Lucky

Γεννηθείς στις 14 Ιουλίου του 1926, στο Δυτικό Ίρβιν της πολιτείας του Κεντάκι, ο Χάρι Ντιν Στάντον, γιος ενός καπνοπαραγωγού, αφού υπηρέτησε ως μάγειρας στο Πολεμικό Ναυτικό, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και άρχισε να σπουδάζει δημοσιογραφία και ραδιοφωνικές τέχνες στο πανεπιστήμιο του Κεντάκι, ακολούθησε την προτροπή του Άγγλου θεατρικού σκηνοθέτη, στις παραστάσεις του οποίου και εμφανιζόταν, και εγκατέλειψε τις σπουδές του, για να παρακολουθήσει εντατικά μαθήματα υποκριτικής στον ιστορικό χώρο τέχνης Πασαντίνα Πλέιχαουζ. Μπορεί στην αρχή, να μην ήταν φανερό, το αν θα αφιερωθεί στην ηθοποιία (τον ενδιέφερε ισόποσα, η συγγραφή και η μουσική), όμως, μετά τις πρώτες του εμφανίσεις σε τηλεοπτικά προγράμματα και χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες, θα ήταν εκείνη που θα τον κέρδιζε ολοκληρωτικά. Σε μια καριέρα, που ξεκινάει από τη δεκαετία του 1950 και μετράει περισσότερους από εκατόν πενήντα ρόλους σε κινηματογραφικά έργα και τηλεοπτικές παραγωγές, σε χρονικό διάστημα επτά δεκαετιών, θα άφηνε το αντισυμβατικό και ακατάτακτό του αποτύπωμα: είτε ως ομοφυλόφιλος αναρχικός στο ‘Two Lane Blacktop‘ του Μόντε Χέλμαν (1971) και καλοδιάθετος μηχανικός πληρώματος στο ‘Άλιεν: Ο Επιβάτης του Διαστήματος‘ του Ρίντλεϊ Σκοτ (1979), είτε ως ζωογόνος απεσταλμένος του Χριστού στο ‘Ο Τελευταίος Πειρασμός‘ του Μάρτιν Σκορσέζε (1988) και απομακρυσμένος αδελφός στο ‘The Straight Story‘ του Ντέιβιντ Λιντς (1999). Σύντομης διάρκειας, μα συχνά, αλησμόνητοι και απολαυστικοί κινηματογραφικοί ρόλοι, στους οποίους ο ηθοποιός με το αναγνωρίσιμο παρουσιαστικό, δεν έκανε τίποτα λιγότερο (και περισσότερο) από το να είναι ο εαυτός του.

Στις ελάχιστες δε περιπτώσεις, που είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο [(στο αριστουργηματικό ‘Παρίσι, Τέξας‘ του Βιμ Βέντερς (1984) και το ανατρεπτικό ‘Repo Man‘ του Άλεξ Κοξ (1984)], δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, επιδόθηκε με ζήλο και διακρίθηκε με παίξιμο που ήταν λιτό και ουσιαστικό. Θα χρειαζόταν, πάντως, να περάσουν τριάντα τρία χρόνια, για να αναλάβει και πάλι τον πρώτο ρόλο και τούτο θα συνέβαινε σε μια ταινία, η οποία καθ’ όσον αποδείχτηκε, λίγο πριν από την επίσημη πρεμιέρα της, αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του. Η πολύ δυσάρεστη είδηση του θανάτου του, στις 14 Σεπτεμβρίου του 2017, στα ενενήντα ένα του έτη, δεν θα μπορούσε παρά να προκαλέσει συγκίνηση στους πολυάριθμους συνεργάτες και θαυμαστές. Τ’ ότι αυτή, σχεδόν συνέπεσε, όμως, με την έξοδο του ‘Lucky‘, μιας ταινίας, η οποία προετοιμάζει γι’ αυτό το αναπόφευκτο τελείωμα και συγκεφαλαιώνει με τον πλέον σπαρακτικό και φιλοσοφημένο τρόπο, ότι χαρακτήρισε αυτόν τον θαυμάσιο καλλιτέχνη και άνθρωπο, κάνει τον αποχαιρετισμό αυτό ακόμη πιο έντονο, μα ταυτοχρόνως, καταπραΰνει.

