Ορνιθες
Η πρώτη αποβίβαση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, με τις ‘Όρνιθες‘ του Αριστοφάνη (414 π.Χ.) από τα επιδέξια χέρια του Νίκου Καραθάνου και ενός ικανότατου και πολυμορφικού επιτελείου συντελεστών (ανάμεσα στους οποίους, ένας Παραολυμπιονίκης, ο Γιάννης Σεβδικαλής και μια δασκάλα νάνος, Βασιλική Δρίβα), μόνο με θετικό πρόσημο θα μπορούσε να ιδωθεί. Παρά τα δευτερογενή ζητήματα, που αφορούν το κατά πόσο ακολουθήθηκε το πρωτότυπο κείμενο και ορισμένες εξεζητημένες προτιμήσεις του καταξιωμένου, σκηνοθέτη και ηθοποιού, Νίκου Καραθάνου, η παράσταση καταφέρνει να ξεχωρίσει και να αποτελέσει καλλιτεχνική πρόταση. Δεν είναι οι περισσότεροι από τους 20.000 θεατές που συνέρρευσαν μαζικά για να παρακολουθήσουν στο αργολικό θέατρο την αναμενόμενη και πολυδιαφημισμένη παραγωγή (απολύτως εμπνευσμένη, η διαφημιστική καμπάνια που επέλεξε το πολυβραβευμένο δημιουργικό γραφείο των Beetroot), ούτε οι επαναληπτικές (sold out) παραστάσεις, στην ίδια την κεντρική σκηνή της Στέγης, ένα μήνα αργότερα, που εντυπωσιάζουν. Είναι ο απελευθερωτικός τρόπος με τον οποίο αποφάσισε ο τολμηρός και διορατικός σκηνοθέτης να δει τις αριστοφανικές όρνιθες και να τις αναγάγει σε έργο αυτόνομο και ανεξάντλητο που υπερβαίνει τις (αρχαϊκές) θεατρικές συμβάσεις και το κληροδοτημένο, δυσθεώρητο βάρος του πολυθρύλητου και εμβληματικού ανεβάσματος που επιχείρησε ο Κάρολος Κουν το 1959. Οι ‘Όρνιθες’ του Νίκου Καραθάνου, ενεργοποιούν τα αισθητηριακά όργανα ενός κοινού που περισσότερο από ποτέ, επιθυμεί να δραπετεύσει σε μια ιδανική, αδιάφθορη και ειρηνική κοινωνία (Ουτοπία) σαν και αυτή που οραματίζεται διακαώς (Νεφελοκοκκυγία) και ως ένα βαθμό επιτυγχάνει να δημιουργήσει, ο Πεισέταιρος.
Συγγεγραμμένες το 414 π.Χ. και βραβευμένες με το δεύτερο έπαθλο στα Μεγάλα Διονύσια, δίκαια θεωρούνται ως ένα από τα κορυφαία σωζόμενα έργα του κωμικού συγγραφέα. Έργο φυγής (οι δύο Αθηναίοι εγκαταλείπουν τη μίζερη αθηναϊκή πραγματικότητα), μυθολογικής μεταγραφής (κωμική περιγραφή του μύθου της Γιγαντομαχίας) και πολιτικής αλληγορίας (η Νεφελοκοκκυγία αντιπροσωπεύει τη μεγαλεπήβολη και καταστρεπτική ιδέα της Σικελικής Εκστρατείας), οι ‘Όρνιθες’, όπως συμβαίνει τις πιο πολλές φορές με τα διαχρονικά κείμενα, βρίσκουν την αφορμή για να εναρμονιστούν με τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Μπορεί ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της αρχαίας κωμωδίας να έγραψε το εν λόγω έργο τη στιγμή που επιχειρείται (με ανεπιτυχή αποτελέσματα) να διασφαλιστεί ειρήνη (Νικίειος ειρήνη), το συγκεκριμένο ανέβασμα πραγματοποιείται σε μια συγκυρία εξίσου εύθραυστη.
