεύγει να δώσει εξηγήσεις για το συμβάν, όσο και αν αυτό θα επαναληφθεί και άλλες φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας. Αυτό που προηγείται είναι το πώς, η αποτρόπαια επίθεση ενός αγνώστου στη θυγατέρα του γιατρού, δύναται να επηρεάσει τη ψυχοσύνθεση της κοπέλας, παραμονές των εξετάσεων, και το αποτέλεσμα των τελευταίων, την κρίση ενός φαινομενικά ανεπίληπτου πατέρα. Αυτό που θα εκδηλωθεί, δεν θα έχει προηγούμενο και ο Κριστιάν Μουτζίου, που ξέρει πώς να σκηνοθετεί καταστάσεις τόσο οριακές όσο είναι αυτή, οπτικοποιεί τα διλήμματα που ανακύπτουν με προσοχή στη λεπτομέρεια και άηχη ένταση.
Με την κάμερα τρεμάμενη (στις σκηνές που περιέχουν κίνηση) ή σταθερή (όταν λαμβάνουν μέρος τα περίφημα διαλογικά μέρη), παρακολουθεί με αμέριστο ενδιαφέρον και διακριτικό πλην όμως, ενδοσκοπικό τρόπο, τη σταδιακή κάθοδο του πρωταγωνιστή στον κυκεώνα των προσωπικών του αβεβαιοτήτων. Είναι τόσο σημαντικό το διακύβευμα (εάν αποτύχει η κόρη του στις εξετάσεις, θα πάνε χαμένες όλες οι θυσίες, ενώ θα είναι σαν να έχει αποτύχει και ο ίδιος για δεύτερη φορά στον βίο του), που ο ίδιος παραφέρεται. Το άγγελμα της απόπειρας βιασμού της κόρης του, όσο απαίσιο και σοκαριστικό και αν είναι, δεν θα είναι επαρκές για να κατευνάσει τούτες τις βλέψεις, πόσο μάλλον, όταν το αδίκημα έμεινε στην προσπάθεια (ενδεικτική, η σκηνή με τον κλειδαρά, όπου ο πατέρας υποβαθμίζει το γεγονός). Μπορεί να είναι στο πλευρό της Ελίζα και να της δίνει κουράγιο, στο τέλος όμως, και παρά την κάκιστη ψυχική και σωματική κατάσταση που βρίσκεται η ίδια θα την παροτρύνει να τα ξεχάσει όλα και να επικεντρωθεί στον στόχο της. Σαν να μην έφτανε το δυνατό σοκ από την επίθεση που δέχθηκε απρόκλητα η ίδια, έχει να αντιμετωπίσει και την ολοένα και περισσότερο αφόρητη πίεση που της ασκεί ο πατέρας της. Όπως είναι αναμενόμενο, την επόμενη ημέρα, ενώ θα συμμετάσχει στο πρώτο μέρος των εξετάσεων, δεν θα καταφέρει να διακριθεί (σύμφωνα με τους πρόχειρους υπολογισμούς, θα γράψει ένα 8, τη στιγμή που χρειάζεται περίπου άριστα για να αποκτήσει την πολυπόθητη και πολυσυζητημένη υποτροφία). Από το σημείο αυτό, ο Ρομέο θα προτιμήσει να ακολουθήσει ένα ιδιαιτέρως, δύσβατο και απρόβλεπτο μονοπάτι, που βασικό στόχο θα έχει να αποτρέψει τη διαφαινόμενη, αρνητική, βαθμολογική έκβαση.
