Μισαλλοδοξια

Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα βωβή, σκηνική ανάγνωση ενός εκ των τεσσάρων κεφαλαίων της μεγαλομανούς κινηματογραφικής ‘Μισαλλοδοξίας‘ (1916) του Ντέιβιντ Ουόρκ Γκρίφιθ επιφύλαξε η φερέλπιδα σκηνοθέτιδα, Ιώ Βουλγαράκη. Αξιοποιώντας ευρηματικά ολόκληρη την έκταση της εντυπωσιακής, Κεντρικής Σκηνής της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών μπόρεσε να αποτιμήσει έναν δικό της φόρο τιμής σε μια μεταβατική περίοδο, περισσότερο σκοτεινή παρά ρομαντική, που υποτίθεται πως έχει περάσει ανεπιστρεπτί αλλά οι τόσο διαβρωμένες της αξίες εξακολουθούν να διαποτίζουν και την εποχή της πνευματικής αδρανοποίησης, της ψηφιακής διαπόμπευσης και του αριθμητικού δόγματος ενός απάνθρωπου ανταγωνισμού. Κι αν σε κάποια σημεία το σιωπηλό αφήγημα πλατειάζει χωρίς να κορυφώνεται και μερικές σκηνές είναι περισσότερο μελιστάλαχτες παραμένοντας στη συναισθηματική πλευρά των πραγμάτων, ένας ικανός, καλοκουρδισμένος θίασος, η ζωντανή επιτέλεση της μουσικής, οι εύστοχοι φωτισμοί και μια καταπληκτική δουλειά στη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, βρίσκονται εκεί για να κρατήσουν αμείωτη την προσοχή των θεατών και να τοποθετήσουν τη θεατρική τέχνη στα περίχωρα μιας άλλης, απαιτητικής (και απολεσθέντας) τέχνης, αυτής του βωβού κινηματογράφου, που όχι μόνο αποτελεί αντικείμενο εκπαίδευσης και έκδηλου θαυμασμού, αλλά μπορεί, όπως στη προκειμένη περίπτωση, να δημιουργήσει ένα θεατρικό αποτέλεσμα που όσο αναχρονιστικό κι αν φαίνεται αναντίρρητα δείχνει χάρμα οφθαλμών.

Η ταλαντούχα Ιώ Βουλγαράκη, λοιπόν, στο πιο απαιτητικό βήμα της καριέρας της εμπνέεται και διασκευάζει με θεατρικούς κανόνες τη ‘Μισαλλοδοξία’. Ένα από εκείνα τα ρηξικέλευθα έργα που μπόρεσαν να διανοίξουν νέους ορίζοντες παραγωγής και εξιστόρησης στην τέχνη του κινηματογράφου. Κατηγορούμενος ο ίδιος, ο Γκρίφιθ, για ρατσιστική προπαγάνδα από τον αμφιλεγόμενο τρόπο με τον οποίο πρόβαλλε την τρομοκρατική, ρατσιστική οργάνωση, Κου Κλουξ Κλαν και την υποτιμητική παρουσία των μαύρων στην περίοδο της αμερικανικής ανασυγκρότησης στην προηγούμενη του επική εποποιία (‘Η Γέννηση Ενός Έθνους‘, 1915), η ‘Μισαλλοδοξία’ αποτέλεσε ένα άξιο καλλιτεχνικό άλλοθι που μπόρεσε να καταλαγιάσει την πεπλανημένη αλλά δικαιολογημένη αντίδραση που προκάλεσε πρωτύτερα. Μοιρασμένη σε 4 αφηγήματα που λαμβάνουν δράση σε 4 διαφορετικές χρονικές περιόδους της ιστορίας, η ‘Μισαλλοδοξία’ ξεκινούσε από την κατάληψη της αρχαίας Βαβυλωνίας από τους Πέρσες το 539 π.Χ. και κατέληγε στη σύγχρονη εποχή και την άδικη καταδίκη ενός νέου ανθρώπου για να εξετάσει μέσα από διαφορετικά γεγονότα όλα εκείνα που επιχειρούν να μας διαιρέσουν.