Ο Νίκος Καραθάνος, δεν θα μπορούσε παρά να απομακρυνθεί από τη δραματουργική και σκηνική αντιμετώπιση που επεφύλαξε στις ‘Όρνιθες’ το Θέατρο Τέχνης (καθώς επίσης και κάθε ακόλουθος μιμητής), τούτο όμως είναι κάτι που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί αυτοσκοπός, μιας και εκπηγάζει από την ίδια την αυθεντική ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη. Στη δεύτερη ανάθεση της Στέγης (η πρώτη υπήρξε ο επιτυχημένος, ανανεωτικός, αλλά και διχαστικός, ‘Βυσσινόκηπος‘ το 2015), ο σκηνοθέτης, εκμεταλλεύεται τη σπουδαία ευκαιρία που του παρουσιάζεται και χωρίς να είναι εξοικειωμένος με το απαιτητικό είδος αποτολμά τη δική του ανάγνωση. Από την πρώτη στιγμή που υπεισέρχεται στην ορχήστρα, ο πονηρός, Πεισέταιρος (Νίκος Καραθάνος) και ο αφελής συνοδοιπόρος, Ευελπίδης (Άρης Σερβετάλης), το ιδιαίτερο οπτικό αποτύπωμα του σκηνοθέτη και η χαλαρή προσαρμογή (τη μετάφραση του αριστοφανικού κειμένου την έκανε ο Γιάννης Αστερής) αρχίζουν να γίνονται φανερά. Οι δύο εξαιρετικοί ηθοποιοί, περιδιαβαίνουν με περίσσεια ευχέρεια την τεράστια έκταση της ορχήστρας αναζητώντας τον Έποπα (μυθικός βασιλιάς των Θρακών που έχει μεταμορφωθεί σε τσαλαπετεινό). Στις επικλήσεις τους, όμως, θα εμφανιστεί ένα απροσάρμοστο πτηνό που υποδηλώνει υποταχτικός του Έποπα (Μιχάλης Σαραντής). Ο υπηρέτης θα σαστίσει μπροστά στην ανθρώπινη τους θέα και θα αρχίσει να συμπεριφέρεται με αλλοπρόσαλλο τρόπο μέχρι να πειστεί από τους δύο συνταξιδιώτες πως πρέπει να προσκαλέσει τον αφέντη του. Οι δύο βασικοί χαρακτήρες με τον τρόπο που τοποθετούνται και συμπεριφέρονται (η κινησιολογία ανήκει στη χορογράφο και επιμελήτρια κίνησης, Αμαλία Μπένετ), προκαλούν απλόχερα το χαμόγελο του θεατή, το ίδιο και το ενεργητικότατο σκλαβόπουλο που συναντούν και αυτό είναι κάτι που θα επαναληφθεί αρκετές φορές, καθ’ όλο το πρώτο μέρος της παράστασης.
Από το εύστοχο και λιτό σκηνικό (μια επιφάνεια από επάλληλα επίπεδα MDF που πάνω της φέρει τέσσερα, πλαστικά δέντρα και ένα σύννεφο) που έχει επιμεληθεί η πάντοτε συνεπής και εφευρετική σκηνογράφος, Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, θα κάνει την εμφάνιση του, ο τσαλαπετεινός (Χρήστος Λούλης) και η αναπάντεχη αμφίεση του (τα μαδημένα φτερά και η αστεία του όψη) θα προκαλέσει την περιέργεια και τον σχολιασμό των επισκεπτών. Κατόπιν τούτου, ο Πεισέταιρος, θα παρουσιάσει το υπεραισιόδοξο του σχέδιο στον Έποπα, που δεν είναι άλλο από την ακατάβλητη του επιθυμία να μεταμορφωθούν και οι ίδιοι σε πουλιά και να (συν)δημιουργήσουν μαζί με τα άλλα πτηνά, μια όμορφη και απαλή, ουράνια πολιτεία. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, η τελευταία θα παρεμβάλλεται μεταξύ του κόσμου των θεών και των ανθρώπων, ενόσω ένας πελώριος φράχτης που θα χτιστεί θα εμποδίζει τη μυρωδιά από τις τελετουργικές προσφορές των τελευταίων να φτάσει χωρίς αντίτιμο στους θεούς.
