Ψυχρος Πολεμος

Επιλέγοντας να ακολουθήσει ένα εξ ολοκλήρου διαφορετικό μονοπάτι, για δεύτερη φορά στη μακροχρόνια καριέρα του (είχε προηγηθεί η απόφαση του σκηνοθέτη, να σταματήσει να γυρίζει πολιτικά ντοκιμαντέρ για λογαριασμό του βρετανικού τηλεοπτικού δικτύου BBC), ο Πάβελ Παβλικόφσκι, με την εξαίρετη ‘Ida’ (2014), δεν επέστρεψε μονάχα στην ιδιαίτερή του πατρίδα, αλλά και στο παρελθόν μιας τραυματισμένης και διχασμένης χώρας με τρόπο που να είναι συλλογιστικός, αισθαντικός και ποιητικός. Ήταν τέτοια η ποιότητα εκείνης της ταινίας, που αναμενόμενα κατέκτησε μια σειρά από σημαντικά κινηματογραφικά βραβεία (κορύφωμα φυσικά αποτέλεσε, η βράβευσή της με το όσκαρ στην κατηγορία της πιο καλής ξενόγλωσσης ταινίας). Πέντε χρόνια μετά από τον τεράστιο καλλιτεχνικό θρίαμβο της ‘Ida’, και ενώ στο μεταξύ, το πέρασμα των λίγων ετών, ενίσχυσε παραπάνω την αξία της, ο Πάβελ Παβλικόφσκι με τον ‘Ψυχρό Πόλεμο’, επιστρέφει ξανά, στα συντρίμμια της μεταπολεμικής Πολωνίας και πραγματοποιεί άλλη μια συναρπαστική περιήγηση, που βρίθει από ποικίλους συμβολισμούς / νοήματα και έχει στο επίκεντρό της, τον ανθρώπινο παράγοντα. Μόνο που αυτή τη φορά, ενώ διατηρεί πολλά από τα στοιχεία που ανέδειξαν την ιδιόμορφη αισθητική του (την αποστομωτική ασπρόμαυρη φωτογραφία, το ασφυκτικό, περίπου τετραγωνισμένο κινηματογραφικό κάδρο 4:3, τις ασυνήθιστες γωνίες λήψεις, την εκτεταμένη χρήση της τζαζ μουσικής), το οδοιπορικό είναι πιο διευρυμένο (χρονικά, χωρικά και ποσοτικά), η ματιά του πιο απελευθερωμένη και ενεργητική (τα πιο πολλά κάδρα έχουν κίνηση) και το συναίσθημα κατακλυσμικό (η ιστορία είναι ρομαντική και σαν τέτοια προκαλεί ισχυρότατη συγκίνηση).

Σε μια περίοδο, κατά την οποία, ο ανταγωνισμός σε γεωπολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό επίπεδο, ανάμεσα στις δύο πιο κραταιές δυνάμεις της υφηλίου και τους συμμάχους αυτών, δημιουργεί νέα δεδομένα, ο Πολωνός σκηνοθέτης και σεναριογράφος επανέρχεται, για να εξιστορήσει, όχι τα κρίσιμα γεγονότα που σημάδεψαν ανεξάλειπτα την εποχή εκείνη, αλλά το πως τούτα τα συμβάντα επέδρασαν καταλυτικά στη σχέση δύο ερωτευμένων ανθρώπων. Επηρεασμένος από την παθιασμένη σχέση των πολυαγάπητων γονιών του (σύνδεση γεμάτη δοκιμασίες και εμπόδια, τέτοια που όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, ενθυμίζει την τραγική ιστορία της Αμερικανίδας ποιήτριας, μυθιστοριογράφου, διηγηματογράφου Σίλβια Πλαθ με τον Άγγλο ποιητή και συγγραφέα παιδικών βιβλίων Τεντ Χιουζ), ο Πάβελ Παβλικόφσκι, αφήνει στην άκρη ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αναζήτηση της ταυτότητας (μιας δόκιμης μοναχής και κατ’  επέκταση, μιας ολόκληρης χώρας), χάριν ενός ανίατα ρομαντικού οδοιπορικού από εκείνα που σπανιότατα βλέπει κάποιος πια στην κινηματογραφική οθόνη.