Μισαλλοδοξία_1

Οι 3 ιστορίες θα συνδεόντουσαν με παραδειγματικό τρόπο γύρω από την προσπάθεια που κατέβαλλε ένας νέος άνθρωπος για να αποδείξει την αθωότητα του και να επιβιώσει σε ένα αδηφάγο καπιταλιστικό περιβάλλον, ενώ η γέννηση ενός παιδιού (ως καρπός πραγματικής αγάπης) θα συμβόλιζε ένα πιο αγαθό και λιγότερο ερεβώδες μέλλον. Αν και η πρόταση της Βουλγαράκη, αποκόπτει την πιο σημαντική ιστορία από το υπόλοιπο, σπονδυλωτό σύνολο, αυτό είναι κάτι που επιτυγχάνεται δίχως να μεταποιηθεί η γενναιοδωρία του οικουμενικού μηνύματος που η ίδια η ταινία διαθέτει (σε νοητή πάντα αλληλεπίδραση με τις υπόλοιπες 3 ιστορίες). Κάθε άλλο, το γεγονός, πως επικεντρώνεται σε μια μόλις ιστορία και μάλιστα στη συγκεκριμένη, της προσφέρει τη δυνατότητα να εντρυφήσει πάνω στην κεντρική ιδέα που διαπερνάει την ταινία (το μίσος και τη μη αποδοχή του διαφορετικού) και να αναδείξει όλα εκείνα τα συστατικά που την κάνουν ακόμη και στις μέρες μας επίκαιρη και εξίσου δυνατή (η κοινωνική ανισότητα και η αντιπαλότητα των τάξεων). Η Ιώ Βουλγαράκη επιτυγχάνει να προσδώσει αυθύπαρκτο χαρακτήρα στην ιστορία και να την κάνει προσιτή ακόμη και σ’ ένα κοινό που δεν διεκδίκησε να έρθει σε επαφή με το ανυπέρβλητο κινηματογραφικό έργο του Γκρίφιθ. Ούτως ή άλλως, οι στερεοτυπικοί και ευανάγνωστοι χαρακτήρες (το κακό αφεντικό και ο καλός εργάτης) συναποτελούν και οι ίδιοι με τη σειρά τους αρχετυπικά σύμβολα που συναντιούνται σε πλείστες, μεταγενέστερες εξιστορήσεις και με τα οποία μπορεί ο καθένας να ταυτιστεί. Προηγουμένως, όμως, η σκηνοθέτιδα καταφέρνει να δημιουργήσει εκείνο το εισαγωγικό πλαίσιο ώστε να τοποθετήσει αγόγγυστα τον θεατή στο ιδιόμορφο περιβάλλον.

Σε μια μακρόστενη οθόνη θα σχηματιστεί με πρασινωπή χροιά ο τίτλος της παράστασης και κατά μονάς με συντροφιά μουσικής, οι χαρακτήρες θα εισέλθουν στο σανίδι. Σταδιακά, όχι μόνο θα γνωρίσουμε τον κάθε ήρωα, αλλά και το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει και λειτουργεί ο καθείς. Τη μοναχικότητα της αδελφής του μεγαλοβιομήχανου, κύριου Τζέκινς (Ναταλία Τσαλίκη) θα διαδεχθεί η παρουσίαση ενός ονειροπαρμένου νεαρού (Αλέξανδρος Λογοθέτης) και το κορίτσι που δεν έχει ούτε έναν φίλο (Εύη Σαουλίδου) μέχρι να κάνει την εμφάνιση της η όμορφη κόρη του εργάτη και αντικείμενο του πόθου του νεαρού (Δέσποινα Κούρτη), ο υπερπροστατευτικός πατέρας της (Νίκος Χατζόπουλος) και ο βλοσυρός κύριος Τζέκινς (Αργύρης Ξάφης). Τη σκηνή όμως, θα κλέψουν από την πρώτη στιγμή, εκείνες που αποκαλούνται αναμορφώτριες, αγωνίστριες, μεταρρυθμίστριες και ιδεαλίστριες (Γιώργος Γάλλος, Δημήτρης Γεωργιάδης, Στέλιος Ιακωβίδης, Σωκράτης Πατσίκας). Όλοι οι ηθοποιοί, εκτός από το πρωταγωνιστικό, ερωτευμένο ζευγάρι, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν θα υποδυθούν συμπληρωματικούς ρόλους (τους εργάτες ή τους ενόρκους του δικαστηρίου).