Ο Τζον Κάρολ Λιντς, άλλος ένας παραγνωρισμένος καρατερίστας, περνάει για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα και με τη συνδρομή του στενού του φίλου Χάρι Ντιν Στάντον, Λόγκαν Σπαρκς, στο σενάριο και του Ντράγκο Σουμόντζα (συνέβαλε και αυτός, κατά το ήμισυ, στη συγγραφή), συνθέτει μια γλυκόπικρη κινηματογραφική ωδή, η οποία χρησιμοποιεί πλείστες βιογραφικές πληροφορίες από τη ζωή και τον εσώτερο κόσμο του αποθανόντος ερμηνευτή, για να στοχαστεί χαμηλόφωνα (αν και σε κάποια σημεία, δογματικά και διδακτικά), για τον φόβο μπροστά στον επικείμενο θάνατο και τη συνειδητοποίηση που δύναται να επιφέρει η νομοτελειακή φθορά της ανθρώπινης ύπαρξης. Η επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα του Λάκι (Χάρι Ντιν Στάντον) εγκλωβίζεται με περιεκτικό τρόπο από τον φακό, στα πρώτα λεπτά της ταινίας, και τίποτα δεν δείχνει ικανό να τη διαταράξει, στην αραιοκατοικημένη έκταση με τους θεόρατους κάκτους, τα ψαμμώδη εδάφη και τα τοπικά καταστήματα, που διαμένει. Ο λιπόσαρκος Λάκι διαβιεί μονάχος του σε ένα απλό οίκημα, και κάθε πρωί που σηκώνεται, εκτός από την επιμελή φροντίδα του προσώπου (πλύσιμο, βούρτσισμα, ξύρισμα, χτένισμα), επιδίδεται και σε μια σειρά από ασκήσεις γιόγκα (συνοδεία τσιγάρου), λίγο πριν φορέσει την (σχεδόν) καουμπόικη του ενδυμασία και αναχωρήσει με προορισμό την καφετέρια που συχνάζει. Εκεί, εκτός του ότι απολαμβάνει τον καφέ του, λύνει σταυρόλεξα και συζητάει με τον Τζο, τον ιδιοκτήτη (Μπάρρυ Σαμπάκα Χένλυ) και τη Λορέττα, την υπάλληλο (Ιβον Χαφ), χρησιμοποιώντας ενίοτε, ρητορικές εκφράσεις (‘είσαι ένα τίποτα’). Την πολύωρη παραμονή στην καφετέρια, μόνο η άλλη, πολυαγάπητή του ασχολία, μπορεί να διακόψει (τα παιχνίδια που παρακολουθεί μανιωδώς στην τηλεόραση), και αυτό, αφού προηγουμένως, επισκεφτεί το εδωδιμοπωλείο που διαχειρίζεται η μεξικανικής προέλευσης, γλυκύτατη Βικτόρια (Άνα Μερσέντες), για να προμηθευτεί την ημερήσια, εμφαντικά τεράστια, συσκευασία γάλακτος.

Επιπρόσθετα, στο τελείωμα της ημέρας, ο Λάκι επισκέπτεται το μαγαζί που μαζεύονται και άλλοι ασυνήθιστοι χαρακτήρες. Τέτοιοι που όλοι τους φέρουν ευδιάκριτα χαρακτηριστικά, αναπτύσσουν γεμάτες νόημα συζητήσεις και ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις ή πειράγματα. Όπως είναι, η Ελέιν (Μπεθ Γκραντ), η δυναμική και ετοιμόλογη ιδιοκτήτρια του νυχτερινού καταστήματος, ο οπορτουνιστής Πόλλυ (Τζέιμς Ντάρρεν), που έχει συνάψει δεσμό με αυτή, ο καλοντυμένος Χάουαρντ (Ντέιβιντ Λιντς) που έχει για συντροφιά μια χελώνα που την λένε πρόεδρο Ρούζβελτ και ο σφιχτοδεμένος Βίνσεντ (Χιούγκο Άρμστρονγκ), που δουλεύει πίσω από την μπάρα και δεν αποκρύπτει τον ενθουσιασμό του, για ένα τηλεοπτικό παιχνίδι όπως το ‘Deal’. Άνθρωποι συμπαθητικοί, που λίγο ή πολύ, βιώνουν τις συνέπειες του περάσματος του χρόνου, ζουν μόνοι ή επιχειρούν να ξεγελάσουν τη μοναξιά και δεν χαρίζονται εύκολα.

