Carol

Μετά από οκταετή απουσία από τα κινηματογραφικά πράγματα (είχε μεσολαβήσει η μίνι τηλεοπτική σειρά εποχής, ‘Mildred Pierce’ με πρωταγωνίστρια την Κέιτ Γουίνσλετ, το 2011), ο Αμερικανός σκηνοθέτης, Τοντ Χέινς επιστρέφει και το ίδιο γίνεται και με τη λεπτεπίλεπτη,  ενδοσκοπική ματιά που τον χαρακτηρίζει. Καλλιτέχνης που έχει ταυτιστεί, όσο ελάχιστοι, με την queer κοινότητα, δεν έπαψε ποτέ να αναζητάει και να αναδεικνύει τις ομοφυλοφιλικές του ανησυχίες μέσα από την τέχνη που υπηρετεί. Για την ακρίβεια, ολόκληρη, η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα φιλμογραφία του είναι ένα αδιάλειπτο παιχνίδι ρόλων και μεταμορφώσεων. Άνθρωποι με προοδευτικά χαρακτηριστικά και καταπιεσμένες σεξουαλικές επιθυμίες που ασφυκτιούν, εξεγείρονται και συνήθως, συντρίβονται από το ομογενοποιημένο, κοινωνικό περιβάλλον της εκάστοτε εποχής. Επομένως, για τις απαιτήσεις της πολυαναμενόμενης και πολυβραβευμένης επιστροφής, εγκαταλείπεται η αντισυμβατικότητα που χαρακτήριζε το τελευταίο, μουσικό αφήγημα (‘I’m not there’, 2007) και επιστρατεύεται ο μελοδραματισμός και ο αναχρονισμός της αμέσως, προηγούμενης, εξαίρετης ταινίας του (‘Ο παράδεισος είναι μακριά, 2002). Το ευτύχημα είναι, πως ο Τοντ Χέινς, το πραγματοποιεί με ωριμότητα, μέτρο και φρόνηση. Έχοντας αποτίσει φόρο τιμής στον δακρύβρεκτο σκηνοθέτη, Ντάγκλας Σερκ, αφήνει στην άκρη το μελό και την τεχνικολόρ επιτήδευση και επιστρέφει στη δεκαετία του ’50, πλημμυρίζοντας την ιστορία του, με ομορφιά, εγκαρδιότητα και διάχυτο αισθησιασμό.

Η ερωτική περιπέτεια της ‘Κάρολ’, διαθέτει τέτοια σκηνοθετική, σεναριακή και ερμηνευτική ειλικρίνεια και καθαρότητα που δεν χρειάζεται εξεζητημένα, προγενέστερα τεχνάσματα για να συγκινήσει έναν σύγχρονο θεατή. Πατάει πάνω σε μια εξαιρετική αρχική ύλη άλλωστε, η οποία διασκευάζεται με υποδειγματικό τρόπο από την (σχεδόν) πρωτοεμφανιζόμενη, Φίλις Ναζ. Η επιδραστική, Αμερικανίδα συγγραφέας, Πατρίσια Χάισμιθ (1921 – 1995), μπορεί να ταυτίστηκε με το ψυχολογικό σασπένς και τη γνωστή σειρά μυθιστορημάτων που είχαν σαν ήρωα τον ηθικά αμφιλεγόμενο και σεξουαλικά αμφιταλαντευόμενο, Τομ Ρίπλεϊ, είναι όμως, με το βιβλίο, ‘The price of salt’ (1952), που επιχείρησε να διασκευάσει τις εντυπώσεις και να απομακρυνθεί από το είδος που την καθιέρωσε. Μια φαντασίωση, επί της ουσίας, που είχε η συγγραφέας τον καιρό που εργαζόταν ως υπάλληλος σε κατάστημα με κούκλες στάθηκε αφορμή, όχι μόνο για να γράψει το μυθιστόρημα αυτό, αλλά και για να αποκαλύψει πτυχές του ερωτικού της παρελθόντος μέσα από τις ηρωίδες που εμπνεύστηκε (ο χαρακτήρας της Κάρολ βασίζεται στη σικάτη και κοσμική, Βιρτζίνια Κάδεργουντ που υπήρξε και πρώην της).

