Sanctuary

Μετά από τη συγκλονιστική και προβοκατόρικη ανθρώπινη εγκατάσταση (‘Exhibit B‘), που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 3ου Fast Forward Festival (FFF) στο εκλεκτικιστικό κτίριο που στέγαζε μέχρι πρότινος την Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου, και την αντισυμβατική και ριζοσπαστική ανάγνωση της σαιξπηρικής όπερας του Τζουζέππε Βέρντι (‘Μάκβεθ‘) στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριαντή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2016, ο Νοτιοαφρικανός δραματουργός, σκηνογράφος, σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του ανεξάρτητου καλλιτεχνικού φορέα Third World Bunfight, Μπρετ Μπέιλυ, επέστρεψε και πάλι στην Ελλάδα για να παρουσιάσει στην τέταρτη εκδοχή του Fast Forward Festival μια νέα, αντιστοίχως προκλητική και ενδιαφέρουσα παράσταση (‘Sanctuary‘). Περιορίζοντας τον σταθερό προβληματισμό του (οι δυσαρμονικές σχέσεις της ταλαίπωρης αφρικανικής ηπείρου με τα κυριαρχικά και επεμβατικά κράτη της Δύσης) στο σημερινό, εύθραυστο, κοινωνικοπολιτικό και γεωπολιτικό πεδίο (η βαθιά οικονομική κρίση και τα αθρόα ρεύματα προσφύγων ή μεταναστών που καταφθάνουν από χώρες της Ασίας και της Αφρικής στη δυσπρόσιτη και αφιλόξενη Ευρώπη) ο Μπρέτ Μπέιλυ δημιουργεί άλλη μια περφόρμανς που βρίσκεται αρκετά κοντά στη σκηνογραφική διαχείριση, τη δομή και τη φιλοσοφία της περυσινής του παρουσίας, στο πολυμορφικό και πολυμεσικό φεστιβάλ που διοργάνωσε με σημαντική επιτυχία, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.

Στο οριακό εκείνο σημείο, που συναπαντώνται και αλληλεπιδρούν οι παραστατικές τέχνες με τα εικαστικά, ο πολυπράγμων Νοτιοαφρικανός καλλιτέχνης μεταφέρει τις μακροχρόνιες παρατηρήσεις του για τον φυλετικό ή θρησκευτικό ρατσισμό και δημιουργεί άλλη μια άξια μνημόνευσης ανθρώπινη εγκατάσταση, που βρίθει από σημερινές αναφορές (ο ακροδεξιός λαϊκισμός και η έξαρση των ξενοφοβικών κρουσμάτων) και αλληγορικούς συμβολισμούς (η ελληνική μυθολογία). Ειδικότερα, η υφαρπαγή της Ευρώπης και ο μύθος που συντροφεύει τον Μινώταυρο επιστρατεύονται, όχι μόνο επειδή, ο Μπρετ Μπέιλι αναζητά τη μυθολογική προέλευση της Ευρώπης, αλλά και γιατί επιθυμεί να χαρτογραφήσει και να οπτικοποιήσει μέσα από τη χρήση ενός δαιδαλώδους λαβύρινθου, την περίπλοκη και αυτοκαταστροφική φύση του ανθρώπου. Τα αξεπέραστα εμπόδια που αντιμετωπίζουν χιλιάδες πρόσφυγες (τα περιφραγμένα σύνορα της Ευρώπης και η δυσκολία έγκρισης του αιτήματος ασύλου) και το φοβικό πλέγμα κάτω από το οποίο ζουν πολλοί Ευρωπαίοι πολίτες (η παρουσία του ξένου), βρίσκουν τον τρόπο να προσομοιωθούν στο δισήμαντο ‘Sanctuary’ και έτσι να προσφέρουν μια ανεπανάληπτη και διαφορετική εμπειρία θέασης, πρόσληψης και έμμεσης συμμετοχής.