Λίγα, σύντομα σε διάρκεια πλάνα, αρκούν για να μεταφέρουν τον θεατή στην ύπαιθρο της Πολωνίας το 1949, όπως επίσης, να γνωρίσουν τον ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης του Πάβελ Παβλικόφσκι. Ο Βίκτορ (Τόμας Κοτ) μαζί με την Ιρένα (Αγκάτα Κουλέζα) επισκέπτονται μη αστικές περιοχές, με κύριο μέλημα, να συγκεντρώσουν, επεξεργαστούν και ηχογραφήσουν μια σειρά από τραγούδια της λαϊκής παράδοσης. Τραγουδίσματα φολκλορικά, που μιλούν, για τον έρωτα, τον πόνο, την καλοτυχία, τη δυστυχία, ότι δηλαδή, απασχολεί τους φτωχούς και ακαλλιέργητους κατοίκους που ζουν σε αυτές τις απόμερες και καταπράσινες εκτάσεις. Παράλληλα, οι δύο τους, κάτω τη στενή επίβλεψη του Λεχ (Μπόρις Σικ), που λειτουργεί σαν διοικητικός διευθυντής, επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα μουσικοχορευτικό σύνολο που θα απαρτίζεται από τους καταλληλότερους τραγουδιστές και χορευτές της κομμουνιστικής χώρας. Ένα άθροισμα καλλιτεχνών, που θα είναι σε θέση να ερμηνεύσει με παραδειγματικό τρόπο τούτα τα τραγούδια, όχι μόνο στην Πολωνία, μα και σε κάθε χώρα που βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης (ευθεία αναφορά στο θρυλικό και πολυταξιδεμένο Mazowsze, το φολκ μουσικοχορευτικό συγκρότημα, που ίδρυσαν τον Νοέμβριο του 1948, ο μουσικοσυνθέτης και διοργανωτής Tadeusz Sygietyński με τη σύντροφό του, την ηθοποιό και τραγουδίστρια Mira Zimińska). Στις ακροάσεις που επακολουθούν, δεκάδες άνθρωποι δίνουν το παρών, προσδοκώντας να ενταχθούν στο μουσικοχορευτικό σύνολο. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και η Ζούλα (Τζοάνα Κούλιγκ), μια πεντάμορφη, ηλικιακά μικρότερη γυναίκα, που εκτός του ότι διαθέτει υπέροχη φωνή, δείχνει πως κάνει όνειρα και πως είναι εκλεκτική (το τραγούδισμα που θα επιλέξει για να πει μονάχη της, προέρχεται από ένα ρώσικο έργο).

Παρά την πληροφόρηση από την Ιρένα, για το επιβεβαρυμμένο ποινικό μητρώο της Ζούλα, ο Βίκτορ θα σαγηνευτεί από την παρουσία της απροσδιόριστης γυναίκας, τόσο που δεν θα διστάσει να της το φανερώσει σε κάποια από τις πρωταρχικές αναγνωριστικές συναντήσεις. Ελκτική δύναμη, η οποία φυσικά, δεν θα είναι καθόλου μονόπλευρη. Θα χρειαστεί πάντως, να πραγματωθεί, η πρώτη επίσημη παρουσίαση του προγράμματος του μουσικοχορευτικού συνόλου, για να γίνει τούτο ευκρινές και από τις δύο πλευρές. Σε ένα έξοχα σκηνοθετημένο στιγμιότυπο, ο Βίκτορ παρακολουθεί με ακλόνητο, καταγοητευμένο βλέμμα τη Ζούλα, στη δεξίωση που ακολουθεί. Τόσο που αν και συζητάει με την Ιρένα και βρίσκονται και θεσμικοί παράγοντες στον χώρο, δεν μπορεί να τραβήξει τα μάτια του από επάνω της. Ένας μεγάλος καθρέφτης, πίσω από τον Βίκτορ, συμπληρώνει την εικόνα, μιας και δείχνει με θαμπάδα τη Ζούλα, μέσα στο πλήθος, μέχρι ο σκηνοθέτης να αλλάξει γωνία κινηματογράφησης και να εστιάσει σε εκείνη, που επίσης παρακολουθεί με αρραγή προσοχή και σαγήνη στο βλέμμα.