Carol_1

Για προσωπικούς λόγους, το βιβλίο εκδόθηκε με ψευδώνυμο (Κλαιρ Μόργκαν). To να είσαι ανοιχτά ομοφυλόφιλος, τη δεκαετία του 1950, ήταν ανήθικο και παρακινδυνευμένο, ιδίως για τη σταδιοδρομία μιας ανερχόμενης συγγραφέως (το ‘The price of salt’ ήταν το δεύτερο βιβλίο της). Δεκαετίες αργότερα, το πραγματικό της ονοματεπώνυμο, θα έβρισκε τη θέση που του αναλογεί στο εξώφυλλο και θα αποκαθιστούσε την αλήθεια. Σε κάποιες εκδόσεις (στην αυστραλέζικη και την αγγλική) το βιβλίο τιτλοφορούνταν, ‘Carol’. Αυτή την ονομασία αποφάσισε να κρατήσει και ο Τοντ Χέινς για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου. Είναι τόσο καταλυτική η παρουσία του συγκεκριμένου χαρακτήρα που δικαιολογημένα της αξίζει, έστω και αν το σημείο ταύτισης του μέσου θεατή, δεν είναι άλλη από την ανίδεη και συγκρατημένη, Τερέζ. Στο δια ταύτα, η συνδιαλλαγή μιας νεόκοπης και άσημης υπαλλήλου (Τερέζ) με μια μεγαλύτερη σε ηλικία, εκθαμβωτική και εύπορη κυρία (Κάρολ), στο εμπορικό κατάστημα που εργάζεται η πρώτη, θα είναι κατακλυσμιαία. Η Κάρολ, θα προσεγγίσει με διαπεραστικό τρόπο την Τερέζ και θα της δώσει την αφορμή για να ξανασυναντηθούν. Το γεγονός αυτό, θα έχει σαν αποτέλεσμα οι δύο γυναίκες να γνωριστούν και να ερωτευτούν με σφοδρότητα, η μια την άλλη. Η σχέση αυτή, όμως, θα φανερώσει τα όρια και τις αντοχές της πουριτανικής κοινωνίας στην οποία διαμένουν, πόσο μάλλον όταν η ίδια, η Κάρολ, όσο αποφασιστική και ανεξάρτητη κι αν φαίνεται, βρίσκεται εγκλωβισμένη σ’ έναν ανεπιθύμητο γάμο. Σύντομα, η πρωταγωνίστρια θα κληθεί να διαλέξει ανάμεσα στην ετεροκανονικότητα που επιτάσσει η κοινωνία και την επιθυμία που πηγάζει από την ομοφυλοφιλική της φύση.

Από την πρώτη στιγμή που η Κάρολ (Κέιτ Μπλάνσετ), εισέρχεται στο πολυκατάστημα που δουλεύει η Τερέζ (Ρούνι Μάρα), η παρουσία της τραβάει την προσοχή. Είναι τόσο στιλάτη και γεμάτη αυτοπεποίθηση που δύσκολα μπορεί να της αντισταθεί κάποιος. Στη θέα της, η Τερέζ θα σαστίσει, ενώ μια φευγαλέα και υπαινικτική ματιά της Κάρολ θα είναι αρκετή για να την μαγνητίσει. Ο Τοντ Χέινς, ξέρει πώς να βάζει τους ηθοποιούς του να ερωτοτροπούν, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τον φακό και αυτό είναι κάτι που το αποδεικνύει σ’ αυτή, την υπέροχη σκηνή. Τα βλέμματα των δύο γυναικών συναντιούνται και ο χρόνος σταματάει για να αιχμαλωτίσει τη διεργασία. Λίγη ώρα αργότερα, και ενώ όλα έχουν επιστρέψει στην κανονική τους ροή, η Κάρολ θα εμφανιστεί στο ταμείο της Τερέζ για να αγοράσει ένα δώρο για τη μικρή της κόρη. Φυσικά και κάτι τέτοιο χρησιμοποιείται με προσχηματικό τρόπο από την Κάρολ, μιας και αυτό που επιθυμεί πιο πολύ είναι να έρθει σε μια αρχική επαφή με την Τερέζ. Ο Τοντ Χέινς, θα αποτυπώσει τη γνωριμία με τον πιο άμεσο και ανεπιτήδευτο τρόπο, σκοπός του είναι να μας κάνει από την πρώτη στιγμή συμμέτοχους, στο ερωτικό αφήγημα.