Χρησιμοποιώντας σε όλα τα έργα του, ένα πολυφυλετικό μείγμα ικανότατων ερμηνευτών, ο διεθνώς διακεκριμένος δραματουργός και σε αυτή την παράσταση δεν θα μπορούσε παρά να κάνει το ίδιο. Έχοντας πραγματοποιήσει προσεκτική έρευνα και περάσει πλείστο χρόνο, σε προσφυγικούς καταυλισμούς (στο Καλαί, τη Δουνκέρκη, τη Λέσβο, την Αθήνα), ο Μπρετ Μπέιλυ ήρθε σε επαφή με δεκάδες πρόσφυγες, ακτιβιστές και εργαζόμενους που παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια, καθώς επίσης, με οργανώσεις προσφύγων και μετανάστευσης που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκές πόλεις (στην Αθήνα, τη Μασσαλία, το Αμβούργο), πριν διαλέξει τους περφόρμερ του ‘Sanctuary’. Ακολούθως, μαζί με τον αρθογράφο, συγγραφέα, μεταφραστή και ιδρυτή του μη κερδοσκοπικού θεατρικού οργανισμού Masrah Ensemble, Εγιάντ Χουσαμί, πήρε συνέντευξη από εξήντα υποψήφιους και μέσα από αυτούς, ξεχώρισε οκτώ. Μπορεί η ηλικία τους να εκκινεί από τα είκοσι και να φτάνει μέχρι τα εβδομήντα έτη, να προέρχονται από διαφορετικές περιοχές (από χώρες της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Ευρώπης) και να διαμένουν σε εξίσου διαφορετικές πόλεις (στην Αθήνα, το Αμβούργο, τη Μασσαλία, τη Μπολόνια), ένεκα όμως, των δυσκολιών που πέρασαν και τους οδήγησαν στην προσφυγιά ή μετανάστευση και εκείνων που συνάντησαν στις πιο εφησυχασμένες και ευνοημένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, διαμοιράζονται αρκετά κοινά, ικανά να υπηρετήσουν τους χαρακτήρες που φαντάστηκαν και ανέπτυξαν, κατά την περίοδο, της προετοιμασίας.

Οι Karam Al Kafri (φοιτητής, ακτιβιστής), Magd Asaad (βοηθός προσφύγων, διερμηνέας), Sandrella Dakdouk (χορεύτρια, περφόρμερ), Françoise Hémy (ακτιβίστρια), Muna Mussie (καλλιτέχνης, περφόρμερ), Ian Robert (διερμηνέας, περφόρμερ) Nidal Sultan (περφόρμερ, ηθοποιός), Lionel Tomm (περφόρμερ, ακτιβιστής, μουσικός, ηθοποιός, θεατροπαιδαγωγός), βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο μακροσκελές και πολυδαίδαλο σκηνικό, ερμηνεύοντας από μια ολιγόλεπτη σκηνή, ο καθείς. Οκτώ ερμηνευτές, οι οποίοι μέσα από τις προσωπικές τους εμπειρίες και τους χαρακτήρες που εμπνεύστηκαν, παρουσιάζουν μια διαδοχή γνώριμων, μα πάντα εφιαλτικών εικόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στιγμιότυπα, τα οποία περισσότερο προσεγγίζουν ελεύθερα και ως ένα σημείο σουρεαλιστικά ή σαρκαστικά, παρά με απόλυτη ακρίβεια ή υπέρμετρο συναισθηματισμό, τα γεγονότα που αναλαμβάνουν να αποδώσουν. Ταυτόχρονα, όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος του έργου, εξετάζεται ενδελεχώς, η έννοια της στέγης. Καθημαγμένη, επαπειλούμενη ή προσδοκώμενη, η εστία βρίσκεται στο προσκήνιο της εν λόγω εγκατάστασης, μιας και οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται, είτε απώλεσαν τα σπίτια τους και επιδιώκουν να μεταφερθούν σε άλλα, είτε αισθάνονται πως εκείνα που ήδη διαθέτουν κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή και οφείλουν να τα υπερασπιστούν με κάθε μέσο.