Διαμέσου εξαντλητικών, φωνητικών και κινησιολογικών, ομαδικών ασκήσεων (οι οποίες να σημειωθεί, πως δημιουργούν ένα αρκετά όμορφο εικαστικό αποτέλεσμα, στο περιορισμένο κινηματογραφικό κάδρο), ένας ευμεγέθης έρωτας γεννιέται, που αν μη τι άλλο, την πορεία του, δεν είναι δυνατό να ανακόψει η μη αναμενόμενη, διπρόσωπη συμπεριφορά της Ζούλα (θα του αποκαλύψει πως προκειμένου να βγει με αναστολή από τη φυλακή, για το σοβαρό αδίκημα που διέπραξε, δίνει αναφορά στον διοικητικό διευθυντή του μουσικοχορευτικού αθροίσματος, για το αν εκείνος, πέρα από τα καλλιτεχνικά του καθήκοντα είναι και συνεπής στα κομμουνιστικά ιδεώδη). Μπορεί η πολιτική στον ‘Ψυχρό Πόλεμο’, να μην βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, όμως άφευκτα, σε μια τόσο ιστορική συγκυρία, εκείνη ευρίσκει τη μέθοδο να παρεισφρήσει και να επηρεάσει συθέμελα τις ζωές των απλών ανθρώπων. Απότοκο τούτης της κατάστασης αποτελεί και ο νέος, αναπτυγμένος ρόλος, που θα κληθεί να διαδραματίσει το μουσικοχορευτικό σύνολο, όταν ο Βίκτορ, η Ιρένα κι ο Λεχ, κληθούν από τον επικεφαλής στο Υπουργείο Πολιτισμού (Άνταμ Φερέντσι), όχι μονάχα για να τους δώσει συγχαρητήρια, αλλά και κατευθύνσεις, για το περιεχόμενο που θα πρέπει να έχουν από εδώ και πέρα, τα τραγούδια τους. Όσο και αν δυσαρεστεί τον Βίκτορ και την Ιρένα (ο Λεχ, που έχει αναλάβει το πόστο του διοικητικού διευθυντή, χάρη στην προσήλωσή του στο κομμουνιστικό κόμμα, φυσικά και δεν θα έχει κανένα πρόβλημα), η προοπτική να συμπεριλάβουν στο ρεπερτόριό τους, τραγουδίσματα που μιλούν, για τη ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση, την ειρήνη και την ευημερία στις ενοποιημένες ‘σοσιαλιστικές δημοκρατίες’ και τον γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, είναι αναπόφευκτη (η σεκάνς που δείχνει το μουσικοχορευτικό σύνολο να ξεκινά το τραγούδι υμνώντας τον Ηγέτη, τη στιγμή που από πίσω του, αποκαλύπτεται ένα μεγάλων διαστάσεων πανό με την προσωπογραφία του και την Ιρένα μέσα στο πλήθος, να παρατηρεί δυσαρεστημένη, είναι χαρακτηριστική).