Carol_2

Στο αρχικό τους δείπνο, ο θαυμασμός που αισθάνεται η Τερέζ και η περιέργεια που νιώθει, αντίστοιχα, η Κάρολ θα εκφραστούν ακόμη περισσότερο. Υπάρχει μια δυσδιάκριτη χημεία, ανάμεσα στις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες, η οποία διαδοχικά θα γίνει πιο φανερή. Ο Τοντ Χέινς, ανασκαλεύει διακριτικά την εξωτερική επιφάνεια και εικονοποιεί τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της διαμορφούμενης σχέσης. Για να το καταφέρει αυτό φέρνει ολοένα και πιο κοντά τις δύο συμπρωταγωνίστριες. Τα αρχικώς αποστασιοποιημένα πλάνα του, θα διαδεχθούν άλλα που ακολουθούν μια πιο φιλική προσέγγιση. Όσο, η διερευνητική επικοινωνία εξελίσσεται, τόσο ο κινηματογραφικός φακός προσεγγίζει τα πρόσωπα για να καταγράψει τον ερωτικό αντίκτυπο. Κάθε σκηνή που θα διαμοιραστούν από εδώ και πέρα, οι δύο γυναίκες, όχι μόνο θα της φέρει πιο κοντά, αλλά θα δημιουργήσει και μια εξαιρετικά ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα (η σκηνή που η Τερέζ παίζει στο πιάνο ένα ερωτικό τραγούδι του Τέντι Γουίλσον και η Κάρολ την προσεγγίζει από πίσω). Κάρολ και Τερέζ, όμως, θα χρειαστεί να δραπετεύσουν από τα περιορισμένα και καταπιεσμένα τους κοινωνικά περιβάλλοντα για να απελευθερώσουν τη συσσωρευμένη ενέργεια. Ακόμη και τότε, δεν θα πραγματοποιηθεί απευθείας, μιας και θα χρειαστεί να κατακτήσει η μια την εμπιστοσύνη της άλλης. Η ταινία ετοιμάζει με μεθοδικότητα, τη στιγμή της ερωτικής κλιμάκωσης. Μια τέτοια αντιμετώπιση, θα καταλήξει σε μια από τις πιο όμορφες και αισθαντικές, ερωτικές σκηνές της πρόσφατης, κινηματογραφικής μνήμης. Δίχως διάθεση πρόκλησης ή και υπερβολής, οι δυο γυναίκες θα συνενωθούν και θα παραδοθούν στα ερωτικά κελεύσματα της αδάμαστης τους επιθυμίας.

