Το Δωματιο

Το ‘Δωμάτιο’ του αδιάλειπτα ανερχόμενου Ιρλανδού σκηνοθέτη, Λένι Εϊμπραμσον (‘Frank’, ‘What Richard Did’) είναι μια ενδιαφέρουσα και απαιτητική, ανθρωποκεντρική σπουδή που αποπειράται να ρίξει άπλετο φως στις απάνθρωπες συνθήκες ενός ανείπωτου εγκλεισμού. Ιδίως, στις συνταρακτικές συνέπειες που έχει αυτός στις τραυματισμένες ζωές μιας μητέρας και του πεντάχρονου γιου της (σαν ζεύγος και σε αλληλεπίδραση με το στενό οικογενειακό περιβάλλον), αλλά και στην εξαντλητική προσπάθεια αποκατάστασης και αναπροσαρμογής  σ’ ένα άλλο διαρθρωτικό – αρχιτεκτονικό πλαίσιο που ως ένα επίπεδο καταλήγει να είναι το ίδιο μοναχικό και αντίξοο με τις περιορισμένες διαστάσεις του εν λόγω δωματίου. Μονάχα που η κινηματογραφική αυτή κατάθεση είναι λιγότερο οδυνηρή και κλειστοφοβική, απ’ όσο αρχικά δείχνει και υπόσχεται. Μπορεί να στηρίζεται σε μια δεδομένη λογοτεχνική πηγή (‘Το Δωμάτιο’ της Λένα Ντονάχιου) που η ίδια, η πολυβραβευμένη συγγραφέας, ανέλαβε την ευθύνη να τη διασκευάσει για τον κινηματογράφο, όμως το καθ’ αυτό αφήγημα, όπως και ο τρόπος που το προσέγγισε ο σκηνοθέτης της ταινίας, δείχνουν μια υπερβολική λείανση στις αιχμηρές γωνίες. Ίσως να είναι τέτοια η φυσιογνωμία του θέματος που απαιτούνταν μια πιο ελαφριά και ισορροπημένη διαχείριση για να αποφευχθεί ο προβοκατόρικος, αισθηματικός εκβιασμός που παραμονεύει σε κάθε σκοτεινό και αχαρτογράφητο μέρος αυτού του έργου.

Κατά συνέπεια, η συγγραφέας και σεναριογράφος Λένα Ντονάχιου, μπορεί να εμπνεύστηκε από περισσότερο δραματικές και πολυσυζητημένες υποθέσεις (λιγότερο από την υπόθεση απαγωγής και βιασμού τριών γυναικών στο Κλίβελαντ της Αμερικής και περισσότερο από εκείνη του Αυστριακού Τζόζεφ Φριτζλ που κρατούσε φυλακισμένη και κακοποιούσε τακτικά την κόρη του, Ελίζαμπεθ Φριτζλ για 24 συνεχή έτη), όμως, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, η δική της ιστορία αν και σκληρή είναι λιγότερο αποτροπιαστική. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, μια μητέρα (Μπρι Λάρσον) και ο νεαρός γιος της (Τζέικομπ Τρέμπλεϊ) βρίσκονται για απροσδιόριστο χρόνο εγκλωβισμένοι σ’ ένα μικρών διαστάσεων δωμάτιο. Μέχρι τη στιγμή που θα επιχειρήσουν να διαφύγουν. Όσο παρακινδυνευμένη και ανέφικτη κι αν φαίνεται η σκέψη αυτή, θα καταφέρουν να βρεθούν έξω από το δωμάτιο – δεσμωτήριο, μόνο και μόνο, για να αρχίσει μια άλλη οδύσσεια που θα τους οδηγήσει σε μια διαφορετική συμμόρφωση. Γιατί αυτό για το οποίο ενδιαφέρεται κυρίως η ταινία, είναι το πως τα περιορισμένα όρια μπορούν να διανοιχθούν και να προσαρμοστούν (μετά από ένα τόσο αποτρόπαιο γεγονός), μέσα στα πλαίσια και τις κοινωνικές επιταγές ενός εικονικά αστείρευτου, ιδανικού κόσμου.