Τόσο κατά το διάστημα του τρυφερού καλέσματος της Αηδόνας όσο και κατά τη διάρκεια του ακατάπαυστου, χειμαρρώδους προσκλητηρίου των λοιπών πουλιών, ο Χρήστος Λούλης είναι απολαυστικός (ιδίως όποτε επιχειρεί να μιμηθεί τους ήχους των πουλιών). Η είσοδος των πτηνών στην ορχήστρα, πάντως, θα γίνει με κλιμακωτό τρόπο και σε αυτό συμβάλει και η αγωνιώδης μουσική σύνθεση του Άγγελου Τριανταφύλλου που εκτελείται ζωντανά (όπως και κάθε άλλη μουσική του έμπνευση) από μια πενταμελής ομάδα οργανοπαιχτών (Μάριος Δαπέργολας, Σοφία Ευκλείδου, Δημήτρης Κλωνής, Βασίλης Παναγιωτόπουλος και Δημήτρης Τίγκας). Μόλις τα πτηνά πραγματοποιήσουν την εμφάνιση τους (πόσο αρμοστό να έρχονται από τα πραγματικά δέντρα που φαίνονται πίσω από τη σκηνή του αρχαίου θεάτρου και να κουβαλούν από έναν μπαμπουδένιο κορμό το καθένα τον οποίο στη συνεχεία εναποθέτουν στο υπάρχον σκηνικό) και κοινοποιηθεί από τον Έποπα πως έχει υποδεχθεί δύο ανθρώπους εκείνο που θα ακολουθήσει μόνο με πανδαιμόνιο θα μπορούσε να παραλληλιστεί, το οποίο χάρη στη χορογραφημένη επιμέλεια της Αμαλίας Μπένετ, δείχνει πως έχει αυστηρό έλεγχο. Άνθρωποι – πτηνά, κάθε λογής, πηγαινοέρχονται χωρίς διακοπή, σχηματίζοντας διάφορους σχηματισμούς και κράζοντας αναλόγως, ενώ μερικά από αυτά απεκδύονται τα πολύχρωμα, φανταχτερά, πουκάμισα, παντελόνια, φορέματα ή αθλητικές περιβολές (απλή, καθημερινή και ανθρώπινη η ενδυματολογική πρόταση της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, η οποία πιο πολύ υπονοεί παρά παρουσιάζει, όπως θα ήταν αναμενόμενο την εικόνα των πετούμενων).
Σε κάθε περίπτωση, ο παροξυσμός των πουλιών είναι απαράμιλλος και εκκωφαντικός, ενώ η δολοφονική τους προδιάθεση μόνο με την προτροπή του τσαλαπετεινού θα κατευναστεί. Τα πουλιά θα θελήσουν να μάθουν τον λόγο της ανθρώπινης επίσκεψης ή και εισβολής, για τον σκοπό αυτό θα συγκεντρωθούν γύρω από ένα καινούργιο, σκηνικό – φωτιστικό εύρημα (μια φωτεινή εστία καλυμμένη περιμετρικά από μερικά πρασινωπά κλαδιά). Η μυθολογική εξιστόρηση – γενεαλογική αναδρομή ενέχει κάτι το παραμυθένιο που συνεπαίρνει και τους θεατές (η αναφορά δεν εξαντλείται μονάχα στην προέλευση των πουλιών σύμφωνα με τους μύθους του Αισώπου ή την ετυμολογία του ονόματος τους) και αυτή η μικρή, κυκλική εστία, που παραπέμπει σε φωτιά, δημιουργεί ένα τέτοιο περιβάλλον (στους ατμοσφαιρικούς, στο μεγαλύτερο μέρος, φωτισμούς της παράστασης ευρίσκεται, ο Σίμος Σαρκετζής). Τα στοιχεία που θα παρουσιαστούν στα εύπιστα πουλιά για την ευγενική και ανώτερη τους καταγωγή θα είναι ικανά για να τα μεταπείσουν. Κατά κύριο λόγο, όμως, για να κερδίσουν την εύνοια και την υποστήριξη τους στην δημιουργία της νέας πολιτείας. Συνακόλουθα, η μεταστροφή των πουλιών και η αποδοχή των δύο περιπλανώμενων θα διαδεχθεί την αρχική καχυποψία.