Το τι θα χρειαστεί να κάνει για να το πραγματοποιήσει αυτό, είναι κάτι που αποκαλύπτεται σε διαδοχικές φάσεις και όσο η Ελίζα δείχνει να απομακρύνεται από τον πρότερο της σκοπό (από ένα σημείο και έπειτα, ως αντίδραση στην αλαζονική και καταπιεστική συμπεριφορά του πατέρα της). Το σίγουρο είναι πάντως, πως θα χρειαστεί να υπερβεί τους αρχικούς του ενδοιασμούς και να ακολουθήσει τον ανταλλακτικό τρόπο με τον οποίο λειτουργεί υπόγεια, η κρατική μηχανή της Ρουμανίας. Μην έχοντας άλλη νόμιμη επιλογή, ο Ρομέο, θα δεχθεί να τοποθετήσει ψηλότερα στην λίστα αναμονής των νεφροπαθών το όνομα του Αντιδημάρχου Μπουλάι και αυτός με την σειρά του να μιλήσει με τον Πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια εξέλιξη, δεν θα έπρεπε να προκαλεί ουδεμία εντύπωση σε μια βαλκανική περιοχή (το ελληνικό κοινό θα αισθανθεί τρομακτική οικειότητα με όλα όσα συμβαίνουν) προξενεί όμως, γιατί από την έναρξη της ταινίας, ο Ρομέο, παρουσιάζεται από τον σκηνοθέτη σαν παράδειγμα προς μίμηση: είναι από τους ελάχιστους γιατρούς που δεν έχουν δεχθεί να πάρουν φακελάκι, ενώ έχει μεγαλώσει με ζηλευτές αρχές και την κόρη του.
Αρχές, οι οποίες, μέσα από αυτή την ανεπιθύμητη εξέλιξη των πραγμάτων θα δοκιμάσουν τους δύο βασικούς χαρακτήρες της ταινίας με πολυποίκιλους τρόπους. Σε ένα αφοπλιστικό, στατικό στιγμιότυπο, από εκείνα που χαρακτηρίζουν όλο το έργο του σπουδαίου σκηνοθέτη και κλιμακώνουν τη δράση, πατέρας και κόρη, θα βρεθούν να συνομιλούν αντικριστά, μια βραδιά πριν από την επόμενη και απολύτως κρίσιμη εξέταση. Θολωμένος και εξαρτημένος, καθώς είναι, ο Ρομέο, θα αποκαλύψει το αναξιοπρεπές πλάνο του και η ανύποπτη κόρη, θα τρομάξει στην πρόταση που θα της κάνει. Όχι τόσο για την καθεαυτή ιδέα, όσο διότι για μια στιγμή θα κατακρημνιστεί, ο υποδειγματικός, ονειρόπλαστος κόσμος, μέσα στον οποίο την είχε διαπαιδαγωγήσει. Ότι είχε διδαχθεί, όλα αυτά τα χρόνια, εν μια νυκτί θα αναιρεθεί και ο πατέρας της αδυνατώντας να δει την αλήθεια και να ξεχωρίσει το σωστό από το σφάλμα, θα προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσει και να εκλογικεύσει την παράτυπη πρόταση του. Κατά μια ερμηνεία, μια δεύτερη απόπειρα βιασμού λαμβάνει δράση επί της οθόνης, μόνο που αυτή τη φορά, προέρχεται από τον πατέρα και εκτυλίσσεται, όχι σε κάποιο αφιλόξενο στενό του δρόμου, αλλά στο τελευταίο, ασφαλές, οχυρωμένο σημείο (οικογενειακή εστία). Η Ελίζα, φυσικά, δεν θα επιδεχθεί αδιαμαρτύρητα αυτή την προτροπή, μα θα αντιδράσει με τον δικό της τρόπο. Η απαράδεκτη πράξη του πατέρα, θα κλονίσει την εμπιστοσύνη της και θα την κάνει να αναλογιστεί για πρώτη φορά, το δικό της μερίδιο σε αυτή την κατάσταση. Η απόφαση που θα πάρει, πάντως, θα παραμείνει αποσιωπημένη μέχρι το τέλος της ταινίας, και ο Κριστιάν Μουτζίου, που γνωρίζει πως να την προστατεύσει, βρίσκει συνεχώς τρόπους για να παραπλανήσει τον θεατή: στην τελευταία εξέταση, δεν θα φανεί αν συμμετείχε, ενώ ακόμα και όταν αναφέρει το πως έγραψε στα μαθήματα, δεν αποσαφηνίζεται το πόσο καλά είναι τούτο, πόσο μάλλον, εάν τελικώς υπέκυψε στην ανήθικη παρότρυνση του πατέρα της.