Το Δωμάτιο_1

Διαμοιρασμένη σε δύο κομμάτια, η ταινία, στο πρώτο και πιο ενδιαφέρον από αυτά δίδεται έμφαση στον περιορισμό και τη διατήρηση στη ζωή παρά τις προβληματικές συνθήκες. Για τις απαιτήσεις αυτού, η κάμερα μετακινείται στις ασφυκτικές διαστάσεις του δωματίου και επεξεργάζεται υποδειγματικά το εσωτερικό, τους πρωταγωνιστές, τη χρονική αντίληψη και τη χωρική κινησιολογία που έχουν αναπτύξει μέσα σε αυτό. Επί της ουσίας, παρουσιάζεται μια υποχρεωτική, μη αναμενόμενη συνθηκολόγηση, κατά την οποία βιώνουν τη δική τους, επαναλαμβανόμενη και αναπότρεπτη καθημερινότητα (από το πρωινό εγερτήριο και την προετοιμασία ενός γεύματος μέχρι το διάβασμα ενός παραμυθιού και τον βραδινό ύπνο).  Κοπιαστικό το γύρισμα το οποίο όμως επιτυγχάνεται, κατορθώνοντας να βάλει γρήγορα και αγόγγυστα τον θεατή μέσα στο δωμάτιο. Ο Λένι Εϊμπραμσον μεταδίδει το συναίσθημα της ανελευθερίας που βιώνει η μητέρα με τον γιο μέσα από αυτή την περιοριστική, καθημερινή επανάληψη ή τις σκηνές όπου η κάμερα στρέφει το βλέμμα της στον υπερυψωμένο φεγγίτη (το μόνο διαμπερές σημείο στον χώρο που λειτουργεί και ως σημείο ζωντανής υπενθύμισης για το εξωτερικό, πραγματικό περιβάλλον). Ένα ακόμη συναίσθημα που γίνεται ευδιάκριτο είναι αυτό του φόβου και της ανασφάλειας, κάθε φορά που εμφανίζεται ο αδιευκρίνιστος, απειλητικός άνδρας για να τους προμηθεύσει με αναγκαία εφόδια ή για να εκμεταλλευθεί σεξουαλικά τη μητέρα. Συνάμα, ο σκηνοθέτης, παραθέτει και την αλληλοεξαρτώμενη σχέση της μητέρας και του γιου. Το εμπιστευτικό σμίξιμο που έχουν αναπτύξει και τη φαντασιακή εμπειρία που έχει μεταδώσει η μητέρα στο γιο για την προέλευση και την κατάσταση τους.

Τα πέμπτα γενέθλια του γιου όμως, σταδιακά θα δώσουν το έναυσμα για να αποκαλυφθεί η ανήκουστη αλήθεια, όχι μόνο για την κατάσταση στην οποία ευρίσκονται, αλλά και για το γεγονός πως ένας ολόκληρος, ολοζώντανος κόσμος τους περιμένει εκεί έξω, σε αντίθεση με όλα όσα ψευδή είχε μάθει και νόμιζε το μικρό αγόρι. Η σχετική ωρίμανση και εξυπνάδα του μικρού παιδιού, αλλά κυρίως το γεγονός πως ο χρόνος όσο περνάει, κυλάει αντίστροφα για την επιβίωση των δυο, θα επισπεύσουν την αποκάλυψη της αλήθειας που μόνο σκοπό έχει να βάλει σε τελική ευθεία ένα ριψοκίνδυνο σχέδιο απόδρασης. Οι σκηνές που μοιράζεται η μητέρα με το νεαρό αγόρι είναι θαυμάσια σκηνοθετημένες, ιδίως όταν το αγόρι προσπαθεί να κατανοήσει πως υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, όπως και εκείνο, έξω ακριβώς από τους  τοίχους που το περιβάλλουν. Η δυσκολία να διαχωρίσει την αλήθεια και το ψέμα, όπως και να διαχειριστεί αυτή τη ριζική αναθεώρηση, γίνεται με τρόπο ανεπιτήδευτο και προσδίδει άλλη διάσταση σε όσα θεωρούσε δεδομένα, όχι μόνο ο νεαρός πρωταγωνιστής, αλλά και ο ίδιος ο θεατής που μέχρι εκείνη τη στιγμή προσπαθεί να καταλάβει αυτό που συντελείται.