Η ίδια η συστέγαση της ανθρώπινης εγκατάστασης στην αναξιοποίητη και παραμελημένη, Πέτρινη Αποθήκη του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι: μέχρι να δημιουργηθούν τα πρώτα κέντρα υποδοχής – ταυτοποίησης, πολλές χιλιάδες πρόσφυγες  διέμεναν εκεί. Προτίμηση, η οποία συμβάλλει, ώστε να δημιουργηθεί ακόμη περισσότερο η αίσθηση του ανοίκειου, του προσωρινού και του ακροσφαλούς. Πολλώ δε μάλλον, όταν το κτίσμα βρίσκεται στο απώτατο σημείο ενός λιμανιού, που και στο παρελθόν έχει χρειαστεί να υποδεχθεί τεράστιες εισροές προσφύγων. Καταλλήλως εξοπλισμένη και προσαρμοσμένη η Πέτρινη Αποθήκη, πάντως, επ’ ουδενί δε θυμίζει χώρο φιλοξενίας, αντιθέτως παραπέμπει σε καλά προφυλασσόμενο διασυνοριακό πέρασμα ή ακόμη και σε σωφρονιστήριο υψίστης ασφαλείας, έτσι όπως τα πολύ υψηλά, αγκαθωτά συρματοπλέγματα οριοθετούν τον χώρο που μετακινούνται οι κατανεμημένες ομάδες των θεατών (οκτώ άνθρωποι συναπαρτίζουν το κάθε σύνολο) και οι στοχευμένοι φωτισμοί ανταποκρίνονται στις ασφυκτικές απαιτήσεις τους (την κατασκευή των σκηνικών ανέλαβαν τα περίφημα Ray Studios και τους φωτισμούς σχεδίασε, ο Κόλιν Λέγρας). Τρεις πράξεις με οκτώ σκηνές λαμβάνουν δράση στο εσωτερικό της λιθόκτιστης εμπορευματοθήκης και ύστερα από τη σύντομη ανάγνωση των περιεκτικών βιογραφικών των συμμετεχόντων (αναρτημένα στον προθάλαμο του αρχιτεκτονήματος), οι ομάδες των θεατών υπεισέρχονται στο απρόβλεπτο και προσεκτικά επιμελημένο σκηνικό.

Από την πρώτη στιγμή, η ειρωνεία με την οποία διαποτίζει συνήθως τις παραστάσεις του, ο Μαρκ Μπέιλι, γίνεται εμφανής, μιας και στην είσοδο με τον συρμάτινο φράκτη, βρίσκονται δύο σημαίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένα χαλάκι καλωσορίσματος. Δύο υποσημειώσεις τραγικοκωμικές, σε ένα περιβάλλον που κάθε άλλο παρά δείχνει σημεία πολιτισμού. Η ίδια διφορούμενη αίσθηση επικρατεί και στο χώρο που αποκαλείται ‘Πρόλογος’, μιας και αυτός παραπέμπει σε αίθουσα αφίξεων και αναχωρήσεων αεροδρομίου. Εκεί, οι θεατές κάθονται στα παρατεταγμένα καθίσματα και παρακολουθούν στην οθόνη που ευρίσκεται μπροστά τους, εν είδει καρτ ποστάλ, φωτογραφίες ασυναγώνιστης ομορφιάς από διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Τη νηνεμία της εναλλαγής των απαράμιλλων εικόνων ταράζει μονάχα, ο ήχος της βίαιης ανακίνησης των υδάτινων μαζών και οι ανθρώπινες φωνές που ακούγονται από τα εκατέρωθεν ηχεία. Η αποχώρηση του κοινού από τον χώρο αυτό και η συνάντησή του με τον πρώτο ερμηνευτή (Magd Asaad), πάντως, αφήνει στην άκρη τον όποιο χλευασμό. Σε μια σκηνή, που ονοματίζεται ‘Γλάροι’, ο Σύρος πρόσφυγας υποδύεται έναν πατέρα που βαστάει στην αγκαλιά του, το μωρό του. Ευρισκόμενος σε μια παραλία που έχουν στοιβαχτεί πολλές σωστικές λέμβοι, ο γονιός προσεύχεται, για να έχει το παιδί του ένα πολύ καλύτερο μέλλον.