Αυτή η διακριτικά επιβεβλημένη, αναίμακτη σύσταση πάντως, θα προσαυξήσει την κρατική υποστήριξη, θα μεγαλώσει το ακροατήριο και θα στείλει το μουσικοχορευτικό σύνολο, έξω από τα σύνορα της χώρας. Κατόπιν τούτου, οι ήρωές μας, θα παραβρεθούν στο Ανατολικό Βερολίνο, για να παρουσιάσουν μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, το εμπλουτισμένο πρόγραμμά τους. Αφορμής δοθείσης, πριν εκκινήσει η παράσταση, ο Βίκτορ θα προτείνει στη Ζούλα, να δραπετεύσουν στη Δύση. Ιδέα ριψοκίνδυνη και απαιτητική, που θα πανικοβάλλει τη Ζούλα, σε σημείο που αν και θα έχει την ευκαιρία, θα προτιμήσει την ασφάλεια των κατεκτημένων της καλλιτεχνικών δυνατοτήτων και τη ψευδαίσθηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, από το να εκπατριστεί και να ακολουθήσει τον άνθρωπο που αγαπάει με προορισμό το άγνωστο.

Κατά συνέπεια, εν αντιθέσει με τη Ζούλα, ο Βίκτορ, που καταπιέζεται από τις αλλαγές στο μουσικοχορευτικό σύνολο, θα τραπεί σε φυγή: απόφαση που θα τον οδηγήσει στο λαμπερό και καλλιτεχνικά ασύχαστο Παρίσι. Από το σημείο τούτο και μετέπειτα, ο ‘Ψυχρός Πόλεμος’ λαμβάνει διαστάσεις επικές, αφού οι δυο τους, θα χρειαστεί να υπερβούν προσωπικά όρια και γεωγραφικά σύνορα, για να ανταμώσουν ξανά. Καλύπτοντας μια περίπου δεκαπενταετή περίοδο με πλείστα γεωγραφικά σταματήματα και συναισθηματικές μεταπτώσεις, ο Πάβελ Παβλικόφσκι, χωρίς να μακρηγορεί και να γίνεται αποσαφηνιστικός, δείχνει μόνο εκείνα τα στιγμιότυπα, που το ζευγάρι βρίσκεται και πάλι μαζί. Όπως όταν, στο πλαίσιο περιοδείας, η Ζούλα επισκέπτεται το Παρίσι και κάνει ένα πέρασμα από το μαγαζί που εργάζεται ο Βίκτορ (σκηνή που θα καταλήξει με ένα από τα πιο παράφορα φιλιά / αγκαλιάσματα) ή όταν αυτός αποφασίζει να επισκεφτεί το Σπλιτ, για να τη συναντήσει, αφού αρχικά δει την παράσταση που παρουσιάζει με το μουσικοχορευτικό σύνολο του οποίου σημαίνων μέλος υπήρξε και ο ίδιος (αντάμωμα που δεν θα κατορθώσει να ευοδωθεί, εφόσον στο διάλειμμα, εκπρόσωποι του κομμουνιστικού κόμματος, θα τον απομακρύνουν και θα τον απελάσουν). Θα χρειαστεί η Ζούλα να παντρευτεί κάποιον και να μετακομίσει στην Ιταλία, για να μπορέσει να φύγει από το μουσικοχορευτικό σύνολο και τη γενέτειρά της. Και τούτο, κατά πως θα φανεί, θα το κάνει και για να μπορέσει να παραμείνει μαζί με τον λατρευτό της Βίκτορ. Για πρώτη φορά, μετά από χρόνια, το ταλαιπωρημένο ζευγάρι θα έχει χρόνο, για να περάσει μαζί. Διάστημα ανεκτίμητο, που δεν θα αναλωθεί μονάχα σε υποσχόμενες κουβέντες, αχαλίνωτο πάρσιμο, ανωφέλευτα μπεκρολογήματα και κοινωνικές συναναστροφές, μα θα είναι και καλλιτεχνικά παραγωγικό (θα ηχογραφήσουν ένα τζαζ άλμπουμ, το οποίο θα λάβει εξαιρετικές κριτικές).