Μισαλλοδοξία_2

Τοποθετημένη πάνω σε μια σκαλωσιά, η αδελφή του κύριου Τζέκινς, κατεβαίνει μόνο όταν πρόκειται να ασχοληθεί με το προσποιητό φιλανθρωπικό έργο της οικογενειακής εταιρείας. Μπορεί να είναι πλούσια, αλλά την ίδια στιγμή δείχνει μόνη και δυστυχισμένη. Επιχειρεί να απαλύνει τις εργοδοτικές αμαρτίες του κύριου Τζέκινς και να περάσει την ώρα της κάνοντας φιλανθρωπίες. Αξέχαστη και διασκεδαστική, η σεκάνς, που επισκέπτεται με τις αγωνίστριες τον αδερφό της, προκειμένου να τον πείσουν να στηρίξει με κάποια δωρεά τον αγώνα τους. Το σερβίρισμα και η ταυτόχρονη κατανάλωση του ροφήματος γύρω από έναν αδιάφορο και σκυθρωπό κύριο Τζέκινς, συγχρονίζεται με τη ζωντανή μουσική και τον χαρακτηριστικό τόνο που κάνει κανείς όταν ρουφάει το υγρό περιεχόμενο ενός φλιτζανιού. Η έγκριση του κύριου Τζέκινς δε θα μπορούσε παρά να δείξει πως η οικονομική υποστήριξη του γυναικείου (όπως και κάθε άλλου) κινήματος περνάει μέσα από τα βρώμικα χέρια ενός άπληστου βιομήχανου αν θέλει να εξασφαλίσει την μακροημέρευση και επικράτηση του. Ο τελευταίος θα δείξει το φθονερό του πρόσωπο, όταν θα κληθεί να κάνει εργατικές περικοπές για να δικαιολογήσει το οικονομικό ποσό που έδωσε στο εν λόγω κίνημα. Σε μια χορογραφημένη σκηνή πλήθους, όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης θα συγκεντρωθούν στο κέντρο της σκηνής για να δώσουν ως απεργοί εργάτες τη δική τους μάχη απέναντι στην εργοδοτική μισαλλοδοξία. Στο σημείο αυτό, η μουσική αποκτάει έναν αλλόφρονα, τεταμένο ρυθμό και ο κάθε ηθοποιός – εργάτης επιδίδεται σ’ ένα αδιάκοπο πήγαινε – έλα με βάση τη δική του κινησιολογία και μορφασμό.

Αρχικά, ο καθένας χωριστά και στη συνέχεια σε κάθε επιθυμητό, ομαδικό συνδυασμό μέχρι να συγχρονιστούν όλοι μαζί και να οδηγηθούν στο προαποφασισμένο τέλος ενός καθ’ όλα άνισου και εξοντωτικού αγώνα διεκδίκησης. Η αναπόφευκτη, εσωτερική μετανάστευση των απολυμένων εργατών θα τους οδηγήσει σε μια άλλη πόλη και στους δρόμους της ανέχειας και της εξαθλίωσης. Σε ένα τέτοιο δρόμο θα γνωριστεί και το νεαρό αγόρι με την κόρη του πρώην εργάτη, προηγουμένως όμως, το κορίτσι που δεν διαθέτει φίλους με τον άνθρωπο που διαχειρίζεται την παράνομη δραστηριότητα ολόκληρης της περιοχής. Η κοπέλα θα γίνει έρμαιο αυτού του ανθρώπου και αντικείμενο εκμετάλλευσης, ενώ η βιοποριστική ανάγκη δεν θα αργήσει να κατευθύνει και το άλλοτε ηθικό και άκαμπτο νεαρό αγόρι στην αγκαλιά και τις υπηρεσίες αυτού του κακοποιού. Ο νεαρός θα επιδοθεί σε εγκληματικές δράσεις και οι δραστηριότητες αυτές θα παραμείνουν σοφά εκτός πλάνου. Όταν θα συναντηθεί με την θυγατέρα του πρώην εργάτη, ο έρωτας θα είναι ραγδαίος, ακατανίκητος και κεραυνοβόλος.