Το Δωμάτιο_2

Μια επιπλέον αρετή της ταινίας αποτελεί το γεγονός πως την ιστορία την παρακολουθούμε επί της ουσίας, μέσα από τα αθώα μάτια του αγοριού (ανατριχιαστικές οι σκηνές που είναι κλεισμένος μέσα στην ντουλάπα και παρακολουθεί από τη χαραμάδα τον άνδρα) αλλά και όπου κρίνεται αναγκαίο μέσα από την προσωπική, ευφάνταστη εξιστόρηση (όπως κατά τη διάρκεια της εισαγωγής που αναφέρει την καταβίβαση τους ή εκείνης που επιδεικνύει την εξάρτηση – σύνδεση του με τα αντικείμενα του χώρου). Όμως, γίνεται με άτεχνο τρόπο όταν η προσωπική αφήγηση μπαίνει τη στιγμή που συμβαίνει μια σεξουαλική ενέργεια και είναι σχεδόν ακατάλληλο για την αποπνικτική, νοσηρή ατμόσφαιρα της ταινίας, το επιτηδευμένα παραμυθένιο σκορ που ακούγεται σε κάποιες σκηνές αλλάζοντας όλο το υφολογικό πλαίσιο και τη ψυχολογία του θεατή (οι συνθέσεις ανήκουν στον Στίβεν Ρένικς και είναι από τις πιο άστοχες και ανέμπνευστες αναθέσεις). Ενδεικτικό είναι πως η ταινία λειτουργεί πολύ καλά, στα στιγμιότυπα εκείνα που δεν υπάρχει ίχνος συνθετικής υπογράμμισης. Κατά μια έννοια, τα παραπάνω θα αποδειχθούν αρνητικοί προάγγελοι για την εξελικτική πορεία που θα έχει η ιστορία, που όμως μέχρι και την πραγματοποίηση της πολυπόθητης απόδρασης (αν και η ίδια η επιτέλεση έχει κάποια σκηνοθετικά λάθη και μια αργή κίνηση που προδίδει απειρία) θα συνεχίσει να είναι απέριττη ή σφιχτοδεμένη. Οι δυο απόπειρες απόδρασης αποδίδονται με την αναγκαία δραματικότητα και αγωνία και είναι το αγόρι που με την αφοπλιστική του ερμηνεία, της κουβαλάει επάνω του. Όταν θα βρεθεί επιτυχώς έξω από δωμάτιο, όμως, δεν είναι μονάχα το αγόρι και η μητέρα του που θα αλλάξουν κατακλυσμιαία περιβάλλον, αλλά και οι θεατές μιας και η ατμόσφαιρα γίνεται ανησυχητικά καθησυχαστική για να μεταδώσει κάθε παράπλευρη διάσταση του αφηγήματος (οικογενειακή, κοινωνική και ψυχολογική).

Κάτι τέτοιο φυσικά δεν θα ήταν καθόλου επίμεμπτο, αν δεν κατέληγε να γίνει τόσο γλυκερό και σε στιγμιότυπα επιδερμικό, όπως όταν καταπιάνεται με την εμπορική εκμετάλλευση της ιστορίας και τη διαπόμπευση της ηρωίδας από τα αδίστακτα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή δραματουργικά αναμενόμενο, όπως όταν οι γονείς της ηρωίδας εμφανίζονται χωρισμένοι και απροετοίμαστοι να διαχειριστούν την επανεμφάνιση της κόρης τους και την ύπαρξη του παιδιού της. Συγχρόνως, άλλο ένα πρόβλημα, είναι τα ουκ ολίγα αναπάντητα ερωτηματικά που αφήνει στο στρογγυλοποιημένο φινάλε η ταινία για το ίδιο το γεγονός της εξαφάνισης και του αναγκαστικού περιορισμού, αλλά και ο τρόπος που αντιμετωπίζει τον εγκληματία. Ο τελευταίος εμφανίζεται ως κακέκτυπο, που αδικαιολογήτως εξαφανίζεται με την αλλαγή σκηνικού από το προσκήνιο, ενώ η στάση του θα μπορούσε να επηρεάσει και στον αληθινό κόσμο, την εξέλιξη της ιστορίας και την ασταθή ψυχολογία των δύο κεντρικών χαρακτήρων. Επομένως, στο δεύτερο μέρος κάποια πράγματα λειτουργούν καλά, ενώ κάποια άλλα όχι.