Ο σκηνοθέτης, Τοντ Χέινς, παραμένει στα απολύτως απαραίτητα αυτής της ολοκλήρωσης. Ανεβάζει τη θερμοκρασία και παρουσιάζει την ανυπέρβλητη και παθιασμένη προθυμία δύο γυναικών, χωρίς να γίνεται (επ’ ουδενί) ηδονοβλεπτικός και καταχρηστικός. Το άγγιγμα του παραπέμπει, στο βελούδινο, διακριτικό χάδι της Κάρολ (στο δείπνο ή και στο κρεβάτι) και η ματιά του στον αδιάφθορο τρόπο με τον οποίο παρακολουθεί και ανακαλύπτει, η Τερέζ, το υποκείμενο του ενδιαφέροντος της (ενδεικτικές είναι οι σκηνές που την φωτογραφίζει στον δρόμο). Και σε άλλες σκηνές πάντως, ο σκηνοθέτης, μένει να παρατηρεί από απόσταση την Κάρολ. Προσπαθεί να την αντιληφθεί μέσα από τη εξωραϊσμένη οπτική της Τερέζ και να την θαυμάσει με τον υπερενθουσιώδη, πρωτόγνωρο τρόπο που το πραγματοποιεί, η τελευταία. Ο θεατής συνταυτίζεται με την εύθραυστη ψυχοσύνθεση της Τερέζ, στο άγγιγμα της Κάρολ, αναστατώνεται και τρέμει σύγκορμος και ο ίδιος. Πώς θα μπορούσε διαφορετικά, η Κάρολ, είναι τόσο γοητευτική, εγκάρδια και ερωτική, που διαπερνάει κάθε ιδεατό, αόρατο τοίχο.

Carol_3

Η Κάρολ, όμως, έχει επωμιστεί τον απαιτητικό ρόλο της συζύγου και της μητέρας και ετούτο είναι κάτι που από την πρώτη στιγμή προσπαθεί να το συνταιριάξει με τον πραγματικό της εαυτό. Ο σύζυγος της, φυσικά, και δεν επιθυμεί να καταστρέψει την κοινωνικώς αποδεκτή, επίπλαστη εικόνα του γάμου τους, όσο και αν εκείνη δείχνει από καιρό έτοιμη να το πράξει. Η παρουσία της Τερέζ στην καταπιεσμένη της ζωή, θα επισπεύσει την ήδη δρομολογημένη, αποδεσμευτική διαδικασία και είναι τότε επακριβώς, που ο σύζυγος της θα λειτουργήσει με τον πιο αντιπαθητικό και μνησίκακο τρόπο. Έτσι, ενώ μέχρι το πρώτο μισό της ταινίας, όλα βρίσκουν τον τρόπο να ακολουθήσουν και να ικανοποιήσουν τον σκοπό που αναφέρθηκε (ερωτική προσέγγιση – συνένωση), η δραματική τροπή που θα πάρει η ταινία, διαρρηγνύει την προσωρινή νηνεμία και επιτάσσει στην Κάρολ να αντιμετωπίσει γρήγορα και υπεύθυνα, ένα οικογενειακό πλαίσιο που δεν την αφήνει να απελευθερωθεί και να ζήσει ξέγνοιαστα. Στο σημείο αυτό, η ταινία απογειώνεται, μιας και απεγκλωβίζεται από τα ερωτικά στεγανά για να παραλλαχθεί σε κάτι βαθύτερο και καθόλου αυτονόητο για μια τόσο φαλλοκρατική εποχή. Η απόφαση μιας όμορφης και ευκατάστατης γυναίκας, να αντιταχθεί στις κοινωνικές υποδείξεις και να διεκδικήσει όλα όσα ποθεί, έστω και με σημαντικό τίμημα, αποδεικνύεται πράξη πολιτική. Και είναι το ερμηνευτικό εκτόπισμα της Κέιτ Μπλάνσετ που απογειώνει και κάνει αξέχαστη την πορεία προς τη συζυγική χειραφέτηση και την ομοφυλοφική παραδοχή.