Τον μεταφρασμένο, συγκινητικό λόγο ενός πατέρα, που παρά τις δυσχέρειες εξακολουθεί να ελπίζει, διαδέχεται το σιωπηλό ουρλιαχτό μιας πανέμορφης κοπέλας, που αποκαλείται, νύφη του Ίσις. Η Sandrella Dakdouk υποδύεται με περίσσια θλίψη, μια από τις αναρίθμητες γυναίκες, που υποχρεώνονται να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους με έναν άνδρα που της κακομεταχειρίζεται, στη σκηνή που φέρει τον αλληγορικό τίτλο ‘Περιστέρια’. Καθισμένη σε μια καρέκλα, δανείζεται τεχνικές από την παντομίμα για να αφηγηθεί την λυπητερή ιστορία της, με τα δύο της χέρια. Άκρα που φέρουν από ένα δερμάτινο γάντι το καθένα (ένα λευκό και ένα μαύρο), για να κάνουν πιο προσιτό τo αφήγημά της. Ο Μπρετ Μπέιλι την τοποθετεί σε ένα ατμοσφαιρικά φωτισμένο πλαίσιο, που ενθυμίζει βιτρίνα καταστήματος, ενώ για να ολοκληρώσει το καυστικό, σκηνογραφικό του σχόλιο, εγκαθιστά τα πραγματικά ομοιώματα έξω από τούτο και το ευμέγεθες φωτογραφικό πορτραίτο ενός γυναικείου μοντέλου και του Έλληνα Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα (!) πίσω από την ίδια. Μετά από την ιδιόμορφη αυτή προσέγγιση, το κατακόκκινο νήμα (που βρίσκεται στο δάπεδο κάθε αιθούσης) οδηγεί τους θεατές σε ένα από τα πιο σπαραχτικά και υπερβατικά στιγμιότυπα της εγκατάστασης. Στο ‘Ρέκβιεμ’, ο Παλαιστίνιος – Σύρος Karam Al Kafri παρίσταται σιωπηλός και με χαμηλωμένο βλέμμα, για λίγα δευτερόλεπτα, ενώ μπροστά του μια μικρή οθόνη δείχνει σκηνές από έναν προηγούμενο, ευτυχισμένο και απολύτως συμφιλιωμένο (οικογενειακό;) βίο, λίγο προτού επιδοθεί στην εκτέλεση ενός μέρους μιας νεκρώσιμης μελωδίας με το πνευστό του όργανο και οι προβαλλόμενες εικόνες  δείξουν ένα μέρος από το ζόφο των ένοπλων αναμετρήσεων.

Σε μια παράσταση που αντλεί έμπνευση από τη μυθολογία του Μινώταυρου, πέρα από τη δαιδαλώδη μορφή του σκηνικού, το κοκκινωπό νήμα που συναπαντάται αποσπασματικά, το ίδιο το μοχθηρό και τόσο αιμοδιψές πλάσμα, με το ανθρώπινο σώμα και το κεφάλι ζώου, δανείζει την ονομασία του και ως ένα βαθμό την παρουσία του στην ακόλουθη σκηνή. Στον ‘Μινώταυρο’,  η Ερυθραία Muna Mussie και ένα χάρτινο ομοίωμα του ζωόμορφου τέρατος, βρίσκονται σε ένα περίκλειστο δωμάτιο, το οποίο αποκαλύπτεται μονάχα, όταν οι περσίδες που καλύπτουν την πρόσοψή του, ανασηκωθούν. Η νεαρή γυναίκα συναντάται πάνω από ένα πτώμα (ή εν πάση περιπτώσει, έναν απροσδιόριστο όγκο που μοιάζει με νεκρό σώμα) και κάνει μαλάξεις, μέχρι που αρπάζει την καρδιά του θύματος και την ανυψώνει στον αέρα με έκφραση που δείχνει ανημποριά. Δίχως να προσδιορίζεται, η ταυτότητα του θύματος και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οδηγήθηκε σε αυτή την μοιραία κατάσταση, η σκηνή εκτός από κρυπτική είναι και αρκούντως νοσηρή. Σε αντίστοιχα μακάβριο κλίμα, μα ασφαλέστατα νοηματοδοτικά πολύ πιο ευκρινής και αποσαφηνισμένη, βρίσκεται η σκηνή που ακολουθεί.