Μισαλλοδοξία_3

Έχοντας στον πυρήνα της εξιστόρησης, τον φλογερό ενθουσιασμό δύο νέων ανθρώπων, όχι μόνο για λόγους συναισθηματικής ταύτισης, αλλά και ως απάντηση σε οποιαδήποτε μορφή μισαλλοδοξίας, η Ιώ Βουλγαράκη επενδύει αρκετό χρόνο για να αποτυπώσει τη συνεύρεση των δύο ερωτευμένων νέων σ’ ένα περιβάλλον που δείχνει πολύ ακατάλληλο και εχθρικό. Η αμετάκλητη απόφαση του νεαρού να αποχωρήσει από την εγκληματική δραστηριότητα και να αφοσιωθεί στη γυναίκα που αγαπάει θα προκαλέσει το εκδικητικό μένος του μαφιόζου για τον οποίο εργαζόταν. Από την πρώτη στιγμή, ο νεαρός θα βρεθεί στο στόχαστρο εκείνου και θα καταλήξει στην απομόνωση για μια ενέργεια που δεν ευθύνεται ουσιαστικά ο ίδιος. Το μίσος που θα αισθανθεί θα είναι απερίγραπτο από μια υποκριτική κοινωνία που δείχνει ανέτοιμη να συμπεριφερθεί αξιοκρατικά και δίκαια. Στο αγνό του προσωπείο ένα ολόκληρο σύνολο ανθρώπων θα δημιουργήσει τον αποδιοπομπαίο τράγο που τόσο χρειαζόταν για να δικαιολογήσει τα δικά της αποτρόπαια εγκλήματα. Δεν είναι αθέλητο που η Ιώ Βουλγαράκη τον ταυτίζει με τον Ιησού Χριστό και την κατάληξη που είχε ο τελευταίος σε μια εκφραστική σκηνή όπου παρουσιάζεται σαν τον σταυρωμένο από ανθρώπους που εύκολα επιδεικνύουν τυφλά αντανακλαστικά. Για μια στιγμή, η παράλογη επιχειρηματολογία και η ασυγκράτητη αδιαλλαξία δείχνουν να θριαμβολογούν, η πιστοποίηση έστω και την τελευταία στιγμή, της αθωότητας του νεαρού θα δείξει πως ο κόσμος μπορεί και οφείλει να συνεχίσει να ελπίζει.

Όσον αφορά τις ερμηνευτικές επιδόσεις των συμμετασχόντων αυτές είναι αναμφισβήτητες, σε μια τόσο ξεχωριστή παράσταση όμως, που δεν απαιτεί συμβατικό τρόπο παιξίματος από τους ηθοποιούς, δεν θα μπορούσαμε να αναφερόμαστε με κανόνες ερμηνευτικού ρεσιτάλ και ατομικής διάκρισης. Πόσο μάλλον, όταν πρόκειται για μια χορογραφημένη δουλειά που περισσότερο λειτουργεί ομαδικά και έχει ανάγκη από τον συγχρονισμό των κινήσεων για να επιφέρει ένα αποτέλεσμα που σέβεται και ακολουθεί κάποιες από τις βασικές τεχνικές του βωβού κινηματογράφου. Οι  ερμηνευτές, όπως επισημάνθηκε, αποτελούν τα στερεοτυπικά σύμβολα μιας μεγαλύτερης ιδέας που διαρκώς φέρεται και συγκρούεται με την ανθρώπινη μισαλλοδοξία. Γι’ αυτό και σημασία έχει το χωρικό πλαίσιο κάτω από το οποίο λειτουργούν και η μέθοδος με την οποία συντονίζονται και αλληλεπιδρούν. Οι ηθοποιοί εναλλάσσονται και συνδιαλέγονται με ισορροπημένο τρόπο, ειδικότερα στις σκηνές του πλήθους, είτε γιατί συμμετέχουν ενεργά είτε γιατί βρίσκονται στο παρασκήνιο της ιστορίας. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, δεν έχουν την εμβάθυνση και την πολυπλοκότητα που θα περίμενε κανείς. Αξίζει να σημειωθεί πως η Σταυρούλα Σαμίου που επιμελήθηκε την απαιτητική κινησιολογία τους φρόντισε ώστε να μην καταφεύγουν στο εξεζητημένο καλλιτεχνικό ύφος και την υπερβολή. Ακόμη και οι ανδροπρεπείς μεταρρυθμίστριες έχουν αντιμετωπιστεί με αυτοσυγκράτηση.