Ο τρόπος που θα αντιταχθεί και θα σηκώσει ανάστημα στη συζυγική, κοινωνική καταπίεση θα είναι αναμφίβολα συγκλονιστικός, σε μια εξαιρετική σκηνή που φέρνει αβίαστα δάκρυα στα μάτια. Είναι όμως, το βλέμμα, η κινησιολογία, η ομιλία και το συνολικότερο εύρος μιας μεγάλης σταρ που έρχονται και ζωντανεύουν τον πολυπόθητο και ελκυστικό χαρακτήρα της εξεζητημένης, Κάρολ. Σε μια από τις πιο ώριμες και θαρραλέες ερμηνείες, μιας μακριάς και αξιοζήλευτης πορείας, η Κέιτ Μπλάνσετ, δίνει υπόσταση και χαρακτήρα στην καταπιεσμένη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας. Η Κάρολ, είναι ένας άνθρωπος σαγηνευτικός, κι αυτό είναι κάτι που η Κέιτ Μπλάνσετ γνωρίζει πώς να το μεταφέρει στην οθόνη. Μπροστά στη θέα της, δεν κομπιάζει μονάχα η Τερέζ, αλλά και ο θεατής. Είναι τόσο καταιγιστική η παρουσία της, που δεν αφήνει αρκετά περιθώρια αντίδρασης. Ενέχει όμως, και αλήθεια που υπάγεται, σ’ έναν συμπεριφορικό κώδικα που τοποθετεί τον άνθρωπο πέρα από τα περιορισμένα, κοινωνικά πρότυπα. Κάτω από την εκθαμβωτική επιφάνεια, βρίσκεται ένας τρυφερός άνθρωπος που θέλει να ερωτευτεί, να ζήσει και να αγαπηθεί και αυτό είναι κάτι που το επιχειρεί. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς, πως αγγίζει τον ώμο ή το χέρι της Τερέζ, ν’ ακούσει, πως ξεστομίζει τη λέξη ”τρέμεις” (κατά την ερωτική συνεύρεση) και πως, της λέει το ”σ’ αγαπώ” (όταν την επαναδιεκδικεί) για να κατανοήσει πόσο ειλικρινής και ανεκτίμητη είναι η ερμηνεία αυτή.

Carol_4

Τυποποιημένες λέξεις αποκτούν ξανά το πραγματικό τους νόημα και καταπιεσμένες ορμές αναδύονται με χειμαρρώδη τρόπο στο προσκήνιο. Η έμπειρη Κέιτ Μπλάνσετ όμως, έχει στο πλάι της και μια εξαιρετική παρτενέρ. Η Ρούνι Μάρα, υποδύεται το νεαρό εκείνο πλάσμα, που σταδιακά ανακαλύπτει τον ομοφυλόφιλο του χαρακτήρα. Η Τερέζ, θα μεταβεί απ’ όλα τα στάδια ενός έρωτα και η Ρούνι Μάρα μέσα από βλέμματα και σιωπές ευρίσκει τον τρόπο για να εξωτερικεύσει τις διάφορες συναισθηματικές αποχρώσεις. Η Τερέζ, της Ρούνι Μάρα, είναι τόσο ερωτεύσιμη και ομιλητική, όσο απαιτείται. Ένας άνθρωπος αξιοπερίεργος, που ενώ οι πράξεις και οι συνήθειες του αντιπαραβάλλονται με τον πληθωρικό χαρακτήρα της Κάρολ, κατορθώνει να ξεχωρίσει. Ιδίως, όμως, είναι ο επίμονος τρόπος με τον οποίο βλέπει και ποθεί την Κάρολ, στην αρχή και στο τέλος της ταινίας. Ο ανατριχιαστικός τρόπος με τον οποίο, δηλαδή, η ερωτική παρόρμηση πυροδοτείται, ξεθωριάζει και αναζωπυρώνεται μέσα από ένα διαρκές και βαθύ βλέμμα. Η ματιά και η οπτική πλευρά των πραγμάτων, άλλωστε, έχει αξιοσημείωτη σημασία σε ολόκληρη την ταινία. Η ‘Κάρολ’, ξεκινάει και ολοκληρώνεται, παρουσιάζοντας μια σεκάνς από διαφορετική σκοπιά και είναι στη δεξιοτεχνική ικανότητα του μοντέρ, Αφόνσο Γκονσάλβες, να γεφυρώσει τις δύο εικόνες με την υπόλοιπη ταινία, μ’ έναν απροσδόκητα κεκαλυμμένο τρόπο και να επανανοηματοδοτήσει το περιεχόμενο της συγκεκριμένης σκηνής. Ολάκερη, η συνεισφορά του Αφόνσο Γκονσάλβες (αν και διακριτική) κρίνεται εξαιρετική, μιας και η ιστορία διαχέεται μ’ έναν ανεπιτήδευτο, φυσικό τρόπο, ενώ κατορθώνει να απομονώσει και να αναδείξει τις σκηνές εκείνες που αποπνέουν ερωτισμό.