Ακόμη και τότε όμως, τα προβλήματα δεν θα αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, μιας και ο ελευθεριακός χαρακτήρας του δυτικού περιβάλλοντος, θα τροφοδοτήσει πάθη που θα προκαλέσουν μεγάλες εντάσεις. Για μια πρόσθετη φορά, το ζευγάρι θα χωρίσει, όταν οι δυο τους συγκρουστούν και η ζηλοτυπία και οι εγωισμοί κυριαρχήσουν. Απομάκρυνση, που θα κάνει τον Βίκτορ, να συνειδητοποιήσει το ποσοστό της προσωπικής του ευθύνης, σε όλη τούτη την ατελεσφόρητη και βασανιστική κατάσταση. Θα φτάσει σε τόσο μεγάλο βαθμό, η συναίσθησή του, που δεν θα διστάσει να παραδοθεί στις στρατιωτικές αρχές της Πολωνίας και να τιμωρηθεί, προκειμένου να βρίσκεται κοντά στη Ζούλα (όπερ σημαίνει, να εγκλειστεί σε στρατόπεδο καταστολής και καταναγκαστικής εργασίας). Πρόθεση που φυσικά, δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την τελευταία, μόνο που για να τον απαλλάξει από τον απάνθρωπο καταλογισμό, θα απαιτηθεί και από εκείνη να κάνει μια θυσία αντίστοιχου διαμετρήματος.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, οι ήρωές μας, πασχίζουν να ανταμώσουν και να είναι για πάντα μαζί, όμως το ψυχροπολεμικό μέρος που διαβιούν, το κάνουν αδύνατο να συμβεί: οι πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές ιδέες που διακρίνουν τα μέρη που επισκέπτονται, από τη στιγμή που δεν γίνονται αποδεκτές και από τους δύο, έχουν αρνητική επιρροή στη σχέση τους. Κανένα μέρος λοιπόν, δεν είναι αρμοστό, για να συνυπάρξουν και τούτο εκτός από τις ενέργειες που επιβάλλονται από κάποια γενική αρχή, έχει να κάνει και με την ιδιοσυστασία και τα βιώματα που κουβαλούν οι χαρακτήρες. Αναγκαστικά, μέσα σε ένα τόσο διαιρεμένο, αφιλόξενο και μετέωρο πλαισίωμα, στο τελευταίο σκέλος, ο Πάβελ Παβλικόφσκι φλερτάρει επικίνδυνα με τον μελοδραματισμό και δεν υφίσταται πιο αντιπροσωπευτικό στιγμιότυπο, για να το επιβεβαιώσει κάποιος από το οδυνηρό τέλος που επιφυλάσσει στους αθεράπευτα ερωτευμένους και αντισυμβατικούς ήρωές του. Όμως, το τελείωμα τούτο είναι και απόλυτα απελευθερωτικό / ενοποιητικό, μιας και τους επιτρέπει να σπάσουν τα δεσμά και να βρουν την ουδέτερη εκείνη περιοχή, που δεν γίνεται αντιληπτή με τα αισθητήρια όργανα, για να φωλιάσουν επιτέλους, την αγάπη τους. Συνευθυνόμενος, για την εικονιστική (μεταφυσική ή συμβολική) διάσταση των εικόνων του ‘Ψυχρού Πολέμου’ είναι ο διευθυντής φωτογραφίας Λούκας Ζαλ (ο άνθρωπος που υπήρξε αρμόδιος και για την πολυβραβευμένη φωτογραφία στην ‘Ida’) και τοιούτο δεν έχει να κάνει μονάχα με τους φωτισμούς που προτιμάει, ώστε να είναι προικισμένες οι τονικότητες του άσπρου και του μαύρου σε σκηνές σαν και αυτές που εξελίσσονται στο ερειπωμένο κτίσμα θρησκευτικής λατρείας, στην ύπαιθρο της Πολωνίας ή σε κάποιο πολυσύχναστο νυχτερινό μαγαζί, στο κέντρο του Παρισιού, μα και με τον τρόπο που αξιοποιεί το κάδρο που χρησιμοποιούνταν την περίοδο του βωβού κινηματογράφου.