Το Δωμάτιο_3

Εκεί που δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης είναι στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την εύθραυστη ψυχοσύνθεση της μητέρας και του παιδιού, όχι μόνο στο εγκιβωτισμένο μέρος, αλλά προπαντός στον απελευθερωμένο κόσμο. Από τη στιγμή που το παιδί θα αντικρύσει το εξωτερικό περιβάλλον και τους πρώτους ανθρώπους θα γίνει αντιληπτό το πόσο άβολο είναι γι’ αυτό το να συνδιαλλαχθεί και να συζητήσει με εκείνους. Ο μικρός δεν έχει μάθει να επικοινωνεί με κανέναν άλλον εκτός από τη μητέρα του, πως θα μπορούσε να πραγματωθεί διαφορετικά, όταν γεννήθηκε και ως ένα μικρό, αντιστρέψιμο βαθμό μεγάλωσε σε συνθήκη αιχμαλωσίας. Το γεγονός, πως η αμέσως επόμενη, ανθρώπινη ύπαρξη που γνώρισε ήταν ο άντρας που τους κρατούσε φυλακισμένους του βγάζει έναν δικαιολογημένο φόβο για κάθε άλλη παρουσία. Η προσαρμοστικότητα του παιδιού δεν θα είναι ακύμαντη, όμως σταδιακά και χάρη στην πολύ ευγενική παρουσία της γιαγιάς και του παιδοψυχολόγου θα επέλθει. Η ψυχολογία της ταλαιπωρημένης μητέρας από την άλλη θα αποδειχθεί πολύ πιο πολύπλοκη περίπτωση, μιας και είναι στον πραγματικό κόσμο που θα χάσει τον έλεγχο και θα θέσει σε κίνδυνο τη ψυχική της ηρεμία. Με απλά λόγια, θα καταρρεύσει υπό το βάρος ενός χρόνιου απομονωτισμού και της υπεράνθρωπης προσπάθειας που κατέβαλλε για να διατηρήσει σε όσο το δυνατόν πιο καλή σωματική – πνευματική κατάσταση το πολυαγαπημένο της παιδί.

Συντιθέμενη ολόκληρη η ταινία πάνω στους δύο αυτούς χαρακτήρες, δεν θα μπορούσε από το να έχει δύο πολύ γενναίες και αξιομνημόνευτες ερμηνείες, τέτοιες που κατορθώνουν να μετριάσουν την αρνητική παρενέργεια των όποιων αταίριαστων, ρυθμολογικών εναλλαγών  και σκηνοθετικών προτιμήσεων. Η Μπρι Λάρσον στον ρόλο της μητέρας είναι εξαιρετική και κατορθώνει να αναδείξει το ένστικτο επιβίωσης, τη γονική υποχρέωση και την ανιδιοτέλεια μιας μητέρας που αγωνίζεται να παραμείνει όρθια κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες. Μπορεί στην έναρξη και μέχρι να αποκαλυφθεί η αλήθεια να παρουσιάζει μια ατσαλάκωτη ερμηνεία αυτό όμως είναι κάτι, που συντελείται γιατί εξυπηρετεί το προστατευτικό πλαίσιο που έχει δημιουργήσει για τον υιό της. Όταν θα αποκαλύψει την αλήθεια και το επικίνδυνο σχέδιο, θα είναι αποστομωτική. Ομοίως και όταν θα απεγκλωβιστεί από το δωμάτιο και θα βρεθεί στην οικογενειακή εστία. Εκείνες τις στιγμές που θα απολέσει τη ψυχραιμία της, θα γίνει με μέθοδο που δικαιολογεί την ανεπούλωτη κατάσταση και τα ψυχικά τραύματα που κουβαλά. Εκεί όμως, που ξεχωρίζει είναι στις τρυφερές στιγμές που μοιράζεται με τον μικρό της γιο. Από τον τρόπο που του διαβάζει ένα παραμύθι ή δείχνει ένα προσωπικό άλμπουμ, μέχρι εκείνο που τον νουθετεί για το χειρισμό μιας ηλεκτρονικής συσκευής, η Μπρι Λάρσον είναι η μητέρα που επιβιώνει και αναπνέει (ενίοτε καταχρηστικά) από και για τον γιο της.