Είτε πίσω από μια γυάλινη επιφάνεια (οι αφαιρετικές λήψεις μέσα από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου), είτε μπροστά από αυτή (έξω από ένα διαμέρισμα), η κάμερα βρίσκεται στην κατάλληλη θέση για να φωτίσει και να καταγράψει τα συναισθήματα. Ο Έντουαρντ Λάκμαν, o διευθυντής φωτογραφίας, με τις φανταχτερές, τεχνικολόρ απολήξεις (‘Ο παράδεισος είναι μακριά’, 2002) επιστρέφει σε ταινία του Τοντ Χέινς (είχε συνεργαστεί και στο ‘I’m not there’, 2007) και φωτογραφίζει με έναν ανάλογα αριστουργηματικό τρόπο την ‘Carol’. Τα χρώματα, αυτή τη φορά, δεν εμφανίζονται το ίδιο στιλιζαρισμένα και πλαστικά, παραμένουν πάντως, ιδιαίτερα θερμά και σε σημεία, εκθαμβωτικά. Σκούρες κατά κύριο λόγο, κόκκινες, πράσινες, ή κιτρινωπές αποχρώσεις περνούν μέσα από το ειδικό φιλτράρισμα του Έντουαρντ Λάκμαν και υπογραμμίζουν τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των δυο συμπρωταγωνιστριών. Και αν η φωτογραφία οπτικοποιεί τα συναισθήματα, ο ενδυματολογικός κώδικας εκφράζει, όχι μόνο το στυλ μιας παρελθούσας εποχής, αλλά και την προσωπικότητα του κάθε χαρακτήρα.

Carol_5

Η τρεις φορές, βραβευμένη με Όσκαρ, Σάντι Πάουελ, δημιουργεί εκπληκτικά σύνολα και αξεσουάρ για την Κάρολ (γούνες, φορέματα, καρφίτσες, μαντήλια) και την Τερέζ (καρό και ριγέ ταγέρ, κασκόλ, καπέλα) και το υπόλοιπο επιτελείο. Σε τέτοιο βαθμό, όπου καταλήγουν να συναποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους. Τ’ ότι, ο εσωτερικός ή ο εξωτερικός διάκοσμος των σπιτιών, των εστιατορίων και των ξενοδοχείων συμπληρώνει με οργιαστικά λεπτομερή τρόπο το ενδυματολογικό κομμάτι (Τζέσι Ρόζενταλ και Χέδερ Λέφλερ στη σκηνογραφία και τη διακόσμηση, αντίστοιχα), δείχνει το βαθμό επιμέλειας που έχει η ταινία σε κάθε επίπεδο της γενναίας παραγωγής, ενώ ταυτοχρόνως, αποκαλύπτει την οικονομική – ταξική καταβολή των δύο χαρακτήρων. Η πολυτέλεια της μεγαλοπρεπούς οικίας, όπου μένει η Κάρολ και των φινετσάτων ενδυμάτων που φοράει, αντιπαραβάλλεται με το ανεπαρκέστατο διαμέρισμα και τον νεανικό ρουχισμό της Τερέζ, μόνο και μόνο, για να βρουν από κοινού έδαφος, σ’ ένα λιγότερο ή και περισσότερο επιδεικτικό ξενοδοχείο, όπου φορούν πιτζάμες και νεγκλιζέ. Τη συναισθηματική εμπειρία που προσφέρει η ταινία ολοκληρώνει η πανέμορφη μουσική που εμπνεύστηκε και συνέθεσε, ο Κάρτερ Μπάργουελ. Μινιμαλιστικά, μελωδικά κομμάτια που ενισχύονται από τη συμμετοχή του κλαρινέτου, της άρπας, του βιμπραφώνου και επιπλέον, έγχορδων μουσικών οργάνων (βιολιά ή βιόλες) και επιχειρούν να πιάσουν τον σφυγμό της ερωτικής ιστορίας. Ειδικά, το αρχικό θέμα, είναι εκείνο που επανεμφανίζεται αποδομημένο και ανασυντιθέμενο σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ένα καταπληκτικό θέμα, που με όποιο, ευφάνταστο τρόπο και αν ενορχηστρωθεί, όχι μόνο υποστηρίζει υποδειγματικά την εικόνα και τη ψυχολογία του κάθε χαρακτήρα, αλλά το μεταφέρει κανείς και μετά την ολοκλήρωση της προβολής. Το σάουντρακ της ταινίας συμπληρώνουν ορισμένα εμβληματικά τραγούδια της δεκαετίας του ’50, με πιο χαρακτηριστική, τη χρήση του ‘Easy Living’ του Τέντι Γουίλσον.