Την καθημερινότητα του Λάκι, θα αλλάξει άρδην, το επεισόδιο που θα συμβεί το επόμενο πρωινό (κατά τη διάρκεια, της περιποίησης και εκγύμνασης, θα χάσει τις αισθήσεις του). Τ’ ότι δεν θα λάβει μια ξεκάθαρη απάντηση από τον γιατρό Κρίστιαν (Εντ Μπέγκλεϊ Τζούνιορ), από τη στιγμή που οι εξετάσεις του θα βγουν πεντακάθαρες (πέραν του ότι βρίσκεται στην ηλικία εκείνη που αιτιολογείται οποιαδήποτε εκδήλωση του οργανισμού), θα πυροδοτήσει μια αλλαγή στη συμπεριφορά του, που θα γίνει αντιληπτή από τον ολιγοστό περίγυρό του. Βαθμιδωτά, ο φόβος, θα κατακλύσει τον Λάκι, έναν χαρακτήρα, που μέχρι εκείνο το σημείο έδειχνε ακαταπόνητος και αδιάφορος. Τόσο, που όταν ξαναβρεθεί στο κέντρο που συχνάζει κάθε βράδυ, θα αντιδράσει με έντονο και ακραίο τρόπο, μπροστά στη θέα ενός δικηγόρου. Ο Μπόμπι Λόρενς (Ρον Λίβινγκστον), ετοιμάζεται να παρέχει τις νομικές του υπηρεσίες στον τρόπο τινά φίλο του, Χάουαρντ, όταν ο Λάκι θα εισέλθει στο μπαρ. Σε έναν χαρακτήρα, που όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο, εκτός από την αιωνόβια χελώνα του, που δη έχει εξαφανιστεί. Σε αύτη την αξιοπερίεργη σκηνή, που ανταποκρίνεται πλήρως στο ιδιοσυγκρασιακό πνεύμα του Ντέιβιντ Λιντς, ο Χάουαρντ επιθυμεί να κληροδοτήσει τα υπάρχοντά του στη χελώνα, ο Λάκι όμως, θα δείξει πως δεν συμμερίζεται τούτη την άποψη, μιας και θεωρεί πως ο νομικός εκπρόσωπος προσπαθεί να αδράξει την ευκαιρία και να τον εκμεταλλευθεί. Όσο και αν έχει δίκιο ο Λάκι, ως προς το τελευταίο, όπως εν μέρει, και για τ’ ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία το αν θα μεταβιβάσει σε κάποιον την περιουσία του, εφόσον όπως και να έχει, θα επιστρέψει στην ανυπαρξία από την οποία και προήλθε, αυτό που προπαντός, δεν θέλει να δει κατάματα και δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει είναι η δική του πραγματικότητα: το γεγονός, δηλαδή, ότι βρίσκεται μια δρασκελιά πριν από τον θάνατο και σε αυτό το κρίσιμο και αδιάφευκτο σημείο δεν έχει κάποιον άνθρωπο στο πλευρό του.

Σε μια από τις πιο ανθρώπινες σκηνές της ταινίας, η Λορέττα θα αιφνιδιάσει τον Λάκι, όταν τον επισκεφθεί στο απομονωμένο οίκημα που διαμένει, για να δει πως είναι η υγεία του. Τ’ ότι αυτή η στιγμή, εκτός από την πρωταρχική, αναμενόμενη έλλειψη ευγένειας (δεν θα την υποδεχθεί στο εσωτερικό του σπιτιού, όπως θα έπραττε οποιοσδήποτε άλλος) θα καταλήξει σε έναν υποστηρικτικό εναγκαλισμό, στον οποίο παρά τον αντανακλαστικό ενδοιασμό, θα ενδώσει, δείχνει το πόσο εύθραυστος και απροστάτευτος είναι. Και μόνο που θα μοιραστεί με κάποιον άλλον, την καθημερινή του συνήθεια, όπερ σημαίνει, την παρακολούθηση στην τηλεόραση των αγαπημένων των παιχνιδιών (συνοδεία ινδικής κάνναβης, τούτη τη φορά), όπως επίσης, ένα μυστικό (το κατακλυσμικό αρνητικό συναίσθημα που του έχει προξενήσει το λιποθυμικό επεισόδιο), θα είναι υπεραρκετό, για να βεβαιώσει έναν τέτοιον ισχυρισμό.