Παρουσιάζοντας μια συναισθηματική – ρομαντική ιστορία που διατρέχει τις δεκαετίες, τις χώρες και τις αντιλήψεις, οι συμπιεσμένες αναλογίες του εν λόγω κάδρου, ναι μεν έρχονται σε αντίθεση με την ευρύτητα αυτή, είναι και σε σύμπνοια όμως, εφόσον θίγονται ζητήματα ελευθερίας και δημοκρατίας. Επιπρόσθετα, το προσεκτικά στημένο κάδρο, δεν φοβάται να προσεγγίσει τους πρωταγωνιστές, για να αναδείξει την αλήθειά τους, ούτε και να διαρρήξει τη στατικότητα, κάθε φορά που οι χαρακτήρες αυτοί, χορεύουν, τραγουδούν, αποδρούν και ερωτοτροπούν. Με ένα επιδέξιο μοντάρισμα, που όχι μόνο επιτυγχάνει να παρουσιάσει τις ετοιμασίες και παρουσιάσεις του μουσικοχορευτικού συνόλου ή τις κλιμακώσεις του έρωτα του ζευγαριού, μα και να καλύψει τα χρονικά, γεωγραφικά και διαπροσωπικά χάσματα που δημιουργούνται από τις συχνές μετακινήσεις και τη μη αφηγηματική επεξηγηματικότητα, ο μοντέρ Γιαροσλάβ Καμίνσκι, δίνει καλό ρυθμό και φυσικά, διατηρεί τη συνοχή της ταινίας.

Ο Πάβελ Παβλικόφσκι που έγραψε μαζί με τον (αποθανόντα πια) συγγραφέα και ηθοποιό Γιάνους Γκλοβάκι και τον σεναριογράφο Πιότρ Μπορκόφσκι, το γενναιόδωρα συγκινητικό και νοηματοδοτικά πολύπλευρο σενάριο, μολονότι αποφεύγει τα πολλά διαλογικά μέρη και τις λεπτομερειακές περιγραφές που αφορούν το παρελθόν των χαρακτήρων του, όπως και το να εξηγήσει με συγκεκριμένα συμβάντα / αξιοσημείωτα ιστορικά γεγονότα, τη δική τους, μικρή ιστορία, καταφέρνει να δημιουργήσει χαρακτήρες που είναι ολοκληρωμένοι και ένα περιβάλλον που είναι αναγνωρίσιμο στον κάθε θεατή. Οι πρωταγωνιστές του μπορεί να μη φλυαρούν ασταμάτητα, ωστόσο γνωρίζουμε σε ποιο ακριβώς σημείο της σχέσης τους είναι, όποτε τυχόν συναντιούνται. Ούτως ή άλλως, η μουσική καλείται να συμπληρώσει τις όποιες παραλείψεις, από τη στιγμή που λειτουργεί και σαν εργαλείο εξιστόρησης. Τραγούδια που προέρχονται από την πλούσια παράδοση της Πολωνίας συνυπάρχουν με δυτικά ακούσματα (φρι τζαζ, ροκ εντ ρολ) και μερικά από τούτα επαναλαμβάνονται παραλλαγμένα, καθ’ όσον χρησιμοποιούνται σαν λαϊτμοτίφ. Όπως είναι το πασίγνωστο ‘Dwa Serduszka (Two Hearts)’ που διασκευάζεται και παρουσιάζεται σε τζαζ εκδοχή και έτσι από σύμβολο καθυπόταξης στον πολωνικό πολιτισμό μετασχηματίζεται σε δυνατό συναισθηματικό σχόλιο για τις ζωές των δύο χαρακτήρων. Συμπερασματικά, η ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα χαρακτηρίζει και τη μουσική και έτσι καθώς η