Το γεγονός, πως ο Νίκος Καραθάνος, επιλέγει να αφαιρέσει σημαντικά κομμάτια από την πολυσέλιδη αφήγηση (στιγμές που αφορούν ενδεχόμενες ενστάσεις και αντεπιχειρήματα), να διαποτίσει με χιούμορ άλλες περιστάσεις (η σημερινή, τραγική κατάντια των πτηνών) και να σταματήσει τη ροή της ιστόρησης (η απομάκρυνση του συγκεντρωμένου πλήθους λόγω της ακατάσχετης πολυλογίας του Ευελπίδη), πολύ πιθανόν, ορισμένους να τους ενοχλήσει. Το βέβαιο, πάντως, είναι πως ο ρόλος του Ευελπίδη βγαίνει αρκετά ενισχυμένος και ο Άρης Σερβετάλης δράττεται της ευκαιρίας για να αποδώσει με τη χαρακτηριστική, χιουμοριστική του υπερβολή, τη μακάβρια κατάληξη που έχουν συνήθως τα πτηνά από τους ανθρώπους. Μολοταύτα, το κλίμα της παράστασης θα αλλάξει άρδην, με την εμφάνιση της πανέμορφης και γλυκόφωνης Αηδόνας. Σε μια από τις πιο ευθύβολες στιγμές της παράστασης, ο ρόλος αυτός έχει προσφερθεί στη Βασιλική Δρίβα. Έχοντας βιώσει τις (κοινωνικές και προσωπικές) επιπτώσεις της παθολογικής κατάστασης στην οποία γεννήθηκε (νανισμός), η επιλογή της δεν θα μπορούσε παρά να δηλώνει με τον πιο αφοπλιστικό τρόπο που βρίσκεται η αληθινή ομορφιά των ανθρώπων. Καταργώντας τη σύμβαση που λέει πως ο ρόλος της είναι βουβός, η Βασιλική Δρίβα αντικαθιστά τον κορυφαίο του χορού και συγκλονίζει το πολυπληθέστατο ακροατήριο με τον αδιάσπαστο λόγο της (το χειροκρότημα είναι ανυπόκριτο): η προέλευση των πουλιών παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα μιας κοσμογονίας καθ’ όλα ερωτικής, ενόσω η προσφορά τους στους θνητούς αποδεικνύεται πως είναι μέγιστη, λίγο προτού απευθυνθεί στο κοινό και μιλήσει για τη συμπαντική ενότητα και την κοινή σύμπλευση του κάθε θεατή.