Ο Τοντ Χέινς, στην έκτη (μόλις) μεγάλου μήκους ταινία του, λαμβάνει την καλλιτεχνική και εμπορική αναγνώριση που χρόνια αποζητούσε και του αναλογεί. Χωρίς να απομακρύνεται, ιδιαίτερα, από τις αισθητικές του καταβολές και την προβληματική που συναντάει κανείς, σε οποιοδήποτε έργο της σύντομης φιλμογραφίας, αγγίζει ένα μεγαλύτερο ακροατήριο που δεν περιορίζεται μόνο στα στεγανά της queer κοινότητας. Με τον αριστουργηματικό, αν και παλιομοδίτικο, τρόπο που το πραγματοποίησε, δέκα χρόνια πρωτύτερα, το σπαραξικάρδιο ‘Brokeback Mountain’ του Ανγκ Λι με τον ίδιο τρόπο το κάνει τώρα και ο Τοντ Χέινς. Έχει στα χέρια του, μια δελεαστική και αψεγάδιαστη, μυθιστορηματική ύλη (‘The price of salt’, 1952) που την εκμεταλλεύεται στο έπακρον και δεν αφήνει την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε να πάει χαμένη. Αναμφισβήτητα, αν ζούσε η Πατρίσια Χάισμιθ, θα ήταν υπερήφανη για τον διεισδυτικό τρόπο που ο Τοντ Χέινς και το τεχνικό επιτελείο που τον συνόδευσε, εμφύσησε ζωή σ’ ένα από τα πλέον παραγνωρισμένα μυθιστορήματα της διακεκριμένης συγγραφέως. Μέσα από μια υποδειγματική ανασύσταση της εποχής που δεν λειτουργεί μόνο σαν άψυχο υπόβαθρο, αλλά εξυπηρετεί τους χαρακτήρες και την ανάπτυξη της ιστορίας, ο Τοντ Χέινς, εναρμονίζεται με το προοδευτικό ρεύμα που υπάρχει στη γενέτειρα του και υπογράφει, ένα ερωτικό δράμα εποχής που αποπνέει καθαρό και ατόφιο ερωτισμό. Ταυτόχρονα, κόντρα σε ότι έχουμε συνηθίσει σε αντίστοιχου ύφους ταινίες, τυγχάνει να διαθέτει και ευτυχέστατη κατάληξη. Αρωγοί, σ’ αυτή την προσπάθεια, μια πολλά υποσχόμενη ηθοποιός (Ρούνι Μάρα) και η σπουδαιότερη, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ερμηνεύτρια της τελευταίας εικοσαετίας (Κέιτ Μπλάνσετ). Το διπλό ρεσιτάλ, απελευθερώνει έναν ασυνήθιστα αρχετυπικό ερωτισμό που επιτυγχάνεται αβίαστα και αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια του, στην καρδιά της ταινίας.

Share