Η πρόταση της Βικτόρια, της παντοπώλισσας, βρίσκεται προς την ίδια κατεύθυνση (θα τον προσκαλέσει στη φιέστα που ετοιμάζει για τα γενέθλια του γιου της) και είναι ευχής έργων, γιατί ο Λάκι, θα κάνει άλλη μια υπέρβαση και θα την αποδεχθεί. Στιγμιότυπο που δίνει τη δυνατότητα στον Χάρι Ντι Στάντον να δείξει για τελευταία φορά, τις εγνωσμένες ικανότητές του, στην άλλη μεγάλη του αγάπη, τη μουσική (σε μια ιδιαιτέρως φορτισμένη εκτέλεση του ‘Volver, Volver‘ του διάσημου Μεξικανού τραγουδιστή, ηθοποιού και παραγωγού Βιθέντε Φερνάντεζ Γκόμεζ). Κοινή παραδοχή πάντως είναι, πως παρά τον δύστροπο χαρακτήρα του Λάκι (αν και το έξυπνο χιούμορ και μια μειλιχιότητα, τον κάνουν περισσότερο συμπαθή απ’ όσο θα ανέμενε κανείς), οι άνθρωποι που τον περιστοιχίζουν στην καθημερινότητά του, τον έχουν έγνοια. Μπορεί ως αθεράπευτος αμφισβητίας των καθιερωμένων αξιών και εχθρός των κάθε λογής θρησκευτικών παρατάξεων, να διακηρύττει αλαζονικά στον αλαφροΐσκιωτο Πόλλυ, πως δεν υφίσταται ψυχή, για να θεωρεί τόσο απαραίτητο το δέσιμο των ανθρώπων (φιλία) και σε άλλο σημείο, να διαχωρίζει τη μοναξιά από τη μοναχικότητα, ο ίδιος πάντως, έστω και με πλάγιο τρόπο, δείχνει να επιζητά την ανθρώπινη επαφή, περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Τα τηλεφωνήματα που κάνει από την κατοικία του, φέρνοντας σαν πρόφαση την ανάγκη βοήθειας για την επίλυση ενός σταυρολέξου, αυτό φανερώνουν. Αντιπροσωπευτική δε είναι η περίσταση που θα ξυπνήσει τρομοκρατημένος από έναν ακόμη εφιαλτικό όνειρο και το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να τηλεφωνήσει. Ο Τζον Κάρολ Λιντς, πολύ σωστά δεν αποκαλύπτει στον θεατή, το ποιος παρίσταται στην άλλη πλευρά της γραμμής, και αυτή η προτίμηση εκτός από υποθέσεις για το πρόσωπο που θα μπορούσε να είναι, δημιουργεί  και μια έλλειψη βεβαιότητας, για το αν πραγματικά συνομιλεί με κάποιο υπαρκτό άτομο.

Συν τοις άλλοις, τ’ ότι η υποστασιακή, προθανάτια διαδρομή του μοναχικού πρωταγωνιστή, βρίσκει το τραγουδιστικό της ισοδύναμο σε ένα εξαιρετικό τραγούδι του Τζόνι Κας (‘I See a Darkness‘), δεν δίνει μόνο τη δυνατότητα στη χαρακτηριστικά μπάσα φωνή του Αμερικανού καλλιτέχνη να ηχήσει σε μια ακόμη ταινία, αλλά και στους ανατριχιαστικούς του στίχους να ταιριάξουν με τις εικόνες και ότι βιώνει ο πρωταγωνιστής. Τη στιγμή που o Λάκι καπνίζει με μανία, στριφογυρίζει άγρυπνα και βρίσκεται σε περισυλλογή, στίχοι καθώς είναι αυτοί που ακούγονται στο ρεφρέν του ακούσματος ‘Did you know how much I love you? Is a hope that somehow you, Can save me from this darkness’, εναρμονίζονται απόλυτα με τις υπαρξιακές του ανησυχίες. Μπορεί ο ήρωάς μας, να έχει ως απαράβατη αρχή, τη φράση που λέει πως, ‘ερχόμαστε μόνοι και μόνοι φεύγουμε’, δεν δείχνει όμως, η παραδοχή αυτή να τον βοηθάει, από τη στιγμή που δε μπορεί να ακολουθήσει με χαλαρή διάθεση την καθημερινότητά του.