Τούτο το τελευταίο, θα φανεί απαραίτητο εργαλείο για την ομαλή λειτουργία της πολιτείας που φαντασιώνεται ο Πεισέταιρος και ο Νίκος Καραθάνος προσανατολίζεται προς αυτή τη κατεύθυνση. Πέρα από την ποικιλόχρωμη μεταμφίεση ή την αταξινόμητη συμπεριφορά των πουλιών (μερικά από αυτά φέρουν γνωρίσματα διαφορετικά του κοινωνικού τους φύλου), η επιλογή του σκηνοθέτη να δώσει τον ρόλο της Αηδόνας στη Βασιλική Δρίβα, του Δία στον Γιάννη Σεβδικαλή ή επιπλέον να χρησιμοποιήσει τη δημοφιλέστατη τραγουδίστρια, Νατάσα Μποφίλιου, εξυπηρετεί αυτή την αναπεπταμένη προσέγγιση. Ένας θίασος το ίδιο ισότιμος, ελεύθερος και αλληλένδετος με την ουτοπία που αποπειράται να δημιουργηθεί. Επειδή σε κάθε αρμοστή, οργανωμένη κοινότητα, τα μέλη της θα πρέπει να μπορούν να λειτουργούν με τον ενωμένο και απενοχοποιημένο τρόπο που συναντάμε στην παράσταση. Στο σημείο αυτό, ο σκηνοθέτης, αφήνει εκτός μερικά (ακόμη) αποσπάσματα του έργου (ο χρησμός του τσαρλατάνου, η άφιξη του επιθεωρητή και του νομοπώλη), επενδύοντας πολύ περισσότερο στην παρουσία των πουλιών και τη μη ανθρώπινη – εθιμοτυπική εικόνα της νέας πολιτείας.
Το κτίσιμο του ωραίου και μεγαλοπρεπούς τοίχους θα γίνει με σύντομες διαδικασίες και θα ακολουθηθεί από τη συνάθροιση των ημίγυμνων και υπερενθουσιωδών πουλιών κάτω από την ημιφωτισμένη και βροχερή, Νεφελοκοκκυγία. Τη μυσταγωγική αυτή στιγμή, όμως, θα διακόψει η απαρεμπόδιστη διέλευση κάποιου εισβολέα. Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, στο ρόλο της Ίριδας, της φτερωτής αγγελιαφόρου των θεών είναι ιδιαίτερα μπριόζα και ξεκαρδιστική (συνηγορεί σε αυτό και το καρναβαλιστικό ντύσιμο της με τα ευθυτενή φτερά στο κεφάλι). Δευτερευούσης σημασίας θεότητα θα βρει τον τρόπο να μπει στο βασίλειο των πουλιών για να τα προειδοποιήσει και εκείνα με προεξάρχοντα τον απτόητο Πεισέταιρο θα επιδοθούν σε ένα κρεσέντο μεγαλόστομων απειλών. Τ’ ότι η μακροσκελής τούτη σεκάνς θα καταλήξει με τον Πεισέταιρο και την Ίριδα να μονομαχούν (σχεδόν) γυμνοί, ο ένας επάνω στον άλλον, σκηνοθετείται με τρόπο που υπερβαίνει το μέτρο και την κάνει να φαίνεται διασκεδαστική. Λίγο πριν την σύγκρουση (ή τακτοποίηση των σχέσεων) με τους θεούς, ο Νίκος Καραθάνος, παρασιωπά τις ενταξιακές προσπάθειες του Πατροκτόνου, του Κινησία και του Καταδότη, αποδυναμώνοντας την αναμέτρηση του Πεισέταιρου με τους επισκέπτες που επιθυμούν να μεταμορφωθούν σε πτηνά. Η δόλια εμφάνιση του Προμηθέα, πάντως, προικονομεί για την επικείμενη θεϊκή κατάβαση. Φορώντας ένα ροζ κοστούμι, ο Γιάννης Κότσιφας, με μειλίχια και τρεμάμενη φωνή καταφθάνει για να ενημερώσει για την αδιαμφισβήτητη επιτυχία του εγχειρήματος: οι θεοί λιμοκτονούν και δείχνουν έτοιμοι να συνθηκολογήσουν με τα πτηνά.
