Ο Τζονι Γκρινγουντ Μεσα Απο Τη Συνεργασια Του Με Τον Πολ Τομας Αντερσον

Για όσους έχουν εντρυφήσει στη μουσική των Radiohead, όλοι αναγνωρίζουν τις δυναμικές συγχορδίες που αναπτύσσονται στο ‘My Iron Lung’ (‘The Bends’, 1995), τη λυρική γέφυρα που καταλήγει σε ηλεκτρισμένη έκρηξη στο ‘Paranoid Android’ (‘OK Computer’, 1997), την κιθαριστική μελωδία που σταθμίζεται από τα αγριωπά φωνητικά του Τομ Γιορκ στο ‘A Wolf at the Door’ (‘Hail to the Thief’, 2003), τον έξυπνο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα έγχορδα όργανα στη θέση της κιθάρας στο ‘Burn the Witch’ (‘A Moon Shaped Pool’, 2016). Αποτελώντας σαν κεντρικός κιθαρίστας (και κιμπορντίστας), αναπόσπαστο κομμάτι ενός εκ των ποιοτικότερων και δημοφιλέστερων συγκροτημάτων των τελευταίων τριών δεκαετιών, ο γεννημένος στην Οξφόρδη, Τζόνι Γκρίνγουντ, ενώ θα μπορούσε να αρκεστεί στον ρόλο τούτο, μιας και από μόνος του είναι υπεραρκετός (ούτως ή άλλως, από ουκ ολίγα αξιόπιστα έντυπα έχει ψηφιστεί, σαν ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες της εποχής μας), από ένα σημείο και έπειτα, επέκτεινε την ενασχόλησή του με τη μουσική με τρόπο που κατέληξε να είναι το ίδιο ή και περισσότερο δημιουργικός. Δεν είναι ότι δεν είχε ενεργό ρόλο, ως κύριο μέλος του βρετανικού συγκροτήματος (θεωρείται υπεύθυνος, άλλωστε, για τη συντριπτική μεταστροφή που παρουσίασε ο ήχος των Radiohead με άλμπουμ σαν το ‘Kid A’, 2000 και το ‘Amnesiac’, 2001, μιας και εισήγαγε ηλεκτρονικές τεχνικές, σαν τον προγραμματισμό και το σαμπλάρισμα), όμως, ως σόλο καλλιτέχνης και μάλιστα κινηματογραφικός συνθέτης, με τα πρότζεκτ που ανέλαβε, μπόρεσε να πειραματιστεί και να διευρύνει και άλλο τις ικανότητές του. Από το 2003 και με το σάουντρακ που έγραψε για το ντοκιμαντέρ ‘Bodysong’, ο Τζόνι Γκρίνγουντ, ασχολείται με τη σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής και αν και η παρουσία του, ένεκα και των συχνών υποχρεώσεών του με τους Radiohead ή και της εκλεκτικότητας που τον διακρίνει, δεν είναι τόσο τακτική, έχει κατορθώσει να αφήσει το αποτύπωμά του.

Και να αποκτήσει μια σταθερή σύνδεση με έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες και σεναριογράφους του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου. Από το αριστουργηματικό ‘Θα Χυθεί Αίμα’ (2007), μόλις τη δεύτερη δηλαδή, κινηματογραφική του κατάθεση, ο Τζόνι Γκρίνγουντ, συνεργάζεται με τον Πολ Τόμας Άντερσον, και από συνεργασία σε συνεργασία, εμφανίζεται ολοένα και πιο πνευματώδης και αποτελεσματικός. Απαραίτητος δηλαδή, για να ολοκληρωθεί το φιλόδοξο και σκεπτόμενο όραμα που κουβαλά, ο Πολ Τόμας Άντερσον. Περισσότερο από τα σκορ που έγραψε για τις ταινίες της Σκωτσέζας Λιν Ράμσεϊ (‘Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν’, 2011, ‘Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ’, 2017) είναι στις απαιτητικότατες συνέργειές του με τον Αμερικανό σκηνοθέτη, που γίνεται ορατό το πόσο εξαίρετος είναι και ως κινηματογραφικός συνθέτης, γι’ αυτό και η προσέγγιση που ακολουθείται στο παρόν άρθρο, γίνεται μέσα από την παρουσίαση των τεσσάρων σκορ, που έχει συνθέσει γι’ αυτόν.