Η ‘Νύχτα των Κρυστάλλων’, όπως είναι το όνομα που φέρει η τέταρτη σκηνή, αναντίρρητα φέρνει μνήμες από το μαζικότατο, πανεθνικό πογκρόμ που εξαπολύθηκε κατά των Εβραίων κατοίκων στη Γερμανία και την Αυστρία, τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου του 1938. Μόνο που αυτή τη φορά, τα θύματα είναι οι πρόσφυγες, που καταφθάνουν από χώρες της Αφρικής και της Ανατολής και όσοι δηλώνουν μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα και διαμένουν ήδη σε κάποια από τα κράτη της Ευρώπης. Το φρικαλέο γεγονός, που σημειώθηκε έξω από το μουσουλμανικό τέμενος (Ελ Φαρούκ) της πρωτεύουσας του Βρανδεμβούργου (κάποιοι θερμοκέφαλοι πέταξαν γουρουνοκεφαλές στην είσοδο αυτού), παραβάλλεται νοερά με τη βραδιά που αποτέλεσε την απαρχή του ολοκαυτώματος (Κρίσταλναχτ). Συνεπακόλουθα, ο Γερμανός Lionel Tomm αναλαμβάνει τον απαιτητικό ρόλο να ερμηνεύσει έναν άνθρωπο με θολωμένη κρίση, που δεν διστάζει να βεβηλώσει τη θύρα ενός τζαμιού και να αφήσει εκεί τα κεφάλια των αποκεφαλισμένων γουρουνιών. Από την άλλη, ένας άτυπος, εξευτελιστικός προσφυγικός καταυλισμός στα σύνορα κάποιας χώρας (το Καλαί ή μήπως πρόκειται για την Ειδομένη;) είναι το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται η επόμενη σκηνή. Στο ‘Κοράκι’, ο Σύρος Nidal Sultan ερμηνεύει έναν πρόσφυγα που κάθεται οκλαδόν και ενασχολείται με το κινητό του. Σε ένα μέρος που παραπέμπει σε σκουπιδότοπο, δεν προκαλεί καμία απολύτως εντύπωση, που ο συγκεκριμένος άνθρωπος προσπαθεί να διατηρήσει την επαφή του με τον υπόλοιπο κόσμο και να επικοινωνήσει με τους δικούς του ανθρώπους, ούτε πως το βλέμμα του θεατή επικεντρώνεται στα κάθε λογής εγκαταλελειμμένα και τοποθετημένα σε στοίβες αντικείμενα και τα μηνύματα που φιλοξενούνται σε πρόχειρα πλακάτ (συνήθεις ερωτήσεις που γίνονται σε μετανάστες ή πρόσφυγες, κατά την καταγραφή τους σε συνοριακά κέντρα).

Ελάχιστα λεπτά, πριν από τον ‘Επίλογο’ και τη συνάντηση του θεατή με τον Ελληνοκενυάτη Ian Robert – σε ένα δωμάτιο, οι επισκέπτες κάθονται σε μια σειρά από καθίσματα, μπροστά από τα οποία βρίσκονται πολύχρωμα λουλούδια και μια περίφρακτη αυλή, από την οποία ξεπροβάλλει ο διερμηνέας και περφόρμερ, για να μιλήσει με αφοπλιστικό και καίριο τρόπο, για τις άνευ τέλους περιπέτειες των προσφύγων, την ανεπαρκή διαχείριση του ζητήματος και την ευθύνη που βαραίνει τον κάθε ένα από εμάς – το αληθινό τέρας (η προσωποποίηση του μυθικού Μινώταυρου στη σύγχρονη εποχή) αποκαλύπτεται σε ένα μικροαστικό οίκημα (από τούτα που διαβιούν οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες). Και δεν είναι τόσο ότι σε μια τηλεόραση παρουσιάζεται η υποψήφια για την Προεδρία της Γαλλίας Μαρίν Λε Πεν όσο το ότι η γηραιά γυναίκα που την παρακολουθεί με προσοχή, πιθανότατα να συμμερίζεται τις μισαλλόδοξες πεποιθήσεις της. Στην προτελευταία σκηνή, καθ’ ότι υποδηλώνει και ο τίτλος της (‘Europa’), η γερασμένη ήπειρος έχει την τιμητική της, μέσα από μια σκηνή όμως, που στην πραγματικότητα την αποκαθηλώνει και την περιπαίζει εκ των έσω. Όχι ότι σε κάθε μια από τις προηγούμενες έξι δράσεις δεν συνέβαινε κατά κόρον αυτό, στη συγκεκριμένη όμως, έχει άλλη βαρύτητα. Με την τηλεόραση και το συντηρητικά και ακαλαίσθητα διακοσμημένο δωμάτιο (μέχρι και ένα μικρό αγαλματίδιο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη θεάθηκε σε κάποιο σημείο), να αντανακλούν την ελαφράδα και απερισκεψία της τηλεθεάτριας και νοικοκυράς (την ερμηνεύει απολαυστικά, η γνωστή, Γαλλίδα ακτιβίστρια Françoise Hémy), δεν προκαλεί καμία απολύτως εντύπωση, που αυτή η γυναίκα, δύναται να προσηλυτιστεί από κάθε λογής δημαγωγούς πολιτικούς αρχηγούς. Και είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο, που οι επισκέπτες καταλαβαίνουν, πως ενδεχομένως ο Μινώταυρος να κρύβεται δίπλα τους ή ακόμη και μέσα τους, λίγο πριν αποχωρήσουν με τον τρόπο που ειπώθηκε και στην αρχή της παραγράφου.

Share