Η συμβουλή – υπόδειξη του Προμηθέα, σοφά αποσιωπείται, ενώ η μουσική συμβάλλει στο να δημιουργηθεί το κατάλληλο ηχητικό υπόστρωμα, προκειμένου να εισέλθουν οι θεοί στη Νεφελοκοκκυγία. Κανένας διάλογος ανάμεσα στα πουλιά και την πρεσβεία των θεών δεν ακολουθεί, παρά μονάχα η γνωριμία των δύο αντίπαλων στρατοπέδων και η αφηγηματική πληροφόρηση της ειρηνικής επίλυσης. Ως εκ τούτου, μια φωτεινή μπάλα, θα αποτελέσει το σκηνογραφικό εργαλείο, γύρω από το οποίο θα συγκεντρωθούν όλοι οι συντελεστές, για να τραγουδήσουν έναν γαλήνιο σκοπό, που θα τους βοηθήσει να την εξωθήσουν στον ουρανό. Φινάλε απόλυτα εναρμονισμένο με το παραμυθένιο ύφος και τον ουτοπικό χαρακτήρα της παράστασης, το οποίο παρά τον αδικαιολογήτως περιληπτικό χαρακτήρα του τελευταίου σκέλους, κατορθώνει να μεταδώσει την προσδοκία που γεννάει η δημιουργία ενός κόσμου, του οποίου τα διαφορετικά άτομα είναι ανοιχτόμυαλα και συμβιώνουν με ειρηνικό τρόπο. Ίσως, αυτή η τόσο ευάρεστη μπάλα να αποτελεί προσομοίωση της περίφημης πολιτείας και τ’ ότι εκτοξεύεται στους αιθέρες από τους συμμετέχοντες της παράστασης να γίνεται για να μεταβιβάσει την πανανθρώπινη (αν και δύσκολα εφικτή) ιδέα που κουβαλά στους θεατές.
Μπορεί, όπως προαναφέρθηκε, οι ‘Όρνιθες’ του Νίκου Καραθάνου να απομακρύνονται σε ουκ ολίγα και διόλου αμελητέα σημεία από το πρωτότυπο, διαθέτουν, όμως, το πνεύμα και την ικανότητα να στοχαστούν για τον εξώτερο κόσμο μέσα από το ιδεαλιστικό περιβάλλον που εγκαθιδρύουν. Ένα άρρηκτα συνδεμένο και καλοδουλεμένο σύνολο συντελεστών, δίνει ανάσα και υπόσταση στα πετούμενα πλάσματα, τα οποία, μπορεί να υπολείπονται φτερών και ράμφους, διαθέτουν όμως, την ερμηνευτική χάρη, για να εξαπατήσουν την κοινή λογική – αντιληπτικότητα. Η Έμιλυ Κολιανδρή, ο Έκτορας Λιάτσος, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, o Άγγελος Τριανταφύλλου, η Μαρία Διακοπαναγιώτου είναι μόνο μερικοί από αυτούς που συνθέτουν τον μαινόμενο και αναστατωμένο χορό των πτηνών. Η μέθοδος με την οποία επικαλύπτουν τη σκηνή, σκαρφαλώνουν στα δέντρα, απεκδύονται τα περιττά ρούχα, βγάζουν κελαηδιστή φωνή ή τσιριχτή κραυγή δεν θα ήταν η ίδια εάν δεν διακατεχόταν από την αδιαίρετη έννοια της ομάδας και την ασυναγώνιστη, κινησιολογική καθοδήγηση της Αμαλίας Μπενέτ. Όσον αφορά τις ερμηνευτικές μονάδες, εκεί φυσικά, διακρίνεται, ο σκηνοθέτης – πρωταγωνιστής της παράστασης, Νίκος Καραθάνος, ο οποίος με τον ρόλο του Πεισέταιρου καταφέρνει να μεταπείσει, όχι μόνο τα πτηνά, τους επισκέπτες και τους θεούς, μα και τους θεατές που τον παρακολουθούν για τα μεγαλόπνοα, ιδρυτικά του σχέδια. Το πάθος με το οποίο αφηγείται στον Έποπα και λίγο αργότερα και στα υπόλοιπα πτηνά το πλάνο του είναι χαρακτηριστικό, τόσο που όταν θα έρθει αντιμέτωπος με την Ίριδα θα βγει κυριολεκτικά έξω από τα ρούχα του για να την κατατροπώσει. Συνάμα, ο Άρης Σερβετάλης, βρίσκει έναν ρόλο που ταιριάζει στην ιδιοσυστασία του. Η ειλικρίνεια με την οποία υποδύεται τον αγαθό Ευελπίδη, εκχέεται στο σανίδι, ενώ το γεγονός πως τα χαρακτηριστικά του έχουν διαπλατυνθεί τον καθιστούν ως έναν από τους πιο αξιολάτρευτους χαρακτήρες της παράστασης. Μαζί με τον Πεισέταιρο συνθέτουν ένα ταιριαστό και αλληλοσυμπληρούμενο δίδυμο, δεν είναι ακούσιο άλλωστε, πως οι πιο πηγαίες τους στιγμές είναι αυτές όπου τα διαλογικά τους μέρη συναπαντώνται.