Θα Χυθεί Αίμα (2007, Nonesuch Records)

Με ορατά τα δάνεια από την ορχηστρική μουσική που έγραψε δύο χρόνια πριν, για την BBC Concert Orchestra (‘Popcorn Superhet Receiver’, 2005), στην αρχική του συνεργασία με τον Πολ Τόμας Άντερσον, ο Τζόνι Γκρίνγουντ, μολονότι, συναντά τον ήδη εγνωσμένο δημιουργό στην πιο μεγαλόπνοη και μεστή του δημιουργία κι ο ίδιος δεν έχει ξαναγράψει κάποιο σκορ για έργο μυθοπλασίας οποιουδήποτε μήκους, καταφέρνει να σταθεί στο δυσθεώρητο ύψος των περιστάσεων, να αλληλεπιδράσει με τις αποστομωτικές εικόνες και να μεταδώσει την ευμετάβλητη ψυχοσύνθεση των δισυπόστατων χαρακτήρων. Ακολουθώντας μάλιστα, ένα μονοπάτι που είναι ολότελα διαφορετικό και μη προσδοκώμενο, εν συγκρίσει τουλάχιστον, με την κλασικίζουσα μέθοδο με τον οποία είθισται να γράφεται μουσική για τέτοιου είδους ταινίες (για παράδειγμα, δεν υφίσταται κάποιο κεντρικό θέμα το οποίο να χρησιμοποιείται ως λάιτ μοτίφ). Μέσα σε μόλις τριάντα δύο λεπτά, η ματαιοδοξία, η μοναξιά, η στενοχώρια, η περιφρόνηση, η απληστία, η οργή, η υποταγή, εναλλάσσονται και βρίσκουν το συνθετικό τους ισοδύναμο. Γι’ αυτό και όσο και αν με συνθέσεις, όπως το ‘Prospectors Alive’ ή το ‘Oil’, δίδεται η αίσθηση πως ο ολολυγμός και η μελαγχολία κυριαρχούν, περιστασιακά, η ταραχή και η ένταση παίρνουν τα ηνία, ανατρέποντας τούτη την εντύπωση (με το ‘Future Land’ ή το ‘Proven Lands’). Για να μην αναφερθεί κανείς, στο αριστοτεχνικά δομημένο και ερμηνευτικά διφορούμενο ‘Henry Plainview’, μια σύνθεση που είναι ταυτόχρονα, πανέμορφη και ήρεμη, δυσάρεστη και ανησυχαστική. Σε ένα κινηματογραφικό σκορ, όπου κυριαρχούν τα έγχορδα όργανα, εκτός από τη BBC Concert Orchestra που δίνει εμφατικά το παρών και την ιδιότυπη συνεργασία τριών ικανότατων μουσικών (ο βιολιστής Μαρτίν Μπέργκες, η βιολοντσελίστα Καρολίν Νταλέ και ο πιανίστας Μίχαελ Ντόσσεκ), και το καταξιωμένο κουαρτέτο εγχόρδων The Emperor String Quartet, συνδράμει και εκτελεί παραδειγματικά μια σειρά από θέματα.

Προτεινόμενα κομμάτια:Future Markets’, ‘Prospectors Alive’, ‘Henry Plainview’, ‘Proven Lands’, ‘Stranded the Line

The Master (2012, Nonesuch Records)