Εκείνος, πάντως, που έχει να διανύσει μεγαλύτερη απόσταση και να αναθεωρήσει όλα όσα υποτίθεται πως εκπροσωπεί, δεν είναι άλλος από τον αποπροσανατολισμένο γονέα. Σε δύο αντιπροσωπευτικές στιγμές, ο Κριστιάν Μουντζίου θα παρεισδύσει στην άβυσσο της ψυχής του ήρωα και θα επιχειρήσει να ερμηνεύσει το τι μπορεί να κρύβει αυτή, στις πιο σκοτεινές της εκφάνσεις. Στη μια περίπτωση θα ανακαλύψει ένα πιο ανθρώπινο προσωπείο (η σκηνή που σπαράζει μέσα στις φυλλωσιές στα κλάματα) και στην άλλη έναν θαρραλέο άνδρα, που όμως, στο τέλος θα λυγίσει κάτω από τον παράλογο φόβο του (η σεκάνς που κυνηγάει έναν εγκληματία, θεωρώντας τον υπαίτιο για την απόπειρα σεξουαλικής κακοποίησης της κόρης του). ‘Η μήπως, τελικά, το τελευταίο περιστατικό είναι δημιούργημα της φαντασίας του και ο μόνος άνθρωπος που διώκει ή προσπαθεί να ξεφύγει είναι ο ίδιος, ο επαίσχυντος εαυτός;
Έχοντας στο μεταξύ αποκτήσει απόλυτη επίγνωση των συνεπειών των ενεργειών του (δύο εισαγγελείς θα φροντίσουν γι’ αυτό), στο τέλος, θα βρει τον τρόπο να ακολουθήσει και πάλι τον αξιακό κώδικα στον οποίο ήταν μαθημένος (θα συνδράμει και η πολύ πιο έντιμη στάση της Ελίζα σε αυτό). Προηγουμένως όμως, θα έχει προδώσει τις παγιωμένες πεποιθήσεις και προπαντός, τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε τη θυγατέρα του. Δεν είναι ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι κακός και επιδιώκει την παραπλάνηση του δημόσιου συμφέροντος, τουναντίον, είναι ότι κάτω από την επιφόρτιση ενός αλόγιστου παράγοντα, θα συμπεριφερθεί με τρόπο επίμεμπτο. Θα θυσιαστεί, κατά κάποιο τρόπο, για να έχει το παιδί του, το καλύτερο δυνατό μέλλον. Αυτό που διαφαίνεται να παραγνωρίζει όμως, είναι πως οι πράξεις του επηρεάζουν απευθείας τον οικογενειακό του περίγυρο, πολύ περισσότερο, όταν ζητούν και από την ίδια την κόρη του να εμπλακεί με τον τρόπο που θα της υποδείξει. Εν τούτοις, τ’ ότι ο άνθρωπος αυτός, προβάλλει (ή επιβάλλει με πλάγιο τρόπο) στην Ελίζα, τη σταδιοδρομία που θα ήθελε να έχει ο ίδιος (δεν είναι λίγα τα στιγμιότυπα που μαρτυρούν το πόσο έχει μετανιώσει που έμεινε στη Ρουμανία), καταλήγει να είναι πολύ πιο σοβαρό ατόπημα, τη στιγμή δε μάλιστα, που η Ελίζα, δείχνει να διαφοροποιείται – απομακρύνεται από την επιρροή και την πεθυμιά του πατέρα σε κάθε της επιλογή. Συνακόλουθα, η ‘Αποφοίτηση‘ αφορά πολύ περισσότερα, απ’ όσα εκ πρώτης όψεως, αφήνεται να εννοηθεί. Δεν είναι μόνο μια ταινία, που δοκιμάζει τη χρηστότητα και την τιμιότητα των ηρώων της ή που ασκεί κριτική στον παραλογισμό που διατρέχει τις κύριες δομές και την οργάνωση της χώρας, αλλά και ένα έργο που συναντάται στο μεταβατικό εκείνο στάδιο, όπου μια μέλλουσα γενιά προετοιμάζεται (με αμφιλεγόμενα εφόδια) για να διαδεχθεί σε βάθος χρόνου, την προηγούμενη. Γι’ αυτό και η αποπεράτωση των σπουδών, κάτω από τόσο απροσδόκητες συνθήκες, δύναται να δώσει ένα μάθημα στην ηρωίδα, το οποίο ναι μεν είναι καταπονητικό, είναι όμως και πιο πολύτιμο και ουσιαστικό.