Σε πιο μικρούς, μα σημαντικούς ρόλους, ξεχωρίζουν, ο επεξηγηματικός και εύθυμος Έποπας του Χρήστου Λούλη, ο περίεργος και αεικίνητος υπηρέτης του Έποπα του Μιχάλη Σαραντή, η εξωφρενική και αποστομωτική Ίριδα της Γαλήνης Χατζηπασχάλη και η σπαραξικάρδια και συναισθηματική Αηδόνα της Βασιλικής Δρίβα. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει και στην ανεπιτήδευτη και χαμηλόφωνη συμμετοχή της ιδιαιτέρα συμπαθούς, Νατάσας Μποφίλιου. Η κοσμαγάπητη τραγουδίστρια, εντάσσεται αποποιούμενη τον ακτινοβόλο της χαρακτήρα και τους τίτλους που της έχουν αποδοθεί. Διακριτική και μετριόφρων, συνδράμει τόσο στον χορό όσο και στη μουσική κομπανία: εξαιρετικό το περιπαικτικό ισπανόφωνο τραγούδι που ερμηνεύει, παρά το γεγονός ότι, δεν στέκονται όλες οι συνθέσεις της παράστασης στο ίδιο μήκος κύματος (η φόρτιση, η επανάληψη και η ακινησία, κυριαρχούν). Ο Νίκος Καραθάνος, αφήνει πλείστα πράγματα στην αχαλίνωτη φαντασία του θεατή και διαποτίζει με εξωτισμό (τα χρωματιστά ενδύματα, το παραδεισένιο σκηνικό), ερωτισμό (τα ημίγυμνα, παλλόμενα σώματα, η υπαινικτικότητα της κίνησης και της έκφρασης), χιούμορ (οι συγκρουόμενες και αναγνωριστικές στιχομυθίες), συγκίνηση (η καθαρτήρια παρουσία της Βασιλικής Δρίβα) και λυρικότητα (απαγγέλλεται το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου, ‘Πού είναι τα πουλιά;‘) την απραγματοποίητη, αλλά ονειρεμένη και επιδιωκόμενη επιθυμία για μια τέτοια κοινωνία. Η αισθητηριακή δραπέτευση που επιχειρείται μέσα από τις ‘Όρνιθες’ του Νίκου Καραθάνου, μπορεί να είναι στιγμιαία και σίγουρα, όχι για όλους ικανοποιητική είναι, όμως, γνήσια και πλούσια από οπτικά ερεθίσματα. Προϊόν συλλογικής εργασίας, ακολουθεί την ευφυΐα ενός σπουδαίου σκηνοθέτη, μέχρι εκείνο το σημείο που δεν ισοπεδώνεται το πρωτότυπο όραμα.