Το Δωμάτιο_4

Υψηλών απαιτήσεων η ερμηνεία της Μπρι Λάρσον που όμως, καταφέρνει να βγει αλώβητη και αυτό είναι κάτι που το οφείλει και στη χημεία της με τον μικρότερο συμπρωταγωνιστή. Εξαιτίας του επώδυνου, χωρο-χρονικού περιορισμού, η σχέση τους είναι ιδιοσυγκρασιακή. Έτσι ενώ εκκινεί από τη μητρική αγάπη, καταφέρνει να ξεπεράσει τις γονικές διαστάσεις και να αναχθεί σε κάτι που είναι έκτακτο και απαιτεί κρίσιμης σημασίας, αποφάσεις. Πάνω στη μεταξύ τους σύνδεση θα κριθεί η επιβίωση τους, τόσο εντός του περιορισμένου δωματίου όσο και στα πλαίσια ενός άλλου, μεγαλύτερου και πιο απελευθερωτικού περιβάλλοντος. Η επιτυχημένη εξισορρόπηση οφείλεται στην εύρυθμη λειτουργία και την αδιαπραγμάτευτη, (σχεδόν) αταλάντευτη εμπιστοσύνη της σχέσης τους. Επομένως, οι δύο ερμηνείες πέρα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που φέρει η κάθε μια, αφήνουν το οπτικό τους αποτύπωμα και επειδή κατορθώνουν να μεταφέρουν την αμοιβαία εξάρτηση του Τζακ και της μητέρας του. Ο Τζέικομπ Τρέμπλεϊ, που υποδύεται τον πεντάχρονο Τζακ αντιλαμβάνεται τη συνθήκη αυτή και κατορθώνει να αποδώσει με εύστοχο τρόπο τη ψυχολογική και συμπεριφοριστική μεταστροφή ενός παιδιού που από ένα απομονωμένο και μοναχικό δωμάτιο θα βρεθεί σε έναν κόσμο γεμάτο από ανθρώπους και κάθε λογής όντα και αντικείμενα. Προηγουμένως, ο ταλαντούχος, Τζέικομπ Τρέμπλεϊ δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ερμηνεύει ένα παιδί της ηλικίας του που ακόμη και σ’ ένα τόσο μικρό, καταναγκαστικό μέρος βρίσκει τον τρόπο να απασχοληθεί και να διασυνδεθεί με το περιβάλλον (τα μικροαντικείμενα και τα έπιπλα του δωματίου) και να (παρ)ερμηνεύσει τον κόσμο (η προέλευση του ίδιου και της μητέρας του).

Τη στιγμή της μεγάλης αλήθειας, προς στιγμή η πίστη του θα κλονιστεί, εν καιρώ όμως αυτό είναι κάτι που θα το διαχειριστεί και θα επιδιορθωθεί. Είναι όμως, οι ριψοκίνδυνες σεκάνς της απόδρασης και οι ψυχοφθόρες διαδικασίες στις οποίες υποβάλλεται για να κατορθωθεί κάτι τέτοιο, που ξεχωρίζουν. Ιδίως, όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον εγκληματία και τους πρώτους, αδιευκρίνιστους ανθρώπους (οι αστυνομικοί) που θα συναντήσει. Η ερμηνεία του είναι αποτελεσματική και με τα κοντινά πλάνα του Λένι Εϊμπραμσον αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο. Το χαμηλωμένο βλέμμα, η αποστροφή που αισθάνεται, η μητρική αναζήτηση, το κόμπιασμα στην ομιλία, είναι γνωρίσματα που συναντιούνται και στο νοσοκομείο κατά την επαφή του με τους νοσοκόμους ή τον οικογενειακό οίκο και τη διασταύρωση του με τα προσφιλή, συγγενικά πρόσωπα. Η προσαρμογή και η ενηλικίωση, προοδευτικά, θα επέλθει και ετούτο είναι κάτι που συντελείται σε διαρκή συσχετισμό με τη ψυχολογική αναμέτρηση που δίνει η μητέρα του. Εν κατακλείδι, η ερμηνεία του δεν είναι απλώς συγκλονιστική, αλλά και μια από τις σπουδαιότερες και πιο ολοκληρωμένες καταθέσεις (παιδικών χαρακτήρων) στην πρόσφατη κινηματογραφική μνήμη και είναι άδικο το γεγονός πως δεν αναγνωρίστηκε το ίδιο ή και περισσότερο από εκείνη της Μπρι Λάρσον. Όπως και να έχει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και οι δύο διακρίνονται και ανεβάζουν σημαντικά τη συνολική αποτίμηση της ταινίας. Ο τρόπος με τον οποίο ο Λένι Εϊμπραμσον ψηλαφίζει το περιβάλλον του ‘Δωματίου’ πιθανότατα να μην είναι ο καταλληλότερος για τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας, μιας και δεν είναι ολίγες οι στιγμές που προτιμάει την εκλαΐκευση και μια ευκολοχώνευτη, αισθηματική εμπλοκή. Η αλληλεπιδραστική σχέση και η ψυχολογική διακύμανση των δύο ηρώων όμως, κινηματογραφείται θαυμάσια κάθε φορά που επιδέχεται την πίεση του απομονωτισμού και της αναπροσαρμογής. Χωρίς να είναι τόσο αριστοτεχνικό όσο το καταπληκτικό, ‘Τα Μυθικά Πλάσματα Του Νότου’ (2012) είναι μια από εκείνες τις μικρές, καλοφτιαγμένες ταινίες που  είθισται να εκπροσωπούν έναν ποιοτικό μα ολίγον ανεπαρκή, ανεξάρτητο κινηματογράφο.

Share