Μισαλλοδοξία_4

Συνολικά, οι κινήσεις και οι εκφράσεις όλων είναι μετρημένες και απολύτως συνυφασμένες με τον χαρακτήρα που υποδύονται. Πολύτιμη συνδρομή στην κινησιολογία και το ξετύλιγμα της ιστορίας έχει και η μουσική (Θοδωρής Αμπαζής), πόσο μάλλον όταν εκτελείται ζωντανά από ένα ικανότατο κουαρτέτο. Η Μαρία Δελλή (ακορντεόν), ο Θόδωρος Κοτεπάνος (πιάνο), ο Φώτης Παπαντωνίου (έγχορδα) και ο Δημήτρης Χουντής (πνευστά) εναρμονίζονται με μια πολύχρωμη πρόταση που υπογραμμίζει τη δράση και τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Η προσέγγιση αυτή διαθέτει τον ρομαντισμό και την ελευθεριότητα που απαιτεί η εξιστόρηση και σε γενικές γραμμές κινείται σε ομαλά μονοπάτια. Εκεί όμως, που πραγματικά ξεφεύγει, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα που επικοινωνεί με τη σημερινή περίοδο είναι όταν ακούγεται ο συνδυασμένος απόηχος του ‘Καίγομαι-Καίγομαι’ του Σταύρου Ξαρχάκου με το ‘Another Brick In The Wall’ των Pink Floyd. Αν σε αυτά συνυπολογίσει κανείς και τους κατάλληλους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου που γνωρίζουν πότε να απομονώσουν τη δράση (με λευκούς προβολείς στη σκάλα και με μια κρεμάμενη κιτρινωπή ράβδο στο μπαρ) ή να φωτίσουν ατμοσφαιρικά όλη τη σκηνή (με μωβ λαμπτήρες φθορισμού), καταλήγει σε μια πρόταση στην οποία περίοπτη θέση έχει ο ενδυματολογικός  – σκηνογραφικός κώδικας της Άννα Φοντόροβα. Χωρίς να γίνεται φορτική δημιούργησε ρούχα που τοποθετούν τους ηθοποιούς στο αναχρονιστικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονται. Διακρίνονται τόσο οι αμφιέσεις των μεταρρυθμιστριών (τα χρωματιστά φορέματα), των ενόρκων (οι κάπες) όσο και τα μεμονωμένα ενδύματα (το λευκό, δαντελένιο φόρεμα της πρωταγωνίστριας, η μωβ τουαλέτα της κυρίας Τζέκινς και το γούνινο παλτό του βιομήχανου). Εκεί όμως, όπου η Άννα Φοντόροβα αφήνει το στίγμα της είναι στη σκηνική αντιμετώπιση του χώρου. Δύο φορητές σκάλες οριοθετούν τους μεταβαλλόμενους χώρους (είτε βρίσκονται κάτω από αυτή είτε στο πλατύσκαλο). Συγχρόνως, ένα μακρόστενο έπιπλο αποτελεί το γραφείο του κύριου Τζέκινς και 4 διαυγή, ορθογώνια πλαίσια συνθέτουν το μπαρ. Δύο εκατέρωθεν, κρεμάμενες οθόνες φροντίζουν να ενημερώνουν για όσα συντελούνται επί της σκηνής όποτε κρίνεται αναγκαίο, παραπέμποντας με αυτό τον τρόπο στις καρτέλες που συνόδευαν τις βωβές δημιουργίες, οι οποίες ενίοτε φτάνουν ως το έδαφος για να αποτελέσουν το μνήμα κάποιου αποθανόντα.

Το 1916, ο οραματιστής Ντέιβιντ Ουόρκ Γκρίφιθ υπέγραψε ένα κινηματογραφικό έπος που εξακολουθεί να εμπνέει και να επηρεάζει κάθε μορφή τέχνης, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε με τη γενεσιουργό αφορμή του ανθρώπινου αλληλοσπαραγμού όπου δεν είναι άλλη από τη μισαλλοδοξία. Εκατό χρόνια μετά, ο κόσμος εξακολουθεί να είναι το ίδιο ή και περισσότερο μισαλλόδοξος από εκείνη την εποχή. Φροντίζει να το υπενθυμίσει και η ίδια η σκηνοθέτιδα. Μετά το πέρας της παράστασης ακολουθούν βιντεοσκοπημένες εικόνες αποτροπιαστικών στιγμών της πολυτάραχης και ασυγχώρητης ανθρωπότητας. Αυτό που επιχειρεί πρωτίστως, η Ιώ Βουλγαράκη όμως, μέσα από τη δική της ανάγνωση σε αυτό το έργο είναι να συνδέσει την περίοδο εκείνη με την παροντική αξιοποιώντας την εργαλειοθήκη μιας γλώσσας (βωβός κινηματογράφος) που είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα αξιόλογο αισθητικό αποτέλεσμα όταν υπόκειται σε μια μουσικοθεατρική συνθήκη, όπως είναι αυτή που μας παρουσιάστηκε στη Στέγη. Παρά τα επί μέρους προβλήματα που κυρίως σχετίζονται με την αδικαιολόγητη διάρκεια κάποιων σκηνών και την μονότονη επανάληψη κάποιων άλλων, η Ιώ Βουλγαράκη, μπόρεσε να καταθέσει μια συνολική αισθητική πρόταση που κατορθώνει να μεταδώσει ένα πανανθρώπινο μήνυμα, να σεβαστεί την πρωταρχική πηγή και να ταξιδέψει το κοινό σε μια χρονική περίοδο η οποία μπορεί να φαντάζει τόσο μακρινή, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι, μιας και ο κόσμος εξακολουθεί να αγωνίζεται για τις ίδιες ακριβώς αξίες και ιδανικά.

Share