Στο αδιέξοδο, ελλιπές και ανελαστικό (κληροδοτούμενο από το κομμουνιστικό παρελθόν), περιβάλλον της Ρουμανίας, απλά και αυτονόητα πράγματα είναι δύσκολο να εφαρμοστούν και να λειτουργήσουν με μέθοδο που δεν οδηγεί στην παρανομία (η εξαγορά συναποτελεί ένα αναγνωρίσιμο φαινόμενο). Γνώριμη και ανεξάντλητη προβληματική για τον ρουμανικό κινηματογράφο, η οποία έχει προσφέρει, ουκ ολίγες εξαίρετες ταινίες τα τελευταία χρόνια. Αντίστοιχα αναγνωρίσιμη είναι όμως και η θεματική που έχει να κάνει με το πως χειρίζονται την κληρονομιά αυτή, οι νεότεροι. Όσον αφορά το τελευταίο, μέσα από έναν σφιχτοδεμένο και πολυδιάστατο, σεναριακό καμβά, ‘Η Αποφοίτηση’, παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο παιδαγωγείται τούτη η γενιά, είτε για να παραμείνει στην πατρίδα είτε για να αποχωρήσει.
Δεν είναι μονάχα η περίπτωση της Ελίζα, άλλωστε, αλλά και εκείνη του φίλου της Μάριους, που στο αθλητικό σχολείο που πηγαίνει δεν χρειάζεται να διαβάσει ή και αυτή του γιου της Σάντρα, που για να γίνει αποδεκτός σε ένα αγγλομαθές ίδρυμα θα πρέπει να προπληρώσει. Όλες αυτές οι συνιστώσες, αναδεικνύονται από τον Κριστιάν Μουντζίου, προβάλλοντας μια χώρα που προσπαθεί ανεπιτυχώς (και ανεπαρκώς) να αλλάξει τα πράγματα. Αλληλένδετες και αντιτιθέμενες καταστάσεις που υποστηρίζονται και από τις επαρκέστατες ερμηνείες των ηθοποιών. Σκηνοθέτης, ο οποίος, γνωρίζει πολύ καλά, πως να προσεγγίζει την αλήθεια που κρύβουν μέσα τους οι ηθοποιοί, δίνει την ευκαιρία σε όλους, μα ιδίως, στον Αντριάν Τιτένι (ο ιδεολόγος Ρομέο, που από θύμα θα γίνει θύτης), τη Μαρία Βικτόρια Ντράγκους (η αγνή Ελίζα, που μέσα από τη διαδικασία θα ενηλικιωθεί)και τη Λία Μπούγκναρ (η καταθλιπτική Μάγκτα, που ο λόγος της θα εισακουστεί, μόνο προς το τελείωμα), να δώσουν πραγματική υπόσταση στους χαρακτήρες τους. Δίχως ανώφελες εξάρσεις και εξεζητημένες φιοριτούρες, παρά μόνο με ανυπόκριτη ειλικρίνεια, συνεισφέρουν και αυτοί στο συνολικό αποτέλεσμα. Αναλυτικότερα, η Μαρία Βικτόρια Ντράγκους, εμφυσά ζωή στη νεαρή Ελίζα μέσα από μια ολιγομίλητη και συγκρατημένη ερμηνεία. Τις λίγες στιγμές, που θα επικοινωνήσει θα είναι για να νουθετήσει τον πατέρα της (όσον αφορά το ζήτημα του γάμου ή και την παρατυπία). Πειθήνια στην έναρξη της ταινίας, σιγά σιγά, θα αρχίσει να χαράζει τον δικό της δρόμο και να εφαρμόζει τα διδάγματα που έχει λάβει, παρά την ανησυχητική μεταλλαγή του