Μετά από μια τόσο επιτυχημένη και εμπνευσμένη σύμπραξη, σαν και εκείνη, στο ‘Θα Χυθεί Αίμα’, δεν δημιουργεί καμία εντύπωση, που σε ένα ακόμη μεγαλόπνευστο έργο του, ο Πολ Τόμας Άντερσον, ανέθεσε το κινηματογραφικό σκορ στον Τζόνι Γκρίνγουντ. Για μια ακόμη φορά, ο τελευταίος, απομακρύνεται από τα συνήθη, περικλείοντας τον αποτροπιασμό και την αγωνία που προκύπτει από μια προβληματική / αρρωστημένη κατάσταση, σαν και αυτή της καθοδήγησης ενός κλονιζόμενου και απελπισμένου ανθρώπου (και κατ’ επέκταση ενός αριθμητικά μεγάλου συνόλου) από ένα ισχυρό και αγύρτικο μυαλό, με μελωδίες που είναι το ίδιο μειλίχιες (‘Back Beyond’) ή τρομακτικές (‘Baton Sparks’). Μέσα από το ‘The Master’, ο Τζόνι Γκρίνγουντ, ξεπερνά την πρότερή του προσπάθεια, όχι μονάχα επειδή χρησιμοποιεί μια σειρά από διαφορετικά μουσικά όργανα (εκτός από τα κάθε λογής έγχορδα ή το πιάνο και μεμβρανόφωνα ή ξύλινα πνευστά), ακολουθώντας μια πιο ριψοκίνδυνη και νεφελοειδή διαδρομή που διαπερνά τις κατηγορίες και τις διαθέσεις (καθώς πιστοποιούν, ευφάνταστες και παιχνιδιάρικες συνθέσεις, σαν το υποδόριο ‘Time Hole’ ή το ονειρικό ‘Alethia’), μα γιατί αυτό που πράττει, εκ των πραγμάτων, είναι ακόμη πιο δύσκολο από τη στιγμή που οφείλει να μεταδώσει έννοιες αλληλένδετες σαν και αυτές, της χειραγώγησης και της καθυπόταξης, του εθισμού και της εξάρτησης, της ψευδαίσθησης και του ονείρου, της αμφισβήτησης και της αναζήτησης, με συνθετικούς όρους που ξεπερνούν την κλασικότροπη κινηματογραφική εξιστόρηση. Δεκαπέντε κομμάτια επιλέχθηκαν για το ‘The Master’ από τα οποία, τα έντεκα, ναι μεν είναι πρωτότυπες συνθέσεις του πολυπράγμονος καλλιτέχνη, τα υπόλοιπα τέσσερα, όμως, αποτελούν τζαζ στάνταρντς (όπως, το ‘Get Theen Behind Satan’ του Ίρβινγκ Μπέρλιν) ή και spoken word (όπως, το ‘Don’t Sit Under The Apple Tree (With Anyone Else But Me) του Γκλέν Μίλερ), που τοποθετούνται σε στοχευόμενα σημεία της ανεπανάληπτης δημιουργίας.

Προτεινόμενα κομμάτια:Time Hole’, ‘Alethia’, ‘Atomic Healer’, ‘Able-Bodied Seamen’, ‘Baton Sparks

Έμφυτο Ελάττωμα (2014, Nonesuch Records)

Κατά κάποιο τρόπο, ύστερα από δύο μεγάλης πνοής, περίπου αδιανόητης σύλληψης έργα, το ‘Έμφυτο Ελάττωμα’ του Αμερικανού μεταμοντερνιστή πεζογράφου Τόμας Πίντσον, δεν έδωσε μονάχα στον Πολ Τόμας Άντερσον, τη δυνατότητα, να καταπιαστεί με κάτι που είναι ολότελα διαφορετικό, αλλά και στον Τζόνι Γκρίνγουντ. Αρκετά περισσότερο εφόσον μιλάμε για ένα περίτεχνα δομημένο λογοτέχνημα που με την επίφαση της αστυνομικής υπόθεσης, βυθίζει τον αναγνώστη στη ψυχεδελική ατμόσφαιρα, την παραστρατημένη συμπεριφορά και την επαναστατική ψευδαίσθηση της δεκαετίας του 1960. Το ιδιαίτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνει δράση το ‘Έμφυτο Ελάττωμα’ έχει εξέχουσα σημασία, γι’ αυτό και στο σάουντρακ που το συντροφεύει, δόθηκε η απαραίτητη προσοχή. Ως επακολούθημα, ο Τζόνι Γκρίνγουντ, παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον και αντιπροσωπευτικό για την περίοδο, αμφίθυμο σκορ, στο οποίο τις ατμοσφαιρικές και ανησυχαστικές ακροβασίες του ίδιου, διαδέχονται διασκορπισμένα κράουτ ροκ (‘Vitamin C’ – Can), σερφ ροκ (‘Here Comes the Ho-Dads’ – The Marketts), σόουλ (‘Les Fleurs’ – Minnie Riperton), εξότικα (‘Sukiyaki’ – Kyu Sakamoto), φολκ (‘Journey Through the Past’ – Neil Young) διαμάντια. Είναι πάντως, οι δικές του πινελιές που δίνουν έναν ασυνήθιστο νουάρ τόνο στο παραισθησιογόνο σύμπαν της ταινίας. Ο τρόπος με τον οποίο ενορχηστρώνει την ανερμήνευτη απουσία της Σάστα είναι ενδεικτικός και τον αναπτύσσει σε τρία διαφορετικά θέματα που συναπαρτίζουν και τη ραχοκοκαλιά του έργου (‘Shasta’, ‘Shasta Fay’ και ‘Shasta Fay Hepworth’). Αρκετά σημαντική είναι και η συνεισφορά της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου, όχι μόνο σε τούτα τα θέματα, μα και σε άλλα, αρκετά πιο πειραματικά (‘Andrian Prussia’). Ενόσω, η αφηγηματική προσφορά της Τζοάνα Νιούσομ στην ταινία, επιβραβεύεται και με τη διακριτική συμμετοχή της σε δύο τραγούδια με εξαιρετικό κιθαριστικό υπόβαθρο (‘Spooks’ και ‘Under the Paving-Stones, the Beach!’).