ιστορία αναπτύσσεται και μεταφερόμαστε στην Πόλη του Φωτός, τα παραδοσιακά τραγουδίσματα παραγκωνίζονται και τη θέση τους παίρνουν περισσότερο ελευθεριακά και πλουραλιστικά μουσικά είδη που ήταν απαγορευμένα στην κομμουνιστική Πολωνία, αφού θεωρούνταν μορφή προπαγάνδας της καπιταλιστικής Δύσης. Μια μουσική μετατόπιση που ταιριάζει με την αισθηματική και συνειδησιακή των χαρακτήρων και όπου υποστηρίζεται και από τις κινήσεις της κάμερας. Πέρα από τη συναισθηματικά φορτισμένη, φαεινά ενορχηστρωμένη επανεκτέλεση του ‘Dwa Serduszka (Two Hearts)’, χάιλαϊτ τούτης της εξομοίωσης, αποτελεί η γιομάτη ενέργεια και πάθος, χορευτική σεκάνς, που λαμβάνει δράση σε κάποιο βραδινό κέντρο διασκέδασης και από τα ηχεία ακούγεται το ‘Rock Around the Clock’ του αμερικανικής προελεύσεως, τραγουδιστή και τραγουδοποιού Μπιλ Χάλεϊ.

Στην τρίτη της συμμετοχή σε ταινία του Πάβελ Παβλικόφσκι, που είναι και πρωταγωνιστική (προηγήθηκαν μικροί, μα άξιοι προσοχής ρόλοι, στο ‘Η Γυναίκα του Πέμπτου’ και την ‘Ida’), δίδεται η ευκαιρία στη φωτογενή Τζοάνα Κούλιγκ να παραστήσει την ενδοτική, εκφραστική και δυναμική της ηρωίδα με μέθοδο που παραπέμπει σε ηθοποιούς παλιάς σχολής. Ομοίως και ο πρωτοεμφανιζόμενος σε ταινία του σπουδαίου σκηνοθέτη, Τόμας Κοτ, μιας και εκτός από το αρρενωπό του παρουσιαστικό, ο τρόπος με τον οποίο υποδύεται τον ασυμβίβαστο, εσωστρεφή και ευαίσθητο Βίκτορ, αβίαστα τους ανακαλεί στη μνήμη. Οι δύο ηθοποιοί, που χρειάστηκε να μάθουν χορό και πιάνο, αντίστοιχα, εμφυσούν πνοή στους χαρακτήρες που ερμηνεύουν και αυτό σε συνδυασμό με την καλή χημεία και την απουσία επιτήδευσης είναι από τους βασικότερους λόγους που το κάδρο, παρά τη στιλιζαρισμένη του ωραιότητα, δεν είναι παγερό και δυσπρόσιτο. Από την πρώτη στιγμή που συναπαντιούνται στη δοκιμαστική ακρόαση μέχρι και την τελευταία σκηνή που εμφανίζονται στην καθημαγμένη από το χρόνο εκκλησία, ο ακαρποφόρητος έρωτάς τους διαπερνά τις διαστάσεις του εγκαταλελειμμένου κάδρου. Σε μια σειρά από ηλεκτρισμένες κινηματογραφικές σκηνές που προκαλούν και τη συνταύτιση, εκτός από την ικανοποιητική αποτύπωση της συναισθηματικής και σωματικής πεθυμιάς, αμφότεροι σκιαγραφούν εγκάρδια και ειλικρινά τα διαφορετικά γνωρίσματα των χαρακτήρων που ερμηνεύουν, καθώς επίσης τις ψυχικές αλλαγές και τις ηθικές επιπτώσεις που έχει η ακανθώδης διαδρομή, που απαιτείται να διανύσει το ζευγάρι, για να είναι μαζί.

Share