Το σχεδόν ενενηκονταετές παρελθόν, που κουβαλάει ο Λάκι στις ασθενικές του πλάτες (σαν αργοκίνητο τετράποδο ερπετό), περισσότερο υπονοείται παρά αποκαλύπτεται στην ταινία (μια ξεθωριασμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία, στην οποία ο ίδιος είναι κατά πολύ νεότερος και φοράει τη στολή του πολεμικού ναυτικού ή μια φευγαλέα αναφορά, στο ότι γεννήθηκε στην Κοινοπολιτεία του Κεντάκι), έτσι σκηνές, όπως είναι αυτή που συνομιλεί με τον Φρεντ (Τομ Σκέριτ), έναν άγνωρο συνομήλικό του, που φέρει διακριτικά στρατιωτικά σήματα στον ρουχισμό που φοράει, επιτρέπουν στον σκεπτόμενο Λάκι, να φανερώσει πιο πολλές πτυχές και να επιδείξει ένα συμπεριφοριστικό παρουσιαστικό, που είναι ανεπιτήδευτα εγκάρδιο και φιλικό. Σε ένα στιγμιότυπο που πλατειάζει και κρατάει περισσότερο από όσο θα έπρεπε (το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και για τη σκηνή που συζητάει με τον δικηγόρο, ύστερα από το απαράδεκτο περιστατικό, που προκάλεσε ο ίδιος), ο Τζον Κάρολ Λιντς, μέσω ενός ακόμη βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της ιστορίας με τη μικρή Γιαπωνέζα που διηγείται ο τελευταίος, επιτυγχάνει δύο πράγματα. Αφενός, να κάνει τον αλαφιασμένο ήρωά μας, να αισθανθεί οικεία και αφετέρου, να τον παραδειγματίσει, για να χειριστεί με πιο μεγάλη ψυχική ηρεμία την πιθανότητα του θανάτου του. Κατόπιν τούτου, δεν υπάρχει πιο αφοπλιστικό και συναισθηματικά φορτισμένο στιγμιότυπο από εκείνο, που δείχνει τον ήρωά μας, να χαμογελάει (στιγμή, κατά την οποία διαρρηγνύεται ο τοίχος που χωρίζει τον θεατή από τον πρωταγωνιστή και δικαιολογημένα βραβεύτηκε με ξεχωριστή μνεία στο 58ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), πολύ περισσότερο, όταν πρωτύτερα, ως φύση γνήσια αντιδραστική, έχει φροντίσει να μην τηρήσει τους απαράβατους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του μαγαζιού της Ελέιν, να εξηγήσει πως υπάρχουν παραπάνω από μια εκδοχές για ένα γεγονός και πως δεν υφίσταται καμία άλλη, αναμφισβήτητη και μη εξιδανικευμένη παραδοχή από την αντικειμενική υπόσταση των πραγμάτων (ρεαλισμός).

Ο Χάρι Ντιν Στάντον, στον τελευταίο ρόλο της μακροετούς κινηματογραφικής του πορείας, λίγο προτού πέσουν οι τίτλοι τέλους αυτής της αξιόλογης ανεξάρτητης δημιουργίας, φέρνει δάκρυα στα μάτια των θεατών. Συναισθηματική κατάσταση που εντείνει και η ίδια η γνώση της αποχώρησής του από τα εγκόσμια. Συνάμα, όμως, μεταδίδει και μια ευγνωμοσύνη για όσα του πρόσφερε η ζωή, βαθύτατη από τη στιγμή που κατόρθωσε να αφήσει το ίχνος του, δίχως να παραιτηθεί από τις προσωπικές του διεκδικήσεις, για να επιδοθεί στο ματαιόδοξο κυνήγι να γίνει κινηματογραφικός αστέρας. Ως ακόλουθο, στο ρυτιδιασμένο προσωπείο, το λυγερό σώμα και το φειδωλό πνεύμα του Λάκι, συναπαντάται κάθε ένας από τους δεκάδες χαρακτήρες  που ερμήνευσε όλα τούτα τα χρόνια. Κάθε ένα, δηλαδή, από τα κομμάτια που συνέθεταν την ιδιόρρυθμη του υπόσταση και έβρισκαν ελεύθερη δίοδο για να εκφραστούν. Σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως αποχαιρετιστήριο γράμμα ή βιογραφικό σημείωμα, ο ίδιος λάμπει και διεγείρει την ευαισθησία, έτσι όπως ανυπόκριτα, λιγομίλητα και στοχαστικά παρελαύνει σε μια ταινία, που δεν αποκρύπτει τις αδυναμίες της: η κοφτή ή επεξηγηματική σύνθεση των εικόνων κουράζει και δεν ταιριάζει πάντα με τη φιλοσοφία του έργου, ορισμένες σκηνές, όπως είναι αυτή με τον βετεράνο πολέμου, μακρηγορούν, ενόσω και ο πρωτόπειρος σκηνοθέτης, δεν κατορθώνει να αφήσει κάποιο αισθητικό στίγμα. Εκτός, από την καταλυτική παρουσία του Χάρι Ντιν Στάντον και την αρωγή άλλων συντελεστών (οι Ντέιβιντ Λιντς και Τομ Σκέριτ), διαθέτει ψυχή όμως, και μια σεναριακή προσέγγιση, η οποία μέσα από μη ρεαλιστικές παρεμβάσεις (το κοκκινωπό ονείρεμα) ή αλληγορικές πινελιές (η ύπαρξη και η εξαφάνιση της χελώνας), δίνει έμφαση στη φθαρτή φύση του ανθρώπου και τη σημασία που έχουν τα δεδομένα της πραγματικότητας (η συχνή διεξαγωγή συζητήσεων).

Share