Προτεινόμενα κομμάτια: ‘Spooks’, ‘Shasta Fey’, ‘Andrian Prussia’, ‘Under the Paving-Stones, the Beach!’, ‘Amethyst

Αόρατη Κλωστή (2018, Nonesuch Records)

Με επιρροές που εκκινούν από τον πιανίστα Γκλεν Γκουλντ και φτάνουν ως τον διευθυντή ορχήστρας κι ενορχηστρωτή Νέλσον Ρίντλ ή τον μινιμαλιστή μουσικοσυνθέτη Τζον Άνταμς, ο Τζόνι Γκρίνγουντ, δημιουργεί ένα εξαίσιο σκορ. Στη μέχρι στιγμής, καλύτερη του δουλειά, που επάξια προτάθηκε για το βραβείο μουσικής επένδυσης από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου (και άδικα το έχασε!), ο Τζόνι Γκρίνγουντ, αφουγκράζεται τον νοσηρότατο δεσμό του υποχονδριακού Ρέινολντς Γούντκοκ με την παρορμητική Άλμα (ή ακόμη και με τη δεσποτική Σίριλ), και το εκλεπτυσμένο, μα κλειστοφοβικό περιβάλλον, που διαβιούν τούτοι, και δημιουργεί μια σειρά από κομψοτεχνήματα. Σαν το έξοχο θέμα, όπου είναι αφιερωμένο στο αντικείμενο του πόθου (‘Alma’), εκείνο που χαρακτηρίζει καλύτερα τον αριστοκρατικό οίκο των Γούντκοκ (‘House of Woodcock’) και την αχαλίνωτη επιθυμία και την εμμονικότητα του πρωταγωνιστή (‘The Hem’). Εν αντιθέσει, πάντως, με όλα τα προηγούμενα σάουντρακ του Τζόνι Γκρίνγουντ, για πρώτη φορά φαίνεται η βούλησή του, να συγγράψει μελωδίες, οι οποίες πέρα από το να δίνουν τον τόνο στα της οθόνης τεκταινόμενα ή να είναι αρκούντως σύνθετες στη δομή τους, να είναι εθιστικές και πιο παραδοσιακές. Γι’ αυτό και υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο μουσικό θέμα, όπως είναι το συγκλονιστικό Phantom Thread, το οποίο τόσο στην πρώτη όσο και την τρίτη του εκτέλεση, παίζεται από μια εξηκονταμελή ορχήστρα εγχόρδων, που διευθύνεται ανεπίληπτα από τον Ρομπέρ Ζίγκλερ. Ωστόσο, αν και έκτακτες, οι πληθωρικές και απαιτητικές αυτές εκδοχές, καμία από τούτες, δεν δύναται να συγκριθεί με την ασφαλώς πιο περιορισμένη (με ένα πιάνο και ένα βιολί), μα παραπάνω σπαρακτική, δεύτερη απόδοση (‘Phantom Thread IΙ’). Σε κάθε περίπτωση, η μουσική που έγραψε ο Τζόνι Γκρίνγουντ αποτελεί έναν ακόμη χαρακτήρα στο οικοδόμημα του Πολ Τόμας Άντερσον, που ενίοτε, αποκαλύπτει περισσότερα απ’ όσα λένε οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές (‘Never Cursed’).

Προτεινόμενα κομμάτια:The Hem’, ‘Phantom Thread IΙ’, ‘Never Cursed’, ‘House of Woodcock’, ‘Barbara Rose

Share