πατέρα. Κλέβει την παράσταση, στη σκηνή που ο αξιολύπητος γονέας, τη συμβουλεύει να διαπράξει κάτι ανήκουστο και εκείνη συνειδητοποιεί αυτό που της ζητάει, όπως και σε αυτή, λίγο πριν το φινάλε, που στην ουσία κλείνει το μάτι στον θεατή, για το τι θα μπορούσε να έχει πράξει κατά την εξεταστική διαδικασία. Όσον αφορά τη μητέρα της, η Λία Μπούγκναρ, τονίζει τον δευτερεύοντα και ως ένα σημείο διακοσμητικό χαρακτήρα της ηρωίδας (ο μέσος ρόλος της γυναίκας στη κοινωνία της Ρουμανίας;). Παρόλο που βρίσκεται στο ίδιο ερμηνευτικό τέμπο, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, καταφέρνει να μεταδώσει την απογοήτευση και την πικρία, μιας γυναίκας που εξαπατήθηκε, όχι μόνο από την κοινωνία, αλλά και από τον σύζυγο της.
Η ταινία, πάντως, φαίνεται να ανήκει δικαιωματικά στον αληθοφανή τρόπο με τον οποίο, ο Αντριάν Τιτένι μεταμορφώνει έναν άψογο χαρακτήρα σε κάποιον που επισύρει κριτική και αμφισβήτηση. Στα επιδέξια του χέρια, ο Ρομέο, είναι αυτός ο άνθρωπος, που ναι μεν πείθει για το πόσο ευυπόληπτος και συνεπής είναι, στην πορεία όμως, προξενεί σύγχυση, όχι μόνο για τη θεοσκότεινη διέλευση που καλείται να ακολουθήσει, αλλά και για την αγνότητα των ατομικών κινήτρων. Ο ανυποχώρητος εγωισμός και η αταλάντευτη (αρρωστημένη) εμμονή με την προπτυχιακή υποτροφία της Ελίζα, προσωποποιούνται με την καλύτερο μέθοδο, ενώ όσες φορές χάνει τον έλεγχο, είναι επειδή ο ήρωας του έχει υπερβεί τα όρια, που έχει θέσει στον εαυτό του. Θα είναι όμως και γιατί δεν μπορεί να αποδεχθεί, πως η δική του κόρη έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε να μπορεί να πάρει κάποιες αποφάσεις μόνη της (οι ενδοιασμοί του δεν αφορούν μόνο τις σπουδές, μα επεκτείνονται και στο κοινωνικό της περιβάλλον). Χωρίς να χάνει το μέτρο (ακόμη και στις πιο εκκωφαντικές στιγμές), ο Αντριάν Τιτένι, επιτυγχάνει να ξεχωρίσει και να αναγάγει τον ήρωα που υποδύεται σε κάτι που διαπερνά τις διαστάσεις της κινηματογραφικής οθόνης και αγγίζει τη σφαίρα του συμβολιστικού (στο πρόσωπο του πρεσβεύεται τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον της χώρας). Κατά κύριο λόγο, όμως, αυτό που κατορθώνει, ο Αντριάν Τιτένι είναι να εισάγει στη θέση του χαρακτήρα που υποδύεται, το κοινό: μέσα από την αμφιταλαντευόμενη ερμηνεία, τα διλλήματα που τίθενται, όπως και τα ερωτήματα που ανακύπτουν, καταλήγουν να ενδιαφέρουν – προβληματίζουν και το ίδιο.